Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.VI/53/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007, 4412/2016/Α.53

Εξ άλλου, η διακήρυξη του διαγωνισμού, ως κανονιστική πράξη δεσμεύει με τους όρους της, τόσο τους τρίτους προς τους οποίους απευθύνεται, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο που προκηρύσσει το σχετικό διαγωνισμό, το οποίο υποχρεούται εφεξής και μέχρι τέλους της διαδικασίας του διαγωνισμού να εφαρμόζει τα όσα ορίζονται σε αυτή (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 181/2006, 31/2003, 105/2003). Η αρχή αυτή της δεσμευτικότητας της διακηρύξεως κατοχυρώνεται και στο κοινοτικό δίκαιο, αφού κάθε απόκλιση από τους όρους αυτής αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαγωνιζομένων (βλ. Πράξη VI Τμ. Ε.Σ. 70/2006). Κατά συνέπεια, τυχόν παράβαση ουσιώδους όρου της διακήρυξης, είτε κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, είτε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης που καταρτίζεται μετά τη διενέργεια του διαγωνισμού, είτε κατά το στάδιο εκτέλεσης αυτής, καθιστά μη νόμιμη τη σχετική διαδικασία και επάγεται ακυρότητα (βλ. Πράξεις IV Τμ. Ε.Σ. 70/2003, 105/2002, 78, 4/2001, 85/2000).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/39/2008

Κατά συνέπεια, στον ως άνω προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται οι συμβάσεις εκείνες που δεν έχουν ακόμη συναφθεί, των οποίων η προϋπολογισθείσα δαπάνη υπερβαίνει το εκάστοτε προβλεπόμενο από την ισχύουσα νομοθεσία χρηματικό όριο υπαγωγής στον εν λόγω έλεγχο και στον έλεγχο αυτό δεν υπόκεινται τροποποιήσεις όρων σύμβασης υποβληθείσας στο προσυμβατικό έλεγχο, όταν οι τροποποιήσεις αυτές λαμβάνουν χώρα μετά τη σύναψη και κατά το στάδιο εκτέλεσης της τροποποιούμενης σύμβασης (πρβλ. Πράξη 261/2007 VI Τμ. Ε.Σ.) και δεν προκαλούν αύξηση του οικονομικού της αντικειμένου τέτοια που να υπερβαίνει το εκάστοτε θεσπιζόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις χρηματικό όριο υπαγωγής στον προσυμβατικό έλεγχο (πρβλ. Πράξη 48/2003 VI Τμ. Ε.Σ.).


ΕΣ/Τ6/19/2009

Oι γενικές αρχές περί ανάκλησης των διοικητικών πράξεων έχουν εφαρμογή μόνο εφόσον δεν αντίκεινται στον αυστηρά διακεκριμένο χαρακτήρα των προαναφερόμενων σταδίων που θεσμοθετείται από τις ως άνω διατάξεις, δηλαδή, προκειμένου περί των ζητημάτων τεχνικής αξιολόγησης, μόνο εφόσον δεν προχώρησε η διαδικασία στην αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών. Εάν δε σε συγκεκριμένη περίπτωση τα αρμόδια όργανα δεν διασφαλίσουν, όπως είναι εκ του νόμου υποχρεωμένα, την ολοκληρωμένη και οριστική εξέταση όλων των ζητημάτων της τεχνικής αξιολόγησης και ανακαλυφθούν μετά την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών πλημμέλειες της τεχνικής αξιολόγησης που πλήττουν τη νομιμότητα της κατακυρωτικής απόφασης υπέρ του προσώπου που με τη μέχρι τότε διαδικασία θα επιλεγόταν ανάδοχος, η μόνη νόμιμη δυνατότητα είναι αυτή της ματαίωσης του διαγωνισμού, καθόσον η διοίκηση στερείται στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, της διακριτικής ευχέρειας διαφοροποίησης του αποτελέσματός του μετά από επαναφορά στο προηγούμενο στάδιο της τεχνικής αξιολόγησης. Άλλως ένας τέτοιος διαγωνισμός θα εξομοιωνόταν στην ουσία με διαγωνισμό που ακύρως διενεργήθηκε εξαρχής με ανοιχτές οικονομικές προσφορές (βλ. πράξη IV Τμ. Ε.Σ. 17/2007, πρβλ. Πράξεις 78/2001, 91/2003, 17/2007 IV Τμ. Ε.Σ. και 109/2004 VI Τμ. Ε.Σ.). Σε περίπτωση δε ακύρωσης της πράξης με την οποία οριστικοποιούνται οι τεχνικά αποδεκτές προσφορές ή η βαθμολογία, με την οποία αυτές αξιολογήθηκαν, είτε ύστερα από απόφαση αρμοδίου Δικαστηρίου είτε στο πλαίσιο άσκησης διοικητικής εποπτείας, η αναθέτουσα αρχή δεσμεύεται καταρχήν από την παραγόμενη δεσμευτικότητα της δικαστικής αποφάσεως και, σε κάθε μία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, υποχρεούται σε συμμόρφωση, πλην όμως, εάν ήδη έχουν ανοιχθεί οι οικονομικές προσφορές, η υποχρέωση αυτή συμμόρφωσης περιορίζεται στη ματαίωση του διαγωνισμού και την επαναπροκήρυξή του, αποκλειομένης της επαναφοράς της διαδικασίας στο σημείο όπου εμφιλοχώρησε νομική πλημμέλεια και της εκ του σημείου τούτου επανάληψής του. (βλ. Πρ. VI Τμ. 65/2004, 33/2005, πρβλ. ΣτΕ Ε.Α.192/2007, 613/2004, 226/2004, ΣτΕ 2478/1997).


ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/142/2019

Προμήθεια υγρών καυσίμων...Περαιτέρω, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι δεν ασκήθηκαν προδικαστικές προσφυγές ως προς την τροποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών της ομάδας Α.4 με το ανωτέρω .../24.5.2018 έγγραφο διευκρινίσεων ή ως προς την παράλειψη της αναθέτουσας αρχής να παρατείνει την προθεσμία υποβολής προσφορών, καθώς ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τυχόν λάθη, παραλείψεις και πλημμέλειες των διοικητικών οργάνων κατά τη διαδικασία σύναψης των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και στην εμπέδωση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης των διοικουμένων στις ενέργειες της δημόσιας διοίκησης, είναι πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος, εκτείνεται δε στο σύνολο της διαδικασίας, χωρίς να εξαρτάται από την αποδοχή ή μη των όρων της διακήρυξης ή των πράξεων των οργάνων των αναθετουσών αρχών από τους διαγωνιζομένους (βλ. Ε.Σ. Τμ. Μείζ. – Επτ. Συνθ. 6025, 5248/2015, VI Τμ. 1334/2018). Τέλος, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι οι αποκλεισθείσες εταιρείες ... Α.Β.Ε.Ε. και Δ. ... Α.Ε. απέσυραν τις προσφορές τους από τη διαδικασία του διαγωνισμού σε χρόνο προγενέστερο του νόμιμου (βλ. άρθρο 72 του ν. 4412/2016, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), ενώ, αντιθέτως, η εταιρεία ... Α.Β.Ε.Ε. υπέβαλε την από 24.8.2018 παρέμβασή της ενώπιον της Α.Ε.Π.Π., επιδιώκοντας να μην αποκλεισθεί η τεχνική της προσφορά (βλ. E.Σ. VI Τμ. 19/2019).Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης για τις ομάδες Α.4 και Α.5 του επίμαχου διαγωνισμού


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΕλΣυν/Τμ.7/50/2010

Οταν πρόκειται για δαπάνες που συντελούν μεν στην εκπλήρωση του σκοπού των υπηρεσιών του Δημοσίου, του ν.π.δ.δ. ή του Ο.Τ.Α. και εξυπηρετούν τις λειτουργικές τους ανάγκες, πλην όμως αφορούν σε εργασίες που εμπίπτουν στα συνήθη καθήκοντα των υπαλλήλων των εν λόγω φορέων, κατά κλάδο, όπως αυτά περιγράφονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, δεν επιτρέπεται οι εργασίες αυτές να ανατίθενται σε τρίτους, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της οικείας υπηρεσίας. Τούτο δε, ενόψει της αρχής της οικονομικότητας, ως μερικότερης εκδηλώσεως του δημοσίου συμφέροντος, που πρέπει να διέπει τη δράση και λειτουργία των υπηρεσιών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α. και η οποία επιβάλλει την εκπλήρωση των σκοπών τους με την κατά το δυνατόν ελάχιστη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους (βλ. και πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 50/2005, 74/2004, 19, 21, 105, 124/ 2002, 86, 94, 106, 209/2003 κ.ά. και Ι Τμ. Ελ. Συν. 206/1999, 638/ 1988, 56/1995, 252/1985 κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση, ανάθεση υπηρεσίας έναντι αμοιβής σε ιδιώτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είναι επιτρεπτή μόνον όταν αφορά σε ιδιαίτερα σοβαρές ή ειδικής φύσεως υποθέσεις, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται προσωπικό με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, προσόντα τα οποία, αποδεδειγμένως, δεν διαθέτει το προσωπικό που ήδη υπηρετεί (βλ. πρ. VII Τμ. 112, 146, 147, 171/2007, 55, 56, 124, 208, 215, 251/2006 και IV Τμ. 94/2003, 19, 70/2002).


ΕλΣυν/Τμ.1/170/2010

Επομένως, οι σχετικές συμβάσεις εκπόνησης των μελετών αυτών ανατίθενται σε αναδόχους με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, δηλαδή είτε κατόπιν διαγωνισμού (ανοιχτού ή κλειστού), είτε με διαπραγμάτευση, εφόσον πληρούνται οι ειδικές προϋποθέσεις του νόμου αυτού (βλ. άρθρο 10 του ν. 3316/2005), ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας ανάθεσης, ο υγιής ανταγωνισμός και η ίση μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων αναδόχων. Από τα ανωτέρω προκύπτει, περαιτέρω, ότι ως προς τις συμβάσεις εκπόνησης των μελετών αυτών δεν έχει εφαρμογή το πλαίσιο που καθιερώνει το άρθρο 6 του ν. 2527/1997 (πρβλ. και Πράξη Ι Τμ. 73/2008),σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού να συνάπτουν συμβάσεις μίσθωσης έργου, κατ’ άρθρο 681 του Α.Κ., με φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών τους, που είναι ποσοτικά περιορισμένες και παροδικές, υπό τους όρους και την διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές (βλ. Πράξεις Ι Τμήματος 185/2008,119/2007,42/2005).


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΕΣ/Τ6/116/2008

Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).


ΣτΕ/549/2009/ΕΑ

Oι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσο του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφόσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε από τους λόγους, για τους οποίους μπορεί πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, εφόσον αυτό διαπιστωθεί από την αρχή με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία (βλ. Ε.Α. επί Α.Μ. 1082/2008). Μη προδήλως παράνομη η αιτιολογία ακύρωσης του διαγωνισμού για να ορισθεί εκ νέου η Προϊσταμένη Αρχή


ΣτΕ/1137/2006

Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.