Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

οικ.21423 ΕΞ 2019

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3861/2010, 1730/1987, 3429/2005
ΦΕΚ: 890/Β/14.03.2019

Ρύθμιση του τρόπου πληρωμής των τελικώς οφειλομένων ποσών που προκύπτουν από την αναβίωση των συμβάσεων εργασίας ή έμμισθης εντολής του προσωπικού της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε., καθώς και της διαδικασίας εκκαθάρισης και απόδοσης των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών. 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

920/2017

Ρύθμιση διαδικασίας προσδιορισμού εκκρεμών οικονομικών απαιτήσεων που προκύπτουν από την αναβίωση των συμβάσεων εργασίας ή έμμισθης εντολής του προσωπικού της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.


ΝΣΚ/103/2018

Επίσχεση εργασίας εργαζομένων σε εταιρεία που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις των άρθρων 14Α και 14Γ του ν. 3429/2005 - Πληρωμή οφειλόμενων ποσών (μισθών και ασφαλιστικών εισφορών) από επιχορήγηση που προβλέπεται στο άρθρο 58 του ν. 4278/2014.Το δικαίωμα της επίσχεσης ασκήθηκε νόμιμα από τους εργαζόμενους στην τεθείσα υπό ειδική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 14A και 14Γ του ν. 3429/2005, εταιρεία με την επωνυμία «ΗΚΜ ΕΠΕ». Συνεπώς νόμιμη είναι και η εντολή εκ μέρους του ειδικού εκκαθαριστή ττληρωμής ττρος τους τταραπάνω εργαζόμενους των οφειλόμενων ττοσών (μισθών και ασφαλιστικών εισφορών) που αφορούν στο χρονικό διάστημα της επίσχεσης, από τα ποσά των επιχορηγήσεων που εγκρίθηκαν από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Άμυνας, σύμφωνα με το άρθρο 58 του ν. 4278/2014, αφού τα ποσά αυτά εμπίπτουν αναμφίβολα στην έννοια των «δεδουλευμένων αποδοχών».


ΣτΕ/3474/2006

Υποχρέωση του αναδόχου για τακτοποίηση των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών «..ο ανάδοχος του έργου δικαιούται τόκων υπερημερίας μόνον εάν ο κύριος του έργου καθυστερήση, άνευ υπαιτιότητος του αναδόχου, να ενεργήση την πληρωμήν επί τη βάσει πιστοποιήσεως υποβληθείσης προς έγκρισιν, θεωρείται δε ότι συντρέχει καθυστέρησις διενεργείας πληρωμών, με συνέπειαν την οφειλήν τόκων υπερημείας, μόνον εάν παρέλθει δίμηνον από της υποβολής της πιστοποιήσεως προς έγκρισιν (ΣΕ 136/2004, 461/2004, 1009/2005 κ.ά.) ……….. δεν υφίσταται υπαιτιότης του κυρίου του έργου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως η νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εκ της μη πληρωμής υποβληθέντος λογαριασμού, όταν ο λογαριασμός ούτος δεν συνοδεύεται υπό βεβαιώσεως περί καταβολής των υπό του αναδόχου οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών (πρβλ. ΣΕ 9079/1999) και, κατά συνέπειαν, δεν γεννάται υποχρέωσις αυτού προς καταβολήν τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών καθ` όλον το χρονικόν διάστημα κατά το οποίον διαρκεί η παράλειψις του αναδόχου να υποβάλη την κατά τα ανωτέρω απόδειξιν περί καταβολής των υπέρ του Ι.Κ.Α. ασφαλιστικών εισφορών»).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/28/2018

