ΝΣΚ/496/1974
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/2362/1995
Περιλήψεις Νομολογίας ΝΣΚ για το Νόμο 2362/1995 " Περί Δημοσίου Λογιστικού"
ΝΣΚ/58/2020
α) Αν τα εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος» και «Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου», υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» ή έχουν εξαιρεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 1591/1986 και β) ποιες διατάξεις διέπουν την παραγραφή αξιώσεων του ενός εκκλησιαστικού ν.π.δ.δ. κατά του άλλου.(...)α) Το ν.π.δ.δ. «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος» δεν εμπίπτει στην εξαιρετική διάταξη του άρθρου 57 του ν.1591/1986 και συνεπώς εφαρμόζονται και για αυτό στο ακέραιο όλες οι διατάξεις του ν.δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». β) Οι, μεταξύ της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος και του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο εγκρίθηκε ο απολογισμός του Ιδρύματος από τον Υπουργό Οικονομικών, ουδεμία δε ασκεί επιρροή στη διοικητική εκτέλεση το γεγονός ότι και τα δύο νομικά πρόσωπα είναι εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. Για την περίπτωση έκδοσης τελεσίδικης ή/και αμετάκλητης δικαστικής απόφασης εφαρμόζονται οι ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 44 έως 46 του ν.δ. 496/1974, οι οποίες στην περίπτωση αυτή προβλέπουν την εικοσαετή παραγραφή και όχι η γενική διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και για τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής.
ΑρΠ/1/2011
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ αξιώσεων υπαλλήλων ν.πδ.δ. Η διάταξη του άρθ. 48 § 3 ν.δ. 496/1974, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, ούτε στο άρθ. 6 § 1 ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Αντίθετη μειοψηφία.
ΑΠ/3/2006
Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Β.Δ 772/1972
Περί επεκτάσεως ενίων διατάξεων του Ν.Δ/τος 321/1969 «περί κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» επί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.(Καταργήθηκε με το Ν.Δ. 496/1974)
Β.Δ 776/1972
Περί εκτάσεως ενίων διατάξων του Ν.Δ/τος 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» επί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.(Καταργήθηκε με το Ν.Δ. 496/1974)
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019
Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
Π.Δ.437/1977
Περί εξαιρέσεως των Ασφαλιστικών Οργανισμών των υπαγομένων εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών της εφαρμογής του Ν.Δ. 496/1974 "περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου" ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως
ΕλΣυν/Τμ.4/2384/2007
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 9 παρ. 1 και 2 και 11 του ν.δ/τος 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» συνάγεται, πλην άλλων, ότι για τη νόμιμη διενέργεια δαπανών σε βάρος του προϋπολογισμού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου απαιτείται να έχει προβλεφθεί η δαπάνη και να υφίσταται σχετική πίστωση στο νομίμως εγκεκριμένο προϋπολογισμό. Σε περίπτωση που τέτοια πίστωση δεν υπάρχει ή έχει εξαντληθεί, οι δαπάνες μπορούν να καλυφθούν είτε μετά από αναμόρφωση του προϋπολογισμού είτε με χρήση των πιστώσεων του τακτικού ή έκτακτου αποθεματικού αυτού. ΄Αλλως, αν δηλαδή διενεργηθούν δαπάνες χωρίς την ύπαρξη πιστώσεως, δημιουργείται ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του νομικού προσώπου (πρβλ. αποφ. ΙV Τμ ΕΣ 1517, 1519/2000), το οποίο καταλογίζεται σε βάρος των υπολόγων οργάνων της οικείας διαχείρισης, που με υπαίτιες ενέργειές τους προκάλεσαν το σχετικό έλλειμμα.
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)39/2016
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ:Μη νόμιμη η καταβολή ποσού από τέως Νομαρχία σε ιατρό Γενικού Νοσοκομείου, σε εκτέλεση αποφάσεων Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου και Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, καθόσον η αξίωση της ανωτέρω ιατρού, έχει υποπέσει σε παραγραφή, μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση της απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία κατέστη τελεσίδικη η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 48 παρ. του ν.δ./τος 496/1974, ΦΕΚ Α΄ 204/1974).