Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ν.1682/1987

Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 1262/1982
ΦΕΚ: 14/Α/16.02.1987

Μέσα και όργανα αναπτυξιακής πολιτικής. Προγραμματικές συμφωνίες και αναπτυξιακές συμβάσεις, ένταξη επενδύσεων στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, τροποποίηση του ν. 1262/82 και άλλες διατάξεις.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/189/2013

Βελτίωση του συστήματος αποκομιδής απορριμμάτων του Δήμου(…)Με τις ανωτέρω διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα προβλέπεται ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών και την άσκηση κρατικών δραστηριοτήτων διαμέσου των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της καθ΄ ύλην αποκεντρωμένης διοίκησης, με τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους (πρβλ. Απόφ. VI Τμ. 26/2013, 1380, 289, 28/2012, Πρ. 195/2006, 310, 85/2010 VII Τμ. Ελ.Συν.). Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Κ.Δ.Κ. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές, ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ. 4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Την ιδιότητα δε του αντισυμβαλλόμενου προγραμματικής σύμβασης αποκτά καθένας από τους παραπάνω φορείς μόνο όταν αναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την υλοποίηση του αντικειμένου της προγραμματικής σύμβασης και όχι όταν μετέχει μεν στη σύμβαση αυτή, χωρίς να αναλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις αναφορικά με την εκτέλεση έργων, μελετών και προγραμμάτων ανάπτυξης που αναφέρονται σε αυτή. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου, δηλαδή νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη, όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (βλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008, 207/2009, 85/2010). Περαιτέρω, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται κατά νόμο να καθορίζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, ο ειδικότερος σκοπός και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και κάθε είδους υπηρεσιών, που αναλαμβάνουν οι συμβαλλόμενοι φορείς. Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτό.(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το περιεχόμενο της από 23.9.2009 προγραμματικής σύμβασης προκύπτει ότι η αναπτυξιακή εταιρεία «......» θα εκτελέσει το σύνολο, σχεδόν, του συμβατικού αντικειμένου, ενώ οι φερόμενοι ως κυρίως συμβαλλόμενοι Δήμος ...... και Τ.Ε.Δ.Κ. Ν. ......, έχουν προσχηματική και υποτυπώδη συμμετοχή στην επίμαχη προγραμματική σύμβαση, αναλογικά με το συνολικό αντικείμενό της. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του Δήμου, δοθέντος ότι κατά παράβαση των σαφών προβλέψεων των προπαρατεθεισών διατάξεων, ο ρόλος της ...... δεν περιορίζεται απλώς σ’ αυτόν του συμμετέχοντος φορέα στην οικεία σύμβαση, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης από κοινού με άλλον συνάπτοντα φορέα, αλλά αυτή καθίσταται ανεπιτρέπτως συνάπτων φορέας της σύμβασης, στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του συνόλου του συμβατικού αντικειμένου, έναντι της καταβολής από το Δήμο προς αυτήν της προϋπολ


