ΝΣΚ/93/2020
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Αν είναι επιβεβλημένη για τη Διοίκηση η επιστροφή σε ανώνυμη εταιρεία της κατατεθείσας, στο πλαίσιο παρατάσεως συμβάσεως μισθώσεως λατομείου, εγγυητικής επιστολής για την τήρηση των όρων της συμβάσεως μισθώσεως, δεδομένου ότι η παράταση της μισθώσεως θεωρείται άκυρη σύμφωνα με γνωμοδότηση του ΝΣΚ που έχει γίνει αποδεκτή.(...)Θα πρέπει να επιστραφεί η εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως της συμβάσεως, που είχε κατατεθεί από την ως άνω εταιρεία στο πλαίσιο της διαδικασίας παρατάσεως της μισθώσεως δημοσίου λατομείου αδρανών υλικών, η οποία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της μη υπογραφής της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως, που είχε ως συνέπεια τη λήξη της μισθώσεως σε χρόνο πριν από την έκδοση της εγγυητικής αυτής επιστολής (ομόφωνα).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/204/2018
Αναδρομική βεβαίωση μισθωμάτων σε βάρος μισθωτή δημόσιου λατομείου αδρανών υλικών:Η μη ορθή αναγραφή του ποσοστού του αναλογικού μισθώματος, κατά τη σύνταξη αρχικού μισθωτηρίου, για τη μίσθωση δημόσιου λατομείου αδρανών υλικών, και στις πράξεις παράτασης που επακολούθησαν, ακόμη και εάν εγείρει ζήτημα ακυρότητας του συμβολαίου ή του αντίστοιχου όρου αυτού, μετά την πάροδο τριάντα και πλέον ετών από τότε που για πρώτη φορά συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να θεμελιώσει βάσιμη δυνατότητα διεκδίκησης αναδρομικών μισθωμάτων. Δεν είναι, επίσης, δυνατός ο καθορισμός ελάχιστου ετήσιου αναλογικού μισθώματος, εκ των υστέρων, με βάση την ελάχιστη ετήσια παραγωγή, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί. (πλειοψ.)
ΕΣ/ΤΜ.7/187/2011
Καταβολή ενοικίου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν υπήρχε μισθωτική σχέση, αφού δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος για την κατάρτιση της σύμβασης, ο οποίος, κατά τα ανωτέρω, είναι συστατικός του κύρους αυτής. Εξάλλου, η από 26.5.2006 απόφαση του Γ.Ε.Α. περί παραχώρησης του χώρου του αεροδρομίου και η παράδοση, στις 28.9.2006, του χώρου στο Δήμο με την υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης - παραλαβής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έναρξη εκπληρώσεως της συμβάσεως, διότι η τυχόν έναρξη εκτελέσεως της συμβάσεως, για την οποία δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, θεραπεύει μόνο την έλλειψη του εγγράφου τύπου της αποδοχής από τον αντισυμβαλλόμενο του Δήμου. Επιπροσθέτως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε συντελεστεί η ουσιαστική έναρξη της μισθώσεως και εκ του λόγου ότι κατά την παραχώρηση του χώρου του αεροδρομίου δεν είχε επέλθει ακόμη συμφωνία ως προς το ύψος του μισθώματος, ουσιώδες στοιχείο, κατά τα προεκτεθέντα, της συμβάσεως μισθώσεως. Επομένως, ο σχετικός λόγος διαφωνίας του Επιτρόπου παρίσταται βάσιμος.
ΥΑ 40929/2005
Περί δικαιολογητικών καταβολής των ενισχύσεων Προκαταβολή της επιχορήγησης και καθορισμός του περιεχομένου της εγγυητικής επιστολής.
ΣτΕ/2405/2008
Επειδή, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 15 της διακηρύξεως, που στοιχούν προς τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του π.δ/τος 609/1985 (ΦΕΚ Α΄ 223) και του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 3263/2004, η αναγραφή, στο σώμα της κατατιθεμένης από το συμμετέχοντα στην δημοπρασία εγγυητικής επιστολής, των στοιχείων που αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 15.2 της διακηρύξεως (βλ. και τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 3263/2004), αποτελεί στοιχείο του κύρους της εγγυητικής επιστολής και, κατά συνέπεια, προϋπόθεση του κύρους της αντίστοιχης προσφοράς. Τούτο δε, διότι δια της μνείας στην εγγυητική επιστολή των ανωτέρω στοιχείων καθορίζεται με ακρίβεια η έκταση της ευθύνης του εκδότου της και διασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει η θέσπιση της εγγυητικής επιστολής ως μέσου παροχής εγγυήσεως εκ μέρους του υποψηφίου αναδόχου, σκοπού που συνίσταται στην άμεση και απρόσκοπτη καταβολή στον κύριο του έργου του ποσού της εγγυητικής επιστολής σε περίπτωση αθετήσεως, εκ μέρους του μετέχοντος στην δημοπρασία, των συναφών υποχρεώσεών του. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία δεν ελλείπει παντελώς η μνεία ενός από τα απαραίτητα για το κύρος της εγγυητικής επιστολής στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο τίτλος του υπό ανάθεση έργου, αλλά το στοιχείο αυτό παρατίθεται κατά τρόπο μερικώς ανακριβή, η πλημμέλεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί επουσιώδης, μη καθιστώσα απαράδεκτη την προσφορά, εφ’ όσον από τα λοιπά μνημονευόμενα στην εγγυητική επιστολή στοιχεία, εν συνδυασμώ λαμβανόμενα, προκύπτει, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο εύλογη αμφιβολία, ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στο έργο της συγκεκριμένης δημοπρασίας (πρβλ. ΣτΕ 2513/1993).
ΝΣΚ/3/2020
Ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της Σύμβασης Τ18/2008 για την «Παροχή υπηρεσιών Συμβούλου Τεχνικής και Διαχειριστικής Υποστήριξης για το έργο “e-Ναυτιλία” του Ε/Π Κοινωνία της Πληροφορίας» και αφορούν στη διάρκεια της σύμβασης και στην κατάπτωση εγγυητικής επιστολής προκαταβολής Υποέργου αυτής.(...)α) Η διάρκεια της σύμβασης έχει λήξει και θα πρέπει να γίνει εκκαθάριση των εκατέρωθεν απαιτήσεων από τα αρμόδια προς τούτο όργανα (κατά πλειοψηφία). β) Η τυχόν κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής προκαταβολής συναρτάται με την ολοκλήρωση του σταδίου της εκκαθάρισης της ανωτέρω σύμβασης (ομόφωνα).
ΣΤΕ ΕΑ 486/2006
Εκμίσθωση καταστήματος:..Επειδή, η, κατά τις διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, εκμίσθωση ακινήτου αποβλέπει σε ταμιευτικό για τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση σκοπό και γίνεται με κριτήρια, κατά βάση, ιδιωτικοοικονομικά. Εξάλλου, με τις ίδιες διατάξεις δεν θεσπίζεται, όσον αφορά τη σύναψη και την εκτέλεση της συμβάσεως μισθώσεως, εξαιρετικό νομικό καθεστώς που εξασφαλίζει στη συμβαλλόμενη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, ως εκμισθωτή, υπερέχουσα θέση μη προσιδιάζουσα σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Σκοπείται, συνεπώς, η κατάρτιση συμβάσεως μισθώσεως που δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής συμβάσεως και, ως εκ τούτου, μονομερείς πράξεις που, όπως οι επίδικες, εντάσσονται στη διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη τέτοιας συμβάσεως, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι σχετικές διαφορές είναι ιδιωτικές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων ..Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη
ΝΣΚ/109/2015
Απαίτηση της Διοίκησης για προσκόμιση τραπεζικής εγγυητικής επιστολής της παρ.5 του άρθρου 326 του Ν.4072/2012, προκειμένου να συμμορφωθεί με Πρακτικό συνεδρίασης του Τριμελούς Συμβουλίου του ΔΕφΑθ.
Ούτε η εκκρεμοδικία της αιτήσεως αναιρέσεως του Δημοσίου, ούτε η αντίθετη κρίση σε Γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ. μπορούν ν’ απαλλάξουν τη Διοίκηση από την υποχρέωσή της να συμμορφωθεί προς την υπόψη δικαστική απόφαση, κατά τον τρόπο που προσδιόρισε το αρμόδιο Τριμελές Συμβούλιο, για την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού χωρίς την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής Τραπέζης.
ΕλΣυν/Τμ.6/294/2010
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ύπαρξη στην εγγυητική επιστολή συμμετοχής σφαλμάτων ή ελλείψεων που σχετίζονται με τον υπέρ ου η εγγύηση διαγωνιζόμενο, δεν οδηγούν σε αποκλεισμό του, όταν από τα εν λόγω σφάλματα ή τις ελλείψεις αυτές δεν γεννάται σύγχυση, η μη προσήκουσα δε αναγραφή κάποιου στοιχείου της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής δεν επάγεται ακυρότητα αυτής όταν δεν είναι ουσιώδης, εφόσον δηλαδή από τα υπόλοιπα στοιχεία και γενικά από το περιεχόμενο της επιστολής δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς τη δέσμευση του εγγυητή (ΣτΕ 1072/1993). Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ελλείπει παντελώς η μνεία ενός από τα απαραίτητα για το κύρος της εγγυητικής επιστολής στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πλήρης επωνυμία της επιχείρησης υπέρ της οποίας δίδεται η εγγύηση, αλλά το στοιχείο αυτό παρατίθεται κατά τρόπο μερικώς ανακριβή, η πλημμέλεια αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την προσφορά, όταν από τα υπόλοιπα στοιχεία της αναγραφόμενης επωνυμίας της επιχείρησης, σε συνδυασμό και με τα λοιπά μνημονευόμενα στην εγγυητική επιστολή στοιχεία, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στην εταιρεία που την κατέθεσε για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό (ΣτΕ 2405/2008, ΕΑ ΣτΕ 77/2006).
ΕΣ/ΤΜ.6/603/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Αίτηση ανάκλησης της 610/2011 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Μελέτη, Κατασκευή και Θέση σε λειτουργία του Μετρό….», Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι : Α) η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής τοιαύτης και διέπεται όχι από τους όρους αυτής, αλλά από το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει κάθε συμπληρωματική σύμβαση. Επίσης, οι αρχαιολογικές εργασίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, το χαρακτήρα της οποίας δεν αμφισβητεί η αιτούσα, είναι εργασίες που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης και προέκυψαν από απρόβλεπτες περιστάσεις (το εύρος των αρχαιολογικών ευρημάτων κατά τις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή του Μετρό ......). Ως εκ τούτου η δαπάνη για την εκτέλεσή τους δεν μπορεί να διέπεται από το αυτό με το κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών, το οποίο, στο πλαίσιο της αρχικής συμβάσεως, δεν είχε υπολογισθεί για την εξεύρεση του ύψους της εγγυητικής επιστολής, νομοθετικό πλαίσιο παρόλο που αφορούν στην ίδια κατηγορία εργασιών, δηλαδή αρχαιολογικές εργασίες καθόσον για τις επίμαχες αρχαιολογικές εργασίες ως συμπληρωματικές εργασίες, αναγκαίες για την ολοκλήρωση του αρχικού έργου, οφείλεται εκ του νόμου η κατάθεση, κατά την υπογραφή του συμβατικού κειμένου, εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως. Β) Η προσφορά της αναδόχου κοινοπραξίας πράγματι βασίσθηκε στους όρους της διακηρύξεως, οι οποίοι δεν υπέστησαν καμία μεταβολή διότι στην καταρτισθείσα αρχική σύμβαση η δαπάνη για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών είχε ενταχθεί στο κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών και με τη διαδικασία αυτή, δηλαδή απολογιστικά καταβλήθηκε. Όμως, τόσο στη διακήρυξη όσο και στην αρχική σύμβαση δεν προβλεπόταν (ούτε θα μπορούσε άλλωστε να προβλεφθεί) όρος, σύμφωνα με τον οποίο, οι τυχόν πρόσθετες δαπάνες