Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.1/3156/2014

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την  έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 12154/9.12.2010 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε, ως νέα γεωργός, στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006».(....)Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο επίδικος καταλογισμός παρίσταται νόμιμος, αφού η εκκαλούσα, χωρίς να προκύπτει η συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας, δεν απέκτησε, εντός της ανωτέρω πενταετούς προθεσμίας για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων του σχεδίου δράσης της, επαρκή επαγγελματική ικανότητα, η παράλειψή της δε αυτή συνιστά, κατά νόμο, αθέτηση των όρων ένταξής της στο καθεστώς πριμοδότησης, η οποία επισύρει την ανάκτηση του ποσού της χρηματοδότησης που της είχε μέχρι τότε καταβληθεί. Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του υπομνήματος της, ότι εισέπραξε καλόπιστα το καταλογισθέν ποσό και βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει. Ο προβαλλόμενος, όμως, ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπό της, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης από κοινοτικούς πόρους του  άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων,  κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. ΔΕΚ αποφ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06, σκ. 48, 49, 53). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή πίστη της εκκαλούσας, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς αυτή (την εκκαλούσα), που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, γνώριζε ότι η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητά αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. αποφ. του Δικαστηρίου της 24.3.2011, C-369/09 P, σκ. 122 επ., της 16.12.2010, C-537/08P, σκ. 63, της 19.9.2002 στην υπόθεση C-336/00, σκ. 59). Ομοίως και ο σχετικός ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, ο οποίος απαραδέκτως, επίσης, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι απορριπτέος, διότι η οικονομική αδυναμία δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή του άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού (Ε.Σ. Ι Τμ. 2322, 1748/2014, 909/2012). Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2672, 2322, 1212/2014, πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση. 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/403/2021

Δημοσιονομική διόρθωση.Ύδρευση Δήμου..ζητείται η ακύρωση της 54763/Α. Πλ. 5980/24.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης ..Με τα δεδομένα αυτά, λόγω της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παρατυπίας, νομίμως αιτιολογήθηκε από την άποψη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η ανάκτηση του συνόλου της σχετικής χρηματοδότησης, κατ’ άρθρο 2 του Κανονισμού 448/2001 (πρβ. απόφ. Πρωτοδικείου της 9.9.2008, Τ-349/06, Τ-371/06, Τ-14/07, Τ-332/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκ. 77, απόφ. του Γενικού Δικαστηρίου της 13.7.2011, Τ-81/09, «Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής», σκ. 68, ΕΣ Ι Τμ. 1823/2017, 3719/2014). Εξάλλου, η ευθύνη της ΔΕΥΑ ...., σε βάρος της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη πράξη, προκύπτει από την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικού οιονεί διαδόχου της ΔΕΥΑ .... δυνάμει του άρθρου 107 παρ. 1 του ν. 3852/2010, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας (πρβλ. ΕΣ Ι Τμ. 1416/2017), ενώ, δεν ασκεί ουδεμία επιρροή η ύπαρξη ή μη υπαιτιότητάς της στην υλοποίηση του έργου, εφόσον, στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης, η δημοσιονομική διόρθωση αποτελεί διοικητικό μέτρο με αμιγώς αποκαταστατικό και όχι κυρωτικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από τη συνδρομή πταίσματος εκ μέρους του τελικού δικαιούχου (Ε.Σ. Ι Τμ. 820/2018, 1994/2017, 1711, 1721, 1904/2016, ΔΕΕ της 18.11.1987, C-137/85, Maizena κ.λπ., σκ. 19-20). Επίσης, δεν νοείται απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας που ανάγονται στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του αναζητούμενου ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (αποφ. Ι Τμ. Ε.Σ. 3368, 4992/2015, 1212, 2322, 2672/2014, πρβλ. Δ.Ε.Ε. C-290/91, Peter, αποφ. της 27ης Μαΐου 1993,  σκ. 8 και C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, απόφ. της 21ης Σεπτεμβρίου 1983,σκ. 17 και 19). Με τα δεδομένα αυτά, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας, της επιείκειας καθώς και περί οικονομικής καταστροφής της ΔΕΥΑ .... από την υποχρέωση επιστροφής του υπέρογκου ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013).


ΕΣ/ΤΜ.1/2672/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9244/8.7.2009 καταλογιστικής πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τον Γενικό Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 11.200 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε ως νέος γεωργός στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 - 2006».(.....)Άλλωστε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι η διαπλασθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης κατά τον καταλογισμό σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων με μισθολογικές παροχές ή συντάξεις που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν είναι συμβατή με το καθεστώς των κοινοτικών ενισχύσεων που προβλέπει την ανάληψη εκ μέρους του δικαιούχου συγκεκριμένων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση ένταξης και στη σύμβαση, καθώς και την ανάκτηση της χρηματοδότησης σε περίπτωση αθέτησης αυτών, συνακόλουθα, δεν έχει εφαρμογή στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ  2451/2007 σκ. 7), του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα  (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C.443/03 Leffler, Συλλογή 2005, σ.Ι-9611, σκ. 51). Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον η εκκαλούσα με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτια πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 319018/10160/63/31.12.2002 απόφαση ένταξης και στην 241017/2.5.2003 πράξη αποδοχής (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία της εκκαλούσας προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω με την προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή της, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την  έφεση. 


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/624/2021

Δημοσιονομική διόρθωση δααπανών...Τέλος, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον οι δήθεν παρατυπίες που διαπιστώθηκαν δεν συνιστούν συστημικής φύσεως παρατυπίες αλλά μεμονωμένες παραβάσεις λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούσα  υλοποίησε επιτυχώς την Πράξη, εφόσον ούτε ματαιώθηκε η εκτέλεσή της ούτε κατέστη μη λειτουργική, ενώ περαιτέρω ουδεμία ζημία προκλήθηκε από τις επισημανθείσες παρατυπίες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η παραβίαση των υποχρεώσεων της δικαιούχου, αναφορικά με τους όρους ένταξης της πράξης, συνεπάγεται, ενόψει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, την διόρθωση των λογαριασμών, ενώ απλώς και μόνο το γεγονός ότι η πράξη έχει υλοποιηθεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την καταβολή της ενίσχυσης, εφόσον η δικαιούχος όφειλε να παραδώσει στο σύνολο και τα επιμέρους παραδοτέα, όπως είχε δεσμευτεί να πράξει με την υπογραφή της οικείας σύμβασης. Εξάλλου, το ύψος της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης δεν υπερβαίνει, και δη προδήλως ένα εύλογο όριο, εφόσον ευρίσκεται σε συνάφεια με τις επιμέρους διαπιστωθείσες πλημμέλειες και αντιστοιχεί είτε στην αξία των συγκεκριμένων δαπανών είτε σε μέρος μόνο της χρηματοδότησης που καταβλήθηκε στην εκκαλούσα για τα συγκεκριμένα παραδοτέα βάσει κατ’ αποκοπή συντελεστή 5%, ο οποίος είναι εκ των χαμηλοτέρων συντελεστών που δύνανται να επιβληθούν, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. Ι Τμ. 269/2020). Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. Δ.Ε.Ε. διάταξη της 10.10.2012 «Ελλάδα κατά Επιτροπής», C- 497/11 σκ. 63-68, απόφαση της 15.9. 2005, «Ιρλανδία κατά Επιτροπής», C-199/03, σκ. 56-60, T-371/06, T-14/07, T 15/07 και T-332/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σκ. 77, Ε.Σ. Ολ. 1818/2014, Ι Τμ. 90/2012).Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή κατά τα αναφερόμενα στην σκέψη 8, και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη και να περιορισθεί το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης σε 3.762,16 ευρώ.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021

Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ.  Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και  να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00  ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να  μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν. 


ΕΣ/ΤΜ.1/1212/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται παραδεκτώς η  ακύρωση της 12573/27.9.2007 πράξης του Ειδικού Γραμματέα Προγραμματισμού και Εφαρμογών Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ.) (....) Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπο της εκκαλούσας είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.  Τούτο δε διότι, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης  από κοινοτικούς πόρους του ως άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων, κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (πρβλ ΔΕΚ απ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής  της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης  του ελεγχομένου,  στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή του πίστη, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς  την εκκαλούσα, που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, αυτή γνώριζε ότι  η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητώς αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (πρβλ. απ. ΔΕΚ της 19.9.2002  στην υπόθεση C-336/00, απ. Γενικού Δικαστηρίου της 19.9.2012 στην υπόθεση Τ-265/08). Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, πέραν του αναπόδεικτου χαρακτήρα του, λόγω της μη προσκόμισης επίκαιρων και πλήρων σχετικών στοιχείων (όπως πρόσφατων εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος), είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις,  νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή των αχρεωστήτως  καταβληθεισών δαπανών (βλ. απ. Ε.Σ. 909/2012). Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως καταλογίστηκε η εκκαλούσα με το ανωτέρω ποσό, καθόσον αυτή αθέτησε, χωρίς να αποδεικνύεται η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας, τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την ένταξή της στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων. Ειδικότερα, δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι τις 24.9.2006 (μετά τη διετή παράταση της αρχικής προθεσμίας που έληγε στις 24.9.2004), φάκελο δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης, στο πλαίσιο της πριμοδότησης της πρώτης εγκατάστασης αυτής ως νέας γεωργού, προς το σκοπό  της πιστοποίησης της τήρησης των συμβατικών της υποχρεώσεων, κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάπτυξης της γεωργικής της εκμετάλλευσης, κατά παράβαση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. 448/2001 και των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε με την αποδοχή της απόφασης ένταξής της στο Μέτρο 3.1.Απορρίπτει την έφεση.


ΕλΣυν(Τμ.1(ΚΠΕ)/315/2014

Αμοιβή δικηγόρου Μετά δε την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), με τον οποίο καθιερώθηκε, κατά τα ανωτέρω, σύστημα συμβατικής ελευθερίας, το ποσό της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου επιτρέπεται να ορίζεται τόσο ανώτερο, όσο και κατώτερο από τις αναφερόμενες στον Κώδικα αυτό αμοιβές (βλ. αιτιολογική έκθεση του Κώδικα, πρβλ. Κλ. Ι Τμ. 65/2014  επί των μεταβατικών διατάξεων του ν. 3919/2011). Περαιτέρω, ναι μεν ο προσδιορισμός της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δημοτικού συμβουλίου, πλην όμως η άσκηση της ευχέρειας αυτής ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων της, δηλαδή ως προς την υπέρβαση του εύλογου, βάσει των ειδικών περιστάσεων, μέτρου της δαπάνης (βλ. πρ. Ι Τμ. Ε.Σ. 132/2012, 163/2010). (….) Τέλος, προϋπόθεση για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής είναι η προηγούμενη εκτέλεση από τον δικηγόρο των σχετικών εργασιών, γεγονός που αποδεικνύεται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών εκκαθάρισης της δαπάνης (βλ. πρ. Ι Τμ. Ε.Σ. 132/2012). Η εκτέλεση δε αυτή μπορεί να αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο δικαιολογητικό, όπως δικαστικές αποφάσεις, πρακτικά δικαστηρίων, γραμμάτια προείσπραξης, κατατεθείσες προτάσεις κλπ. (πρβλ. πρ. Ι Τμ. Ε.Σ. 179/2012, 144/2011).    


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/391/2021

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στα συμβατικά τεύχη του επίδικου Υποέργου και δη στην Σ.Υ. αναγραφόταν ρητά και με σαφήνεια ο τρόπος καταβολής του συμβατικού τιμήματος στην ανάδοχο, οι δε σχετικές προβλέψεις δεν παρουσίαζαν ερμηνευτικές δυσχέρειες (βλ. σκ. 11). Παρά ταύτα, η εκκαλούσα, αν και υπεύθυνη για την υλοποίηση της σύμβασης σύμφωνα με τους κανόνες του ενωσιακού και εθνικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων, εντούτοις υπέπεσε σε σοβαρή παρατυπία κατά την εκτέλεση αυτής, καθώς τροποποίησε τον τρόπο καταβολής του συμβατικού τιμήματος επ’ ωφελεία της αναδόχου, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης παρατυπίας, σε συνδυασμό με τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αριθμό C(2013)9527 final/19.12.2013, όπου η αλλαγή των όρων πληρωμής υπέρ του αναδόχου δικαιολογεί την επιβολή κατ’ αποκοπή διόρθωσης σε ποσοστό 25% (βλ. σκ. 8), το Δικαστήριο κρίνει (βλ. σκ. 4) ότι η επιβολή εν προκειμένω κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ουσιωδώς μικρότερου διορθωτικού συντελεστή (5%) δεν τελεί σε δυσαναλογία με την διαπιστωθείσα παρατυπία (μεταβολή της οικονομικής ισορροπίας της σύμβασης), όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα (βλ. αποφ. ΕλΣ Ι Τμ. 164/2016, 1513/2015, 2189/2014).

ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΝΕ ΤΗΝ ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1650/2023 


ΕΣ/ΤΜ.Ι/1914/2016

Καταλογισμός ποσού...Τέλος, δεν έχει αρθεί το νόμιμο έρεισμα του διά της προσβαλλόμενης πράξης καταλογισμού της εκκαλούσας από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4235/2014 (Α΄ 32/11.2.2014), η οποία ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 72 του νόμου) και ορίζει ότι: «Γεωργοί που εντάχθηκαν στο Μέτρο 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης» του Άξονα προτεραιότητας 3 «Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006» και δεν προσκόμισαν την άδεια ίδρυσης – λειτουργίας της πτηνοκτηνοτροφικής μονάδας τους, απαλλάσσονται μεν από την υποχρέωση επιστροφής της πρώτης δόσης της ενίσχυσης που τους καταβλήθηκε, δεν δικαιούνται όμως τη δεύτερη (τελική) δόση αυτής είτε η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε όχι.». Τούτο δε, διότι η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται, ως αντίθετη με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο και άμεσα εφαρμοστέες στην Ελλάδα, ως κράτος μέλος της ΕΕ, υπέρτερης τυπικής ισχύος εκτεθείσες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, που, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην ίδια αυτή σκέψη, καθιστούν υποχρεωτικό τον διά αποφάσεων δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως η προσβαλλόμενη πράξη, καταλογισμό από τα αρμόδια όργανα της ελληνικής διοίκησης σε βάρος των οικείων αχρεωστήτως λαβόντων, όπως εν προκειμένω η εκκαλούσα, ποσών που αυτοί έλαβαν αχρεωστήτως, όπως το ποσό της πρώτης δόσης (αρχικής και συμπληρωματικής) της επίμαχης ενίσχυσης, στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ παρεμβάσεων, όπως το επίμαχο συγχρηματοδοτούμενο από το ΕΓΤΠΕ Μέτρο, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διά της ανωτέρω κατώτερης τυπικής ισχύος διάταξης άρση του διά της προσβαλλόμενης πράξης επίδικου καταλογισμού της εκκαλούσας (πρβλ. Δ.Ε.Ε. απόφαση της 13 Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, σκέψεις 48, 49, 53).Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η υπό κρίση έφεση, περιλαμβανομένου του αιτήματος της εκκαλούσας για την επιδίκαση της δικαστικής της δαπάνης σε βάρος του αντιδίκου της Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί και το κατατεθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου.


ΕΣ/ΤΜ.1/2322/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την υπό κρίση έφεση  ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9238/8.7.2009 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος του εκκαλούντος το ποσό των 9.100 ευρώ, που φέρεται ότι του καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1. «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης» του Άξονα 3 «Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση Υπαίθρου 2000-2006», που χρηματοδοτείται κατά 69,3% από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – Τμήμα Προσανατολισμού (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.-Π) και κατά 30,7% από εθνικούς πόρους. (....)Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον ο εκκαλών με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτιος πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 233707/3923/178/22.4.2003 απόφαση ένταξης και στην 245869/3.6.2003 πράξη αποδοχής (βλ. mutatis mutandis απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία του εκκαλούντος προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή του, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19). Απορρίπτει την έφεση. 


ΕλΣυν/Κλ7/246/2014

Προμήθεια  αντλητικών συγκροτημάτων.(....) Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί στο δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των τεχνικών προσφορών να χρησιμοποιεί κριτήρια που συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, καθόσον αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά το πρώτο στάδιο, για την παραδεκτή συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, το κριτήριο της εμπειρίας, το οποίο αφορά στην καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογείται στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού (και εάν δεν υπάρχει στο πρόσωπο υποψηφίου, κρίνεται απαράδεκτη η προσφορά του) και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη βαθμολόγηση των προσφορών, η δε πρόβλεψή του στη διακήρυξη, ως κριτήριο αξιολόγησης αυτών, καθιστά αυτή μη νόμιμη (Αποφάσεις Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, αποφάσεις VI Τμήματος 3061/2014, 3014/2013, πρβλ. απόφασεις ΔΕΚ της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκ. 15 έως 24, της 12.11.2009, C-199/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft      fur Abfallentsorgungs -Technik GmbH (GAT),  σκ. 59 έως 67,  της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκ. 26 έως 32, Ε.Α. Στ.Ε. 1148/2009. 1318/2009, 100/2009, 1091/2006). (....) Ενόψει όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε ο ελεγχόμενος διαγωνισμός, η πρόβλεψη της εμπειρίας ως κριτηρίου αναθέσεως, δεν άσκησε επιρροή, καθόσον σε αυτό το στάδιο είχε απομείνει μόνον μία συμμετέχουσα προμηθεύτρια εταιρεία και ως εκ τούτου, η βαθμολογία της με συνυπολογισμό της εμπειρίας, δεν προσέδωσε σε αυτήν οιαδήποτε συγκριτική υπεροχή σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους.