Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)225/2014

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Νόμιμη η καταβολή αντιμισθίας σε Αντιδήμαρχο Δήμου και πρώην δημόσια υπάλληλο, χωρίς την προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας υπηρεσίας συντάξεων του ΓΛΚ, ότι ταυτόχρονα της καταβάλλεται σύνταξη μειωμένη κατά 70%, καθόσον αυτή ούτε σύνταξη ούτε προκαταβολή σύνταξης λαμβάνει (άρθρο 57Α του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, π.δ. 169/2007, Α΄ 210, που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4151/2013, Α΄ 103).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Π.Δ. 1041/1979

Περί κωδικοποίησεως εις ενιαίον κείμενον υπό τον τίτλον "Κώδιξ Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, των ισχυουσών διατάξεων περί απονομής των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων

Π.Δ 166/2000- ΦΕΚ: 153/Α/2000 -και Π.Δ.169/2007- ΦΕΚ: 210/Α/2007 -άρθρο 105 παρ. 23: Καταργείται από την έναρξη της ισχύος του Ν. 1489/1984 κάθε διάταξη που αναφέρεται στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/1979) και τάσσει προθεσμία για την υποβολή αίτησης για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή την αύξηση της σύνταξης γενικά, καθώς και διατάξεις που τάσσουν προθεσμία για τη χορήγηση επιδομάτων που καταβάλλονται με τη σύνταξη


ΝΣΚ/262/2017

Δυνατότητα ανάκλησης της λύσης της υπαλληλικής σχέσης της παραιτηθείσας υπαλλήλου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας, η οποία υπέβαλε σχετικό αίτημα λόγω πλάνης, ως προς τη δυνατότητα συνταξιοδότησής της με πλήρη και όχι με μειωμένη σύνταξη.Δεν συντρέχουν, κατά το άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 4151/2013, οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάκληση της λύσης της υπαλληλικής σχέσης παραιτηθείσας τέως υπαλλήλου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας, η οποία υπέβαλε σχετικό αίτημα, επικαλούμενη πλάνη ως προς το απαιτούμενο από το νόμο πιστοποιητικό αναπηρίας του συζύγου της, και όχι πλάνη ως προς τη συνδρομή των όρων και των προϋποθέσεων για την αναγνώριση του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, όπως απαιτεί ο νόμος (ομόφ).


ΕΣ/ΟΛΟΜ.2457/2012

Συνταξιούχος - Γενικός Γραμματέα σε Δήμο. Oι συνταξιούχοι του Δημοσίου που προσλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα υποχρεούνται να δηλώσουν στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) την κατοχή από αυτούς δημόσια θέσης και σε περίπτωση που παραλείψουν να υποβάλλουν την εν λόγω δήλωση και συνεχίσουν να λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξη καταλογίζονται με το ποσό της σύνταξης που εισέπραξαν αχρεώστητα. Είναι δε η υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας Συντάξεων του ΓΛΚ ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ευθύνης την οποία έχει ο εκκαθαριστής αποδοχών της θέσης να αναστέλλει την καταβολή αποδοχών στην περίπτωση που δεν έχει προσκομιστεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Συντάξεων του ΓΛΚ ότι δηλώθηκε η κατοχή αυτής (θέσης), σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 13 του Ν 2703/1999. Στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα χρηματικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, η αναζήτηση και επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης όταν: α) κρίνεται, μετά από εκτίμηση των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμόδιων κρατικών αρχών ότι δημιουργήθηκε σ' εκείνον που εισέπραξε τα παραπάνω ποσά σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς καλόπιστα τα εισέπραξε και β) προκύπτει από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του ανωτέρω ότι η αναζήτηση μετά παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει σ' αυτόν απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του. Οι έννοιες δε της καλής πίστης και της οικονομικής αδυναμίας είναι νομικές υποκείμενες στον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το αν ορθώς το δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στο νόμο.


ΝΣΚ/123/2023

Κράτηση για σύνταξη που επιβάλλεται στην, προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του ν. 565/1977, μηνιαία χορηγία του Προέδρου της Δημοκρατίας (Π.τ.Δ.). Αν η εν λόγω κράτηση ευρίσκει ή όχι έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 1 του π.δ/τος 169/2007 ή του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 4387/2016.(...)Η κράτηση για σύνταξη που επιβάλλεται στην, προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του ν. 565/1977, μηνιαία χορηγία του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 1 και 8 του π.δ. 169/2007 ούτε στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 56/2023 γνωμοδότησης του Γ΄ Τμήματος ΝΣΚ.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑΓ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/109/2023

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ:ζητείται η αναίρεση της 1184/2020 απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος, (...). Κατ’ ακολουθίαν αυτών, κατά την κρατήσασα γνώμη, και δοθέντος ότι από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι η σύνταξη του δικαιοπαρόχου τους είχε ήδη προ του θανάτου αναπροσαρμοστεί με βάση τις περί μισθολογικών προαγωγών διατάξεις των νόμων 2838/2000 και 3016/2002, το δικάσαν Τμήμα  κατ’ ορθή ερμηνεία των διεπουσών την ένδικη υπόθεση διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 (Α΄ 179), όπως αντικαταστάθηκαν εν μέρει από τις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 3016/2002 (Α΄ 110), και 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα [π.δ/γμα 169/2007 (Α΄ 210)], δέχτηκε την ενώπιον του ασκηθείσα έφεση των ήδη αναιρεσιβλήτων, ακύρωσε τις εκκληθείσες με αυτήν πράξεις, και ανέπεμψε την υπόθεση στη συνταξιοδοτική διοίκηση για τον έλεγχο της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την αναπροσαρμογή της σύνταξής τους, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/543/2023

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ:επιδιώκεται η αναίρεση της 43/2019 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω και όσων έγιναν ανελέγκτως δεκτά με την πληττόμενη απόφαση, όπως αυτά εκτέθηκαν στη σκέψη 6, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς το δικάσαν Τμήμα έκρινε ότι η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο της οποίας ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν, όπως εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς της στην πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα  2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α΄ και δ΄ του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, έκρινε ότι  στην αναιρεσίβλητη πρέπει, εφόσον, με βάση τον χρόνο υπηρεσίας της στο Γενικό Νοσοκομείο Αμαλιάδας, συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, να κανονιστεί  σύνταξη με βάση τις συνταξιοδοτικές αποδοχές κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. Τούτο δε διότι το απολυτήριο δημοτικού δεν παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα για την άσκηση των συγκεκριμένων υπηρεσιακών καθηκόντων της αναιρεσίβλητης (τραπεζοκόμος) μισθολογικής κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης,  ενώ άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε η εν γένει φοίτηση αυτής στη δημοτική εκπαίδευση.Το Δικαστήριο επισημαίνει στο σημείο αυτό ότι η Διοίκηση οφείλει, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της αναιρεσίβλητης, να λάβει υπόψη της, σύμφωνα με το άρθρο 65 του π.δ/τος 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» (Α΄ 210), την τυχόν εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών επί της με αριθ. κατάθ. 27/7.3.2016 αίτησης ακύρωσης της αναιρεσίβλητης κατά της 318/2014/20.11.2014 απόφασης του Αναπληρωτή Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Ηλείας.Απορρίπτει την αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 43/2019 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΝΣΚ/243/2016

Ζητήματα που αφορούν την μισθοδοσία πρώην Διοικητή και την καταβολή συντάξεως πρώην Υποδιοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.(..) Οι Ρ.Σ. (διοικητής ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και Δ.Π. (υποδιοικητής) οφείλουν την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας (περ. α’ παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011), επιπλέον δε, ο Ρ.Σ. οφείλει και την ειδική εισφορά υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας των Δημοσίων Υπαλλήλων (περ. β’ παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011). 2) Είναι επιτρεπτή η προηγουμένη ακρόαση α) του Ρ.Σ. μόνον από το τοπικό υποκατάστημα ασφαλισμένων κλάδου συντάξεως του Τ.Α.Π./Ο.Τ.Ε. και β) του Δ.Π. μόνον από τη διεύθυνση συντάξεων προσωπικού ν.π.δ.δ. του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.. 3) Αποτελούν αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές και θεμελιώνουν απαίτηση του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται στο ερώτημα, τα οποία εσφαλμένα θεωρήθηκαν ως τμήμα των αποδοχών των Ρ.Σ. και Δ.Π. και καταβλήθηκαν σ’ αυτούς, ενώ έπρεπε να είχαν κρατηθεί από τις αποδοχές: α) των Ρ.Σ. και Δ.Π. ως ειδική εισφορά αλληλεγγύης και β) του Ρ.Σ. υπέρ Ο.Α.Ε.Δ. Επομένως η σχετική υπ’ αριθ. πρωτ. Μ01/1817/2015 πράξη της υπηρεσίας, περί επιστροφής αποδοχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα είναι νόμιμη και δεν επιτρέπεται η ανάκλησή της. 4) Είναι σύννομη η αποστολή του χρέους των Ρ.Σ. και Δ.Π. προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και ειδικότερα α) στο τοπικό υποκατάστημα ασφαλισμένων κλάδου συντάξεως του Τ.Α.Π./Ο.Τ.Ε. και β) στη διεύθυνση ττροσωπικού ν.π.δ.δ. αντιστοίχως, για είσπραξη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ της παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013, με την οποίαν αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007.


ΕλΣυν/Κλ.1/30/2016

Δικηγόροι-Αποζημίωση συνταξιοδότησης.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι από ..και από …αιτήσεις του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος προς το Δήμο ...., οι οποίες υποβλήθηκαν πριν αυτός θεμελιώσει δικαίωμα για πλήρη σύνταξη, κατά τη νομοθεσία που διέπει τον οικείο Ο.Τ.Α. (ν.3584/2007, ν.4505/1966 και ν.δ. 1827/1942), έχοντας συμπληρώσει είκοσι οκτώ (28) έτη συντάξιμης υπηρεσίας και όχι τριάντα πέντε (35) έτη που απαιτούνται για πλήρη σύνταξη, συνιστούν καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής (οικειοθελή αποχώρηση) και δεν συνεπάγονται υποχρεωτική αποχώρηση.  Περαιτέρω, το δικαίωμα προς αποζημίωση του φερόμενου ως δικαιούχου δικηγόρου κρίνεται σύμφωνα με νομοθετικό καθεστώς, που ίσχυε κατά τον χρόνο περιέλευσης (βλ. και άρθρο 152 παρ. 5 του ν. 3584/2007) της σχετικής δεύτερης αίτησης – καταγγελίας στο Δήμο .... (31.10.2014), που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο, δεδομένου ότι η καταγγελία της έμμισθης εντολής, παράγει τα έννομα αποτελέσματά της, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα προς αποζημίωση, από την περιέλευσή της στον εντολέα (Ε.Σ. Κλ.Πρ.Ελ.Δαπ. 116/2015). Λαμβάνοντας, δε, υπόψη ότι ο εν λόγω πρώην έμμισθος δικηγόρος του Δήμου κατήγγειλε (έλυσε) οικειοθελώς τη σύμβαση έμμισθης εντολής με τον Δήμο ...., δεν δικαιούται την  προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωση. Περαιτέρω, δεδομένου ότι από 7.4.2014, ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΕ.1.α΄ του ν.4254/2014, καταργήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 παρ.5 του Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωση σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης δικηγόρου από την υπηρεσία, ο φερόμενος ως δικαιούχος δεν δικαιούται ούτε την μειωμένη αποζημίωση που προβλεπόταν μέχρι τις 6.4.2014, σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης δικηγόρου. Εξάλλου, εσφαλμένως υπολαμβάνει αυτός ότι θεμελίωσε δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το Ελληνικό Δημόσιο, βάσει του άρθρου 6 παρ.2 περ. βα΄ του ν. 3865/2010, καθόσον με τη διάταξη αυτή, οι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν ανήλικο τέκνο δικαιούνται να λάβουν σύνταξη, ακόμα και αν έχουν συμπληρώσει χαμηλότερο όριο ηλικίας, ήτοι το πεντηκοστό δεύτερο (52ο) έτος της ηλικίας τους συμπληρωμένο, το οποίο αυξάνεται στο πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος από 1ης Ιανουαρίου 2012, κατ’ εξαίρεση των γενικών κανόνων που διέπουν τα όρια ηλικίας που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη. Η διάταξη αυτή, ωστόσο  δεν αναιρεί το γεγονός ότι πλήρη σύνταξη, ανερχόμενη δηλαδή στα 35/35 του μηνιαίου συντάξιμου μισθού δικαιούται ο υπάλληλος που συμπληρώνει 35ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Κατ’ ακολουθία, είναι αβάσιμα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με τα από 10.12.2015, 5.1.2016 και 15.1.2016 υπομνήματα του φερόμενου ως δικαιούχου. Κατόπιν τούτων η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη στο σύνολό της και το χρηματικό αυτό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί,  παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση του επικουρικά προβαλλόμενου λόγου  διαφωνίας της Επιτρόπου. 


ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/34/2013

Ανάθεση υδραυλικών εργασιών:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις υπό στοιχ. II, III και IV σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι το αντικείμενο του υπό κρίση σχεδίου σύμβασης αφορά στην εκτέλεση δημόσιου έργου, δεδομένου ότι αφ’ ενός μεν πρόκειται για επισκευή αντλιών οι οποίες συνέχονται με το έδαφος, η δε εξάρμοσή τους αναιρεί τη λειτουργία για την οποία αυτές προορίζονται, αφ’ ετέρου δε η υιοθέτηση νέου «μοδέλου» στροβίλου – φτερωτών – πτερυγίων με μονοκόμματη χύτευση, ώστε να μην αποκολλώνται τα πτερύγια των φτερωτών, αποτελεί νέα κατασκευή που απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και συντελεί στη λειτουργία της αντλίας με διαφορετικό και αποτελεσματικότερο τρόπο σε σχέση με το παρελθόν, ως εκ τούτου δεν πρόκειται απλώς για κατασκευή νέου ανταλλακτικού, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την αιτούσα. Περαιτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι τα όργανα της αιτούσας δεν επέδειξαν καθυστέρηση ούτε στην αναζήτηση των απαιτούμενων πιστώσεων, μετά τη διαπίστωση του προβλήματος, δεδομένης και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας για όλους τους δημόσιους φορείς, ούτε στη συνακόλουθη σύνταξη των τευχών δημοπράτησης εντός δύο (2) μηνών από την εξασφάλιση της χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αδήριτη ανάγκη άρδευσης της πεδιάδας της ..., τόσο κατά τους θερινούς, όσο και κατά τους χειμερινούς μήνες .., να προκύπτει κατεπείγουσα ανάγκη εκτέλεσης του ελεγχόμενου έργου, η οποία, εν προκειμένω, συνίσταται στο συμπτωματικό και συνακόλουθα απρόβλεπτο γεγονός ότι οι τρεις (3) από τις τέσσερις (4) υπάρχουσες αντλίες υπέστησαν ταυτόχρονα βλάβες και μάλιστα τόσο σημαντικές, ώστε να καθίσταται αδύνατη η συνέχιση της λειτουργίας τους..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση της Περιφέρειας .... πρέπει να γίνει δεκτή, να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν 3015/2012 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δεδομένου ότι δε συντρέχει άλλος νόμιμος διακωλυτικός λόγος, να υπογραφεί η σχετική σύμβαση. 


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023

ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του                ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.