ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/182/2022
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Όλες, δηλαδή οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, αφού αυτή τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της, είχαν τον χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, δηλαδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Επομένως, εφόσον η χρονική αφετηρία τους τοποθετείται προ της 17-4-2001, εφαρμοστέες τυγχάνουν εν προκειμένω οι παραπάνω διατάξεις και αυτές είχαν ήδη προσλάβει τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 103 § § 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους αλλά ούτε και στην παραπάνω Οδηγία 1999/70/1999, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που εκτίθενται στην αρχή της παρούσας. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις παραπάνω μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγχώνευσης του πραγματικού εργοδότη της ενάγουσας, νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …..», στο εναγόμενο, το τελευταίο, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκ της προαναφερθείσας σύμβασης εργασίας της, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που το ίδιο συνήψε με αυτήν, υποδηλώνει πέραν της εξυπηρέτησης της παραπάνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης, που κατέστη πλέον ανάγκη του ιδίου, μετά τη σύστασή του, τη συνέχεια της εργασιακής σχέσης της, και αυτό υποχρεούτο έκτοτε να την απασχολεί υπό τους ίδιους όρους. Η κρίση αυτή, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνον στο γεγονός ότι το εναγόμενο ανέλαβε, κατά τον ιδρυτικό του σκοπό, την ίδια δραστηριότητα με εκείνη της προαναφερθείσας δημοτικής επιχείρησης, αλλά στο ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε την ενάγουσα με αυτό μετά το 2014 αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της εργασιακής σχέσης της με τη δημοτική επιχείρηση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο αλλά και εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, διατεινόμενο ότι πραγματικός εργοδότης της ενάγουσας ήταν ο εκάστοτε φορέας απασχόλησής της (α΄λόγος), ότι οι συμβάσεις αυτές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες και γι’αυτό έφεραν τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου (β΄λόγος), ότι δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (γ΄λόγος), και ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αντιβαίνει στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων του Συντάγματος (δ΄λόγος), να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ1/309/2006
Για την κατάταξη υπαλλήλων Δήμων με σχέση εργασίας ιδ. δικαίου ορισμένου χρόνου σε οργανικές θέσεις ιδ. δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος απασχόλησης αυτών σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που συστήθηκαν ή εποπτεύονται από τους παραπάνω Δήμους.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/22/2019
Καταβολή μισθοδοσίας στους επικουρικούς ιατρούς(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη. Και τούτο διότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου των εν λόγω επικουρικών ιατρών υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, που επιτρέπει την καθ’ υπέρβαση του 24μηνου απασχόληση προσωπικού ορισμένου χρόνου ενταγμένου σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, δοθέντος ότι η απασχόλησή τους εντάχθηκε, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Ενόψει τούτων, επιτρεπτώς οι συμβάσεις τους υπερέβησαν, μετά την παράτασή τους έως 31.1.2019, δυνάμει του άρθρο 27 του ν. 4532/2018, την αρχικώς συναφθείσα κατ’ απώτατο χρονικό όριο της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 επιτρεπόμενη διάρκεια, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές είχαν ήδη συναφθεί κατά τον χρόνο που εντάχθηκαν σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Παρέπεται δε ότι η εξαίρεση των ελεγχόμενων συμβάσεων των άνω ιατρών από τον κανόνα που θεσπίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 ισχύει μόνον για όσο χρόνο η απασχόλησή τους στο Νοσοκομείο παραμένει ενταγμένη σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Κατά τη γνώμη όμως της Παρέδρου Αικατερίνης Θεοφανίδου, η επίμαχη παράταση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας των άνω ιατρών παρίσταται μη νόμιμη, καθόσον συνιστά διαδοχική σύμβαση που εξικνείται ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, σε διάστημα πέραν των 24 μηνών. Η δε μεταβολή του φορέα καταβολής της μισθοδοσίας των φερόμενων ως δικαιούχων ιατρών, λόγω της ένταξής τους κατά την πρώτη παράταση της σύμβασής τους, σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, δεν τους εντάσσει αυτόθροα στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 6 του άνω διατάγματος, διότι δεν μεταβάλλει το είδος της εργασιακής τους σχέσης με το άνω νοσηλευτικό ίδρυμα, που ήταν και παραμένει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού και η ελεγχόμενη διαδοχική σύμβαση-παράταση καταρτίστηκε μεταξύ του ίδιου εργοδότη και ίδιων εργαζόμενων, για την ίδια ειδικότητα εκάστου και με τους ίδιους όρους εργασίας. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι η παραβίαση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ/τος 164/2004 και η ένεκα αυτής ακυρότητα της τελευταίας συμβάσεως των άνω ιατρών δεν επιφέρει δυσμενείς μισθολογικές συνέπειες για τους απασχοληθέντες ιατρούς, οι οποίοι εξακολουθούν, πλην άλλων, να έχουν αξίωση καταβολής του συμβατικού τους μισθού, συμφώνως προς το εδάφιο α΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του π.δ/τος 164/2004. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε.
