ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)/89/2015
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΑΠΟΔΟΧΕΣ: Νόμιμη η καταβολή αποδοχών σε υπάλληλο Δήμου με σχέση εργασία ι.δ.α.χ., ο οποίος επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία μετά την ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, καθόσον συνέτρεχε ουσιώδης πλάνη ως προς το χρόνο υπηρεσίας του για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφού αυτός, χωρίς τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής, ουδέποτε, κατά τη ρητώς εκπεφρασμένη πρόθεσή του στη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, θα επέλεγε τη λήξη του εργασιακού του βίου, στερούμενος παντελώς τους πόρους διαβίωσής του (άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 4151/2013, ΦΕΚ Α΄ 103/2013 και άρθρα 140-141 του ΑΚ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/96/2017
Καταβολή υπερβάλλουσας μείωσης σε υπάλληλο που επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 5 και 5α του άρθρου 18 του ν.1735/1987. (Κατάσταση : Αποδεκτή) Η υπερβάλλουσα μείωση του άρθρου 29 παρ. 2 του ν.4024/2011 πρέπει να καταβληθεί σε υπάλληλο, ο οποίος παραιτήθηκε προκειμένου να μετάσχει σε γενικές βουλευτικές εκλογές και επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, καθόσον αυτή περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές που λάμβανε ο υπάλληλος πριν την παραίτησή του.
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)351/2015
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ:Νόμιμη η καταβολή επιδόματος προσωπικής διαφοράς σε υπάλληλο Δήμου με σχέση ι.δ.α.χ., που μετά την απόλυσή της, επανήλθε στην υπηρεσία, σε επανασυσταθείσα θέση Σχολικού Φύλακα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 4325/2015, καθόσον το ανωτέρω επίδομα νομίμως καταβάλλεται στην ως άνω υπάλληλο, αφού αποτελεί νομίμως τμήμα των αποδοχών των υπαλλήλων που κατατάσσονται στις επανασυσταθείσες θέσεις (άρθρου 18 του ν. 4325/2015, ΦΕΚ Α΄ 47/2015, άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α΄ 226/2011 και άρθρο πρώτο παρ.2 της υποπαραγράφου Γ1 του ν. 4093/2012, ΦΕΚ Α΄ 222/2012).
ΝΣΚ/260/2017
Επαναφορά στην εργασία κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του Ν. 4325/2015 υπαλλήλου ΙΔΑΧ της τέως Τ.Ε.Ο Α.Ε., μετά την συνταξιοδότησή της. (Κατάσταση : Αποδεκτή) Πρώην υπάλληλος Ι.Δ.Α.Χ. της Τ.Ε.Ο. Α.Ε., νομίμως επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία (ανεξαρτήτως του χρόνου συνταξιοδοτήσεώς της) καθόσον, σε κάθε περίπτωση, έλειπε η πρώτη προϋπόθεση από τις τρεις οι οποίες θα έπρεπε να συντρέχουν, σωρευτικά, προκειμένου να μην έχει δικαίωμα επαναφοράς (ήτοι η υποβολή παραιτήσεως, για την λύση της εργασιακής σχέσης). Για την επαναφορά δεν χρειάζεται να εξεταστεί η αναστολή ή μη της συντάξεως. Η πλήρης αναστολή ή ο περιορισμός της συντάξεως στο 30% αυτής κατά το χρονικό διάστημα της επαναφοράς της συνταξιούχου στην εργασία, κρίνεται από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα και δεν υφίσταται αρμοδιότητα της ερωτώσας υπηρεσίας ως προς το ζήτημα αυτό (πλειοψ).
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/3/2020
Περικοπές σε αποδοχές...Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) αγωγή, η αμοιβή του εκκαλούντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, υπάγονταν στις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεδομένου ότι η παραχώρηση της εφεσίβλητης στο ... επήλθε μετά την εφαρμογή των παραπάνω νόμων όταν δηλαδή η αμοιβή του εκκαλούντα είχε ήδη μειωθεί και συνεπώς οι αξιώσεις του για την αμοιβή του σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης είναι μη νόμιμες . Περαιτέρω όσον αφορά την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγή της εκκαλούσας, είναι απορριπτέα ω μη νόμιμη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο εφεσίβλητος ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία ώστε να λαμβάνει την μειωμένη αμοιβή του από την εκκαλούσα από την 1-1-2013, πλην όμως ο τελικός υπολογισμός της δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο αλλά από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας. Τέλος όσον αφορά την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) αγωγή από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ……, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-11-2009 σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως διευθύνων σύμβουλος και με όρο της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της (της σύμβασης) η εφεσίβλητη θα του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αμοιβή δύο μηνών για κάθε έτος εργασίας του λαμβάνοντας ως βάσει τις αποδοχές του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω σύμβαση καταγγέλθηκε στις 22-6-2015 και η πραγματικά οφειλόμενη αμοιβή του όπως θα διαμορφώνονταν μετά την 1-1-2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.375 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση κατά τον ανωτέρω χρόνο (22-6-2015) ανέρχονταν σε 30.479,13 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα του εκκαλούντος στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης όπως επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τον χρόνο της καταγγελίας ώστε ο τελευταίος να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγές και κάνοντας εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/229/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ:.μισθοδοσία, μηνός Σεπτεμβρίου 2017, υπαλλήλου ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δήμου... .Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα: Μετά την ανάκληση της ΔΙΠΙΔ/Β.1.1/231/οικ.15917/3.6.2013 (Β΄ 598) απόφασης του τέως Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με την οποία ο φερόμενος ως δικαιούχος μεταφέρθηκε στο ΕΚΑΒ .., αυτός επανήλθε στο Δήμο .... Περαιτέρω, αφού από τον έλεγχο των εγγράφων του φακέλου του ως άνω υπαλλήλου, στον οποίο προέβη η αρμόδια Διεύθυνση Διοικητικού του Δήμου (βλ. το 24663/11.7.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Διοικητικού του Δήμου) και την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε, δεν προέκυψε δόλια πρόκληση μη νόμιμης πρόσληψης, ούτε κατάθεση ή χρήση πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου βεβαίωσης, ούτε ψευδής υπεύθυνη δήλωσή του και ως εκ τούτου λόγος άσκησης πειθαρχικής δίωξης και σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασής του (βλ. άρθρα 194, 202 του ν. 3584/2007, πρβλ. άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), η υπηρεσία διόρθωσε την εσφαλμένη κατάταξη του υπαλλήλου στην κατηγορία ΔΕ και τον κατέταξε, από 1.9.2017, στην κατηγορία ΥΕ, ειδικότητας Επιστατών και στο 9ο Μισθολογικό Κλιμάκιο του ν. 4354/2015, ενώ για τη μισθοδοσία του, μηνός Σεπτεμβρίου 2017, στη θέση αυτή, εκδόθηκε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος του αναπληρωτή Επιτρόπου είναι αβάσιμος. Τυχόν δε ζητήματα επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, που μπορεί να ανακύπτουν από τη διαφορά μισθοδοσίας μεταξύ υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ και υπαλλήλου κατηγορίας ΥΕ, δεν επιδρούν στη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, αλλά αποτελούν αντικείμενο κατασταλτικού ελέγχου..Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν προβλήθηκαν άλλοι λόγοι μη νομιμότητας ή κανονικότητας της εντελλόμενης δαπάνης, αυτή είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ-ΤΜ.1/59/2016
ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΣΕ ΑΝΩΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ(..)Τέλος, η ρητή αναγνώριση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 εδ. 7 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) που ορίζει ότι : «Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε Ο.Τ.Α., με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που, με βάση ειδικές διατάξεις, αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη», ως πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και εκείνης που έχει διανυθεί σε δημοτική επιχείρηση και έχει αναγνωρισθεί με ειδικές διατάξεις για τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την κατάταξη των προσώπων αυτών στο θεσπιζόμενο με το νόμο αυτό ενιαίο βαθμολογικό σύστημα και, συνακόλουθα, τη μισθολογική τους κατάσταση και εν γένει εξέλιξη, καθ’ όλη την ενεργό υπηρεσία τους, επί τη βάσει ενιαίων κανόνων, που τίθενται ομοίως με το νόμο αυτό (Ε.Σ. πρ Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο Ι Τμ. 27/2014 κ.ά.) και δε συνάπτεται με ζητήματα υπηρεσιακής κατάστασης και υπηρεσιακών μεταβολών, όπως οι μετατάξεις, που διέπονται από άλλες ειδικές διατάξεις. Συνακόλουθα, και ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης, η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας σε δημοτικές επιχειρήσεις που έχουν οι μεταφερόμενοι υπάλληλοι από αυτές στους Ο.Τ.Α., για τη βαθμολογική τους εξέλιξη, όπως τούτο υπαγορεύεται από τη ρύθμιση του άρθρου 50 του ν. 3979/2011, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη του άρθρου 6 του ν. 4024/2011, δεν εφαρμόζεται για τη συμπλήρωση οκταετίας, μετά την οποία είναι δυνατή μετάταξη σε θέση ανώτερης κατηγορίας, κατ’ επίκληση του απαιτούμενου για την ανώτερη θέση τίτλου σπουδών. (..)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, αφού η ανωτέρω υπάλληλος μετατάχθηκε σε ανώτερη κατηγορία στο Δήμο ... με συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας της στη Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης ..., από την οποία μεταφέρθηκε στο Δήμο ... μετά από τη λύση της τελευταίας, πριν συμπληρωθούν οκτώ έτη συνεχούς υπηρεσίας της στο Δήμο αυτό.
ΕλΣυνΤμ.1/7/2013
Αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση:..ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 50/2012 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η αιτιολογία της 88/10.1.2012 απόφασης του Προέδρου του Συνδέσμου, με την οποία καθιερώθηκε η ανωτέρω υπερωριακή εργασία, είναι πλημμελής, αφού σε αυτήν περιλαμβάνεται μόνο γενική αναφορά ότι οι καθιερούμενες ώρες υπερωριακής απασχόλησης θα χρησιμοποιηθούν «στις περιπτώσεις που θα παραστεί ανάγκη επιπλέον εργασίας», χωρίς να προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες υπάρχουσες ανάγκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν με την υπερωριακή εργασία και χωρίς να αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία, που να καταδεικνύουν τον χαρακτήρα των αναγκών αυτών ως εποχικών, έκτακτων ή επειγουσών. Επιπλέον, η απόφαση αναφέρεται αορίστως στην έλλειψη προσωπικού, χωρίς να αναφέρεται ειδικώς (δεδομένου ότι πρόκειται για υπηρεσία που λειτουργεί επί δωδεκαώρου βάσης) σε αριθμητικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς αδυναμία εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων αναγκών με το προσωπικό της βάρδιας ή η αδυναμία στελέχωσης των αναγκαίων βαρδιών με κατανομή του υπηρετούντος προσωπικού της αντίστοιχης ειδικότητας σε αυτές. Η έλλειψη δε αυτή της εκ του νόμου απαιτούμενης αιτιολογίας δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τις ήδη προσκομιζόμενες βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, με τις οποίες βεβαιώνεται εκ των υστέρων η πραγματοποίηση της εργασίας, αφού αυτές αναφέρονται αποκλειστικά –αν και παντελώς αορίστως– στις ανάγκες που φέρεται ότι εξυπηρετήθηκαν (οι οποίες μάλιστα ανάγονται στα συνήθη καθήκοντα των διοικητικών υπαλλήλων του Συνδέσμου και εκτελούνται επανειλημμένα και προγραμματισμένα), χωρίς να αναφέρονται στην αδυναμία κάλυψης των αναγκών αυτών εντός του τακτικού ωραρίου ή από το προσωπικό της αντίστοιχης βάρδιας.Ενόψει των ανωτέρω, η κρίσιμη απόφαση καθιέρωσης υπερωριών είναι πλημμελής και δεν μπορεί νομίμως να δικαιολογήσει την καταβολή αποζημίωσης του προσωπικού για την απασχόλησή του, έστω και αν η εν λόγω υπερωριακή εργασία έχει πραγματικά παρασχεθεί (γεγονός που δεν αμφισβητείται), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου λόγων ανάκλησης.(..)Συνεπώς, η προσβαλλόμενη Πράξη, ορθώς έκρινε ότι η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και, για τον λόγο αυτόν, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/150/2014
Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (II – ΙΙΙ) της παρούσης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από την Επίτροπο πρώτο λόγο διαφωνίας, η συγκρότηση της Επιτροπής διενέργειας του εν λόγω διαγωνισμού είναι μη νόμιμη, καθόσον η σχετική απόφαση συγκρότησης αντί να έχει εκδοθεί με ετήσια διάρκεια για τη διενέργεια όλων των σχετικών διαγωνισμών του φορέα, εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τον επίμαχο διαγωνισμό, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του π.δ. 118/2007, μη ασκούντος καμμία επιρροή του -πάντως αορίστως - προβαλλόμενου από τον φορέα ισχυρισμού ότι η Υπηρεσία δεν διενεργεί άλλους δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς. Επιπλέον, δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση της εν λόγω Επιτροπής και για τον πρόσθετο λόγο ότι για την επιλογή των μελών της δεν προηγήθηκε διενέργεια κλήρωσης μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων του φορέα, κατά παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 26 του ν.4024/2011, πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχετική υπόδειξη για διεξαγωγή κλήρωσης για τη συγκρότηση των επιτροπών διενέργειας διαγωνισμών είχε γίνει προς όλα τα Τοπικά Υποκαταστήματα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (σχετ. το ΥΟΟ/ΠΥ/15/5040/30.9.2013 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Διαγωνισμών Παροχής Υπηρεσιών & Εξοπλισμού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ). Οι ισχυρισμοί δε του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ......., που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής, ότι η συγκρότηση της Επιτροπής έγινε από μέλη που υπηρετούν σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες, γεγονός, το οποίο εξασφαλίζει, κατά την άποψή του, την αμεροληψία και αντικειμενικότητα αυτής, προβάλλονται αλυσιτελώς καθώς η διαδικασία ανάδειξης των μελών τοιούτων Επιτροπών ρυθμίζεται εκ του νόμου με τρόπο συγκεκριμένο, ο οποίος προκρίθηκε από το νομοθέτη ως βέλτιστος για την εξασφάλιση της τήρησης των ανωτέρω αρχών. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι δύο εκ των πέντε μελών της Επιτροπής επελέγησαν κατόπιν υποδείξεως από τις υπηρεσίες τους, καθώς κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης προκειμένου να είναι δυνατή παρέκκλιση από τα οριζόμενα από αυτήν περί διεξαγωγής κληρώσεως, θα πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα υπόδειξης των μελών τέτοιων Επιτροπών από τους οικείους φορείς και όχι η υπόδειξη να γίνεται κατά βούληση και με πρωτοβουλία του εκάστοτε φορέως. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 η αναθέτουσα αρχή αποδέχθηκε σιωπηρά την οικονομική προσφορά της…– «….». Τούτο, διότι, η εν λόγω προσφορά, ως προς το εργολαβικό κέρδος, το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων εμφανιζόταν εξ αντικειμένου ως υπερβολικά χαμηλή και συγκεκριμένα μηδενική ως προς το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις ως άνω κρατήσεις, του δε εργολαβικού κέρδους ανερχόμενου σε ποσοστό μόλις 0,139% επί της συνολικής προσφοράς. Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή όφειλε, αφού ζητήσει διευκρινίσεις από την ως άνω επιχείρηση επί των συστατικών στοιχείων της προσφοράς της, ώστε να της δώσει έτσι τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της, να εκτιμήσει περαιτέρω τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που θα παρείχε αυτή και να αποφασίσει αιτιολογημένα για την αποδοχή ή την απόρριψη της προσφοράς της. Άρα, η αναθέτουσα αρχή, η οποία μη νομίμως αποδέχθηκε σιωπηρώς ως νόμιμα όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην οικονομική προσφορά της εν λόγω επιχείρησης και στον πίνακα ανάλυσης αυτής και δεν κάλεσε, ως όφειλε, αυτή να αιτιολογήσει το ασυνήθιστα χαμηλό της προσφοράς της, υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνακόλουθα, είναι νομικώς πλημμελής τόσο η οικονομική αξιολόγηση της επιχείρησης αυτής όσο και η επακολουθήσασα κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού σ΄αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου. Σε κάθε περίπτωση, αβασίμως προβάλλει το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ....... ότι η ως άνω οικονομική προσφορά της μειοδότριας επιχείρησης δεν αντίκειται στο νόμο, με την αιτιολογία ότι ο προσδιορισμός του διοικητικού κόστους και του εργολαβικού κέρδους ανάγεται στον τρόπο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας, οι οποίες, ως εκ τούτου, μπορούν, κατά την ελεύθερη και ανέλεγκτη από την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή κρίση τους, να διαμορφώνουν τα άνω στοιχεία. Και τούτο διότι, κατά την ρητώς εκπεφρασμένη με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 βούληση του νομοθέτη, οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαριότητας στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο - και κατά συνεκδοχή ελέγξιμο από τις αναθέτουσες αρχές, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις παρεχόμενες από τις προσφέρουσες εταιρείες εξηγήσεις (πρβλ. ΣτΕ 198/2013, Δ.Εφ.Θεσσαλ. 344/2012), ποσοστό διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση η προσφερθείσα τιμή των 0,00 ευρώ ανά έτος για διοικητικό κόστος και κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αλλά ισοδυναμεί με μηδενική τιμή, η δε τιμή των 59,92 ευρώ που προσφέρθηκε ως συνολικό εργολαβικό όφελος έστω και αν δεν μπορεί άνευ ετέρου να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτη, σε κάθε περίπτωση, ανερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 0,139% επί της συνολικής προσφοράς δεν πληροί τα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο αλλά και τη διακήρυξη εχέγγυα φερεγγυότητας και καθίσταται για το λόγο αυτό ασυνήθιστα χαμηλή. Εξάλλου, οι το πρώτον με το έγγραφο επανυποβολής προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αναθέτουσας αρχής ότι ζητήθηκαν από την προαναφερόμενη μειοδότρια επιχείρηση διευκρινίσεις επί της προσφοράς της και ότι οι διευκρινίσεις αυτές εδόθησαν, πλην όμως προφορικώς, είναι απορριπτέοι, προεχόντως διότι η τήρηση της προπεριγραφόμενης διαδικασίας κλήσης προς παροχή διευκρινίσεων επί ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς πρέπει να προκύπτει από τα έγγραφα της διαγωνιστικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, η ως άνω ουσιώδης τυπική παράβαση της διαδικασίας δεν δύναται να θεραπευθεί με την παροχή κατά το παρόν στάδιο διευκρινίσεων επί της προσφοράς, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής και κατατείνουν στην αιτιολόγηση του ύψους της επίμαχης προσφοράς της ως άνω επιχείρησης, προβάλλονται αλυσιτελώς.
ΕΣ/Τμ.Μ.Ε.Σ/2770/2011
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ: (...):Μη νόμιμη η καταβολη που αφορουσε στη δαπάνη πληρωμής η Αποκεντρωμένη Διοίκηση ……….. αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην υλοποίηση της υπό κρίση προγραμματικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, θα ελέγχει την πληρότητα των εφαρμογών, θα μελετά την επικαιροποίησή τους και την περαιτέρω ανάπτυξή τους, θα παρακαλουθεί τις χρηματοροές και την εκτέλεση πληρωμών σε βάρος του προϋπολογισμού του έργου και θα παρέχει την αναγκαία πληροφόρηση σχετικά με τις οργανωτικές αλλαγές αναβάθμισης της λειτουργίας τους (πρβλ. Πράξεις VI Τμήματος Ελ. Συν. 17/2006 και 45/2007). Περαιτέρω, όσον αφορά στον ισχυρισμό του αιτούντος Δήμου ότι η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής έχει αποδεχθεί την κατάρτιση της ως άνω προγραμματικής σύμβασης, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 16015/12888/14.6.2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ………… περί νόμιμης λήψης της υπ’ αριθμ. 343/18.4.2011 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου για τη σύναψη της εν λόγω προγραμματικής σύμβασης, το παρόν Τμήμα κρίνει ότι το γεγονός τούτο αναπληροί την έλλειψη της εγκριτικής απόφασης του ως άνω Γενικού Γραμματέα σχετικά με τη σύναψη της ελεγχόμενης προγραμματικής σύμβασης. Όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου, το παρόν Τμήμα κρίνει ότι από το άρθρο 4 της υπό κρίση προγραμματικής σύμβασης που καταρτίστηκε τον Απρίλιο του 2011, στο οποίο προβλέφθηκε ότι αυτή θα λήξει την 31.12.2011, συνάγεται ότι πρόθεση των συμβαλλομένων μερών ήταν η 9μηνη διάρκεια της ανωτέρω σύμβασης και κατά συνέπεια το χρονικό αυτό διάστημα έκριναν τα συμβαλλόμενα μέρη ως αναγκαίο για την υλοποίηση του αντικειμένου της σύμβασης, ως εκ τούτου εκ παραδρομής όρισαν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης της υπό κρίση προγραμματικής σύμβασης, καθόσον από το σύνολο του κειμένου της διακρίνεται η σαφής πρόθεσή τους, όπως συνάψουν σύμβαση διαρκείας 9 μηνών, χωρίς να επιτάσσεται από κάποιο ιδιαίτερο λόγο η ολοκλήρωσή της μέσα στο 2011. Περαιτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Τμήματος, προφανώς εκ παραδρομής υπεβλήθη με την αίτηση ανάκλησης του Δήμου ενώπιον του VI Τμήματος το χρονοδιάγραμμα εργασιών, το οποίο περιείχε εργασίες που θα έπρεπε να εκτελεστούν το πρώτο και δεύτερο τετράμηνο του 2011. Ήδη υποβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση νέο χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης εργασιών το οποίο περιγράφει τις εργασίες που θα εκτελεστούν ανά μήνα και για διάρκεια 9 μηνών, το οποίο μάλιστα έχει συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της προσβαλλομένης σχετικά με την αντιστοιχία του χρονοδιαγράμματος προς το χρονοδιάγραμμα των τμηματικών καταβολών. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων …………. και ……….., η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, διότι, ως εκ της τυπικής και επουσιώδους συμμετοχής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ……….. στην ελεγχόμενη προγραμματική σύμβαση, η …………. καθίσταται κατ’ ουσίαν αντισυμβαλλόμενος του Δήμου, που αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την υλοποίηση του συνόλου των υπηρεσιών της σύμβασης, γεγονός που προσκρούει, όπως πάγια έχει γίνει δεκτό και από το VII Τμήμα (βλ. πράξεις 133, 78, 63/2008 κ.ά.), στις διατάξεις του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. α΄του ν. 3852/2010 και συνεπάγεται επιχορήγηση του Δήμου ………… προς την προαναφερόμενη αναπτυξιακή εταιρεία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 265 παρ. 3 του ν. 3463/2006, αλλά και των σχετικών κοινοτικών διατάξεων.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/399/2021
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ:ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας μη κυβερνητικής οργάνωσης ανάκτηση ποσού 366.849,69 ευρώ, το οποίο κατά το ποσό των 170.000 ευρώ φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως α΄ δόση χρηματοδότησής της από πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εξωτερικών για την εκτέλεση του προγράμματος «Δημιουργία Αφγανο-Ελληνικού Κέντρου Σπουδών και Παροχών Υγείας στην Καμπούλ»(...) Με δεδομένα τα εκτιθέμενα ανωτέρω ..., το Δικαστήριο κρίνει ότι από το σύνολο των στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως νομίμως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία ρητώς παραπέμπει, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική όσο και η ιστορική αιτία στην οποία θεμελιώνεται. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κατά παράβαση των υποχρεώσεών της όπως προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία και εξειδικεύονται στην από 29.11.2004 σύμβασή της, όπως τροποποιήθηκε με την από 17.1.2005 πράξη, δεν υπέβαλε ενδιάμεση έκθεση προόδου (άρθρο 6.1 της σύμβασης) και τελική απολογιστική έκθεση του προγράμματός της (άρθρο 7.1 της σύμβασης), ούτε δικαιολογητικά και παραστατικά δαπανών του προγράμματος που εκτέλεσε, τα οποία έπρεπε να συνυποβάλλονται με τις εκθέσεις αυτές, ενώ από τα αιτήματά της για την εκ νέου τροποποίηση της σύμβασης συνάχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν υλοποίησε το φυσικό αντικείμενο που πρότεινε και εγκρίθηκε. Όπως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ρητώς ορίστηκε στο συμβατικό κείμενο, αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης ιδρύουν νόμιμο λόγο καταγγελίας της από την ΥΔΑΣ (άρθρο 9 της σύμβασης), και έχουν νόμιμο επακόλουθο την υποχρέωση της εκκαλούσας να επιστρέψει εντόκως το σύνολο της χρηματοδότησης που έλαβε (άρθρο 11 της σύμβασης). Για το σύνολο των προαναφερόμενων, η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εκκαλούσα απώλεσε τη νόμιμη αιτία της και η α΄ δόση αυτής έπρεπε να αναζητηθεί, και μάλιστα εντόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, σύμφωνα με το ισχύον ειδικό κανονιστικό πλαίσιο(...)Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ότι παρεμποδίστηκε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από λόγους ανωτέρας βίας, περίπτωση για την οποία προνοεί το άρθρο 17.1 της σύμβασης. Ειδικότερα, επικαλείται φυσική καταστροφή από σεισμό ... καθώς και τις εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες, λόγω εμπόλεμης κατάστασης, που επικρατούσαν στο Αφγανιστάν, όπου έπρεπε να εκτελέσει το κρίσιμο έργο της, από το Μάρτιο 2005 μέχρι τα μέσα του έτους 2006. Οι περιστάσεις αυτές καθυστέρησαν την υλοποίηση του προγράμματος της εκκαλούσας, ωστόσο, η ίδια στις 8.2.2006 κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να το ολοκληρώσει, υποβάλλοντας στην ΥΔΑΣ πρόταση επιτόπιας επίσκεψης και τροποποίησης του έργου, αίτημα το οποίο επανυπέβαλε στις 20.3.2006, ζητώντας εκ νέου παράταση και διεύρυνση του αντικειμένου του έργου. Επί των ανωτέρω, όμως, η ΥΔΑΣ ενεργώντας αντισυμβατικά ουδέποτε απάντησε και στο μεταξύ υλοποιήθηκε ένα τμήμα του επίδικου προγράμματος, συγκεκριμένα, η λειτουργία εξοπλισμένου ασθενοφόρου και η μελέτη και σύναψη συμφωνίας ολοκλήρωσης των κτιριακών υποδομών του Κέντρου Σπουδών Υγείας. Ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος στο σύνολό του. Τούτο διότι, οι φυσικές καταστροφές που επικαλείται η εκκαλούσα λήφθηκαν υπόψη από την ΥΔΑΣ και αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, με μετάθεση του χρόνου έναρξης υλοποίησης του προγράμματος, με την από 17.1.2005 πράξη.(...) Εξάλλου, προφανώς στερείται οποιασδήποτε νόμιμης βάσης ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ΥΔΑΣ είχε υποχρέωση να την καλέσει να εκτελέσει το συμβατικό αντικείμενο, για το οποίο με την υπογραφή της σύμβασης η ίδια η εκκαλούσα δεσμεύτηκε.(...)Απορρίπτει την έφεση.