ΣτΕ/1082/2008
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Οι πάγιες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσον του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφ` όσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε εκ των λόγων για τους οποίους δύναται πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, των προϋποθέσεων αυτών διαπιστουμένων με νόμιμη και επαρκή αιτιολόγηση της σχετικής κρίσεως της αναθέτουσας αρχής.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/549/2009/ΕΑ
Oι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσο του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφόσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε από τους λόγους, για τους οποίους μπορεί πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, εφόσον αυτό διαπιστωθεί από την αρχή με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία (βλ. Ε.Α. επί Α.Μ. 1082/2008). Μη προδήλως παράνομη η αιτιολογία ακύρωσης του διαγωνισμού για να ορισθεί εκ νέου η Προϊσταμένη Αρχή
ΣΤΕ ΕΑ 1045/2010
Εκπόνηση μελέτης..:Με τα δεδομένα αυτά η κρίση της αναθέτουσας αρχής ότι η ακύρωση του διαγωνισμού δικαιολογείται λόγω της μη επίτευξης ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνισμού, ενόψει, προφανώς, του γεγονότος ότι στον διαγωνισμό υποβλήθηκε μια μόνον προσφορά, αυτή της αιτούσας, πιθανολογείται σοβαρώς ότι είναι πλημμελής. Και τούτο διότι η αναθέτουσα αρχή δεν εξηγεί για ποιους λόγους η προσφορά της αιτούσας, αυτοτελώς εκτιμώμενη, δεν είναι ικανοποιητική, εν όψει, μάλιστα, της βαθμολογίας που συγκέντρωσε η τεχνική της προσφορά και του γεγονότος ότι έδωσε την μεγαλύτερη επιτρεπτή έκπτωση με την οικονομική της προσφορά, ενώ, εξάλλου, η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία, αναγόμενα στη φύση της υπό ανάθεση μελέτης και τις συνθήκες της διεξαγωγής του διαγωνισμού, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι είναι εύλογη η προσδοκία της να επιτύχει μεγαλύτερη συμμετοχή υποψήφιων μελετητών σε περίπτωση επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού, εν όψει, μάλιστα, του ότι η ίδια επικαλείται στην προσβαλλόμενη απόφαση τον πολύπλοκο και ειδικό χαρακτήρα του αντικειμένου της μελέτης. Περαιτέρω, η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής να εξετάσει το ενδεχόμενο να κληθούν στον επαναληπτικό διαγωνισμό μελετητές με πτυχία μικρότερης τάξης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή διαγωνιζομένων, δεν πιθανολογείται ότι μπορεί να δικαιολογήσει, κατά νόμο, την ακύρωση του διαγωνισμού, διότι η πρόσκληση μελετητών με πτυχία μικρότερης τάξεως από τα προβλεπόμενα με την διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη αποκλείεται χωρίς τη μείωση της προεκτιμώμενης αμοιβής, η διαμόρφωση, όμως, της οποίας δεν αφίεται, κατά νόμο, στην ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στην ένατη σκέψη...Επειδή, με τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η μη επαναπροκήρυξη του επιδίκου διαγωνισμού έως ότου δημοσιευθεί οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει η αιτούσα να ασκήσει, κατά την παρ. 7 του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2522/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς του ήδη χορηγουμένου ασφαλιστικού μέτρου. Η αναθέτουσα αρχή, πάντως, έχει την ευχέρεια, εάν το κρίνει σκόπιμο, πριν από την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως ή την δημοσίευση οριστικής αποφάσεως επ’ αυτής, να επιληφθεί εκ νέου του ζητήματος της ακυρώσεως του επιδίκου διαγωνισμού, προκειμένου να εκδώσει νέα πράξη περί ακυρώσεώς του, νομίμως αιτιολογημένη.
ΝΣΚ/204/2013
Δυνατότητα ή υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να ματαιώσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού, λόγω προκήρυξης και διεξαγωγής του με καταργηθέν νομικό πλαίσιο – Αρμοδιότητα οργάνου προς εξέταση της προδικαστικής προσφυγής εταιρείας που είχε συμμετάσχει στο διαγωνισμό Η Αναθέτουσα Αρχή του διαγωνισμού έχει δυνατότητα να ανακαλέσει – καταργήσει την παράνομη προκήρυξη του διαγωνισμού, σύμφωνα με τις γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, επικαλούμενη την αρχή της νομιμότητας, χωρίς να κωλύεται από το γεγονός ότι κατά πράξεως της διαγωνιστικής διαδικασίας εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως. Λόγω δε του ότι ο διαγωνισμός αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, η ανάκληση - κατάργηση της προκήρυξης αυτού θα έχει σαν συνέπεια να εκλείψει το νόμιμο έρεισμα έκδοσης των λοιπών πράξεων της διαγωνιστικής διαδικασίας. Η Αναθέτουσα Αρχή του διαγωνισμού, ως όργανο το οποίο έχει την οικονομική εξουσία να κατακυρώσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού, έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την προδικαστική προσφυγή του άρθρου 4 του ν.3886/2010.