για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών, πέραν του κονδυλίου των απολογιστικών εργασιών, κατόπιν καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως θα καταβάλλονταν απολογιστικά όπως οι περιλαμβανόμενες στο κονδύλι των απολογιστικών εργασιών της αρχικής συμβάσεως αρχαιολογικές εργασίες, χωρίς να απαιτείται και για αυτές η καταβολή εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως, καθόσον τούτο θα αντέβαινε στη ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί καταβολής εγγυητικής επιστολής σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως. Άλλωστε το αρχικό σχετικό συμβατικό κείμενο ποιεί γενική αναφορά στις ρητές προβλέψεις του Ν. 1418/1984 (και ήδη του Ν. 3669/2008) και ως εκ τούτου ρητώς παραπέμπει στην οικεία διάταξη, η οποία ορίζει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως υπάρχει υποχρέωση του αναδόχου να καταθέσει κατά την υπογραφή της, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται μεταβολή στους όρους της αρχικής συμβάσεως όπως λανθασμένα υπολαμβάνει η αιτούσα, ενώ περαιτέρω δεν μεταβλήθηκαν τα στοιχεία στα οποία στήριξε την προσφορά της, διότι η άδηλη κατά την υπογραφή της αρχικής συμβάσεως ανάγκη περί συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως, εφόσον προέκυπτε, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνον σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις, στις οποίες ρητώς παρέπεμπε τόσο η διακήρυξη όσο και η οικεία αρχική σύμβαση. Γ) Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει, με την αποδοχή ως νόμιμου του επίμαχου όρου στο σχέδιο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως, την ισότιμη μεταχείριση των οικονομικών φορέων που συμμετείχαν στον αρχικό διαγωνισμό και υπέβαλαν προσφορά σύμφωνα με τους υφιστάμενους όρους της διακηρύξεως, ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι με την κρινόμενη σύμβαση τροποποιούνται οι όροι της αρχικής τοιαύτης, ενώ, ως έγινε δεκτό ανωτέρω, η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια και διέπεται από τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις που ισχύουν για κάθε συμπληρωματική σύμβαση και Δ) Η διάταξη του άρθρου 35 παρ.6 του Ν. 3669/2008 δεν διακρίνει μεταξύ περισσότερων της μιας κατηγοριών συμπληρωματικών συμβάσεων, αλλά αντιθέτως προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως τοιαύτης συμβάσεως πρέπει, κατά την υπογραφή της, να κατατίθεται από τον ανάδοχο, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως, ορίζοντας περαιτέρω το ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της. Ως εκ τούτου, ως ήδη αναφέρθηκε, οι αρχαιολογικές εργασίες που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, δεν προσδίδουν σ’ αυτήν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση επειδή στην αρχική σύμβαση είχε προβλεφθεί ότι δαπάνη για την εκτέλεση αντίστοιχων εργασιών περιλαμβανόταν σ’ αυτή ως κονδύλιο απολογιστικών εργασιών, εφόσον τέτοια διάκριση δεν προβλέπεται. Τέλος, λόγος περί συγγνωστής πλάνης της αναθέτουσας αρχής κατά την αναγραφή στο οικείο σχέδιο του όρου αυτού, απαραδέκτως προβάλλεται από την αιτούσα, διότι δεν αφορά την ίδια την αιτούσα αλλά ανάγεται στη βούληση της αναθέτουσας αρχής και από την οποία μπορεί και να προβληθεί ενώ περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο όρος ευρίσκει έρεισμα στις νομοθετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ορθώς κρίθηκε από το Κλιμάκιο, έστω και χωρίς ρητή μνεία, ως νόμιμος.(...)Απορρίπτει την αίτηση ανακλήσεως
ΕΑΔΗΣΥ/141/2023
Με την προδικαστική προσφυγή η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση της απόφασης του Πρυτανικού Συμβουλίου της αναθέτουσας αρχής με αριθμό …/…/…..2022 (αριθμός πρωτ. ../ΠΡΣΥΜ/…/…/….2022), με την οποία αποφασίστηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής της στον διαγωνισμό.