ΕλΣυν/Ε Κλ/67/2015

Προγραμματικές συμβάσεις.(...) Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι οι προγραμματικές συμβάσεις του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, τις οποίες μπορούν να συνάπτουν και οι Περιφέρειες με τους Δήμους, είναι συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την άσκηση της συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας που περιγράφεται σε αυτές και έχουν ως σκοπό την πραγματοποίηση δράσεων με τοπικό χαρακτήρα για την ανάπτυξη μίας περιοχής (οικονομική, περιβαλλοντική, πολιτιστική) και την εν γένει βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της. Επίσης, με τις προγραμματικές συμβάσεις διευκολύνεται η μελέτη και εκτέλεση έργων καθώς και η παροχή υπηρεσιών με αναπτυξιακό χαρακτήρα σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να παρακαμφθούν τυχόν ελλείψεις σε εμπειρία, προσωπικό ή οικονομοτεχνικά μέσα, ανεπάρκεια σε υλικοτεχνική υποδομή, αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων και άλλοι ανασταλτικοί παράγοντες που δυσχεραίνουν ή επιβραδύνουν την  εκτέλεση των έργων και καθυστερούν την ανάπτυξη των περιοχών αυτών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατή η μετατροπή του θεσμού της προγραμματικής σύμβασης σε εργαλείο καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, ιδίως αυτών που αφορούν την κατανομή των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (βλ. VI ΤμΕλΣυν 3236/2013, 4143/2013, 3566/2014 (...) Το εν λόγω έργο μπορεί νομίμως να υλοποιηθεί από τις υπηρεσίες της Περιφέρειας…, που διαθέτουν την πληρέστερη τεχνογνωσία και επαρκέστερη εμπειρία συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο φορέα της Περιφέρειας, χωρίς η επίμαχη σύμβαση να συνιστά μέσο καταστρατήγησης των διατάξεων που ορίζουν ότι οι Δήμοι είναι αρμόδιοι για την κατασκευή των αποχετευτικών δικτύων (βλ. άρθρο 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 - ΦΕΚ Α΄ 114), καθώς η αρμοδιότητα αυτή αφορά τα έργα που εκτελούνται αποκλειστικά μέσα στην εδαφική τους περιφέρεια και δεν έχουν ευρύτερο διαδημοτικό ή πολύ περισσότερο διαπεριφερειακό χαρακτήρα. Επομένως, η ελεγχόμενη σύμβαση, η οποία επισυνάπτεται, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας και έχει το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο, μπορεί να υπογραφεί. 


ΕλΣυν/Ζ.Κλ/136/2010

Τα νομικά εκείνα πρόσωπα που μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους και με φορείς του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν.1256/1982, προσδιορίζονται ειδικά και περιοριστικά στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του Δ.Κ.Κ.. Ειδικότερα, την ικανότητα αυτή έχουν οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, οι Σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης και τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα. Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας ως άνω παραγράφου παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στις κατά τα ανωτέρω συναπτόμενες προγραμματικές συμβάσεις σε ευρύ κύκλο φορέων (ως εκ τρίτου συμβαλλομένων), οι οποίοι καθορίζονται μόνο κατ’ έννοια γένους, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες αυτές ως προς τις οποίες επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η συμμετοχή στις προγραμματικές συμβάσεις (βλ. σχετικά άρθρο 265 παρ.4 του ιδίου ως άνω Κώδικα), δεν μπορούν να συμμετέχουν σε αυτές ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, αλλά μόνο από κοινού με τα νομικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται η ικανότητα να συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα σήμαινε ότι και οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες θα περιλαμβάνονταν στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, οπότε θα καθίστατο περιττή η προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην ερμηνευόμενη διάταξη, δεδομένου ότι θα αρκούσε απλώς η διεύρυνση των νομικών προσώπων του πρώτου εδαφίου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μία προγραμματική σύμβαση, που έχει συναφθεί μεταξύ Δήμου δηλ. νομικού προσώπου της πρώτης παραγράφου και μιας αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας δεν είναι νόμιμη όταν στην εταιρεία αυτή έχει ανατεθεί εξ ολοκλήρου η υλοποίηση του αντικειμένου αυτής, καθόσον σε αυτή την περίπτωση η εν λόγω εταιρεία δεν «συμμετέχει» στη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, αλλά μετέχει σε αυτήν, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, ως συνάπτων φορέας και καθίσταται κατ’ ουσίαν μοναδικός αντισυμβαλλόμενος των λοιπών φορέων του πρώτου εδαφίου (β.λ. Πρακτικά Ολ. Ελ.Συν. 22ης Γεν. Συν./22.9.2004, θέμα Α΄, Πράξεις VII Τμ. 69/2005, 239, 304/2006, 123, 137/2007, 63, 78, 133/2008 κ.ά.). Επιπροσθέτως, στις προγραμματικές συμβάσεις απαιτείται, κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου, να καθορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το ειδικότερο περιεχόμενο των υποχρεώσεων των μερών, δηλαδή των μελετών, έργων, προγραμμάτων ανάπτυξης και υπηρεσιών κάθε είδους που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν οι συμβαλλόμενοι φορείς, καθώς και ο προϋπολογισμός τους (βλ. Πράξεις 3, 60/2007, 179, 180/2006 VII Τμ.). Ειδικότερα, απαιτείται, μεταξύ άλλων, στις προγραμματικές συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών α) να καθορίζονται ειδικά και με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, από τα οποία να προκύπτει η συμβολή κάθε μέρους στην υλοποίηση της σύμβασης, και το αντικείμενο αυτής, οι συγκεκριμένες δηλαδή υπηρεσίες, έστω και ανά κατηγορίες που θα παρασχεθούν, και το περιεχόμενο αυτών, β) να προσδιορίζεται ο αναλυτικός προϋπολογισμός (κοστολόγηση) των επί μέρους (κατηγοριών) υπηρεσιών, έστω και κατά προσέγγιση, έτσι ώστε από το άθροισμα των επιμέρους προϋπολογισμών να προκύπτει και, επομένως, να δικαιολογείται ο συνολικός προϋπολογισμός της προγραμματικής σύμβασης (δεν αρκεί δηλαδή απλή αναφορά του συνολικού προϋπολογισμού), καθώς και γ) να αναγράφεται το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα αυτών - κυρίως δε στις περιπτώσεις τμηματικής καταβολής του οριζόμενου στη σύμβαση ποσού για την παροχή των προβλεπόμενων υπηρεσιών, όπου θα πρέπει να υπάρχει συσχέτιση των παρασχεθεισών εργασιών προς το τμηματικώς καταβαλλόμενο (σε συγκεκριμένες ημερομηνίες) ποσό της σύμβασης, όπου δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος εργασιών προς το χρονοδιάγραμμα τμηματικών καταβολών του ανωτέρω ποσού - το οποίο (χρονοδιάγραμμα) δεν μπορεί καταρχήν να ταυτίζεται με το χρόνο περαίωσης των ανατεθεισών εργασιών (διάρκεια της σύμβασης), καθόσον στην περίπτωση αυτή ο νόμος δεν θα απαιτούσε ρητώς στο περιεχόμενο της σύμβασης να ορίζονται ξεχωριστά (ως διαφορετικά μεγέθη) το χρονοδιάγραμμα και η διάρκεια αυτής. Και τούτο διότι μέσω του ανωτέρω ειδικότερου προσδιορισμού του περιεχομένου της προγραμματικής σύμβασης διασφαλίζεται α) η εξοικονόμηση πόρων με τη διάθεση των απολύτως αναγκαίων χρημάτων, προσώπων και υλικών για την εκτέλεση των μελετών, έργων και των εν γένει αναπτυξιακών προγραμμάτων και η διαφάνεια των χρηματοδοτήσεων, καθώς και β) η μη καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 277 του ΔΚΚ με την κατ’ ουσία επιχορήγηση από Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού αναπτυξιακών τους επιχειρήσεων που μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση ως αντισυμβαλλόμενοί τους (πρβλ. και πραξ. VI Τμ 30/2005, VI Τμ 46, 195/2006, VII Τμ 137/2007 κ.ά.).


ΕΣ/ΤΜ.7/117/2006

ΕΡΓΑ. Με βάση τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά στην προηγούμενη σκέψη οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες, καθόσον το ελεγχόμενο δημοτικό έργο δεν είχε ενταχθεί στο Τεχνικό Πρόγραμμα του δήμου για το έτος 2005, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 218 παρ. 7 και 265 παρ. 1 και 4 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Κατά το χρόνο δημοπράτησης του έργου υπήρχε εξασφαλισμένη πίστωση, δεδομένου ότι το έργο αυτό είχε ενταχθεί τουλάχιστον από 17.6.2005 στο Πρόγραμμα … του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων. Το Τμήμα όμως, κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου συγγνωστώς υπέλαβαν ότι αρκούσε για την έναρξη της διαδικασίας δημοπράτησής του η ένταξη του έργου στο Πρόγραμμα …, χωρίς να απαιτείται και η ένταξή του στο Τεχνικό Πρόγραμμα για το 2005 μετά από σχετική αναμόρφωσή του. Κατόπιν αυτών, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης.


ΕλΣυνΚλ.Τμ.7/103/2018

Μελέτες- απευθείας ανάθεση: Με δεδομένα αυτά οι εντελλόμενες δαπάνες δεν είναι νόμιμες, δεδομένου ότι επιτρέπεται μεν στη Δ.Ε.Υ.Α.Κ. να αναθέσει απευθείας, μέσα στο όριο των 20.000,00 ευρώ, την αυτοτελή σύνταξη μελέτης εσωτερικού δικτύου ύδρευσης ανά τοπική κοινότητα, πρέπει όμως στον προϋπολογισμό της να αναγράφεται η κατατμημένη πίστωση που αφορά στην εν λόγω μελέτη, δηλαδή να αναγράφεται η πίστωση για κάθε μελέτη ανά τοπική κοινότητα, στοιχείο που εν προκειμένω δεν συντρέχει. Σημειώνεται, επίσης, ότι επιτρέπεται η κατάτμηση των έργων και των αντίστοιχων μελετών τους ανά τοπική κοινότητα και όχι ανά οικισμό εκάστης τοπικής κοινότητας. Παρά ταύτα, τα αρμόδια όργανα της Δ.Ε.Υ.Α.Κ. συγγνωστώς υπέλαβαν ότι αρκούσε η συνολική εγγραφή του ποσού των ελεγχόμενων μελετών στον προϋπολογισμό της του έτους 2017, λόγω της από αυτόν ρητής παραπομπής στο τεχνικό πρόγραμμα του ίδιου έτους, στο οποίο αναγράφεται το προϋπολογισθέν ποσό ανά μελέτη και η πηγή χρηματοδότησης κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη σκέψη 3.Γ..Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι εντελλόμενες με τα 82 και 87, οικονομικού έτους 2017, χρηματικά εντάλματα δαπάνες θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος  2017, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνουν.(συγγνωστή πλάνη)


ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/123/2018

Παροχή πηρεσιών τεχνικής συμβουλευτικής υποστήριξης:Με δεδομένα όσα εκτέθηκαν πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Από το περιεχόμενο της σύμβασης, επί της οποίας ερείδεται η εντελλόμενη     με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, προκύπτει ότι, μολονότι επιγράφεται ως προγραμματική, δεν εμπίπτει στην έννοια αυτής. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, υπό την ισχύ του ν. 4412/2016 οι συναπτόμενες, μεταξύ άλλων, βάσει του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 συμβάσεις (προγραμματικές), όπως η επίμαχη, συνάπτονται νομίμως ως τέτοιες, εξαιρούμενες του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του ως άνω νόμου περί της κατ’ αρχήν εφαρμοστέας διαδικασίας για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, μόνο εφόσον εμπίπτουν σε μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 12 αυτού περιπτώσεις, ήτοι εφόσον πληρούν σωρευτικά τα χαρακτηριστικά είτε σύμβασης συνεργασίας μεταξύ αναθετουσών αρχών, είτε σύμβασης οιονεί αυτεπιστασίας (in house ανάθεσης) με νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Εν προκειμένω, ωστόσο,     η ελεγχόμενη σύμβαση δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους εν λόγω συμβατικούς τύπους. Ειδικότερα, η μεταξύ του Δήμου … και της «...» σύμβαση αφενός δεν πληροί τα χαρακτηριστικά σύμβασης συνεργασίας, πρωτίστως διότι οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α. εν γένει δεν συνιστούν, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. 1 και 4 του ν. 4412/ 2016, οργανισμούς δημοσίου δικαίου και κατ’ επέκταση αναθέτουσες αρχές, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 252 του ισχύοντος Κ.Δ.Κ., όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 16 παρ.1 του ν. 4383/2017, καθόσον το μεν δεν ανήκουν στους φορείς του δημοσίου τομέα ούτε επιχορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από Ο.Τ.Α., το δε, μολονότι έχουν συσταθεί μεταξύ άλλων για να παρέχουν στους Δήμους της περιφέρειας όπου δραστηριοποιούνται πάσης φύσεως τεχνικές και επιστημονικές υπηρεσίες συναφείς μεταξύ άλλων και με την εκπόνηση μελετών, οι υπηρεσίες αυτές έχουν πλέον εμπορικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι είναι πλέον ανοικτές στο ανταγωνισμό και παρέχονται ελεύθερα στον ιδιωτικό τομέα από οποιονδήποτε δραστηριοποιούμενο στον σχετικό τομέα πάροχο που κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα και μέσα ..(..)Κατ’ ακολουθία όσων ανωτέρω εκτέθηκαν, η σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.7/45/2018


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/120/2019

Εκπόνηση μελετών:..Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, ναι μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 8 παρ. 9 του ν. 4071/2012, οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α. μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις ως μοναδικοί αντισυμβαλλόμενοι, παρισταμένου, ως εκ τούτου, αβασίμου του πρώτου λόγου διαφωνίας, πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η προαναφερθείσα σύμβαση μεταξύ της Περιφέρειας .... και της .... δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του ν. 3852/2010 και ως τέτοια δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 12 του ν. 4412/2016 συμβατικούς τύπους, τους οποίους ο νόμος αυτός εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του. Τούτο διότι, από το αντικείμενο της σύμβασης αυτής και κυρίως από τη διαμόρφωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, προκύπτει ότι αυτά δεν εκκινούν από την ίδια αφετηρία συμφερόντων με σκοπό την από κοινού, δια της αλληλοσυμπλήρωσης αρμοδιοτήτων ή οικονομοτεχνικών μέσων, εκτέλεση της δημόσιας αποστολής τους, ούτε συμβάλλουν με ισορροπημένο τρόπο στην υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης. Ειδικότερα, με την ως άνω σύμβαση δεν εγκαθιδρύεται συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά η Περιφέρεια .... λειτουργεί ως αναθέτουσα Αρχή που επιδιώκει, έναντι καταβολής αμοιβής ανερχόμενης σε 227.245,10 ευρώ με Φ.Π.Α., την εκπόνηση των αναγραφoμένων στη σύμβαση μελετών εκ μέρους της αντισυμβαλλόμενης ..., η οποία αντίστοιχα επέχει απλώς θέση παρόχου των υπηρεσιών αυτών και αποβλέπει στην αμοιβή της για την εκπλήρωση της παροχής της. Περαιτέρω, η Περιφέρεια .... δεν αναλαμβάνει καμία ουσιαστική υποχρέωση ως προς την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης, πλην της καταβολής της αμοιβής της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, αφού οι συμβατικές υποχρεώσεις της και ειδικότερα η διευκόλυνση του επιστημονικού προσωπικού που θα απασχοληθεί με την υλοποίηση του παραπάνω αντικειμένου στη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων και πληροφοριών, η εν γένει διευκόλυνση της πορείας της σύμβασης και η υποβοήθηση για σύναψη ειδικών ή συμπληρωματικών συμβάσεων που είναι δυνατόν να απαιτηθούν, δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιώδεις, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά και μόνο στην εκτέλεση από την αντισυμβαλλόμενη εταιρεία του συμβατικού αντικειμένου, δεδομένου ότι προαπαιτούμενη ενέργεια για την εκπόνηση οιασδήποτε μελέτης είναι η παράδοση από τον εργοδότη στον ανάδοχο κάθε διαθέσιμου στοιχείου που σχετίζεται με την υπό εκτέλεση μελέτη. Ενόψει των ανωτέρω και ανεξαρτήτως εάν οι αναπτυξιακές ανώνυμες εταιρείες Ο.Τ.Α. εν γένει συνιστούν, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. 1 και 4 του ν. 4412/2016, οργανισμούς δημοσίου δικαίου και κατ’ επέκταση αναθέτουσες Αρχές, η εν λόγω σύμβαση, μολονότι αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο δεν καθιερώνει οριζόντια συνεργασία, κατ’ άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4412/2016, μεταξύ της Περιφέρειας και της αντισυμβαλλόμενης ως άνω αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας Ο.Τ.Α. για την εκπλήρωση συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με τη θεσμική αποστολή του κάθε συμβαλλόμενου μέρους, και, ως εκ τούτου, μη νομίμως  συνάπτεται κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στις διατάξεις του ως άνω νόμου διαδικασιών ανάθεσης. Εξ άλλου, η συναφθείσα ως άνω σύμβαση δε δύναται να εξαιρεθεί  από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4412/2016 ούτε ως σύμβαση οιονεί αυτεπιστασίας (in house), σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 12 του νόμου αυτού. Τούτο, λόγω αφενός της, έστω μειοψηφικής, μη αναγκαστικής συμμετοχής στη μετοχική σύνθεση της αντισυμβαλλόμενης αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρείας Ο.Τ.Α. ιδιωτικών κεφαλαίων (αγροτικοί συνεταιρισμού, κτηνοτροφικός συνεταιρισμός, συνεταιρισμός φαρμακοποιών κ.λπ.), αφετέρου του γεγονότος ότι η έμμεση επιρροή, που ασκούν στις αποφάσεις της ανωτέρω εταιρείας, οι κατέχοντες την πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου (Περιφερειακή Ένωση Δήμων ..., Περιφέρεια ..., Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης ... και Εμπορικό Βιομηχανικό Επιμελητήριο ...) δεν καθιστά τον επ’ αυτής έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και συνεπώς, δεν πληρούται η προβλεπόμενη στην περ. γ΄ της παρ. 3 του ως άνω άρθρου προϋπόθεση. Ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, η εν λόγω σύμβαση, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά έχει τον χαρακτήρα κοινής εξ επαχθούς αιτίας δημόσιας σύμβασης παροχής υπηρεσιών (εκπόνηση μελέτης), η οποία ανατέθηκε απευθείας στην αναπτυξιακή ανώνυμη εταιρεία Ο.Τ.Α., χωρίς, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προεκτέθηκαν, να συντρέχουν οι προς τούτο προβλεπόμενες στο ν. 4412/2016 προϋποθέσεις για την απευθείας ανάθεσή της, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον διαφωνούντα Αναπληρωτή Επίτροπο με το δεύτερο λόγο διαφωνίας. Συνεπώς, για την ανάθεσή της η Περιφέρεια .... όφειλε, ενόψει της συμβατικής αξίας της (183.262,8 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.), να διενεργήσει ανοικτό διαγωνισμό.


ΕλΣυν/Κλ.7/143/2015

Προγραμματικές συμβάσεις.(...) Από τις ως άνω διατάξεις (3852/2010,άρθρο 100)  συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οι προγραμματικές συμβάσεις είναι διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες που θέτουν το γενικό πλαίσιο για την οργάνωση και διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών και την άσκηση συγκεκριμένης κάθε φορά δραστηριότητας, παρέχοντας τη δυνατότητα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συμβάλλονται με άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., συνδυάζοντας ή αλληλοσυμπληρώνοντας τις αρμοδιότητες ή τα οικονομικοτεχνικά μέσα που διαθέτουν με εκείνα του αντισυμβαλλόμενου φορέα, προκειμένου να επιτευχθεί η εκπόνηση μελετών, η κατασκευή έργων ή η παροχή υπηρεσιών που εντάσσονται στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων και των καταστατικών τους σκοπών (Πράξεις Κλιμ. Προλ.Ελ.Δαπανών στο VII Τμήμα 327/2014, 324/2014, 267/2014, 55/2014, Αποφάσεις VI Τμήματος 2967/2014, 3236/2013, 390/2013, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 207/2013). Απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη σύναψη προγραμματικής σύμβασης είναι ότι ο σκοπός τον οποίο αυτή καλείται να εκπληρώσει δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο νόμιμο τρόπο και ότι αποτελεί το ultimum refugium  και δεν λειτουργεί ως ισοδύναμη ή εναλλακτική με την ειδικώς προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία διαδικασία επίλυσης του ανακύπτοντος ζητήματος, ούτε χρησιμοποιείται καταχρηστικά για την παράκαμψη των διατάξεων που θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στη δράση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή απαιτούν την τήρηση συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την άσκησή της (αποφάσεις VI Τμήματος 3067/2014, 2967/2014, 2308/2014, 4143/2013, 26/2013, 1380/2012, 289/2012, 28/2012, Πράξη Ζ΄ Κλιμακίου 65/2014).(....) Η μελέτη και η εκτέλεση έργων, η κατάρτιση προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και η παροχή υπηρεσιών συντελείται, με γνώμονα τη μείωση του κόστους, με  την αξιοποίηση του κατάλληλου προσωπικού των συμβαλλομένων φορέων (με τη «μεταφορά» προσώπων από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο) και των αντιστοίχων μέσων που αυτοί διαθέτουν (με την παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων κ.λπ.)  Τούτο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι κάθε συμμετέχων φορέας, έχει κατά την υπογραφή της σύμβασης, τα μέσα και εν γένει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αυτοδύναμα στην εκτέλεση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με την προγραμματική σύμβαση (πρβλ. Πρακτικά της 32ας Γεν. Συν. της Ολομ. του Ελ.Συν. της 10ης Δεκεμβρίου 2004 και Γνμδ. Ν.Σ.Κ. 19/2006).