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ:Με τα ανωτέρω δεδομένα η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη, ως στερούμενη νομίμου ερείσματος, καθόσον δεν προβλέπεται από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της Δ.Ε.Υ.Α.Χ. η δυνατότητα επιστροφής ποσών που παρακρατήθηκαν νόμιμα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το ισχύον ασφαλιστικό καθεστώς, από τις αποδοχές της φερόμενης ως δικαιούχου, ως ασφαλιστικές εισφορές εργαζο-μένου. Έρεισμα δε της επιστροφής των ως άνω παρακρατούμενων ποσών δεν μπορεί να αποτελέσει το άρθρο 361 του Α.Κ., που αναφέρεται σε ενοχή από σύμβαση, καθόσον η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών ρυθμίζεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 4387/2016. Αντίθετη εκδοχή σύμφωνα με την οποία η Δ.Ε.Υ.Α.Χ. δύναται να αναλαμβάνει την καταβολή και της εισφοράς που βαρύνει τον εργαζόμενο θα είχε ως συνέπεια την αναγνώριση δυνατότητας μονομερούς επιλογής μισθολογικών παραμέτρων εκ μέρους της, κατά παρέκκλιση του αναγκαστικού επίσης συστήματος προσδιορισμού των αποδοχών που τη διέπει (πρβλ. ΚΠΕΔ Ι Τμ. 248/2013), καθόσον η εκ μέρους της ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών που κατά νόμο βαρύνουν τον εργαζόμενο θα συνιστούσε συγκεκαλυμμένη προσαύξηση μισθού. Ήδη δε από 1.1.2016 (άρθρο 35 ν. 4354/2015) οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στις Δ.Ε.Υ.Α. υπήχθησαν στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 4354/ 2015, ο οποίος προβλέπει κατά τρόπο εξαντλητικό τις μισθολογικές παροχές που τους καταβάλλονται.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/248/2013

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη νομική σκέψη (υπό ΙΙ Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, στον βαθμό που υπερβαίνει την αναλογία των 2/3 της εκ του νόμου υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται βάσει του άρθρου 4 του π.δ/τος 125/1993. Και τούτο, διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, βάσει των άρθρων 21 παρ.11 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, όπως ισχύει, αναλόγως εφαρμοζομένου στο εν αναστολή τελούν νομικό επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, υποχρεούται σε καταβολή της ως άνω αναλογίας επί της ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, την οποία επιβάλλεται εκ του νόμου να καταβάλλουν οι υπηρετούντες σ’ αυτήν δικηγόροι και όχι σε καταβολή της ίδιας αναλογίας επί των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στην εκάστοτε επιλεγείσα από αυτούς ασφαλιστική κατηγορία, τα όσα δε αντίθετα προβάλλει η υπέρ της καταβολή των εισφορών νομικός με το από 27.7.2012 υπόμνημά της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εν λόγω νομικός αλυσιτελώς επικαλείται την 408/25.7.2007 εγκύκλιο του Ταμείου Νομικών, συμφώνως προς την οποία, βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, οι απασχολούντες δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής οφείλουν να καταβάλλουν τα 2/3 της μονομερώς επιλεγμένης από τους τελευταίους ασφαλιστικής κατηγορίας, αφού ο νόμος δεν προβλέπει συναίνεση του Εργοδότη, καθόσον ανεξαρτήτως της μη περιβολής της εν λόγω εγκυκλίου με νομική δεσμευτικότητα (βλ. Ελ. Συν. πρ. Ι Τμ. 202, 50/2011, 153/2009), αυτή αφορά σε κατηγορία εμμίσθων δικηγόρων μη τελούντων σε καθεστώς αναστολής εν αντιθέσει προς τους νομικούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η ως άνω δε διάταξη εφαρμόζεται μόνο αναλόγως, κατ’ άρθρο 21 παρ. 11 του ν. 3989/2011 και όχι ευθέως στο επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, για το οποίο έχει κατά νόμο ανασταλεί η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Επίσης, η επίκληση αποφάσεως του ιδίου ως άνω Ταμείου ως προς την δυνατότητα του νομικού επιστημονικού προσωπικού των Ανεξαρτήτων Αρχών να επιλέγει αν και τελεί σε αναστολή, ασφαλιστική κατηγορία ανώτερη της εκ του νόμου υποχρεωτικής (βλ. την 179/3.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών), παρίσταται αλυσιτελής, δοθέντος ότι μία τέτοια επιλογή, εμπίπτουσα στο σύστημα της όλως προαιρετικής υπαγωγής σε ανώτερο επίπεδο ασφαλιστικής καλύψεως, ουδόλως συνεπάγεται ελλείψει σχετικής ειδικής προς τούτο ρυθμίσεως την αυτόθροη μετακύλιση στην Αρχή του αντιστοίχου ασφαλιστικού βάρους, ήτοι της αναλογίας των 2/3 όχι επί της εκ του νόμου υποχρεωτικής αλλά επί της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας (βλ. άλλωστε και την 181/17.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών περί ευχέρειας και όχι υποχρεώσεως των Ανεξαρτήτων Αρχών να καλύψουν την αναλογία της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας που όμως θα διερρήγνυε κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη τον αναγκαστικό χαρακτήρα των ισχυουσών για τους δημοσίους φορείς μισθολογικών και ασφαλιστικών διατάξεων). Τέλος, αβασίμως ισχυρίζεται τόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το έγγραφο υποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής προς θεώρηση όσο και η υπέρ ης οι ασφαλιστικές εισφορές νομικός ότι διά της μη καταβολής της αναλογίας των 2/3 της αντιστοιχούσης στην επιλεγείσα από την τελευταία ασφαλιστική κλάση ετησίας εισφοράς επέρχεται η ασφαλιστική της υποβάθμιση και καθίσταται ασφαλιστικώς μη ενήμερη για το επίμαχο ασφαλιστικό έτος (2011). Και τούτο, διότι κατά τα προεκτεθέντα, η Ανεξάρτητη Αρχή υποχρεούται κατά νόμο σε κάλυψη των 2/3 της εισφοράς αναστολής της εν λόγω δικηγόρου, αφού αυτή συνιστά πλέον την ασφαλιστική υποχρέωση της τελευταίας έναντι του Ταμείου, τυχόν δε διατήρηση εκ μέρους της ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας ανάγεται στην σχέση της ιδίας με τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και στο σύστημα προαιρετικής μείζονος ασφαλιστικής καλύψεως, χωρίς να επιδρά στο ύψος της υποχρεωτικής συμμετοχής της Αρχής στην τακτική εισφορά αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται στο νόμο.


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)18/2017

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό II), το Κλιμάκιο κρίνει κατ’αντιστοιχία προς τους υπό στοιχ. ii, iii και iv λόγους διαφωνίας (ενόψει του ότι ο πρώτος λόγος απαντήθηκε στην σκέψη II 1 B της παρούσας) τα εξής: ii) η ευθύνη των δημοτικών εισπρακτορικών οργάνων, ως η δικαιούχος του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, κατά την είσπραξη των δημοτικών τελών συνιστά ευθύνη υπολόγου και όχι αστική ευθύνη, επιτρεπτώς δε καταλογίζεται τυχόν έλλειμμα προκληθέν από τα όργανα αυτά με απόφαση των αρμοδίων δημοτικών οργάνων, ανεξάρτητα από την καταλογιστική αρμοδιότητα των οργάνων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, iii) η καθυστέρηση αποστολής του ερωτήματος περί της θέσης της υπαλλήλου σε αργία στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και η έκδοση της απόφασης επαναφοράς σε χρόνο (1.8.2016) πολύ μεταγενέστερο από τον τιθέμενο από τις προεκτεθείσες διατάξεις (30 μέρες από την απόφαση αναστολής άσκησης καθηκόντων και ως απώτατο όριο, εν προκειμένω τις 15.9.2015 λόγω αντικειμενικής αδυναμίας συνεδρίασης του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου) συνιστά, μεν, καταστρατήγηση των εκτεθεισών στη σκέψη ΙΙ 3Α διατάξεων, πλην, όμως, δεν συνεπάγεται συγκεκριμένες δημοσιονομικές συνέπειες αιτιωδώς συνδεόμενες με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής. Σε κάθε περίπτωση, τα όργανα του Δήμου ........, ενόψει και των αναφερθεισών στο ως άνω έγγραφο επανυποβολής επανειλημμένων οχλήσεων προς το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο προκειμένου να ενημερωθούν για τις ενέργειές του, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι ήταν απαραίτητη η έγγραφη απάντηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επαναφορά της υπαλλήλου, απάντηση η οποία τελικώς γνωστοποιήθηκε στο Δήμο στις 22.7.2016, ήτοι σε χρόνο εγγύ προς την έκδοση της απόφασης άρσης του μέτρου της αναστολής άσκησης καθηκόντων (1.8.2016) και iv) κατά παραδοχή του σχετικού λόγου διαφωνίας της αναπληρώτριας Επιτρόπου, η επίμαχη δαπάνη παρίσταται μη κανονική, δοθέντος ότι δεν καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της εκκαθάρισης αυτής. Τούτο διότι, το μεν δεν επισυνάπτονται στο χρηματικό ένταλμα τα αναφερόμενα στο Πρακτικό 1/16.10.2012 της συγροτηθείσας πενταμελούς Επιτροπής διερεύνησης του ελλείμματος δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει το ακριβές ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού, ούτε από κάποιο στοιχείο του φακέλου προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού των βεβαιωθέντων ταμειακά τόκων υπερημερίας, το δε διότι δεν επισυνάπτονται στο επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει το ποσό που έχει ήδη παρακρατηθεί από προηγούμενες μισθοδοσίες της υπαλλήλου προς συμψηφισμό του καταλογισθέντος σε αυτήν ποσού καθώς και το διάστημα της παρακράτησης, οι υπολογισμοί σε μηνιαία βάση, το υπόλοιπο προς αποπληρωμή, η διάκριση των ασφαλιστικών κρατήσεων και των παρακρατηθέντων για δόσεις δανείων ποσών καθώς και τυχόν μισθολογικές προαγωγές που ελήφθησαν υπόψη, τέτοιο δε δικαιολογητικό δεν αποτελεί το έγγραφο επανυποβολής, εφόσον δεν διευκρινίζει όλα τα προαναφερθέντα ελλείποντα στοιχεία.


ΣΤΕ/1198/2020

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του Δημοσίου προς εξόφληση του ένδικου λογαριασμού, μολονότι δέχθηκε ότι δεν προκύπτει η εκ μέρους της αναιρεσίβλητης υποβολή βεβαιώσεων φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994 και 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992, κατά την έννοια των οποίων δεν πρέπει να αναγνωρίζεται υποχρέωση του κυρίου προς πληρωμή εγκριθέντος λογαριασμού, εφόσον αυτός δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, δεδομένου ότι δεν γεννάται η εν λόγω υποχρέωση, όταν ο λογαριασμός δεν συνοδεύεται από βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, προβάλλεται ότι με αυτόν τίθεται το νομικό ζήτημα «της ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων… και δη κατά πόσο στην περίπτωση μη συνυποβολής με λογαριασμό δημοσίου έργου βεβαιώσεως φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας αυτού, γεννάται υποχρέωση του κυρίου του έργου προς καταβολή ποσού λογαριασμού», και ότι επί του νομικού αυτού ζητήματος έχει διαμορφωθεί αντίθετη νομολογία με την 1505/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την 381/2017 ανέκκλητη (λόγω ποσού) απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Εξάλλου, με την 1505/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 10 του ν. 1418/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994 και 39 παρ. 7 του ν. 2065/1992 «συνάγεται ότι δεν γεννάται υποχρέωση του κυρίου του έργου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς πληρωμή υποβληθέντος λογαριασμού, όταν ο λογαριασμός αυτός δεν συνοδεύεται από βεβαίωση περί καταβολής των οφειλομένων από τον ανάδοχο ασφαλιστικών εισφορών…, καθώς και από βεβαίωση φορολογικής ενημερότητας του αναδόχου…. Στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται υπαιτιότητα του νομικού προσώπου εκ της μη πληρωμής του εν λόγω λογαριασμού …και δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη του αναδόχου να υποβάλει τις κατά τα ανωτέρω βεβαιώσεις …». Με τα δεδομένα αυτά δεν προκύπτει αντίθεση της απόφασης αυτής, την οποία επικαλείται το αναιρεσείον, προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιλαμβάνει στη μείζονα σκέψη της, κατά λέξη, την ιδία ερμηνεία των αυτών ως άνω διατάξεων (άρθρο 5 παρ. 10 ν. 1418/1984 και άρθρο 39 παρ. 7 ν. 2065/1992), παραπέμποντας μάλιστα ρητώς στην εν λόγω απόφαση (ΣτΕ1505/2015). Δεν μπορεί δε να προκύψει αντίθεση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 του ν.3900/2010, από το γεγονός ότι η προαναφερόμενη απόφαση (ΣτΕ1505/2015) δεν ανέτρεψε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία είχε απορριφθεί η εκεί κριθείσα αντίστοιχων απαιτήσεων αγωγή, ενώ με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή, με την προπαρατεθείσα (σκέψη 5) αιτιολογία, η απορριφθείσα αγωγή της αναιρεσίβλητης, διότι τα παραπάνω αφορούν σε ζητήματα αιτιολογίας και υπαγωγής και, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σκέψη 3), δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς την απόφαση που επικαλείται το αναιρεσείον από ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ή απλώς από την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (βλ. ΣτΕ 1407/2016, 1050/2016, 50/2016, 3530/2015, 3033/2014, 3012/2013 κ.α.). Εξάλλου, το αναιρεσείον δεν προσκόμισε κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου την ως άνω 381/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας. Κατά συνέπεια, ο ως άνω προβαλλόμενος ο πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.