ΕΣ/ΤΜ.6/1250/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Έλεγχος νομιμότητας συμπληρωματικής σύμβασης έργου:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις μείζονες σκέψεις της παρούσας, ο προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας προϋποθέτει έργο «υπό εκτέλεση», δηλαδή έργο του οποίου οι εργασίες πρόκειται να εκτελεσθούν και δεν καταλαμβάνει εκείνες που ήδη έχουν εκτελεσθεί, καθόσον στην περίπτωση αυτή θα έτεινε στην εκ των υστέρων νομιμοποίηση ενός έργου που έχει ήδη συντελεσθεί. Κατά συνέπεια για τις ως άνω εργασίες ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι στερείται αρμοδιότητας να τις ελέγξει καθόσον και στην υποβληθείσα αίτηση ανακλήσεως συνομολογείται ότι οι εργασίες υπό στοιχείο β) έχουν ήδη ολοκληρωθεί ενώ οι εργασίες υπό στοιχείο γ) έχουν αρχίσει να εκτελούνται και έχουν ολοκληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Ως εκ τούτου και αφού ο έλεγχος δεν μπορεί να αποβεί κατασταλτικός, απορριπτέοι τυγχάνουν ο πρώτος, δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγος της αιτήσεως ανακλήσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι εργασίες αυτές προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση και για το λόγο αυτό εκτελέσθηκαν πλην όμως, η ποσότητα των ως άνω εργασιών διαφοροποιήθηκε (κατέστη μεγαλύτερη) γιατί πραγματοποιήθηκαν υπό δυσμενέστερες συνθήκες, ότι επρόκειτο για εργασίες, οι οποίες νομίμως εκτελέσθηκαν από την ανάδοχο διότι ήταν επείγουσες, για τις οποίες επιτρέπεται η μετέπειτα έγκρισή τους και η σύνταξη της συμπληρωματικής συμβάσεως, ότι πρόκειται για εργασίες συμβατικές, για τις οποίες απαιτήθηκε η πρόβλεψη συμπληρωματικών τιμών λόγω υπέρογκης αυξήσεως του κόστους τους, καθώς και ότι η έναρξη των ως άνω εργασιών, πριν την υποβολή της συμπληρωματικής συμβάσεως στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, ήταν απολύτως απαραίτητη για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος καθόσον αφενός θα θέτονταν σε κίνδυνο οι ήδη εκτλεσμένες εργασίες της αρχικής συμβάσεως και αφετέρου επιβάλλονταν προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία το φράγμα ...(...)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Κλιμάκιο στερείται της χρονικής αρμοδιότητας να προβεί στον έλεγχο ήδη εκτελεσμένων, εργασιών και όφειλε να απόσχει αυτού, ως ορθώς έκρινε για τις υπό στοιχεία β) και γ) εργασίες, πλην όμως, οφείλει να ελέγξει τις κατηγορίες εργασιών που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική σύμβαση για τις οποίες δεν υφίσταται το κώλυμα της ενάρξεως εκτελέσεώς τους [εργασίες υπό στοιχεία α), δ) και ε)]. Ως προς αυτές η οριστική κρίση του Τμήματος πρέπει να αναβληθεί προκειμένου να αποσταλεί ο φάκελος στο Ε΄ Κλιμάκιο για να εκφέρει την άποψή του σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων καταρτίσεως συμπληρωματικών συμβάσεων και στη συνέχεια να αποσταλεί στο Τμήμα, προκειμένου να μην στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι του πρώτου βαθμού κρίσεως της υποθέσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.6/1250/2011
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 20/2011 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίο(...)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Κλιμάκιο στερείται της χρονικής αρμοδιότητας να προβεί στον έλεγχο ήδη εκτελεσμένων, εργασιών και όφειλε να απόσχει αυτού, ως ορθώς έκρινε για τις υπό στοιχεία β) και γ) εργασίες, πλην όμως, οφείλει να ελέγξει τις κατηγορίες εργασιών που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική σύμβαση για τις οποίες δεν υφίσταται το κώλυμα της ενάρξεως εκτελέσεώς τους [εργασίες υπό στοιχεία α), δ) και ε)]. Ως προς αυτές η οριστική κρίση του Τμήματος πρέπει να αναβληθεί προκειμένου να αποσταλεί ο φάκελος στο Ε΄ Κλιμάκιο για να εκφέρει την άποψή του σχετικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων καταρτίσεως συμπληρωματικών συμβάσεων και στη συνέχεια να αποσταλεί στο Τμήμα, προκειμένου να μην στερηθούν οι ενδιαφερόμενοι του πρώτου βαθμού κρίσεως της υποθέσεως.ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΤΗΝ 20/2011 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΡΑΞΗ ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/3030/2011
ΣτΕ/3307/2005
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο ανάδοχος δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να προβεί σε τροποποιήσεις ως προς την μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, όπως αυτά ορίζονται στη σύμβαση, χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου και προηγούμενη σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα και, εφ’ όσον απαιτείται, πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών, καθώς και ότι ο ανάδοχος δεν δικαιούται αποζημιώσεως για μεταβολές στο έργο, οι οποίες έγιναν χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή, έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο. Επομένως, η σύνταξη και έγκριση του συγκριτικού πίνακα και του πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών πρέπει, κανονικώς, να προηγούνται της εκτελέσεως των νέων εργασιών. Από τις ίδιες διατάξεις, όμως, δεν αποκλείεται νέες εργασίες που εκτελέσθηκαν χωρίς έγγραφη διαταγή και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επείγοντος να κριθούν από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου ως αναγκαίες, οπότε οι εργασίες αυτές νομιμοποιούνται δια της εκ των υστέρων συντάξεως και εγκρίσεως συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου καθορισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών (βλ. Σ.τ.Ε. 4162/1997 επταμ., 3306/1997 επταμ.).
ΕΛΥΣν.Κλ.Τμ.7/305/2016
Εργασίες συντήρησης κατασκηνώσεων: Με τις .. αποφάσεις του Δημάρχου ... εγκρίθηκε η απευθείας ανάθεση στον εργολάβο .. των εργασιών συντήρησης κτιρίου στην «..» της Δ.Ε. ... και των εργασιών συντήρησης κατασκηνώσεων στο ..., αντίστοιχα, έναντι του ποσού των 24.600 ευρώ (με Φ.Π.Α.) για κάθε ανάθεση και ακολούθως καταρτίσθηκαν οι από 21.10.2015 συμβάσειςΜε τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι οι μεν εργασίες συντήρησης κτιρίου στην «..» εκτελέσθηκαν στη δημοτική ενότητα ..., ενώ οι εργασίες συντήρησης κατασκηνώσεων εκτελέσθηκαν στο ..., το οποίο ανήκει στη δημοτική ενότητα … του Δήμου ..., ο λόγος διαφωνίας περί μη νόμιμης κατάτμησης ομοειδών εργασιών είναι αβάσιμος, καθόσον οι επίμαχες εργασίες αφορούν διαφορετικές δημοτικές ενότητες. Ως εκ τούτου, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες και κατά συνέπεια, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πρέπει να θεωρηθούν.
ΕλΣυν.Kλ.Ε/149/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ- Ασφαλτοστρώσεις δρόμων:. Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής συμβάσεως, όπως οι προϋποθέσεις αυτές παρατίθενται αναλυτικώς στην σκέψη V της παρούσας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 1οΑ.Π.Ε. της υποβληθείσας προς έλεγχο συμπληρωματικής συμβάσεως, η αναθέτουσα αρχή περιορίζεται στην συμπερασματική διαπίστωση ότι εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 3669/2008, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποιες είναι οι εργασίες που θα εκτελεσθούν στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, εάν οι εργασίες αυτές περιλαμβάνονται κατ’ είδος στην αρχική σύμβαση, εάν παρουσιάζουν συνάφεια με το αντικείμενο αυτής, καθώς επίσης και για ποιους λόγους κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του αντικειμένου της αρχικής συμβάσεως. Συναφώς προς τα ανωτέρω, ουδεμία αναφορά γίνεται, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, στις απρόβλεπτες περιστάσεις που καθιστούν απολύτως αναγκαία την εκτέλεση των εργασιών της επίμαχης συμπληρωματικής συμβάσεως, ούτε επίσης προκύπτει ότι η μη πρόβλεψη των εργασιών αυτών κατά τη σύναψη της αρχικής συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της αναθέτουσας αρχής, ούτε σε σφάλματα και αστοχίες της μελέτης του έργου. Περαιτέρω, ουδόλως αποδεικνύεται η συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων για τη σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως, ήτοι ότι οι επίμαχες συμπληρωματικές εργασίες είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της..(..)το Κλιμάκιο κρίνει ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Ασφαλτοστρώσεις δρόμων Δήμου ...».
ΕλΣυν/Ολομ/1024/2011
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το δικάσαν Τμήμα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, οι οποίοι επαναλαμβάνονται στο αναιρετήριο, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, συνιστάμενοι στο ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, καθόσον οι επίμαχες εργασίες για αρχαιολογικές έρευνες εκτελέσθηκαν απολογιστικά, ενώ η επιλεξιμότητα της σχετικής δαπάνης προκύπτει από το γεγονός ότι στην απόφαση της Ε.Ε. με αρ. Ε(2003) 3628/6-10-2003 σχετικά με τον καθορισμό του επιπέδου της κοινοτικής συνδρομής στη δαπάνη του έργου αναγράφεται μεταξύ των επιλέξιμων δαπανών, ποσό 12.408.780 ευρώ για αρχαιολογικές έρευνες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, όπως ορθά δέχθηκε το δικάσαν Τμήμα, ο Αναθεωρητικός Πίνακας Εργασιών, συντάσσεται περιοριστικά είτε για την εκτέλεση εργασιών που μπορούν να πληρωθούν με απρόβλεπτες δαπάνες και τη διάθεση των απρόβλεπτων δαπανών της αρχικής σύμβασης είτε για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών και την καταβολή των σχετικών δαπανών, σε καμιά, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την εκτέλεση εργασιών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εκτελούνται απολογιστικά, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση και οι σχετικές δαπάνες δεν προβλέπονται στον προϋπολογισμό του έργου. Περαιτέρω το αχρεώστητο της καταβολής στο ήδη αναιρεσείον του συνολικού ποσού των 8.800.000 ευρώ για απολογιστική εκτέλεση εργασιών για αρχαιολογικές έρευνες, δεν επηρεάζεται, όπως ορθά έκρινε το δικάσαν Τμήμα, εκ του ότι στην απόφαση της Ε.Ε. με αριθμό Ε(2003) 3628/6-10-2003, περί επιβεβαίωσης της κοινοτικής συμμετοχής στη δαπάνη του επίμαχου έργου, αναγραφόταν, μεταξύ των επιλέξιμων δαπανών, ποσό 12.408.780 ευρώ για αρχαιολογικές έρευνες, αφού, μη περιλαμβανόμενες οι εργασίες αυτές μεταξύ εκείνων για τις οποίες μπορούσε να συνταχθεί ΑΠΕ, δεν διενεργήθηκαν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία (πρβλ. Αποφ.2001/2008 Ολομ.Ελ.Συνεδρίου).
ΕΣ/ΤΜ.6/603/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Αίτηση ανάκλησης της 610/2011 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως του έργου «Μελέτη, Κατασκευή και Θέση σε λειτουργία του Μετρό….», Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι : Α) η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής τοιαύτης και διέπεται όχι από τους όρους αυτής, αλλά από το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει κάθε συμπληρωματική σύμβαση. Επίσης, οι αρχαιολογικές εργασίες, οι οποίες περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, το χαρακτήρα της οποίας δεν αμφισβητεί η αιτούσα, είναι εργασίες που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης και προέκυψαν από απρόβλεπτες περιστάσεις (το εύρος των αρχαιολογικών ευρημάτων κατά τις εκσκαφές που πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή του Μετρό ......). Ως εκ τούτου η δαπάνη για την εκτέλεσή τους δεν μπορεί να διέπεται από το αυτό με το κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών, το οποίο, στο πλαίσιο της αρχικής συμβάσεως, δεν είχε υπολογισθεί για την εξεύρεση του ύψους της εγγυητικής επιστολής, νομοθετικό πλαίσιο παρόλο που αφορούν στην ίδια κατηγορία εργασιών, δηλαδή αρχαιολογικές εργασίες καθόσον για τις επίμαχες αρχαιολογικές εργασίες ως συμπληρωματικές εργασίες, αναγκαίες για την ολοκλήρωση του αρχικού έργου, οφείλεται εκ του νόμου η κατάθεση, κατά την υπογραφή του συμβατικού κειμένου, εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως. Β) Η προσφορά της αναδόχου κοινοπραξίας πράγματι βασίσθηκε στους όρους της διακηρύξεως, οι οποίοι δεν υπέστησαν καμία μεταβολή διότι στην καταρτισθείσα αρχική σύμβαση η δαπάνη για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών είχε ενταχθεί στο κονδύλιο των απολογιστικών εργασιών και με τη διαδικασία αυτή, δηλαδή απολογιστικά καταβλήθηκε. Όμως, τόσο στη διακήρυξη όσο και στην αρχική σύμβαση δεν προβλεπόταν (ούτε θα μπορούσε άλλωστε να προβλεφθεί) όρος, σύμφωνα με τον οποίο, οι τυχόν πρόσθετες δαπάνες για την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών, πέραν του κονδυλίου των απολογιστικών εργασιών, κατόπιν καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως θα καταβάλλονταν απολογιστικά όπως οι περιλαμβανόμενες στο κονδύλι των απολογιστικών εργασιών της αρχικής συμβάσεως αρχαιολογικές εργασίες, χωρίς να απαιτείται και για αυτές η καταβολή εγγυητικής επιστολής καλής εκτελέσεως, καθόσον τούτο θα αντέβαινε στη ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί καταβολής εγγυητικής επιστολής σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως. Άλλωστε το αρχικό σχετικό συμβατικό κείμενο ποιεί γενική αναφορά στις ρητές προβλέψεις του Ν. 1418/1984 (και ήδη του Ν. 3669/2008) και ως εκ τούτου ρητώς παραπέμπει στην οικεία διάταξη, η οποία ορίζει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως υπάρχει υποχρέωση του αναδόχου να καταθέσει κατά την υπογραφή της, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται μεταβολή στους όρους της αρχικής συμβάσεως όπως λανθασμένα υπολαμβάνει η αιτούσα, ενώ περαιτέρω δεν μεταβλήθηκαν τα στοιχεία στα οποία στήριξε την προσφορά της, διότι η άδηλη κατά την υπογραφή της αρχικής συμβάσεως ανάγκη περί συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως, εφόσον προέκυπτε, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνον σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις, στις οποίες ρητώς παρέπεμπε τόσο η διακήρυξη όσο και η οικεία αρχική σύμβαση. Γ) Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει, με την αποδοχή ως νόμιμου του επίμαχου όρου στο σχέδιο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως, την ισότιμη μεταχείριση των οικονομικών φορέων που συμμετείχαν στον αρχικό διαγωνισμό και υπέβαλαν προσφορά σύμφωνα με τους υφιστάμενους όρους της διακηρύξεως, ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως ότι με την κρινόμενη σύμβαση τροποποιούνται οι όροι της αρχικής τοιαύτης, ενώ, ως έγινε δεκτό ανωτέρω, η συμπληρωματική σύμβαση παρουσιάζει αυτοτέλεια και διέπεται από τις οικείες νομοθετικές προβλέψεις που ισχύουν για κάθε συμπληρωματική σύμβαση και Δ) Η διάταξη του άρθρου 35 παρ.6 του Ν. 3669/2008 δεν διακρίνει μεταξύ περισσότερων της μιας κατηγοριών συμπληρωματικών συμβάσεων, αλλά αντιθέτως προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση καταρτίσεως τοιαύτης συμβάσεως πρέπει, κατά την υπογραφή της, να κατατίθεται από τον ανάδοχο, εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως, ορίζοντας περαιτέρω το ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της. Ως εκ τούτου, ως ήδη αναφέρθηκε, οι αρχαιολογικές εργασίες που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη συμπληρωματική σύμβαση, δεν προσδίδουν σ’ αυτήν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση επειδή στην αρχική σύμβαση είχε προβλεφθεί ότι δαπάνη για την εκτέλεση αντίστοιχων εργασιών περιλαμβανόταν σ’ αυτή ως κονδύλιο απολογιστικών εργασιών, εφόσον τέτοια διάκριση δεν προβλέπεται. Τέλος, λόγος περί συγγνωστής πλάνης της αναθέτουσας αρχής κατά την αναγραφή στο οικείο σχέδιο του όρου αυτού, απαραδέκτως προβάλλεται από την αιτούσα, διότι δεν αφορά την ίδια την αιτούσα αλλά ανάγεται στη βούληση της αναθέτουσας αρχής και από την οποία μπορεί και να προβληθεί ενώ περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο όρος ευρίσκει έρεισμα στις νομοθετικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν και ορθώς κρίθηκε από το Κλιμάκιο, έστω και χωρίς ρητή μνεία, ως νόμιμος.(...)Απορρίπτει την αίτηση ανακλήσεως
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/465/2010
Συμπληρωματική σύμβαση Για κάποιες εργασίες αορίστως αιτιολογείται η συνδρομή απροβλέπτων περιστάσεων, ήτοι πραγματικών γεγονότων, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης, τα οποία επηρεάζουν την τεχνική αρτιότητα του έργου, χωρίς περαιτέρω οποιασδήποτε εξειδίκευσης των λόγων για τους οποίους, ακολουθώντας τους κανόνες της εμπειρίας και τεχνικής, ήταν αντικειμενικά αδύνατη εκ των προτέρων η ένταξη αυτών των εργασιών στην αρχική μελέτη του έργου. Αλλωστε το γεγονός ότι η αύξηση των ποσοτήτων των ως άνω εργασιών οφείλεται σε επιγενόμενες μετρήσεις, αποτελεί παραδοχή από την αναθέτουσα αρχή της ύπαρξης σφαλμάτων και παραλείψεων των αρχικών προμετρήσεων της μελέτης, που δεν δικαιολογούν κατά νόμο τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Εργασίες οφειλόμενες σε σφάλματα ή παραλείψεις των αρχικών προμετρήσεων καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλι των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Οι λοιπές εργασίες αποτελούν μετά τη δημοπράτηση του έργου και την κατακύρωση του αποτελέσματός του μεταβολή του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου του, που δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης του αναδόχου. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι εργασίες αυτές από τη φύση τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα ή καταστάσεις, τα οποία αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν στο στάδιο της οριστικής μελέτης. Απρόβλεπτη περίσταση δεν αποτελεί, ούτε η επικαλούμενη από την αναθέτουσα αρχή και για όλες τις εργασίες, τήρηση των διατάξεων για την υγιεινή των εργαζομένων δεδομένου ότι η υποχρέωση τήρησης των διατάξεων αυτών ήταν εκ των προτέρων γνωστή στην ίδια αρχή. Με την 274/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Έλεγκτικού Συνεδρίου έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ανάκλησης κατά της προμνησθείσας Πράξης του Κλιμακίου και μόνο για τις εργασίες αποκατάστασης του σπασμένου καταθλιπτικού αγωγού, καθόσον κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επέκταση του αρχικού αντικειμένου του έργου, όπως εσφαλμένως δέχθηκε το Κλιμάκιο, διότι αποτελούν εργασίες συντηρήσεως, η ανάγκη εκτελέσεως των οποίων προκλήθηκε από την ασφαλτόστρωση της εθνικής οδού, το δε πρόβλημα ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ασφαλτοστρώσεως, οπότε είχαν ήδη ξεκινήσει οι εργασίες της αρχικής συμβάσεως. Οι εργασίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής συμβάσεως.
ΕΣ/ΤΜ.6/863/2018
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επιδιώκεται η ανάκληση της 115/2018 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Περαιτέρω, ο αιτών Δήμος ισχυρίζεται ότι η έλλειψη αναλυτικής επιμέτρησης των εκτελεσμένων εργασιών, κατά το χρόνο υποβολής του σχεδίου σύμβασης στον προσυμβατικό έλεγχο, δεν οφείλεται σε αδυναμία της αναθέτουσας αρχής για εκτέλεση της επιμέτρησης αυτής, όπως εσφαλμένα φέρεται να δέχεται το Κλιμάκιο, και ότι η έλλειψη αυτή έχει ήδη αναπληρωθεί, προσκομίζει δε συναφώς την από 6.3.2018 αναλυτική επιμέτρηση. Επισημαίνεται, κατ’ αρχήν, ότι το Κλιμάκιο απείχε του ελέγχου όχι μόνο των εκτελεσμένων εργασιών αλλά, επιπλέον, και των μη εκτελεσμένων υπολειπόμενων, τις οποίες αδυνατούσε να προσδιορίσει ως αυτοτελή κατηγορία εργασιών (βλ. ανωτέρω υπό 2.Α), στο μέτρο που η αναθέτουσα αρχή δεν είχε καταγράψει αναλυτικά ούτε το σύνολο των αναγκαίων εργασιών της συμπληρωματικής σύμβασης, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη, ούτε εκείνες τις πρόσθετες εργασίες που κατά το χρόνο υποβολής είχαν ήδη εκτελεσθεί (ως εκ της έλλειψης επιμέτρησης των εργασιών αυτών). Παρά δε την προσκόμιση των επιπλέον στοιχείων, η εν λόγω αδυναμία προσδιορισμού των υπολειπόμενων εργασιών εξακολουθεί να υφίσταται. Επικουρικά, ωστόσο, το Κλιμάκιο επεσήμανε ότι, ακόμη και αν μπορούσε να ελέγξει τις υπολειπόμενες εργασίες της συμπληρωματικής σύμβασης, αυτές δεν θα ήταν νόμιμες, λόγω έλλειψης συνάφειας αυτών με το αντικείμενο του αρχικού έργου. Πράγματι, το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης για τη «Βελτίωση κυκλοφοριακών συνθηκών Δήμου .......», αφορούσε στην εκτέλεση εργασιών οδοποιίας και συναφών εργασιών στο οδικό δίκτυο του Δήμου, χωρίς ειδικότερο εκ των προτέρων προσδιορισμό των οδών εκτέλεσης των εργασιών. Ως εκ της φύσης του αντικειμένου τούτου, που φέρεται να συνδέεται με την κάλυψη όχι μόνο των τακτικών αλλά και των έκτακτων αναγκών συντήρησης του οδικού δικτύου της εδαφικής περιφέρειας του Δήμου, δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθεί ότι οι πρόσθετες εργασίες της συμπληρωματικής σύμβασης, που επίσης αφορούν σε έκτακτες εργασίες συντήρησης του ίδιου δικτύου, δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της αρχικής. Επιπλέον, εφόσον το αρχικό αντικείμενο δεν αποτελεί σαφώς οριοθετημένο έργο, δεν μπορεί να βεβαιωθεί ότι οι πρόσθετες εργασίες καθίστανται αναγκαίες για την ολοκλήρωση και τελειοποίηση του αρχικού έργου (Ε.Σ. Τμ. VI 6064/2015, 285/2012). Τα ανωτέρω, ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι, από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, δεν προκύπτει με σαφήνεια αν το αρχικό έργο, η συμβατική διάρκεια του οποίου είχε ήδη λήξει κατά το χρόνο επέλευσης των επικαλούμενων έκτακτων συνθηκών, εξακολουθεί να εκτελείται. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος ανάκλησης δεν δύναται να ανατρέψει την διαπιστωθείσα από το Κλιμάκιο πλημμέλεια και, για τον λόγο αυτόν, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος.Δεν ανακαλεί την 115/2018 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΝΣΚ/58/2011
Εξέταση της δυνατότητας υπογραφής Συμπληρωματικής Συμβάσεως για πρόσθετες εργασίες σε έργο των Ενόπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 του ΠΔ 609/1985.α) Είναι νόμιμη η υπογραφή Συμπληρωματικής Σύμβασης με τον ανάδοχο του έργου «Αναβάθμιση Εγκαταστάσεων Καυσίμων εντός Βάσης στην 117 ΠΜ» (ΑΝΔ-188Ν) για τις επιπλέον εργασίες που ανατέθηκαν σ’ αυτόν, διότι για τις εργασίες αυτές συντρέχουν οι προκύπτουσες από την ερμηνεία του άρθρου 8 παρ.1 του Ν 1418/1984, σε συνδυασμό με τα άρθρα 43-44 του ΠΔ 609/1985 προϋποθέσεις, προκειμένου να χαρακτηρισθούν «πρόσθετες». β) Ο ανάδοχος θα πληρωθεί στα πλαίσια υλοποίησης της συμπληρωματικής συμβάσεως, αφού πρώτα ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες εκ του νόμου διαδικασίες (παραλαβή εργασιών κ.λπ.).
ΕλΣυν/Τμ.6/27/2013
Η σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως προηγείται, κατά κανόνα, της εκτελέσεως των εργασιών που περιλαμβάνονται σε αυτήν και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της εκτελέσεώς τους. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η εκτέλεση πρόσθετων επειγουσών εργασιών, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 56 του Ν. 3669/2008, δηλαδή μετά τη σύνταξη τεχνικής περιγραφής αυτών από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, αιτιολόγηση του επείγοντος, εκτίμηση της δαπάνης των εργασιών και έγκριση αυτών από την Προϊσταμένη Αρχή και ενδεχομένως πριν από την σύνταξη του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, οπότε, στην περίπτωση αυτή, προηγείται η εκτέλεσή τους και έπεται η κατάρτιση της συμπληρωματικής συμβάσεως. Οι ως άνω συμπληρωματικές εργασίες μπορεί να εκτελεσθούν πριν από τη σύνταξη Α.Π.Ε. και πριν από τη σύναψη συμβάσεως, μετά από έγγραφη εντολή της υπηρεσίας προς τον ανάδοχο του αρχικού έργου ή σε επείγουσες περιπτώσεις, μετά από προφορική εντολή στον τόπο του έργου, η οποία καταχωρείται στο ημερολόγιο αυτού (Απόφαση Μείζονος Τμήματος Επταμελούς Σύνθεσης 2093/2011, Πράξη VII Τμήματος Ε.Σ. 29/2010). Πέραν των ως άνω τυπικών προϋποθέσεων απαιτείται ωσαύτως όπως αυτές χαρακτηρίζονται ως επείγουσες, υπό την έννοια ότι στοχεύουν στην αποτροπή άμεσου επικείμενου κινδύνου τόσο για τις εγκαταστάσεις του έργου που έχει ήδη εκτελεσθεί όσο και για τους εργαζομένους ή και διερχομένους από αυτό. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των εργασιών αυτών απαιτεί την ύπαρξη άμεσου κινδύνου καθόσον μόνον τότε δύναται να καταστεί εφικτή η πραγματοποίησή τους πάραυτα, χωρίς τη σύνταξη και έγκριση Α.Π.Ε., ακόμη και με προφορική εντολή που καταχωρείται στο ημερολόγιο του έργου. Σε κάθε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή επικαλείται την διενέργεια πρόσθετων επειγουσών εργασιών, πέραν των τυπικών προϋποθέσεων (σύνταξη τεχνικής περιγραφής, εκτίμηση της δαπάνης, έγκριση από την Προϊσταμένη Αρχή ή προφορική εντολή καταχωρημένη στο ημερολόγιο του έργου) απαιτείται η συνδρομή της ουσιαστικής προϋποθέσεως του επείγοντος, δηλαδή του εξαιρετικού κινδύνου υπό την έννοια που προεκτέθηκε. (...)Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Περαιτέρω, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως καλύπτονται εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής, δεν οφείλονται σε απρόβλεπτες συνθήκες και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου (π.χ. κακοτεχνίες), καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011). Τέλος, ουσιώδη διαδικαστικό τύπο για τη σύναψη της συμπληρωματικής συμβάσεως, συνιστά η σύνταξη από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.), ο οποίος υπογράφεται από τον ανάδοχο και οριστικοποιείται με την έγκρισή του από την Προϊσταμένη Αρχή, περιλαμβάνει δε τα ουσιώδη οικονομικά δεδομένα τόσο της αρχικής όσο και της συμπληρωματικής συμβάσεως.