Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ζ1/21/2011

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: 21/Β/18.01.2011

Τροποποίηση - συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Ζ1-798/ 25-06-2008 (ΦΕΚ Β΄1353) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης για την απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Z1-798/2008

Απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.


ΕΣ/ΤΜ.6/2201/2011

ΔΑΝΕΙΑ Αίτηση Ανάκλησης της 62/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ, το Τμήμα κρίνει, ότι οι υπό στοιχεία α και β ουσιώδεις, κατά την κρίση του Κλιμακίου, νομικές πλημμέλειες της επίμαχης σύμβασης (μη έκδοση προηγούμενης γνωμοδότησης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου για τη συνομολόγηση του δανείου, μη απεικόνιση κατά τη διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου της οικονομικής κατάστασης του Δήμου και της δυνατότητάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του δανείου, σύμφωνα με όσα στο νόμο ορίζονται) δεν υφίστανται πλέον μετά την έκδοση της 265/9.5.2011 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, αφού, αφενός μεν αυτή εκδόθηκε επί τη βάσει σχετικής θετικής γνωμοδότησης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου, αφετέρου δε κάνει πλήρη αναφορά στις απαιτούμενες εκ του νόμου (άρθρο 264 του ν. 3852/2010 και 43093/30.7.2010 υπουργική απόφαση) οικονομικές προϋποθέσεις που ο Δήμος πρέπει να πληροί, προκειμένου να προχωρήσει στη συνομολόγηση του επίμαχου δανείου (ετήσιο κόστος τοκοχρεωλυσίων που δεν υπερβαίνει το 20% του συνόλου των τακτικών εσόδων, μέσος όρος χρεών κάτω του 60% του μέσου όρου εσόδων για τα τρία προηγούμενα έτη).(…). Ο προβαλλόμενος δε με την αίτηση ισχυρισμός, ότι η επίμαχη ρήτρα έκπτωσης έχει κριθεί καταχρηστική με την Ζ1-798/25.6.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μόνο στα πλαίσια των συμβάσεων στεγαστικών δανείων και ότι αποτελεί παγιωμένη τραπεζική πρακτική να επαναλαμβάνεται αυτή σε κάθε δανειακή σύμβαση, χωρίς ο δανειολήπτης -ο Δήμος εν προκειμένω- να δύναται να την διαπραγματευτεί, ενώ σε κάθε περίπτωση η ενδεχόμενη καταχρηστικότητα (ακυρότητα) του συγκεκριμένου όρου δεν καθιστά, σύμφωνα με τη νομολογία περί γενικών όρων συναλλαγών, άκυρη όλη τη δανειακή σύμβαση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι πράγματι η Ζ1-798/25.6.2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (Β΄ 1353), που ορίζει ότι η δυνατότητα του πιστωτικού ιδρύματος να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης είναι μη νόμιμη, ως καταχρηστική, αφορά μόνο στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, το δικαίωμα που επιφυλάσσει η επίμαχη ρήτρα στο Τ.Π.Δ. σύμφωνα με τα ανωτέρω, να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να ζητεί το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης μίας και μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στο Δήμο σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας διάρκειας του δανείου (10 έτη) αλλά και των συνθηκών της παρούσας εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας. (..)Οι ως άνω δε νομικές πλημμέλειες, που τόσο το Κλιμάκιο, όσο και το Τμήμα κρίνουν ότι κωλύουν την υπογραφή της επίμαχης δανειακής σύμβασης, είναι ουσιώδεις, γιατί αφορούν σε παραβίαση ακόμα και αναγκαστικού δικαίου διατάξεων, που εφαρμόζονται στη συνομολόγηση δανείων είτε ειδικά από τους Δήμους είτε γενικά. Τέλος, το Τμήμα, κρίνει, ότι ο προβαλλόμενος με την αίτηση ισχυρισμός ότι η περίληψη στο σχέδιο της σύμβασης όλων των επίμαχων κριθέντων από το Κλιμάκιο ως μη νόμιμων όρων οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη των αρμοδίων οργάνων του Δήμου, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίμαχοι όροι περιλαμβάνονται κατά παγία τραπεζική πρακτική στις περισσότερες δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνονταν δε και σε προηγούμενες συμβάσεις δανείων μεταξύ του Δήμου και του Τ.Π.Δ. και παρότι ελέγχθηκαν προσυμβατικώς από το Ζ΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν κρίθηκαν ως μη νόμιμοι, είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Τούτο,  διότι  το γεγονός ότι η  αναφορά συγκεκριμένων αόριστων ή καταχρηστικών όρων στο επίμαχο σχέδιο σύμβασης ήταν ενδεχομένως αποτέλεσμα παγίως τηρούμενης τραπεζικής πρακτικής δεν αναιρεί τη μη νομιμότητά τους ούτε τη δυνατότητα του Δήμου να ζητήσει την αναδιατύπωση ή την απάλειψή τους, ενώ οι 204/2009, 49/2010 και 144/2010 πράξεις του Ζ΄ Κλιμακίου, με τις οποίες κρίθηκε η νομιμότητα σχεδίων αντίστοιχων δανειακών συμβάσεων μεταξύ του Δήμου .....ς και του Τ.Π.Δ., αφενός αφορούν σε άλλα δάνεια και δεν αποτελούσαν κώλυμα για το Κλιμάκιο να κρίνει διαφορετικά στην προκειμένη περίπτωση, αφετέρου δε έκριναν ως αόριστο και απαλειπτέο τον όρο των αντίστοιχων σχεδίων, που προέβλεπε, όπως και στο επίμαχο σχέδιο σύμβασης, την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα έσοδά του δεν επαρκούσαν για την εξυπηρέτησή του.  Απορρίπτει την αίτηση. 

ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3207/2011


ΣΤΕ 1210/2010

ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της  Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.-Επταμελούς Σύνθεσης/3118/2011

ΔΑΝΕΙΑ:Αίτηση  αναθεώρηση της 2382/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού ΣυνεδρίουΜε τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι οι όροι 5 και 6 του σχεδίου της υπό έλεγχο σύμβασης δεν είναι αόριστοι, δεδομένου ότι στο μεν σχέδιο της υπό έλεγχο σύμβασης διευκρινίζεται ότι «(…) Από 1/1/2012 οι ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις του Δήμου (συμπεριλαμβανομένων και των μη συνομολογημένων παραπάνω δανείων), συνολικού ποσού 928.610,38 ΕΥΡΩ θα καλύπτουν ποσοστό 13,86% των διερχομένων εσόδων ΚΑΠ έτους 2010 του Δήμου το οποίο δύναται να εκχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 176 παρ. 5 Ν. 3463/06 & άρθρο 45 παρ. 3 Ν. 3731/2008. )…)» (όρος 4) και ότι «(…) ο οφειλέτης εκχωρεί στον δανειστή από τώρα και για όλη την διάρκεια του δανείου, από όλα γενικά τα έσοδά του, τακτικά και έκτακτα, από οποιαδήποτε πηγή και αιτία παρόντα και μελλοντικά, τις προσόδους του, τα μισθώματα, τις προς αυτόν χρηματικές παροχές και επιχορηγήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο ή τρίτους, παρούσες και μελλοντικές, εκτός εκείνων που δεν εκχωρούνται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 176 του Ν. 3463/2006 όπως το τελευταίο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 45 του Ν. 3731/2008, (…)» (όρος 5), στη δε 138/7.6.2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου, στην παράγραφο 5 περί της ασφάλειας που θα παράσχει ο Δήμος για το εν λόγω δάνειο, προβλέπεται ότι τα έσοδα που ο Δήμος εκχωρεί και μεταβιβάζει στο Τ.Π.Δ. είναι από αυτά που δύνανται να εκχωρηθούν. Κατά συνέπεια, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι για την εξασφάλιση του δανείου τα ποσά που θα εκχωρηθούν είναι από αυτά που δύνανται να εκχωρηθούν, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις υπό στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας. Περαιτέρω, στον Πίνακα 6 της 70/27.5.2011 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου ..... παρατίθενται αναλυτικά οι λοιπές πηγές εσόδων του Δήμου, οι οποίες προσαυξάνουν το μηνιαίο ποσό που αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση (578.000,00 ευρώ), ως εκ τούτου προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπ’ όψιν και συνυπολογιστεί τα ποσά που απαιτούνται για την κάλυψη των λοιπών γενικών και λειτουργικών αναγκών του Δήμου, κατά παραδοχή του οικείου ισχυρισμού του αιτούντος Δήμου. Τέλος, από την προσκομιζόμενη ενώπιον του παρόντος Τμήματος 20925/30.9.2011 βεβαίωση  της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του αιτούντος Δήμου, μετά των παρατιθεμένων σε αυτήν οικονομικών δεδομένων του Δήμου κατά την τελευταία τριετία, προκύπτει ότι το εν λόγω χρέος υπολείπεται του 60% των συνολικών του εσόδων, κατά τα οριζόμενα στις προεκτεθείσες διατάξεις. Εξ άλλου, όσον αφορά τον όρο 4 του σχεδίου της υπό έλεγχο σύμβασης, κατά το μέρος που προβλέπει την προαναφερθείσα ρήτρα έκπτωσης, λαμβανομένης υπ’ όψιν τόσο της Ζ1-798/25.6.2008 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης όσο και της απόφασης 1210/2010 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης κατ’ αυτής, το Τμήμα κρίνει ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός, κατά τα ορθώς κριθέντα από την Επίτροπο και το VI Τμήμα και ως εκ τούτου πρέπει να απαλειφθεί. Τέλος, το Τμήμα κρίνει ότι ο όρος 7 του σχεδίου της σύμβασης είναι αόριστος, επομένως μη νόμιμος και ορθώς απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι ο όρος αυτός αναφέρεται στα έκτακτα έσοδα του Δήμου (από δωρεές, κληροδοτήματα, εκποίηση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.), καθόσον αυτός δεν διασφαλίζεται από το ενδεχόμενο να θεμελιωθεί σε βάρος του μελλοντική ενδοσυμβατική ευθύνη για απαιτήσεις του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος.(..)Αναθεωρεί την 2382/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.