ΑΠ/20/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:Σύμβαση εργασίας. Διάκριση μεταξύ ορισμένου και αορίστου χρόνου. Η σύναψη συνεχομένων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καθιστούν αυτή ως αορίστου με τις νόμιμες συνέπειες λύσης της. Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το δημόσιο για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών. Κρίση ότι υπό το καθεστώς του άρ. 103 Σ οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου με το δημόσιο δεν μετατρέπονται σε αορίστου. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη και με το κοινοτικό δίκαιο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ότι οι συνεχείς συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθίστανται αορίστου. Αντίθετη γνώμη μειοψηφίας. (Αναιρεί τη 9518/2005 ΜΠρΑθ - Ασφαλιστικά μέτρα) - (Ομοια η 19/2007 ΑΠ(ΟΛΟΜ)).
ΕΣ/ΚΠΕ ΤΜ.1/21/2019
Καταβολή μισθοδοσίας :Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη. Και τούτο διότι η σύμβαση ορισμένου χρόνου της ανωτέρω επικουρικού ιατρού, δοθέντος ότι η απασχόληση της εντάχθηκε, όπως προκύπτει από το 10214/20.3.2018 έγγραφο του Διοικητή της 3ης Υ.ΠΕ. Μακεδονίας στο συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα «Αναβάθμιση δεξιοτήτων επαγγελματικών ομάδων υψηλής εξειδίκευσης του τομέα Υγείας», υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, που επιτρέπει την καθ’ υπέρβαση του 24μηνου απασχόληση προσωπικού ορισμένου χρόνου ενταγμένου σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Ενόψει των ανωτέρω, επιτρεπτώς η σύμβαση της ανωτέρω επικουρικού ιατρού υπερέβη, μετά την παράτασή της έως 31.1.2019 με το άρθρο 27 του ν. 4532/2018, την αρχικώς συναφθείσα εικοσιτετράμηνη κατ’ απώτατο χρονικό όριο της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 επιτρεπόμενη διάρκειά της. Παρέπεται δε ότι η εξαίρεση της συμβάσεως της ως άνω ιατρού από τον κανόνα που θεσπίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 ισχύει μόνον για όσο χρόνο η απασχόλησή της στο Νοσοκομείο παραμένει ενταγμένη σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Κατά τη γνώμη όμως της Παρέδρου Μαρίας Ζέρβα, η επίμαχη παράταση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας των άνω ιατρών παρίσταται μη νόμιμη, καθόσον συνιστά διαδοχική σύμβαση που εξικνείται ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, σε διάστημα πέραν των 24 μηνών. Η δε μεταβολή του φορέα καταβολής της μισθοδοσίας των φερόμενων ως δικαιούχων ιατρών, λόγω της ένταξής τους κατά την πρώτη παράταση της σύμβασής τους, σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, δεν τους εντάσσει αυτόθροα στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 6 του άνω διατάγματος, διότι δεν μεταβάλλει το είδος της εργασιακής τους σχέσης με το άνω νοσηλευτικό ίδρυμα, που ήταν και παραμένει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού και η ελεγχόμενη διαδοχική σύμβαση-παράταση καταρτίστηκε μεταξύ του ίδιου εργοδότη και ίδιων εργαζόμενων, για την ίδια ειδικότητα εκάστου και με τους ίδιους όρους εργασίας. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι η παραβίαση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ/τος 164/2004 και η ένεκα αυτής ακυρότητα της τελευταίας συμβάσεως των άνω ιατρών δεν επιφέρει δυσμενείς μισθολογικές συνέπειες για τους απασχοληθέντες ιατρούς, οι οποίοι εξακολουθούν, πλην άλλων, να έχουν αξίωση καταβολής του συμβατικού τους μισθού, συμφώνως προς το εδάφιο α΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του π.δ/τος 164/2004. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε.
ΕΣ/Τ1/28/2007
Συμβάσεις μίσθωσης έργου δεν είναι νόμιμες, εφόσον καλύπτουν, ως εκ του αντικειμένου τους, πάγιες και διαρκείς ανάγκες , οι οποίες ανακύπτουν σε μόνιμη βάση.Περαιτέρω, εκ μόνου του λόγου ότι οι παραπάνω υπάλληλοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες δεν συνάγεται, άνευ ετέρου, ότι οι συμβάσεις τους υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας, απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των διατάξεων του π.δ.164/2004
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/94/2018
ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη που προηγήθηκε, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι νόμιμη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου. Και τούτο, διότι, όπως ρητώς ορίστηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 4326/2015, στο προσωπικό της ... Α.Ε., που δύναται να μεταταχθεί κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής, εμπίπτει το προσωπικό που απασχολείτο στις 13.5.2015 στον Οργανισμό με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες μετατράπηκαν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, με απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., ανεξαρτήτως της υλοποίησης της απόφασης αυτής με την κατάρτιση αντίστοιχων συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταξύ του μετατασσόμενου προσωπικού και του Οργανισμού σε χρόνο προγενέστερο της επίμαχης μετάταξης. Και τούτο διότι, δεδομένου του ουσιαστικού προσανατολισμού της διάταξης, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων που έχει κριθεί ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ... Α.Ε (βλ. αιτιολογική έκθεση αυτής) και της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της ακόμα και περιπτώσεων εργαζομένων για τους οποίους υφίσταται εκκρεμοδικία, ήτοι εκκρεμότητα ως προς το εάν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ... Α.Ε, η κωλυσιεργία της Διοίκησης του Οργανισμού -για την οποία υφίσταται και ποινική καταδίκη- ως προς την συμμόρφωση προς απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. που βεβαιώνει ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και ότι ως προς αυτούς συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο π.δ. 164/2004, δεν μπορεί να αποβαίνει εις βάρος τους. Συνεπώς, νομίμως, εν προκειμένω, οι φερόμενοι ως δικαιούχοι μετατάχθηκαν στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «...(....) σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις με σύμβαση αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι αυτοί απασχολούνταν με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στις 13.5.2015, χρονικό σημείο το οποίο λήφθηκε υπ’ όψιν κατά τον συνυπολογισμό της υπηρεσίας τους, ενόψει της μετάταξής τους και της κατάταξής τους στη νέα τους θέση και κατά το οποίο είχε ήδη κριθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου με την 16/25.7.2011 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π.... Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/117/2019
Καταβολή αποζημίσης εφημεριών...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) το 1291, οικονομικού έτους 2017, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, που αφορούσε στην πρώτη μισθοδοσία των φερόμενων ως δικαιούχων των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων ιατρών, μετά την τελευταία παράταση της διάρκειας της σύμβασης εργασίας τους, δυνάμει του άρθρου 95 παρ. 1 του ν. 4486/2017, ελέγχθηκε από την Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, στη συνέχεια, θεωρήθηκε και εξοφλήθηκε, β) η πράξη αυτή θεώρησης δεν έχει ανακληθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48 του κυρωθέντος, με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α 52), Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, γ) δεν μεσολάβησε κάποια απόφαση αρμοδίου οργάνου, που ανακαλεί ή ακυρώνει την παράταση της διάρκειας της σύμβασης εργασίας των ανωτέρω φερόμενων ως δικαιούχων ιατρών και δ) με την υπό κρίση