ΕΣ/Τ4/110/2002
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Τα πρόσωπα που μετέχουν στις Επιτροπές των διαγωνισμών θα πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις για αμερόληπτη κρίση, ώστε να δημιουργείται στους συμμετέχοντες η πεποίθηση του αδιάβλητου των πράξεων που εκδίδουν. Για το λόγο αυτό δεν δύνανται να μετέχουν στις ανωτέρω Επιτροπές πρόσωπα, τα οποία συνδέονται με δεσμό συγγένειας με κάποιον από τους συμμετέχοντες, και πρέπει να απέχουν από τη λήψη κάθε σχετικής απόφασης που τους αφορά, χωρίς να εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αν η πράξη της Επιτροπής υπήρξε πράγματι μεροληπτική.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.4/83/2014
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Μη νόμιμη..(.) καταβολή ποσού 3.239 ευρώ ως αμοιβής του .. για τη φύλαξη κτιρίου διότι μη νομίμως έγιναν δεκτές εγγυητικές επιστολές συμμετοχής και καλής εκτέλεσης που εκδόθηκαν από την εταιρεία “…” και προσκομίσθηκαν από τον φερόμενο ως δικαιούχο ….. Τούτο δε διότι, με τη διακήρυξη του εν λόγω πρόχειρου διαγωνισμού, με την οποία νομίμως ζητήθηκε η παροχή εγγυήσεων από τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό και τον ανάδοχο, οι εγγυήσεις αυτές θα έπρεπε να προέρχονται είτε από πιστωτικά ιδρύματα είτε από άλλα νομικά πρόσωπα που λειτουργούν νόμιμα στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν σύμφωνα με τα ισχύοντα το δικαίωμα αυτό, ήτοι έχουν το δικαίωμα παροχής εγγυήσεων.. Εν προκειμένω όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρεία είχε το χαρακτήρα χρηματοδοτικού ιδρύματος..
ΕΣ/Τ6/8/2009
Εξάλλου, ως προς τους λόγους που προβάλλει η αιτούσα αφενός μεν ότι αναρμοδίως το Δημοτικό Συμβούλιο εξέδωσε την 6/2008 απόφασή του, ισχυριζόμενη ότι αρμόδια ήταν η Δημαρχιακή Επιτροπή, και αφετέρου ότι κατά τη λήψη της απόφασής του το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίασε με μη νόμιμη σύνθεση, καθώς σ αυτή συμμετείχε και μέλος της Επιτροπής διαγωνισμού και ότι έτσι δεν πληρούσε τις εγγυήσεις αμεροληψίας, το Τμήμα κρίνει ότι αλυσιτελώς προβάλλονται οι λόγοι αυτού και πρέπει να απορριφθούν, καθόσον, όπως ορθά απεφάνθη και το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του, οι ισχυρισμοί αυτοί της αιτούσας δεν μεταβάλλουν τη διαπιστωθείσα νομιμότητα του αποκλεισμού της από το διαγωνισμό, που συνιστά πράξη δεσμίας αρμοδιότητας, επερχομένη αυτομάτως με τον εντοπισμό νομικών πλημμελειών στα δικαιολογητικά συμμετοχής της.
ΕΣ/Τ4/58/2008
Μέλη των επιτροπών αυτών δεν επιτρέπεται να ορίζονται ούτε ο Διοικητής του οικείου νοσοκομείου, παρότι υπάλληλός του της κατηγορίας ειδικών θέσεων (βλ. άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 3329/2005), ούτε άλλα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου, δεδομένου ότι οι επιτροπές διατυπώνουν γνώμες, επί τη βάσει των οποίων εκδίδονται σχετικές αποφάσεις των Δ.Σ. των οικείων νοσοκομείων (βλ. άρθρα 19 έως 22 του π.δ. 394/1996), και σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, που αποτυπώνεται στο άρθρο 7 του ν. 2690/1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 45), μέλος γνωμοδοτικού συλλογικού οργάνου δεν επιτρέπεται να ορίζεται πρόσωπο που είναι, ταυτόχρονα, μέλος του οικείου αποφασιστικού συλλογικού οργάνου (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 21/2007, 57/2005, 182/2004, 170 και 157/2003, 16/2002, VI Tμήμα πράξεις 129 και 10/2007).