(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι Η ελεγχόμενη συμφωνία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010 διότι:  α) τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντίθετων συμφερόντων.και  συμπράττουν ως αναθέτουσες αρχές αποσκοπώντας στην εκτέλεση των υπηρεσιών β) η αναπτυξιακή εταιρεία δεν είχε, κατά την υπογραφή της σύμβασης, τη δυνατότητα δι’ ιδίων μέσων (προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής) ή δι’ αυτών που θα μπορούσαν να της παρέχουν τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη, αυτοτελούς εκτέλεσης των υποχρεώσεών της γ) η μονομερής περιουσιακή μετακίνηση από την Περιφέρεια και τους Δήμους στην αναπτυξιακή εταιρεία δεν περιορίζεται στην κάλυψη λειτουργικών εξόδων, αλλά φέρει το χαρακτήρα αμοιβής, δηλαδή οικονομικού ανταλλάγματοςΚατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον η σύναψη της από 23.5.2013 σύμβασης δεν είναι νόμιμη, διότι δεν συνιστά προγραμματική σύμβαση του άρθρου 100 του Ν. 3852/2010, αλλά υποκρύπτει μη νόμιμη απευθείας ανάθεση του αντικειμένου της στην ανώνυμη εταιρεία


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/119/2019

Παροχή Υπηρεσιών:Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει του ότι στον «ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ», που επισυνάπτεται στο έγγραφο επανυποβολής του χρηματικού εντάλματος από το Δήμο, περιγράφονται αναλυτικά οι υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν (ως προς τα οικοδομικά υπολείμματα, τη βλάστηση και τη διαδρομή του νερού προς τον υδρόμυλο), οι εργατοώρες που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση καθεμιάς από αυτές καθώς και η τιμή για κάθε εργατοώρα αναλόγως του είδους της εργασίας, το συνολικό ποσό του προϋπολογισμού καθίσταται ορισμένο και, έστω και εκ των υστέρων, ελέγξιμο. Ωστόσο το αντικείμενο των υπηρεσιών όπως περιγράφηκε ανωτέρω δεν περιορίζεται σε απλή καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά συνίσταται σε επιστημονικού περιεχομένου απεικόνιση χώρου χαρακτηρισμένου ως ιστορικού μνημείου και, περαιτέρω, σε αξιολόγηση της πραγματικής κατάστασης της περιοχής από αρχιτέκτονα μηχανικό, ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξη των εργασιών της μετέπειτα αποκατάστασης του χώρου σε χρηματοδοτικά προγράμματα. Επομένως, οι ανατεθείσες υπηρεσίες εμπίπτουν στην έννοια των τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών του ν. 4412/2016 και κατά συνέπεια είναι εφαρμοστέες οι διαδικαστικές διατάξεις του άρθρου 118 παρ. 5 και 6 του                    ν. 4412/2016. Παρ’ όλα αυτά όμως, ενόψει της δυσκολίας διάκρισης στην προκειμένη περίπτωση των επίμαχων υπηρεσιών ως «γενικών υπηρεσιών» ή ως «τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών» του ν. 4412/2016,   τα όργανα του Δήμου ενήργησαν συγγνωστώς, δίχως πρόθεση καταστρατήγησης των προαναφερθεισών διαδικαστικών διατάξεων.


