Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: 171/Α/01.11.2024

Κύρωση της υπ’ αριθ. 79-1 Απόφασης του Συμβουλίου Διοικητών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με τη Δέκατη Έκτη Γενική Αναθεώρηση των Μεριδίων Συμμετοχής και του πίνακα για τη μείωση των Νέων Διευθετήσεων Δανεισμού.


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΦΕΚ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.4844/2021

Κύρωση της υπ’ αριθμ. 11428-(97/6) απόφασης της 27ης Ιανουαρίου 1997 του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σχετικά με τις Νέες Διευθετήσεις Δανεισμού (New Arrangements to Borrow - NAB).


ΕλΣυν/Κλ.Τμ.7/31/2012

Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής (εφ’ όσον λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της και πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας της), αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια, δαπάνες που αφορούν σε εργασίες δημόσιου-δημοτικού έργου, οι οποίες έχουν εκτελεσθεί κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, δηλαδή μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή των νόμιμα χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής, δεν είναι νόμιμες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αποδοχή της δυνατότητας καταστρατήγησης των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων, υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξης, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης και παράδοσης ενός δημόσιου έργου. Εξάλλου, με την εγκριτική της παράτασης απόφαση προσδιορίζεται πάντοτε και ο υπαίτιος της καθυστέρησης των εργασιών – κύριος του έργου ή ανάδοχος, διότι, εφόσον υπαίτιος για την υπέρβαση είναι ο ανάδοχος, αφενός η εγκρινόμενη παράταση της προθεσμίας είναι ειδική «χωρίς αναθεώρηση», που σημαίνει ότι η αναθεώρηση των συμβατικών τιμών παγιώνεται στο ύψος της αναθεωρητικής περιόδου, η οποία συμπίπτει με τη λήξη της αρχικής συμβατικής προθεσμίας, αφετέρου επιβάλλονται οι σχετικές ποινικές ρήτρες, ανεξάρτητα από την έγκριση της παράτασης αυτής. Επιπλέον δε, ο προϊστάμενος της διευθύνουσας υπηρεσίας, προ της εγκρίσεως της παράτασης και σε αντιπαράσταση με τον ανάδοχο, καταρτίζει πίνακα διαχωρισμού των εργασιών, σε εκείνες που μπορούσαν και έπρεπε να εκτελεσθούν σε προηγούμενη αναθεωρητική περίοδο και στις λοιπές εργασίες. Αντιθέτως, υπάρχει υποχρέωση της διευθύνουσας υπηρεσίας να εγκρίνει την προτεινόμενη αναμόρφωση του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος του έργου και την παράταση του χρόνου εκτέλεσής του «με αναθεώρηση», χωρίς να απαιτείται επιπλέον η σύνταξη του ανωτέρω πίνακα διαχωρισμού των αναγκαίων εργασιών, όταν σημειώνεται καθυστέρηση εκτέλεσης αυτών, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αναδόχου ή η καθυστέρηση προήλθε από την εκτέλεση νέων εργασιών (πρβλ. Απόφ. Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3208, 3053/2011, VI Τμ. 2753/2011, Πρ. VII Τμ. 46, 2/2012, 280, 244/2010, 103, 92/2009, IV Τμ. 60/2011). Περαιτέρω, σε περίπτωση που στην εγκριτική απόφαση της προϊσταμένης αρχής για την παράταση της συμβάσεως δεν αναφέρεται αν γίνεται με αναθεώρηση ή χωρίς αναθεώρηση, θα πρέπει στην απόφαση αυτή να αναφέρεται ότι ο ανάδοχος δεν είναι υπαίτιος για την επιμήκυνση του χρόνου ολοκληρώσεως του έργου ή τουλάχιστον αυτό να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, οπότε τεκμαίρεται ότι η προϊσταμένη αρχή σιωπηρά αποδέχθηκε ότι δεν υπάρχει υπαιτιότητα του αναδόχου (βλ. Πρ. IV Τμ. 111/2002, πρβλ. Πρ. VII Τμ. 46/2012).


ΕλΣυν/Τμ.VII/344/2009

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων (1418/1984) προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο Α.Π.Ε. συντάσσεται και εγκρίνεται πριν από τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας περαίωσης του έργου ή της νόμιμης παράτασης αυτής ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω Α.Π.Ε. περιλαμβάνει πρόσθετες εργασίες, οι οποίες πρέπει να ολοκληρώνονται εντός των ανωτέρω προθεσμιών. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία η σύνταξη Α.Π.Ε. σκοπό έχει τη διάθεση των απρόβλεπτων δαπανών (απρόβλεπτα) μιας εργολαβικής σύμβασης και μάλιστα για την κάλυψη αυξημένης δαπάνης αναθεώρησης, νομίμως η σύνταξη του εν λόγω Α.Π.Ε. λαμβάνει χώρα σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της εκπνοής της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή της νόμιμα χορηγηθείσας παράτασης αυτής, εφόσον η ανωτέρω δαπάνη δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί πριν από τις προθεσμίες αυτές. β) Η αναθεώρηση – αύξηση ή μείωση – των συμβατικών τιμών κάθε σύμβασης δημοσίου έργου υπολογίζεται, για κάθε αναθεωρητική περίοδο, με βάση τον τύπο της παρ. 5 του άρθρου 10 του ν. 1418/1984, του οποίου ο συντελεστής «σ» προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.. Η αναθεώρηση υπολογίζεται καταρχήν προσωρινά, με βάση τους συντελεστές της προηγούμενης αναθεωρητικής περιόδου και στη συνέχεια, μετά την κοινοποίηση των νέων συντελεστών, υπολογίζεται οριστικά η αναθεώρηση και περιλαμβάνεται στην πρώτη πιστοποίηση που ακολουθεί την κοινοποίηση αυτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, εφόσον το τελικό ποσό της αναθεώρησης συναρτάται, όπως προεκτέθηκε, με προσδιοριζόμενο με απόφαση του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. συντελεστή, δηλαδή με κανόνα που καθιερώνεται ως υποχρεωτικός μετά την ανάθεση δημοσίου έργου, νομίμως το τυχόν αυξημένο ποσό αναθεώρησης καλύπτεται από το κονδύλι των απρόβλεπτων που περιλαμβάνεται στη σύμβαση, καθόσον μάλιστα η απαγόρευση της μεταφοράς των κονδυλίων της σύμβασης αφορά, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, μόνο στην αναθεώρηση και τον Φ.Π.Α.. γ) Είναι νόμιμη η σύνταξη Α.Π.Ε. που παρουσιάζει αύξηση σε σχέση με τη συνολική συμβατική δαπάνη σε ποσοστό έως και 20% αυτής.


ΕλΣυν.Κλ.Ε/138/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-Συμπληρωματικά στοιχεία:Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση της νομιμότητας του αποκλεισμού του ατομικού εργολήπτη …, με προσφερθείσα μέση έκπτωση 36,11%, ως εκ της κατατάξεώς του στην δέκατη έκτη (16η) θέση του οικείου πίνακα μειοδοσίας ...Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο νέου, διορθωμένου σχεδίου συμβάσεως, το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα πράξη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, υπό τους εξής όρους: α) στη σελίδα 2 του οικείου σχεδίου συμβάσεως πρέπει να διορθωθεί ο αναγραφόμενος αριθμός της κατακυρωτικής αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου..β) ο όρος του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 8 του σχεδίου συμβάσεως, σύμφωνα με τον οποίο ο Δήμος ... έχει το δικαίωμα κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου να αναθέτει στον ανάδοχο, με την υπογραφή νέας συμβάσεως, την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών, έχει την έννοια ότι το ως άνω δικαίωμα μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που ορίζει η κείμενη νομοθεσία για την ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών, ...και γ) το ελεγχόμενο έργο διέπεται, ενόψει του χρόνου δημοπρατήσεώς του, από τις διατάξεις του ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων» και, επομένως, οποιαδήποτε παραπομπή γίνεται στο σχέδιο συμβάσεως .. ή στα συμβατικά τεύχη σε διατάξεις νόμων ή π.δ., που έχουν κωδικοποιηθεί στο νόμο αυτό.., πρέπει πλέον να αντικατασταθεί με παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 3669/2008. ..Kατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο νέου, διορθωμένου σχεδίου συμβάσεως, το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα πράξη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, υπό τους όρους που τέθηκαν και σύμφωνα με τις επισημάνσεις που έγιναν στην σκέψη V της παρούσας Πράξης.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022

Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/2/2019

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Αντικατάσταση λεβήτων ανακατασκευή δικτύων λεβητοστασίου και καμινάδων(..)Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα περιεχόμενα του 4ου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών της Αρχικής Σύμβασης (Παρ. Γ΄ σελ 7/13) για τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος θέρμανσης και την ασφάλεια του νέου εξοπλισμού που εγκαταστάθηκε απαιτήθηκε η προμήθεια και ενσωμάτωση στο δίκτυο νέων εξαρτημάτων καθώς και επεμβάσεις στο σύστημα καμινάδων, επειδή «Από την περίοδο σύνταξης της μελέτης 2012-2013 έως το 2016 (εκτέλεση έργου), το δίκτυο σωληνώσεων θέρμανσης (24 ετών) επιβαρύνθηκε σε υπερθετικό βαθμό από τη χρήση των παλαιών λεβήτων, οι οποίοι παρουσιάζοντας επανειλημμένα διαρροές στους αυλούς τους οδήγησαν μέσω της διαδικασίας επιδιόρθωσής τους σε άδειασμα και επαναπλήρωση του δικτύου με νέο (οξυγονωμένο) νερό από το δίκτυο ύδρευσης, προκαλώντας επιταχυνόμενη μείωση του χρόνου ζωής των εμπλεκόμενων υλικών εντός και εκτός του λεβητοστασίου (βάνες, σωληνώσεις, ηλεκτροβάνες κτλ.). Στην ήδη επιβαρυνόμενη κατάσταση του δικτύου…..προστέθηκαν και οι επιπτώσεις των πρόσφατων ακραίων θερμοκρασιών που έπληξαν και το κέντρο της ........ περίοδος 7/1/2017-15/1/2017)….»,  Γ) Το έργο είχε σχεδόν περαιωθεί πολύ πριν την έλευση της κακοκαιρίας (π.χ. στον 4ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα  στο Ν.Τ. 9.Σ.Σ. Επεμβάσεις καμινάδων αναφέρεται: “το νέο σύστημα θέρμανσης μετά του νέου εξοπλισμού ήταν σε πλήρη λειτουργία εδώ και δύο μήνες, από τις 8/11/2016… .”) χωρίς να υπάρχει ένδειξη για διενέργεια συμπληρωματικής σύμβασης (αν και το ποσό των απρόβλεπτων δαπανών είχε σχεδόν εξαντληθεί μετά την υλοποίηση του 3ου Α.Π.Ε.). Για την ολοκλήρωση του έργου υπολειπόταν η περίοδος μόλις οκτώ (8) ημερών μέχρι την οριστική περάτωση των υπολειπόμενων εργασιών σύμφωνα με το αρ. πρ. 627/8-11-2017 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων του ........ (για την επανέναρξη των εργασιών προαπαιτείτο η κοινοποίηση στον ανάδοχο της απόφασης έγκρισης του 3ου ΑΠΕ από τη Σύγκλητο) και Δ) Η επίκληση αορίστως των δυσμενών καιρικών φαινομένων κατά το χρονικό διάστημα από 7 μέχρι 15 Ιανουαρίου του 2017, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται και να περιγράφονται αυτά, τα οποία παρά το γεγονός του ότι έλαβαν χώρα μεσουρανούσης της χειμερινής περιόδου και μάλιστα στη βόρεια Ελλάδα, όπου το σύνηθες είναι τα έντονα τα καιρικά φαινόμενα το χειμώνα, χαρακτηρίστηκαν δε και ως απρόβλεπτα, ενώ έπρεπε η τυχόν συνδρομή τέτοιων καιρικών φαινομένων κατά την περίοδο του χειμώνα στη βόρεια Ελλάδα να είχε ήδη προβλεφθεί και ληφθεί υπόψιν στην αρχική σύμβαση, είχαν μάλιστα και ως συνέπεια όχι μόνο την πρόκληση εκτεταμένων βλαβών, αλλά και την άμεση και κατεπείγουσα ανάγκη αποκατάστασής τους, με συνέπεια οι αυθαιρέτως και αναπόδεικτα χαρακτηρισθείσες κατεπείγουσες εργασίες προς αποκατάσταση των εν λόγω προκληθεισών βλαβών να έχουν ήδη περατωθεί τάχιστα (λόγω ακριβώς του επικαλούμενου και μη αποδεικνυόμενου κατεπείγοντος), στις 17.2.2017, ενώ η κρίσιμη συμπληρωματική σύμβαση που τις αφορούσε υπογράφηκε πολύ μεταγενέστερα, στις 20.10.2017. Δοθεισών όλων των ανωτέρω επισημάνσεων (υπό Α,Β,Γ και Δ), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΛΟΓΩ ΣΥΓΓΝΩΣΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.4/16/2019.


ΕΣ/ΤΜ.1/1412/2017

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Ζητείται η ακύρωση της 26495/30.5.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων (..) Σε κάθε περίπτωση, από τον από 30.9.2011 Πίνακα Προσωπικού προκύπτει ότι οι τέσσερις (4) από τους έξι (6) συνολικά εργαζόμενους απασχολήθηκαν με 4ωρη απασχόληση, ενώ από τους από 14.9.2012 και 30.10.2013 όμοιους, εκ των οποίων ο τελευταίος είναι ετήσιος, προκύπτει ότι οι εκεί αναφερόμενοι πέντε (5) εργαζόμενοι ήταν μερικής (4ωρης) απασχόλησης και μάλιστα τέσσερις (4) από αυτούς εργάζονταν τρεις (3) μόνο ημέρες την εβδομάδα (……), με συνέπεια να μην προκύπτει συμμόρφωση του εκκαλούντος ως προς την υποχρέωση διατήρησης των 5 ΕΜΕ (βλ. και τις από 19.3.2014 βεβαιώσεις αποδοχών των μισθωτών ……., που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.12.2013, από τις οποίες προκύπτει, έμμεσα, ως εκ του ύψους των αποδοχών, ότι απασχολήθηκαν με σύμβαση μερικής απασχόλησης). Περαιτέρω, η πτώση του κύκλου εργασιών και η αύξηση των χρεών της επιχείρησης του εκκαλούντος, ως απόρροια των εν γένει οικονομικών συνθηκών, πέραν του ό,τι δεν εξειδικεύονται με την έφεση και το υπόμνημα, τα οποία αρκούνται σε μια γενικόλογη επίκληση, σε κάθε περίπτωση ανάγονται στη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και συναλλακτικό κίνδυνο μιας επιχείρησης και δεν στοιχειοθετούν λόγο ανωτέρας βίας, ικανό να δικαιολογήσει την αναστολή των υποχρεώσεών του (Ε.Σ. Ι Τμ. 3096, 1218/2014, 2222/2012, 2445/2011, Σ.τ.Ε. 1960/2009, 3560/2005). Άλλωστε, κατά το χρόνο σύναψης της επίμαχης σύμβασης (1.7.2010) είχε ήδη ξεκινήσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα (είχαν ήδη ψηφιστεί οι νόμοι 3833 και 3845/2010), με συνέπεια τέτοια γεγονότα να είναι προβλέψιμα για το μέσο συνετό επιχειρηματία, ενώ ο εκκαλών είχε πλήρη γνώση και του υφιστάμενου κατά τον χρόνο αυτό τραπεζικού του δανεισμού (είχαν ήδη συναφθεί οι δανειακές συμβάσεις 1643504/12.6.2008, 1535504/11.12.2007, 1536504/11.12.2007, 2501004305015/30.4.2010 και 1765504/10.5.2010). Πέραν αυτών, από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 2010 έως 2014, που αφορούν τις χρήσεις 2009-2013, προκύπτει ότι τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησής του ανήλθαν σε 328.880,50, 303.326,90, 327.022,15, 312.212,47 και 253.079,39 ευρώ, αντίστοιχα, πράγμα που σημαίνει ότι ουδόλως τεκμηριώνεται η επικαλούμενη δραματική πτώση του κύκλου εργασιών της επιχείρησής του κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (5.4.2011 έως 4.4.2013). Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 της συναφθείσας σύμβασης, η επίκληση τέτοιων περιστατικών έπρεπε να γνωστοποιηθεί άμεσα και εγγράφως στο αντισυμβαλλόμενο μέρος (Ε.Φ.Δ.), με διαβίβαση και των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου ο εκκαλών να επιτύχει την αναστολή των υποχρεώσεών του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα επεκτεινόταν πέραν της 30ης Ιουνίου 2012. Ωστόσο, ο εκκαλών ουδόλως τήρησε τη διαδικασία αυτή, αν και γνώριζε την υποχρέωσή του σε σχέση με τις θέσεις εργασίας. Τέλος, οι εν λόγω δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και η επακόλουθη σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων ελήφθησαν υπόψη από το νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε ειδικό και ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις αυτές τρόπο υπολογισμού της μείωσης της δημόσιας επιχορήγησης, όπως προκύπτει από το προοίμιο των 54321/ΕΣΥ5835/13.12.2011 και 33971/ΕΥΣ4335/1.8.2013 κοινών υπουργικών αποφάσεων, η ρύθμιση δε αυτή οδήγησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε περιορισμό του ύψους της ανακτώμενης ενίσχυσης, η οποία, επιπλέον, δεν αφορά στο σύνολο της ληφθείσας χρηματοδότησης (121.521,40 ευρώ), αλλά είναι αναλογική, συναρτώμενη μόνο με τη μη τήρηση της συγκεκριμένης υποχρέωσης. Απορρίπτει την έφεση.