ΔΕΚ/C-189/2003
Περίληψη της αποφάσεως Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος – Υποχρέωση λήψεως διοικητικής άδειας για τις επιχειρήσεις και τους διευθύνοντές τους και δελτίου νομιμοποιήσεως για το προσωπικό – Μη συνεκτίμηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κράτος μέλος εγκαταστάσεως – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν χωρεί (Άρθρο 49 ΕΚ) Συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 49 ΕΚ η θέσπιση από ένα κράτος μέλος διατάξεων: – οι οποίες υποχρεώνουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών φυλάξεως και έρευνας, που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καθώς και τους διευθύνοντές τους να λάβουν σχετική διοικητική άδεια, επιβάλλοντας προς τούτο την καταβολή τελών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται η αλλοδαπή επιχείρηση παροχής υπηρεσιών στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη, και – οι οποίες απαιτούν τα μέλη του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών, τα οποία είναι αποσπασμένα από το κράτος μέλος της εγκαταστάσεως στο άλλο κράτος μέλος, να κατέχουν δελτίο επαγγελματικής ταυτότητας που εκδίδουν οι εθνικές αρχές, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη συναφώς οι έλεγχοι στους οποίους υπόκεινται στο κράτος μέλος προελεύσεως οι παρέχοντες διασυνοριακές υπηρεσίες. Τέτοιες απαιτήσεις συνιστούν πράγματι περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος. (βλ. σκέψεις 18, 20, 30, 33 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-171/2002
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Κριτήρια – Παροχές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα χωρίς εγκατάσταση στο κράτος μέλος προορισμού – Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση εντός του οικείου κράτους μέλους, να έχουν περιβληθεί τη μορφή νομικού προσώπου, να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, να λάβουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές και να λάβουν, για τα μέλη του προσωπικού τους, επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις εν λόγω αρχές – Δεν επιτρέπεται (Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντιστοίχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες. Όταν είναι εγκατεστημένος (έχει κύρια ή δευτερεύουσα εγκατάσταση) στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του (κράτος μέλος προορισμού ή κράτος μέλος υποδοχής), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν απεναντίας ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως, κατά το άρθρο 43 ΕΚ, συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Απεναντίας, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Είναι επομένως δυνατό να αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ οι υπηρεσίες τις οποίες ένας επιχειρηματίας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει με μια ορισμένη συχνότητα ή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ακόμη και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται μόνο στους επιχειρηματίες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο οικείο κράτος μέλος για χρονική περίοδο πέραν του έτους μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. (βλ. σκέψεις 24-28) 2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ κράτος μέλος που επιβάλλει ως προϋπόθεση για να μπορούν οι αλλοδαποί επιχειρηματίες να ασκούν στο εθνικό έδαφος, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών – να έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, – να περιβάλλονται τη μορφή νομικού προσώπου, – να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, – να έχουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογητικά στοιχεία και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομιστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως, και – τα μέλη του προσωπικού τους να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. (βλ. σκέψη 74 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΕΣ/ΚΛΙΜ Ζ/230/2008
«Στο άρθρο 14 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999) ορίζεται ότι «Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία)…» (παρ. 1), ότι «Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση … γνωστοποιείται από το γραμματέα στα μέλη του συλλογικού οργάνου … μπορεί δε να γίνει με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεμοιοτυπία, ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση … πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές που ορίζονται με απόφασή του, η οποία γνωστοποιείται στα μέλη του …» (παρ. 2) και ότι «Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος, το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη …» (παρ. 4). Στην προκειμένη περίπτωση, …… κλήθηκαν τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ως άνω Επιτροπής να συμμετάσχουν στο παρόντα διαγωνισμό της …. Η πρόσκληση αυτή, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες σε φωτοτυπία σελίδες του Βιβλίου Διεκπεραίωσης Εγγράφων, επιδόθηκε στα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής του διαγωνισμού στις …. Κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής στις …. συμμετείχαν τα τακτικά μέλη ……., ενώ απουσίασαν τόσον τα λοιπά τακτικά, όσο και τα αναπληρωματικά μέλη. Στις επόμενες, όμως, συνεδριάσεις της Επιτροπής του διαγωνισμού, δεν συμμετείχαν και πάλι τα ως άνω δύο τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, …..,χωρίς να προκύπτει η νομότυπη πρόσκλησή τους, ούτε, εν πάση περιπτώσει, η συνδρομή των προϋποθέσεων υπό τις οποίες θα ήταν δυνατόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, να παραλειφθεί η κλήση των εν λόγω μελών που απουσίαζαν και κατά την πρώτη…, αλλά και κατά τη δεύτερη ….συνεδρίαση της Επιτροπής του διαγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 2893/2007, 3928/2005). Ενόψει τούτων, η Επιτροπή του Διαγωνισμού κατά τις συνεδριάσεις αυτής της … και …., δεν είχε νόμιμη σύνθεση, με συνέπεια οι πράξεις που διενήργησε η Επιτροπή αυτή από το 2ο πρακτικό και εφεξής να είναι νομικώς πλημμελείς, γεγονός που καθιστά την αντίστοιχη διαδικασία του διαγωνισμού έως την κατακυρωτική απόφαση νομικώς πλημμελή.»
ΕΣ/Τ6/117/2008
Δημόσια έργα.Η αναθέτουσα Αρχή υποχρεούται να προσδιορίζει ένα χρονικό όριο για την υποβολή των προσφορών, ώστε όλοι οι προσφέροντες να διαθέτουν το ίδιο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση της προκηρύξεως του διαγωνισμού προς προετοιμασία των προσφορών τους, καθώς και την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο της αποσφραγίσεώς τους, προς μείζονα διασφάλιση της διαφάνειας της διαδικασίας, δεδομένου ότι το περιεχόμενο όλων των κατατεθεισών προσφορών αποκαλύπτεται ταυτοχρόνως. Να σημειωθεί ότι, όταν η ίδια ως άνω Αρχή λαμβάνει υπόψη τροποποίηση των αρχικών προσφορών ενός ή ορισμένων μόνον από τους προσφέροντες, αυτοί περιέρχονται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, πράγμα το οποίο προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων και θίγει τη διαφάνεια της διαδικασίας (βλ. ΔΕΚ C-87/94 Commission/Belgium Rec. 1996, p. I-2043). Η διαδικασία για την ανάθεση δημοσίων έργων είναι αυστηρά τυπική προκειμένου να διασφαλιστούν μείζονες εγγυήσεις διαφάνειας και ισότητας ευκαιριών για τους συμμετέχοντες. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε τροποποίηση των προσφορών, η οποία επέρχεται μετά τη λήξη του χρόνου κατάθεσης αυτών, θα πρέπει να θεωρηθεί ανεπίτρεπτη, ανεξάρτητα από τον ουσιώδη ή μη χαρακτήρα της, κρίση άλλωστε η οποία λόγω του τεχνικού της χαρακτήρα εκφεύγει των ορίων του παρόντος ελέγχου.
Δ.Εφ.Θεσ/271/2011
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).
ΕΣ/Τ6/116/2008
Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).