ΔΕΚ/C-244/2002
Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
ΔΕΚ/C-496/1999
Δεδομένης τόσο της σημασίας όσο και του σκοπού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υποψηφίων και της διαφάνειας, η τήρησή τους πρέπει να εξασφαλίζεται και στην περίπτωση ειδικής διαδικασίας διαγωνισμού, όπως η εφαρμοζόμενη βάσει του κανονισμού 228/96, για τη δωρεάν προμήθεια χυμού φρούτων και μαρμελάδας στους πληθυσμούς της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο εναπόκειται στην Επιτροπή, ως αναθέτουσα αρχή, να τηρεί αυστηρά τα κριτήρια που η ίδια έχει καθορίσει, και μάλιστα μέχρι το πέρας του σταδίου εκτελέσεως της οικείας συμβάσεως. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να αλλοιώνει τη γενική οικονομία του διαγωνισμού τροποποιώντας στη συνέχεια μονομερώς έναν από τους ουσιώδεις όρους του και, ειδικότερα, μια διάταξη που, αν είχε περιληφθεί στην προκήρυξη του διαγωνισμού, θα είχε παράσχει στους υποψηφίους τη δυνατότητα να υποβάλουν ουσιωδώς διαφορετική προσφορά
ΔΕΚ/C-340/2002
Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)
ΣτΕ/1137/2006
Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.
ΣΤΕ ΕΑ 245/2011
Μελέτες- Διαγωνισμός:Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση κατά τα εκτεθέντα στις σκέψεις 2 και 9, ο … μετέσχε ως Πρόεδρος στην Επιτροπή του Διαγωνισμού, η οποία εξέδωσε το Πρακτικό ΙΙΙ, με το οποίο αυτή εισηγήθηκε την ανάθεση της επίδικης μελέτης στην παρεμβαίνουσα εταιρία. Στη συνέχεια εξεδόθη από τον ίδιο …, ως ασκούντα καθήκοντα προϊσταμένου, η υπ. αρ. ΔΔ3206/21.10.2010 απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Ν. … περί κατακυρώσεως του διαγωνισμού στην παρεμβαίνουσα σύμπραξη. Υπό τα δεδομένα αυτά πιθανολογείται σοβαρά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας, εφόσον ο … μετέσχε ως πρόεδρος της Επιτροπής Διαγωνισμού, η οποία εισηγήθηκε την κατακύρωση του διαγωνισμού, και στη συνέχεια υπέγραψε την πράξη κατακύρωσης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ανασταλεί η εκτέλεση της πράξης με την οποία απορρίφθηκε η προδικαστική προσφυγή της αιτούσας κατά της πράξης κατακύρωσης, καθώς και της κατάρτισης της σχετικής σύμβασης. Η αναθέτουσα αρχή διατηρεί, πάντως, τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της κατακυρώσεως του διαγωνισμού με αρμόδιο όργανο της, το οποίο δεν είχε μετάσχει στη διαδικασία διεξαγωγής του διαγωνισμού, και να ολοκληρώσει, κατόπιν τούτου, τον διαγωνισμό
ΣτΕ/2644/2001
Κατ' ακολουθίαν, στα πλαίσια ενός τέτοιου διαγωνισμού, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων, άπαξ και διατυπώσει, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3, την γνωμοδότησή της ως προς την αξιολόγηση και την βαθμολογία των τεχνικών προσφορών, μπορεί να την ανακαλέσει (πριν βεβαίως, από την έκδοση της αντίστοιχης εκτελεστής πράξεως του αποφασίζοντος οργάνου) μόνον για λόγους νομιμότητας, δηλαδή για παράβαση νόμου ή πλάνη περί τα πράγματα. Ανάκληση κατόπιν ουσιαστικής επανεκτιμήσεως των πραγματικών δεδομένων της υποθέσεως και διατύπωση νέας, διαφορετικής κατά περιεχόμενο, γνωμοδοτήσεως δεν είναι επιτρεπτή και καθιστά παράνομη και ακυρωτέα την βάσει αυτής εκδιδομένη κατακυρωτική πράξη. Κατά την γνώμη, όμως, του συμβούλου Σ. Χαραλαμπίδη, στην οποία προσχώρησε και ο πάρεδρος Δ. Μακρής, κατά την έννοια των διατάξεων του π.δ. 284/1989 σε συνδυασμό και με την προαναφερθείσα γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η διατύπωση εκ μέρους του γνωμοδοτούντος οργάνου νέας γνωμοδοτήσεως, κατόπιν ουσιαστικής επανεκτιμήσεως των πραγματικών δεδομένου της υποθέσεως, δεν αποκλείεται, εφ' όσον γίνεται πριν από την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών και αιτιολογείται ειδικώς.
ΔΕΚ/C-19/2000
Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )