ΕΣ/Τ7/0064/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Ανάθεση συμπληρωματικών μελετλων.Κατά την έννοια των διατάξεων του ν.3316/2005, οι οποίες , εφαρμόζονται στην προκειμένη υπόθεση, ενόψει του χρόνου λήψης απόφασης του δημοτικού συμβουλίου για την έγκριση του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών (βλ. πράξ. VII Τμήμ. 61/2006), η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικής μελέτης με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτής, η οποία εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα της διαγωνιστικής διαδικασίας και τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ6/11/2008
Η κατάρτιση δε συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Πρ. VI Τμ. Ε.Σ. 232, 216, 197, 192 και 98/2006, 108, 64 και 52/2007).
ΕΣ/Τ7/182/2009
Συμπληρωματικές συμβάσεις μελετών. Η κατάρτιση συμβάσεων για την εκπόνηση συμπληρωματικών μελετητικών εργασιών με τον ανάδοχο της ήδη εκπονούμενης μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης αυτών η οποία εφαρμόζεται μόνο όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. Πράξεις VII Τμήμ. 85, 34, 32/2006, 63/2005 IV Tμήμ. 5/2005, 194/2004) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)183/2012
Οι δήμοι μπορούν, κατόπιν σχετικής απόφασης του δημοτικού συμβουλίου τους και υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης σχετικής πίστωσης στον προϋπολογισμό τους, η οποία δεν υπερβαίνει το 1,5% των τακτικών εσόδων τους, να χορηγούν χρηματική ενίσχυση σε εκκλησιαστικά ν.π.δ.δ. που εδρεύουν εντός των διοικητικών ορίων τους, για την πραγματοποίηση, από τα εν λόγω ν.π.δ.δ., κοινωνικών εκδηλώσεων (βλ. Ελ.Συν., VII Τμήμ. πράξ. 111/2011, 332/2010, 271, 190, 105/2009, 388/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτή συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία τους και τη ρητή ένταξη των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. στα δικαιούμενα επιχορήγησης από τους δήμους νομικά πρόσωπα, σε συνδυασμό με την αποστολή, ως καθαρώς θρησκευτικών οργανισμών, των εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ., οι πραγματοποιούμενες, απ' αυτά, «κοινωνικές εκδηλώσεις» που μπορούν να επιχορηγούν οι δήμοι πρέπει να αφορούν σε υλοποίηση δράσεων που σκοπό έχουν την επιδίωξη του συλλογικού οφέλους της οικείας τοπικής κοινωνίας και την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος των μελών της (πρβλ. Ελ.Συν., VII Τμήμ. πράξ. 377, 215/2010, 301, 60/2008).
ΕΣ/Τ7/0029/2008
Παράταση που χορηγήθηκε η οποία δεν αιτιολογεί την υπέρβαση του συμβατικά καθοριζόμενου χρόνου παράδοσης της μελέτης, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 716/1977.Εργασίες που εκτελέστηκαν κατόπιν συντάξεως συγκριτικού πίνακα, εγκριθέντος δύο και πλέον έτη μετά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης της αρχικής μελέτης .
ΕΣ/Τ7/189/2007
Η επικαλούμενη δε από το Δήμο χρονική καθυστέρηση ή πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε περίπτωση αναθέσεως των επίμαχων συμπληρωματικών μελετών μετά από διενέργεια διαγωνισμού δεν μπορούν να νοηθούν ως μείζονα προβλήματα κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 εδ. β΄ περ. γ΄ του ν. 3316/2005, διότι αφενός δεν αποτελούν νόμιμους λόγους για την απ’ ευθείας (με διαδικασία διαπραγμάτευσης) ανάθεση στον ανάδοχο της αρχικής μελέτης πρόσθετων μελετών και αφετέρου στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ της κύρωσης της πράξης εφαρμογής από το Νομάρχη (22.9.2005) και της έγκρισης του 4ου συγκριτικού πίνακα εργασιών από την Προϊσταμένη Αρχή (17.5.2006) μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα, το οποίο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια μιας πιθανής διαγωνιστικής διαδικασίας.Μη ανάκληση της 64/2007 του 7ου τμ.
ΕΣ/Τ6/113/2008
Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Ανάκληση της 160/2008 πράξης του Ζ Κλιμακίου.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας Πράξεως, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς για να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι οι διατάξεις του Ν. 3316/2005, καίτοι η αρχική σύμβαση είχε συνομολογηθεί υπό το καθεστώς του Ν. 716/1977, διότι η έγκριση του Συγκριτικού Πίνακα από το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε χώρα στις 26.7.2007, η δε κοινοποίηση του στην σύμπραξη των μελετητικών γραφείων, η οποία έπεται της εγκρίσεως και ισοδυναμεί με πρόσκληση για κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως συνετελέσθησαν υπό την ισχύ των νέων νομοθετικών διατάξεων. Περαιτέρω, η ανάγκη εκπόνησης κυκλοφοριακής και ακτομηχανολογικής μελέτης οφείλονται σε απρόβλεπτα περιστατικά διότι είτε ανάγονται στις αποφάσεις άλλου φορέα (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), οι πράξεις του οποίου δεσμεύουν την αναθέτουσα αρχή είτε ήταν αδύνατον να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση της αρχικής μελέτης καθόσον κατά την αρχική ανάθεση δεν υπήρχε εγκεκριμένη προκαταρκτική μελέτη. Δεδομένου δε ότι συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του Νόμου, δηλαδή οι ως άνω συμπληρωματικές μελέτες παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές, δεν μπορούν να διαχωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την Αναθέτουσα Αρχή κα είναι απολύτως αναγκαίες για την άρτια ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης του έργου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάρτιση της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι νόμιμη.
ΕΣ/Τ6/707/2010
Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η ορθή έννοια του άρθρου 19 παρ.7 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189), όσον αφορά τις προϋποθέσεις ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, είναι ότι ο έλεγχος νομιμότητας που καταλείπεται στο Δικαστήριο επεκτείνεται και στην περίπτωση συμπληρωματικών, της κύριας, συμβάσεων, ανεξαρτήτως ποσού. Τούτο, διότι σκοπός της προαναφερόμενης διάταξης είναι η θεσμοθέτηση μίας αποτελεσματικής διαδικασίας για τον έλεγχο της νομιμότητας των συμβάσεων, ο οποίος θα ανατρεπόταν ή θα καθίστατο αλυσιτελής, ιδίως στην περίπτωση που θα παρεχόταν στη Διοίκηση η ευχέρεια να συνάπτει ανέλεγκτα συμπληρωματικές συμβάσεις. Περαιτέρω, οι συμπληρωματικές αυτές συμβάσεις, στη σύναψη των οποίων προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές, αποτελούν παρακολούθημα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν έχουν το χαρακτήρα αυτοτελών συμβάσεων με ιδιαίτερο οικονομικό αντικείμενο, για τις οποίες, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, απαιτείται η προϋπολογισθείσα δαπάνη τους να υπερβαίνει το ποσό που θεσπίζεται από το νόμο για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι συμπληρωματικές συμβάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ποσοστό 50% το ποσό της αρχικής σύμβασης. Εξάλλου, εάν τεθεί ως αφετηρία ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων το ποσό που θεσπίζεται για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων (1.000.000,00 ευρώ ή 5.000.000,00 ευρώ, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αφορούν σε δημόσια έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εν προκειμένω, βλ. άρθρο 25 του ν. 3614/2007, ΦΕΚ Α΄267), μεγάλο μέρος των συμπληρωματικών αυτών συμβάσεων, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, θα μείνει, τελικώς, ανέλεγκτο, γεγονός που υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος ήθελε και οι συμβάσεις αυτές, ανεξαρτήτως ποσού, να υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενόψει και του ότι η ανάθεση των συμβάσεων αυτών γίνεται συνήθως χωρίς προηγούμενη διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, αλλά κατόπιν εξαιρετικών διαδικασιών (διαπραγματεύσεις, απευθείας ανάθεση κλ.π.). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, είναι τυπικά δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.
ΕλΣυν/Κλ.ΣΤ/159/2012
Για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών θα πρέπει, καταρχήν, να διενεργείται ανοιχτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, εξαιρετικά, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της διενέργειας διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες (βλ. πράξη VI Tμημ. Ελ. Συν. 171/2007). Ειδικότερα, η απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, αποτελεί μια εξαιρετική διαδικασία που προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται γνωστή η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής στο ευρύ κοινό, αλλά μόνο σε αυτόν ή αυτούς που η ίδια εκ των προτέρων επιλέγει. Στην περίπτωση δε κατά την οποία νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προτίθενται να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών με απευθείας ανάθεση αυτών, λόγω αδυναμίας τήρησης των προθεσμιών που απαιτούνται για τη διενέργεια σχετικού ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι εν λόγω προμήθειες πρέπει να παρασχεθούν κατεπειγόντως και β) η ως άνω κατεπείγουσα ανάγκη πρέπει να οφείλεται αποκλειστικά σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε έκτακτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφενός δεν απορρέουν από παραλείψεις ή έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, σε καμία περίπτωση να προβλεφθούν (βλ. πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 7/2007, 175, 109, 98, 34 και 4/2006, και πράξεις VI Tμ. Ελ. Συν , 91, 105, 171/2007). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος της νομιμότητάς της (πρβλ. πράξεις VI Tμ. 91, 105, 171/2007, VII 86/2008, ΣΤ΄ Κλιμ. 27/2012, 205/2007 κ.ά).
ΕΣ/Τμ7/58/2013
Ανάκληση της 106/2013 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Για την Εξόφληση του 3ου και 4ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......».
ΕΣ/Τ1/63/2007
Εκδοση ΧΕΠ για πληρωμή ωρομισθίων εκαιδευτικών με Χ.Ε.Προπληρωμής.Μόνον όταν υφίσταται αδυναμία τήρησης των διατυπώσεων δικαιολόγησης της δαπάνης πριν την εντολή πληρωμής αυτής, οφειλόμενη αποκλειστικά είτε στο είδος της δαπάνης είτε στην ύπαρξη επείγουσας υπηρεσιακής ανάγκης, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της πληρωμής των δημοσίων δαπανών με τακτικό χρηματικό ένταλμα.Μη νόμιμη.