Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/49/2019

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 410/1955, 3026/1954

Εάν οι δικηγόροι του ΕΦΚΑ που συνδέονται με αυτόν με έμμισθη εντολή δικαιούνται οικονομικής αποζημίωσης, στην περίπτωση που δεν έλαβαν την προβλεπόμενη κανονική με αποδοχές άδεια του έτους 2018, έως την ημερομηνία της αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασής τους.(...)Οι δικηγόροι οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον ΕΦΚΑ με σχέση έμμισθης εντολής και αποχώρησαν από την υπηρεσία εντός του έτους 2018 εξαιτίας της αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασής τους, χωρίς να τους έχει χορηγηθεί κανονική άδεια απουσίας, δικαιούνται να λάβουν ακέραιες τις αποδοχές της άδειας (ομόφ.).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/294/2017

Υπάλληλοι ΕΦΚΑ (πρώην ΟΓΑ) που λαμβάνουν άδεια άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου, ηλικίας κάτω των 6 ετών – Δικαίωμα λήψης μηνιαίου βοηθήματος, για παραμονή τέκνων σε Μονάδες Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης. (Κατάσταση : Αποδεκτή) Οι υπάλληλοι του ΟΓΑ (ήδη ΕΦΚΑ), οι οποίες είναι δικαιούχοι περίθαλψης με μειωμένη καταβολή εισφορών, δικαιούνται του μηνιαίου βοηθήματος για την παραμονή των τέκνων τους σε νομίμως λειτουργούσες Μονάδες Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης και στην περίπτωση που η παραμονή αυτή εμπίπτει στη χρονική διάρκεια χρήσης του δικαιώματος μείωσης των ημερών εργασίας τους, υπό τη μορφή χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου, ηλικίας κάτω των 6 ετών (ομόφ.).


ΝΣΚ/439/2011

Άδειες δικηγόρων Ο.Τ.Α. με σχέση έμμισθης εντολής – Αρμοδιότητα Υγειονομικών Επιτροπών – Υπέρβαση ανωτάτου ορίου αναρρωτικών αδειών – Προϋποθέσεις – Δικαίωμα ή μη λήψεως αδείας ανατροφής τέκνου.1) Αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές για τη γνωμάτευση περί χορηγήσεως ή μη αναρρωτικών αδειών στους δικηγόρους των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού με σχέση έμμισθης εντολής είναι οι Υγειονομικές Επιτροπές του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. (ομοφ.) 2) Η αδικαιολόγητη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου της αναρρωτικής αδείας δικηγόρων των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού με σχέση έμμισθης εντολής, οι οποίες χορηγήθηκαν σε αυτούς χωρίς γνωμάτευση της Υγειονομικής Επιτροπής δικαιολογεί την ανάλογη περικοπή της πάγιας αντιμισθίας τους. (ομοφ.) 3) Οι δικηγόροι των Ο.Τ.Α. πρώτου και δευτέρου βαθμού με σχέση έμμισθης εντολής δικαιούνται την εννεάμηνη άδεια ανατροφής τέκνου. (ομοφ.)


ΕλΣυν.Κλ.1/313/2015

ΑΠΟΔΟΧΕΣ.Υπαλλήλων:Νόμιμη η καταβολή αποζημίωσης από Δήμο σε πρώην σχολικούς φύλακες, με σχέση εργασίας ι.δ.α.χ., για μη ληφθείσα κανονική άδεια κατά το έτος 2013, οι οποίοι ετέθησαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, λόγω κατάργησης των θέσεων της ειδικότητάς τους στον Δήμο, καθόσον οι ανωτέρω σχολικοί φύλακες δικαιούνται τη λήψη της εν λόγω αποζημίωσης, υπολογιζομένης αυτής σε συνάρτηση προς το χρόνο της πραγματικής απασχόλησής τους, δεδομένου ότι η υπαλληλική σχέση τους λύθηκε μετά τη λήξη του καθεστώτος διαθεσιμότητας και της παρατάσεως που εδόθη δυνάμει δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 177 παρ. 3 του ΚΚΔΚΥ ν.3584/2007, ΦΕΚ Α' 143/2007 και άρθρο πρώτο παρ.2 της υποπερ. Θ.1. της παρ. του ν. 4254/2014, ΦΕΚ Α' 85/2014, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 4262/2014, ΦΕΚ Α' 114/2014).


ΕΣ/ΤΜ.1/27/2008

Καταβολή αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης κανονικής άδειας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης κανονικής άδειας κατά το έτος 2005, αφού η καταβολή της δεν προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις που, κατά τρόπο αποκλειστικό, ρυθμίζουν τις αποδοχές των Γενικών Γραμματέων των Δήμων. Άλλωστε η καταβολή τέτοιας αποζημίωσης δεν προβλέπεται ούτε για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους (αρ.49 του ν.2683/1999, Α΄19 και ν.3528/2007, Α΄26). Η επικαλούμενη στις αποφάσεις της δημαρχιακής Επιτροπής διάταξη του άρθρου 20 του π.δ.410/1988, σύμφωνα με την οποία ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση, αν δεν του χορηγηθεί για οποιοδήποτε λόγο η κανονική άδεια, αφορά στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. και δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά σε μια ειδική κατηγορία, όπως είναι οι γενικοί γραμματείς των δήμων οι οποίοι απασχολούνται με διαφορετικό εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς. Ομοίως σε άλλη κατηγορία υπαλλήλων (γενικών διευθυντών και προϊσταμένων υπηρετούντων σε πολιτικά γραφεία) αναφέρεται και η 782/1992 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ, την οποία επίσης επικαλείται ο Δήμος. Ενόψει των ανωτέρω, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του Δημάρχου … ότι τα αρμόδια όργανά του υπέλαβαν πεπλανημένως ότι ο ανωτέρω υπάλληλος δικαιούται την επίμαχη αποζημίωση αφού η πλάνη τους αυτή και αληθής υποτιθέμενη δεν είναι συγγνωστή. Εξάλλου, με το 2/31341/0022/18.6.2005 έγγραφό της η Διευθύντρια της 22ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του εν λόγω Δήμου είχε ενημερώσει ότι «δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να αποζημιώνει δημόσιους υπαλλήλους (στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται και οι μετακλητοί Γενικοί Γραμματείς Δήμων) στους οποίους δεν χορηγήθηκε η κανονική άδεια εντός του έτους που τη δικαιούνται». Τέλος, όπως ορθώς προβάλλεται από την Επίτροπο, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα και τα δικαιολογητικά αυτού δεν υπογράφονται από τον Προϊστάμενο της Λογιστικής Υπηρεσίας του Δήμου, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων του Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη, δεν είναι νόμιμη και το ένταλμα αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΑΕΠΠ/1033,1034/2021

«ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞΗΣ ΣΤΟ ... ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ», εκτιμώμενης συνολικής ανώτατης προϋπολογισθείσας αξίας, χωρίς το δικαίωμα προαίρεσης,  εκατόν σαράντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (148.800,00 €) συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%(....)Ένας εργαζόμενος σε πενθήμερη βάση με ημερομίσθιο εργάζεται 22 πραγματικές ημέρες που αντιστοιχούν σε 26 ασφαλιστικές. Όταν ο εργαζόμενος αυτός λάβει την Κανονική του Άδεια, ένας άλλος εργαζόμενος ο αντικαταστάτης του θα καλύψει τις ημέρες αυτές. Ο Αντικαταστάτης δικαιούται όλες τις τακτικές κα έκτακτες αποδοχές (Μικτές Αποδοχές, Προσαυξήσεις Νυχτερινών και Κυριακών & Αργιών, Δώρο Χριστουγέννων κα Πάσχα, Επίδομα Αδείας κλπ.) στην αναλογία των ημερών που θα εργαστεί. Δηλαδή εν προκειμένω, ο αντικαταστάτες θα λάβουν τα ωρομίσθια που αντιστοιχούν στις μικτές αποδοχές, δώρα κα επιδόματα ενός μήνα. Συνεπώς το εργατικό κόστος του αντικαταστάτη ανέρχεται σε 1/12 όλων των παραπάνω (Μικτές Αποδοχές, Προσαυξήσεις Νυχτερινών κα Κυριακών & Αργιών, Δώρο Χριστουγέννων κα Πάσχα, Επίδομα Αδείας κλπ.) χ της αναλογίας του χρονικού διαστήματος που θα απασχοληθεί….». Συνεπώς, δοθέντος ότι η «...» βασίζει τους υπολογισμούς της οικονομικής προσφοράς της στο κόστος απασχόλησης των 6,08 ευρώ/ώρα, το οποίο υπολογίστηκε εσφαλμένως, συμπαρασύρεται και κατά τα λοιπά η προσφορά της σε εσφαλμένους υπολογισμούς, γενομένου δεκτού του οικείου λόγου προσφυγής της δεύτερης προσφεύγουσας.(....)Ακυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’αριθ. ...απόφαση του Δ.Σ. της ...με την επωνυμία «...» και το δ.τ. «...», κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. 

ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΕΠΠ/1356/2021 ΚΑΙ ΔΕφΑθ/66/2022.


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)/66/2015

ΑΠΟΔΟΧΕΣ Γενικά:Μη νόμιμη η καταβολή από ΑΕΙ σε μέλη ΔΕΠ προσαυξημένων αποδοχών κατά ποσοστό 80% λόγω επιστημονικής άδειας που έλαβαν για το εξωτερικό, καθόσον: α) μη νομίμως συνυπολογίστηκαν στην προσαύξηση σε ποσοστό 80% των αποδοχών των ως άνω μελών ΔΕΠ, η πάγια αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, καθώς και το ερευνητικό επίδομα για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων, διότι για όσο χρόνο διαρκεί νομίμως η εν λόγω άδεια, δικαιούνται το σύνολο των τακτικών αποδοχών τους, στις οποίες, όμως, δεν περιλαμβάνονται ούτε η αποζημίωση της περ. γ' ούτε το επίδομα της περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α' 297/2003) και β) μη νομίμως εγκρίθηκε με την από 20.12.2013 πράξη της Αντιπρύτανη η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας για το εξωτερικό σε μέλος ΔΕΠ αναδρομικώς από, ενώ, περαιτέρω, μη νομίμως υπολογίσθηκαν οι αποδοχές της τελευταίας κατά το συνολικό διάστημα από 1.10.2013 έως 14.2.2014 προσαυξημένες κατά ποσοστό 80%.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/213/2019

Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης:Σύμφωνα, ωστόσο, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 197 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων και της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του π.δ. 410/1988, η παραμονή της ως άνω υπαλλήλου στην υπηρεσία ήταν επιτρεπτή μετά και τη συμπλήρωση του 65 έτους της ηλικίας της, δοθέντος ότι δεν συμπλήρωνε τον απαιτούμενο ελάχιστο αριθμό ενσήμων (4.500) για τη λήψη έστω μειωμένης σύνταξης. Ωστόσο, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η παραμονή της αυτή στην υπηρεσία ήταν επιτρεπτή μόνο μέχρι τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, που, όπως προκύπτει από την 785/12.5.2017 απόφαση απονομής σύνταξης του ΕΦΚΑ, συντελέστηκε στις 28.7.2015, και όχι μέχρι τη συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας της. Ως εκ τούτου, μετά την άνω ημερομηνία η εργασιακή της σχέση θα έπρεπε να λυθεί αυτοδικαίως με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου. Το γεγονός αυτό, πέραν των τυχόν άλλων  συνεπειών, επηρεάζει και τη νομιμότητα της ελεγχόμενης δαπάνης, αφού το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης προσδιορίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησης, και συναρτάται επίσης με τους συνολικούς μήνες νόμιμης απασχόλησης. Κατά συνέπεια και για το λόγο αυτό, μη νομίμως εκκαθαρίζεται στην υπάλληλο αποζημίωση απόλυσης, η οποία υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα απασχόλησής της (Δεκέμβριος 2016) και για χρόνο υπηρεσίας δεκαπέντε (15) ετών, εννέα (9) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών. Ωστόσο, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος προβαλλόμενος από την Επίτροπο λόγος διαφωνίας, σύμφωνα με τον οποίο η καταβαλλόμενη αποζημίωση απόλυσης θα πρέπει να συμψηφιστεί με τις αποδοχές που έλαβε η πρώην υπάλληλος κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2013 έως 17.7.2014, κατά το οποίο τελούσε υπό καθεστώς διαθεσιμότητας. Και τούτο δοθέντος ότι αυτό δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου, αφού με την περίπτωση 4.α.ι της υποπαραγράφου Ζ2 του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε, εισάγεται ειδική ρύθμιση και θεσπίζεται ειδική περίπτωση αποζημίωσης απόλυσης, λόγω κατάργησης θέσης, στην περίπτωση μη μεταφοράς του υπαλλήλου που τέθηκε σε καθεστώς διαθεσιμότητας σε άλλη θέση και λύσης της εργασιακής του σχέσης, που αποδίδεται και τους μόνιμους υπαλλήλους, για τον υπολογισμό του ύψους της οποίας γίνεται κατά τα λοιπά παραπομπή στις ρυθμίσεις του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 και ως προς την οποία αποκλειστικά επιβλήθηκε η υποχρέωση συμψηφισμού με τις ληφθείσες αποδοχές διαθεσιμότητας. Αν δε ο νομοθέτης επιθυμούσε τον συμψηφισμό των αποδοχών διαθεσιμότητας, ο χρόνος της οποίας θεωρείται, άλλωστε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4369/2016, όπως τροποποιήθηκε, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και λαμβάνεται υπόψη για τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου, με την αποζημίωση απόλυσης, κατά το χρόνο οριστικής αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, θα έπρεπε να το θεσπίσει ρητά.


ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1466/2024

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της Φ.861/187/280546/Σ.546/30.1.2014 απόφασης του Διευθυντή Κλάδου Ε/Διεύθυνσης Ε3 του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), δυνάμει της οποίας αυτός καταλογίσθηκε, υπό την ιδιότητά του ως μηχανικού – αρχιτέκτονα του ΓΕΝ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με το ποσό των 29.850,50 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως ως αποδοχές.(...)Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκ. 3 της παρούσας), ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την από 5.4.2013 υπηρεσιακή βεβαίωση, παρείχε τις υπηρεσίες του ως μηχανικός έως τις 28.3.2013 (ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της από 4.2.2013 διαπιστωτικής της αυτοδίκαιης απόλυσής του πράξης), δεδομένου δε ότι συνέχισε να εργάζεται μετά την ισχύ του ν. 4024/2011, η υπηρεσία, αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του και επωφελούμενη αυτών, προέβη στην αξιολόγησή του κατά την χρονική περίοδο από 1.1.2012 έως 31.12.2012, βαθμολογώντας τον μάλιστα με άριστα, ειδικώς δε ο β΄ αξιολογητής σημείωσε στις παρατηρήσεις του ότι «τυχόν απόλυσή του, θα είναι απώλεια», έλαβε δε ό,τι θα ελάμβανε εργαζόμενος αντίστοιχων προσόντων και προϋπηρεσίας, ενω δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει με άλλον τρόπο τις απολαβές αυτής της περιόδου, για την οποία το Δημόσιο, ως εκ της παροχής σε αυτό των αντίστοιχων υπηρεσιών, ουδεμία πραγματική ζημία τελικώς υπέστη. Περαιτέρω, ως προς το δικαίωμα εργασίας του αναιρεσείοντος, αυτό επλήγη με την πλήρη απαξίωση των υπηρεσιών που προσέφερε κατά το επίμαχο διάστημα, η δε επιστροφή των αποδοχών που φέρεται να εισέπραξε αχρεωστήτως παρά την παροχή από μέρους του εργασίας αντίστοιχης αξίας, και μάλιστα ποιοτικού περιεχομένου, προς αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας ως εκ της λύσης της υπηρεσιακής του σχέσης, με αντίστοιχη μείωση της περιουσίας που αυτός αποκόμισε εργαζόμενος, τον καταλείπει χωρίς αποζημίωση για παρασχεθείσα ήδη εργασία, πλήττοντας χωρίς να είναι αναγκαίο την περιουσία του, περαιτέρω δε (πλήττοντας) και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όπως ενσωματώνεται στην αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και ο οποίος θέτει εμπόδιο στη λήψη μέτρων αποκατάστασης της νομιμότητας που οδηγούν, όταν αυτά δεν είναι αναγκαία, σε υπερβολική επιβάρυνση λόγω της αυστηρότητάς τους αυτού που τα υφίσταται. Υπό τις ως άνω ειδικές περιστάσεις, ο σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμός δεν επιτυγχάνει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του εξυπηρετούμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος (αποκατάσταση της δημοσιονομικής νομιμότητας) και της επέμβασης στο πληττόμενο περιουσιακό δικαίωμα διατήρησης αποδοχών που εισπράχθηκαν, κατόπιν παροχής υπηρεσιών, καλόπιστα και με δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι εξακολουθούσε να υφίσταται νομίμως συνεστημένη υπηρεσιακή σχέση, καθόσον αφενός μετατρέπει την λύση της υπηρεσιακής σχέσης σε κύρωση και αφετέρου άγει σε πλουτισμό του Δημοσίου σε βάρος της περιουσίας του. Ως εκ τούτου, έσφαλε το Τμήμα κρίνοντας νόμιμο τον επίμαχο, κατ’ εφαρμογή μεν των διατάξεων του άρθρου 33 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2362/1995 αλλά κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας -η οποία διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και οφείλει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου- και άρα μη νομίμως διενεργηθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος καταλογισμό, για το λόγο δε αυτό πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ αποδοχή του, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, οικείου λόγου αναίρεσης, επί τω τέλει ακυρώσεως του καταλογισμού καθ’ ολοκληρίαν.  Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά δε την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης, να διακρατηθεί η υπόθεση από την Ολομέλεια, καθόσον το πραγματικό της μέρος δεν χρήζει διερεύνησης και να δικαστεί στην ουσία, λαμβανομένων δε υπόψη των διαλαμβανομένων αναλυτικά στις σκ. 11 και 12 της παρούσας, να γίνει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί ο ένδικος καταλογισμός στο σύνολό του, να επιστραφεί περαιτέρω στον αναιρεσείοντα το σύνολο των κατατεθέντων από αυτόν παραβόλων, εκτιμωμένων δε των περιστάσεων, να απαλλαγεί το Δημόσιο από τη δαπάνη της κατ’ έφεση και κατ’ αναίρεση δίκης.Για τους λόγους αυτούς.Δέχεται την από 29.7.2021 αίτηση αναίρεσης