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/384/2013

Αμοιβή  για παροχή τεχνικής βοήθειας στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος(...)από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 14 του  ν. 3614/2007 «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 – 2013» (ΦΕΚ Α 267), όπως οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 του ν. 3840/2010 (ΦΕΚ Α 53),  με εκείνες του άρθρου  21 του ν. 2362 /1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους τους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 247), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάσταση  της παραγράφου 3 αυτού   με το άρθρο 21 του ν. 3871/2010 (Α`141),  την συμπλήρωσή της  με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 της από 16.12.2011 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α` 262) και την  τροποποίησή της με την παράγραφο 12 του  άρθρου 4 του ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α 14) και, τέλος,  εκείνες του άρθρου 8 του π.δ. 113/2010 « Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (ΦΕΚ Α 194), προκύπτει ότι  η  κρατική και κοινοτική συμμετοχή για όλες τις πράξεις που εντάσσονται στα επιχειρησιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ, εκτός των μέτρων που χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, είναι δημόσιες επενδύσεις και χρηματοδοτούνται  από τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Για τη διενέργεια δε των δαπανών αυτών δεν απαιτείται η προηγούμενη έκδοση  απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη,  με την οποία δεσμεύεται η αναγκαία πίστωση (δημοσιονομική δέσμευση), αφού τίτλο για την ανάληψή τους, σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, αποτελούν οι οικείες συλλογικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.δ. 2957/1954 (ΦΕΚ Α 186) και του άρθρου 21 του ν. 2362/1995, με τις οποίες  εγκρίνεται  η ένταξη κάθε έργου στο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, η ολική δαπάνη του και  η διάθεση των απαιτουμένων πιστώσεων για την πραγματοποίησή του σε βάρος του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων του οικονομικού έτους που το έργο εντάσσεται στο πρόγραμμα και των επομένων οικονομικών ετών, εφόσον η πραγματοποίησή του  προγραμματίζεται για περίοδο που καλύπτει περισσότερα οικονομικά έτη.(...)Με   δεδομένα αυτά η  ανάθεση της ανωτέρω σύμβασης για την ενίσχυση της διοικητικής οργάνωσης και της διαχειριστικής επάρκειας του Δήμου ..... για την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων δράσεων, στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής», που αποσκοπεί πρωτίστως στην ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας  και της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών του Δήμου και την υποστήριξή του  με υπηρεσίες  συμβούλων  τεχνικής υποστήριξης για πράξεις που απαιτούν εξειδικευμένη τεχνογνωσία για την υλοποίησή τους  εκφεύγει  των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών του και των καθηκόντων του υπηρετούντος προσωπικού του και είναι νόμιμη. Εξάλλου, για τη  διενέργεια της δαπάνης αυτής, που είναι δαπάνη του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων,  και την καταβολή της αμοιβής της αναδόχου εταιρείας, δεν απαιτείτο η  προηγούμενη έκδοση  απόφασης ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης από τον αρμόδιο διατάκτη,  αφού, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έγιναν δεκτά,  τίτλο για την ανάληψή της, αποτελεί η ΣΑΕ 019/8 ΠΔΕ 2012, όπου εντάχθηκε με τις  8098/ΔΕ-695/21.2.2012 και 49507/ΔΕ/-5786/19.11.2012  αποφάσεις του Υφυπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, το έργο «Τεχνική Βοήθεια του Δήμου ....».