έκθεση διαφωνίας επιδιώκεται, εξ αφορμής του ελέγχου των εφημεριών των ως άνω επικουρικών ιατρών, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της έννομης σχέσης απασχόλησής τους στο Νοσοκομείο, βάσει της οποίας παρείχαν τις εφημερίες, με την προβολή λόγων διαφωνίας που αφορούν, πλην άλλων, στη νομιμότητα της παραταθείσας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου εκάστου, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο έλεγχος νομιμότητας της δαπάνης για την καταβολή αποζημίωσης εφημεριών δεν μπορεί, με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, να οδηγήσει σε παρεμπίπτοντα έλεγχο προηγούμενων υπηρεσιακών μεταβολών (παράταση της διάρκειας της σύμβασης εργασίας), δημιουργικών δαπανών, οι οποίες, ήδη διήλθαν τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και κρίθηκαν νόμιμες. Ως εκ τούτου, ο λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου προβάλλεται απαραδέκτως.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος διαφωνίας, με τον οποίο αμφισβητείται ευθέως η νομιμότητα των εντελλόμενων με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπανών, αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του οποίου εκδόθηκαν.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/281/2018
Καταβολή αποδοχών επικουρικού προσωπικού:Υπό τα δεδομένα αυτά, και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη. Και τούτο διότι η σύμβαση ορισμένου χρόνου του εν λόγω επικουρικού ιατρού υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, που επιτρέπει την καθ’ υπέρβαση του 24μηνου απασχόληση προσωπικού ορισμένου χρόνου ενταγμένου σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, δοθέντος ότι η απασχόλησή του εντάχθηκε, όπως προκύπτει από τις οικείες τροποποιητικές του συμβάσεις, ήδη στο ανωτέρω συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Ενόψει τούτων, επιτρεπτώς η από 6.5.2017 σύμβασή του υπερέβη, μετά την παράτασή της από 6.5.2018 μέχρι 31.1.2019, με το άρθρο 27 του ν. 4532/2018, την αρχικώς συναφθείσα κατ’ απώτατο χρονικό όριο της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 επιτρεπόμενη διάρκεια, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η σύμβαση αυτή είχε ήδη συναφθεί κατά τον χρόνο που εντάχθηκε σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα. Παρέπεται δε ότι η εξαίρεση της ελεγχόμενης σύμβασης του άνω ιατρού από τον κανόνα που θεσπίζεται με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 ισχύει μόνον για όσο χρόνο η απασχόλησή του στο Νοσοκομείο παραμένει ενταγμένη σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα η(..) επίμαχη παράταση της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας παρίσταται μη νόμιμη, καθόσον συνιστά διαδοχική σύμβαση που εξικνείται ανεπιτρέπτως, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004, σε διάστημα πέραν των 24 μηνών. Η δε μεταβολή του φορέα καταβολής της μισθοδοσίας του φερόμενου ως δικαιούχου ιατρού, λόγω της ένταξής του κατά την πρώτη παράταση της από 6.5.2017 σύμβασής του, στο προαναφερόμενο συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, δεν τον εντάσσει αυτόθροα στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 6 του άνω διατάγματος, διότι δεν μεταβάλλει το είδος της εργασιακής του σχέσης με το άνω νοσηλευτικό ίδρυμα, που ήταν και παραμένει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού και η ελεγχόμενη διαδοχική σύμβαση-παράταση καταρτίστηκε μεταξύ του ίδιου εργοδότη και ίδιου εργαζόμενου, για την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι η παραβίαση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ/τος 164/2004 και η ένεκα αυτής ακυρότητα της τελευταίας συμβάσεως δεν επιφέρει δυσμενείς μισθολογικές συνέπειες για τον απασχοληθέντα ιατρό, ο οποίος εξακολουθεί, πλην άλλων, να έχει αξίωση καταβολής του συμβατικού του μισθού, συμφώνως προς το εδάφιο α΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 του π.δ/τος 164/2004. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν εκράτησε.
ΝΣΚ/133/2017
Ανάκληση πράξεων, οι οποίες συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, και, την εν συνεχεία, μετατροπή αυτής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τις διατάξεις του π.δ. 164/2004. (Κατάσταση : Αποδεκτή) Η πράξη προσλήψεως εργαζομένου, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, υπόκειται σε ανάκληση, ως παράνομη, κατ’ εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των παράνομων ατομικών διοικητικών πράξεων, αναδρομικά από το χρόνο της εκδόσεώς της, λόγω της εξαρχής ελλείψεως του κριτηρίου της βεβαιούμενης προϋπηρεσίας, στην οποία στηρίχθηκε η πρόσληψη, και για το λόγο ότι ο προσληφθείς προκάλεσε δολίως την πρόσληψη, μέσω της προσκομίσεως ψευδών βεβαιώσεων και της υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως. Η απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία κρίθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής συμβάσεως εργασίας σε αορίστου χρόνου, υπόκειται σε ανάκληση, αναδρομικά από το χρόνο της εκδόσεώς της, λόγω του ότι εκλείπουν, αυτοδικαίως και αναδρομικώς, οι απαιτούμενες από το νόμο, για τη μετατροπή, προϋποθέσεις του π.δ. 164/2004. Η Διοίκηση, αφού περιέλθει σ’ αυτή η προεκτιθέμενη ανακλητική απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., υποχρεούται να καταργήσει διαδοχικά, αναδρομικά από το χρόνο της ισχύος της, ως παράνομη, την ΚΥΑ, περί συστάσεως της σχετικής οργανικής θέσεως καθώς και να ανακαλέσει, αναδρομικά από το χρόνο εκδόσεώς της, ως παράνομη, την απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα προσλήψεως, δυνάμει της οποίας έγινε η κατάταξη του εργαζομένου σε οργανική θέση, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
ΕλΣυν/Τμ.1/49/2010
Ειδικότερα, με τις συμβάσεις μίσθωσης έργου δύναται να καλύπτονται ανάγκες που είτε προέρχονται από έκτακτα γεγονότα και εκφεύγουν της συνήθους λειτουργικής δραστηριότητας της υπηρεσίας, είτε ανακύπτουν περιοδικά και έχουν περιορισμένη χρονική διάρκεια, η οποία δεν δικαιολογεί την απασχόληση μόνιμου προσωπικού, είτε ανακύπτουν λόγω επέκτασης της τοπικής ή λειτουργικής αρμοδιότητας της υπηρεσίας, είτε, τέλος, απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, που δεν κατέχουν οι υπηρετούντες υπάλληλοι και επιβάλλεται να καλυφθούν πρόσκαιρα με τη σύναψη σύμβασης έργου, μέχρι να καταστεί δυνατή η πρόσληψη τακτικού προσωπικού από τον οικείο φορέα (βλ. Πράξεις Ι Τμ. 79/2004, 128/2006, 18/2007, 13/2010 κ.ά.).Από την παράθεση των ανωτέρω διατάξεων, καθίσταται σαφές ότι στο πεδίο εφαρμογής του π.δ/τος 164/2004 και στις οριζόμενες απ’ αυτό απαγορεύσεις και ακυρότητες υπάγονται οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως και κάθε άλλη σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, στις συμβάσεις μίσθωσης έργου, στις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι των Δημοσίων υπηρεσιών παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με αυτές που απαντώνται στις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας δεν χωρεί εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 164/2004, εκτός εάν αποδειχθεί ότι στην πραγματικότητα υποκρύπτονται σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. Πράξεις Ι Τμ. 74/2006, 53/2007, 109/2007, 193/2009, 198/2009, 13/2010 κ.α.).