ΕΣ/Τ1/205/2005
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Μη νόμιμα ανατέθηκε σε δικηγόρους η έρευνα της σχετικής με τις αρμοδιότητες του Ν.Ε.Ε. νομοθεσίας και ειδικότερα της αναφερόμενης στη ναυτική εκπαίδευση, στη διενέργεια διαιτησίας, πραγματογνωμοσύνης και εκτιμήσεων ναυτιλιακής φύσης και στη διεκπεραίωση διαδικασιών εγγραφής-διαγραφής πλοίου και παροπλισμού, καθόσον η έρευνα και παρακολούθηση του συνόλου της νομοθεσίας αλλά και των θεμάτων αυτών ανάγεται στα καθήκοντα των υπαλλήλων της Διεύθυνσης Ναυτιλιακών Υποθέσεων αυτού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Π.Δ.43/2020
Οργάνωση και Λειτουργία του Διιδρυματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) «Διοίκηση στη Ναυτική Επιστήμη και Τεχνολογία» από το Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών της Σχολής Ναυτιλίας και Βιομηχανίας του Πανεπιστημίου Πειραιώς και το Τμήμα Ναυτικών Επιστημών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
ΣτΕ/315/2012
Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι οι όροι διακήρυξης πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο συνάδοντα προς τους ισχύοντες κανόνες της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και να είναι αρκούντως ακριβείς και σαφείς, ώστε να επιτρέπεται στους ενδιαφερομένους να τους κατανοούν πλήρως και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, κατά την έννοια της επίμαχης διακήρυξης, οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε, κατά τη διαμόρφωση της προσφοράς τους, να συνυπολογίσουν πάγιο ποσοστό διοικητικού κόστους 3%. Κατόπιν των προεκτεθέντων, παρέλκει η έρευνα του ετέρου (τυπικού) προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως, πρέπει δε να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής της αιτούσας και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να κριθεί η βασιμότητα των – προβληθέντων με την εν λόγω προσφυγή και μη εξετασθέντων – ισχυρισμών, περί νομιμότητας της οικονομικής προσφοράς της αιτούσας, από πλευράς υπολογισμού του νόμιμου εργατικού κόστους, ευλόγου ποσοστού διοικητικού / λειτουργικού κόστους και κέρδους και εν γένει συμφωνίας προς τις απαιτήσεις της διακήρυξης.
ΕΣ/ΤΜ.7/47/2010
Προμήθεια οχημάτων.(..)Το Τμήμα, μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποστεί από όσα δέχθηκε με την προσβαλλόμενη με την αίτηση ανάκληση πράξη του στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας αναφέρεται προς αποφυγή επαναλήψεων. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι σχετικές διακηρύξεις και διαδικασίες των διενεργηθέντων διαγωνισμών δεν προσβλήθηκαν δικαστικά, αν και το σύνολο του εμπορικού κόσμου της χώρας γνώριζε τη διενέργειά τους, δεν μεταβάλλει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της διαπιστωθείσας με την κρινόμενη πράξη παραβίασης των κανόνων του Κοινοτικού Δικαίου, οι οποίοι κατατείνουν ακριβώς στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής δημοσιότητας όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε κοινοτικό επίπεδο. Περαιτέρω, η εξέταση του ζητήματος του ενιαίου χαρακτήρα μίας προμήθειας, ώστε να κριθεί η ύπαρξη παράνομης κατάτμησής της, προς αποφυγή εφαρμογής διατάξεων της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, γίνεται με προσφυγή στα δεδομένα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές αντιλήψεις, ενώ η κατάταξη των προς προμήθεια ειδών σε διαφορετικούς κωδικούς του Ενιαίου Προγράμματος Προμηθειών αποτελεί μεν συνεκτιμώμενο αλλά όχι δεσμευτικό στοιχείο κατά τη διενέργεια του ελέγχου νομιμότητας μίας δαπάνης και δεν δικαιολογεί την αναγνώριση συνδρομής συγγνωστής πλάνης στα όργανα του Δήμου, όταν άγει σε καταστρατήγηση επιτακτικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου...Τέλος, το γεγονός έκδοσης διαταγών πληρωμής σε βάρος του Δήμου από τους ανακηρυχθέντες προμηθευτές, πέραν του ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η διαταγή πληρωμής δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διενέργεια του ελέγχου των δαπανών (βλ. Πράξεις VII Τμ. 293/2009, 237/2007 κ.ά.), αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση σε στάδιο μεταγενέστερο του προληπτικού ελέγχου που διενεργεί το παρόν Τμήμα και δεν μπορεί να οδηγήσει σε θεώρηση των ερειδόμενων σε μη νόμιμες δαπάνες χρηματικών ενταλμάτων, ενώ το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το 64/18.2.2009 γραμμάτιο είσπραξης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, για την αγορά των ανωτέρω οχημάτων ο Δήμος έλαβε δάνειο από το εν λόγω Ταμείο δεν ασκεί επιρροή στη μη νομιμότητα της επίμαχης δαπάνης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η 233/2009 πράξη του Τμήματος τούτου δεν πρέπει να ανακληθεί και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της....Απορρίπτει την, από 19.1.2010, αίτηση ανάκλησης του Δήμου ...
EΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)/34/2013
Yπηρεσίες μέτρησης - προσημειώσεις κλιματολογικών συνθηκών(…) Εξάλλου, ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως σύμβασης υπηρεσιών ή μελέτης και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών (πράξη VII Τμήματος 102/2009). Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, ως μελέτη ορίζεται η αναλυτική επιστημονική και τεχνική εργασία και έρευνα σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο που αποβλέπει ή συνδέεται με τεχνικό έργο ή με την επέμβαση σε τεχνικό έργο ή αφορά στο σχεδιασμό ή στην απεικόνιση τεχνικού έργου. Στις περιπτώσεις των μελετών οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας καθ' εαυτή ιδιαίτερα με την προσφορά γνώσεων και ικανοτήτων από συγκεκριμένο επιστημονικό προσωπικό για ορισμένο χρόνο που προσδιορίζεται είτε ημερολογιακά είτε σε συνάρτηση με ορισμένο γεγονός ή αποτέλεσμα της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας (βλ πράξεις VII Τμήματος 211/2010, 157/2010, 102, 185/2009). Η ανάθεση εκπόνησης μελετών από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) α΄ βαθμού, οι οποίες αποτελούν ειδική κατηγορία της μίσθωσης (ανάθεσης) ανεξαρτήτων υπηρεσιών, γίνεται σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται -όπως αντίστοιχα για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών γενικά με τις διατάξεις που τις διέπουν (π.δ. 28/80 και π.δ. 60/2007)- ως κύρια διαδικασία ανάθεσης η διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι' αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. και πράξεις VII Τμ. 157/2010, 102/2009). Ειδικότερα, όσον αφορά τις μελέτες, επιτρέπεται, με απόφαση της Δημαρχιακής, ήδη Οικονομικής, Επιτροπής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας περί εκπόνησης μελετών, ήτοι των διατάξεων του ν. 3316/2005, η απ' ευθείας ανάθεση της εκπόνησης μελέτης σε μελετητή ή μελετητικό γραφείο με πτυχίο Α΄ ή Β΄ τάξης, εφόσον η προεκτιμώμενη αμοιβή όλων των σταδίων της μελέτης δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης. Επίσης, επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση, με απόφαση Δημάρχου, κατ' άρθρο 209 παρ. 9 του Δημοτικού Κώδικα, υπηρεσιών οι οποίες, όμως, δεν υπάγονται στο ν. 3316/2005 περί μελετών. Η δε απευθείας ανάθεση μελετών και συμβάσεων συναφών υπηρεσιών μηχανικού του ν. 3316/2005, επιτρέπεται χωρίς δημοσίευση προκήρυξης μετά από διαπραγμάτευση με τρεις τουλάχιστον υποψηφίους που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, και στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται ειδικώς στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων οι παρατιθέμενες ανωτέρω, περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως απαραίτητο και υφίσταται κατεπείγουσα ανάγκη, που οφείλεται σε γεγονότα απρόβλεπτα για την αναθέτουσα αρχή και δεν επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών δημοσίευσης της προκήρυξης του άρθρου 12 ή σε περιπτώσεις μελετών η προεκτιμώμενη αμοιβή των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και συντρέχει επείγουσα περίπτωση για την ανάθεση μελέτης, οπότε για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης και σχετική αναγγελία στο Τ.Ε.Ε. με τα κρίσιμα στοιχεία της σύμβασης. Κατά συνέπεια, η απευθείας ανάθεση, χωρίς τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση από τον αναθέτοντα φορέα περί της ανάγκης προσφυγής στη διαδικασία αυτή, δεν είναι νόμιμη, ως εκ τούτου, δεν είναι νόμιμη ούτε η δαπάνη που προκαλείται από την εκπόνηση των μελετών αυτών ή την παροχή των οικείων υπηρεσιών (πρβλ. Πρ. VII Τμ. Ελ.Συν. 199/2010, 268/2009).(….)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη ΙΙ, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από τον οικείο νόμο (3316/2005) ανοικτή ή κλειστή διαγωνιστική διαδικασία για την ανάθεση μελέτης. Και ναι μεν ισχυρίζεται ο διατάκτης της δαπάνης ότι με τη σύμβαση δεν ανατέθηκε η εκπόνηση μελέτης, αλλά εργασία, που μπορεί να εκτελεστεί από οποιονδήποτε διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό και όργανα μέτρησης, τα ενδεδειγμένα λογισμικά προγράμματα, στα οποία έχει εκπαιδευτεί, ώστε να αποκτήσει τις κατάλληλες δεξιότητες και γνώσεις της χρήσης τους, συνεπώς μπορούσε να ανατεθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ.. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και τα παραδοτέα της σύμβασης που υπάρχουν σε αυτόν, αντικείμενό της ήταν σειρά απαιτητικών επιστημονικών μελετών (αρχιτεκτονική, βιοκλιματική, φυτοτεχνική, φωτοτεχνική, η/μ εγκαταστάσεων) και άλλες τεχνικές εργασίες και έρευνες (μετρήσεις, υπολ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022
Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΕΣ/ΤΜ.7/31/2018
Προμήθεια ηλεκτρολογικού υλικού:επιδιώκεται η ανάκληση της 106/2018 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα, μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποστεί από όσα ανωτέρω δέχθηκε το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη με την αίτηση ανάκλησης πράξη του στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας αναφέρεται προς αποφυγή επαναλήψεων. Όσα δε αντιθέτως υποστηρίζει ο Δήμος με την κρινόμενη αίτηση και συγκεκριμένα ότι δεν είναι ομοειδή υλικά οι προβολείς led με τα φωτιστικά σώματα και τους βραχίονές τους καθώς και αυτά με το λοιπό ηλεκτρολογικό υλικό που προμηθεύτηκε για τις ανάγκες ηλεκτροφωτισμού των δημοτικών οδών (καλώδια, πρίζες, ρελλέ, διακόπτες, μετασχηματιστές για φωτιστικά σώματα κ.λπ) είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι οι λαμπτήρες με τα φωτιστικά σώματα και τους βραχίονές τους δεν αποτελούν ομοειδή υλικά και η προμήθειά τους με ξεχωριστές διαδικασίες δεν συνιστά κατάτμηση και περιγραφή της κείμενης περί ανάθεσης προμηθειών νομοθεσίας (βλ. ad. hoc Πράξη 14/2015 Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Τμήμα), η αξία των λοιπών, πλην των λαμπτήρων, ομοειδών υλικών, που ανατέθηκαν στον ίδιο ανάδοχο με τις επίμαχες 20272/11.9.2017 και 18105/8.8.2017 συμβάσεις, υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, η ανάθεσή τους κατόπιν κατάτμησης και χωρίς προηγουμένως τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού αλλά μετά από πρόχειρο διαγωνισμό κι απευθείας ανάθεση, αντίστοιχα, είναι μη νόμιμη καθιστώντας και τις εντελλόμενες, με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα, δαπάνες ομοίως μη νόμιμες. Επιπλέον αβάσιμος και απορριπτέος καθίσταται και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η προσβαλλόμενη πράξη έσφαλε κατά το μέρος που δεν δέχθηκε ότι ο προέχων χαρακτήρας της 18105/8.8.2017 σύμβασης για την ενεργειακή αναβάθμιση φωτιστικών οδοφωτισμού μέσω της αντικατάστασης των υφιστάμενων φωτιστικών σωμάτων από αντίστοιχης φωτεινής έντασης φωτιστικά τύπου led, είναι η παροχή υπηρεσιών και όχι η αγορά (προμήθεια των φωτιστικών σωμάτων. Τούτο, διότι η ανάλυση τιμών, που συνέταξε και προσκόμισε η τεχνική υπηρεσία του αιτούντος Δήμου μετά την πράξη επιστροφής ως αθεώρητου του 486/2017 χρηματικού εντάλματος από την Επίτροπο, προκειμένου να αποδείξει ότι η εκτιμώμενη συνολική αξία των παρεχόμενων από την ανάδοχο υπηρεσιών αποξήλωσης των παλαιών φωτιστικών σωμάτων και τοποθέτησης των νέων τύπου led είναι κατάτι μεγαλύτερη από την αξία της προμήθειας των φωτιστικών αυτών σωμάτων, δεν δύναται, όπως ορθά έκρινε και το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη, να ανατρέψει το περιεχόμενο και την αποδεικτική ισχύ του αποτελούντος αναπόσπαστο τμήμα της ανωτέρω σύμβασης οικείου τιμολογίου μελέτης, από το οποίο προκύπτει το αντίθετο. Περαιτέρω, δοθέντος ότι με βάση την προαναφερόμενη 18105/8.8.2017 μεικτή σύμβαση τα συμβαλλόμενα σε αυτήν μέρη απέβλεψαν στην, κατόπιν προμήθειας και εγκατάστασης 16 φωτιστικών σωμάτων τύπου led, άπαξ αντικατάσταση ισάριθμων φωτιστικών σωμάτων παλαιού τύπου που βρίσκονται στους ιστούς φωτισμού επί της Λεωφόρου Δημοκρατίας στην Δ.Ε. Αμπελακίων του Δήμου ....., είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του αιτούντος Δήμου ότι η ως άνω προμήθεια έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης αυτής που, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι η παροχή υπηρεσιών ενεργειακής αναβάθμισης και καλής λειτουργίας των φωτιστικών σωμάτων της ανωτέρω οδικής αρτηρίας. Τέλος, το επικαλούμενο με την κρινόμενη αίτηση γεγονός της έκδοσης των υπ. αρ. 1/4.1.2018 και 2/4.1.2018 διαταγών πληρωμής σε βάρος του αιτούντος Δήμου από τον ανακηρυχθέντα προμηθευτή, μολονότι αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση σε στάδιο προγενέστερο του προληπτικού ελέγχου που διενεργεί το παρόν Τμήμα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διενέργεια του ελέγχου των δαπανών (βλ. Πράξεις VII Τμ. 293/2009, 237/2007, 47/2010 κ.ά.), και δεν μπορεί να οδηγήσει σε θεώρηση των ερειδόμενων σε μη νόμιμες δαπάνες χρηματικών ενταλμάτων. Απορρίπτει την αίτηση του Δήμου ..... για την ανάκληση της 106/2018 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο