ΕΣ/Τ1/182/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Προσωπικό μερικής απασχόλησης.Μισθλογική εξέλιξη.Για την εξεύρεση του χρόνου που αναγνωρίζεται εκάστοτε για μισθολογική εξέλιξη σε υπαλλήλους που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο εργασίας,κατόπιν τήρησης της οριζόμενης στην παρ. 3 του άρθρου 15 του ν.3205/2003 διαδικασίας. απαιτείται διαίρεση του συνόλου των ωρών εργασίας τους δια του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
2/87703/0022/2009
Το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικό μερικής απασχόλησης που προσλαμβάνεται στο Δημόσιο στα ΝΠΔΔ και ΟΤΑ εξελίσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια του νόμου 3205/2003 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 15 του νόμου αυτού.Επισυνάπτονται τα Πρακτικά της 18ης ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ 22ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/83/2018
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Επομένως, με την προεκτιθέμενη αιτιολογία, κατ’ αποδοχή του πρώτου και του δεύτερου λόγου διαφωνίας οι 171, 172, 173/21.9.2017 αποφάσεις είναι πλημμελείς. Κατά τη γνώμη της Προέδρου του Κλιμακίου, νομίμως εκδόθηκε η 171/2017 απόφαση, διότι εφαρμοστέες κατά το χρόνο μεταφοράς ήταν οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 3613/2007, οι οποίες δεν προβλέπουν ότι πρέπει να τηρείται ειδική διαδικασία για την προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας σε δημοτική επιχείρηση για μισθολογική εξέλιξη. Κατά συνέπεια, νομίμως, λαμβανομένης υπόψη και της 318/3.5.2011 αίτησης της υπαλλήλου, ανακλήθηκε η 523/26.8.2010 απόφαση, κατά το μέρος που εσφαλμένως κατατάχθηκε η μεταφερθείσα από την κοινωφελή επιχείρηση σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δικαιούχος του χρηματικού εντάλματος υπάλληλος στον εισαγωγικό βαθμό και στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο, χωρίς προσμέτρηση του χρόνου προϋπηρεσίας της. Δεδομένου δε ότι η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης εξαφανίζει εξ υπαρχής την ανακαλούμενη και ανατρέχει στο χρόνο ισχύος της αρχικής πράξης, νομίμως στην 171/2017 απόφαση προσδόθηκε αναδρομική ισχύς. Παρέπεται, ότι νομίμως εκδόθηκαν και οι 172 και 173/2017 όμοιες αποφάσεις επανακατάταξης της υπαλλήλου, με προσμέτρηση του χρόνου υπηρεσίας που αναγνωρίστηκε προηγουμένως. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο πρώτος και δεύτερος λόγοι διαφωνίας της Επιτρόπου. Η γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε. 2) Εξάλλου, ο τρίτος λόγος διαφωνίας είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι η κατανεμόμενη σε ισόποσες δόσεις αύξηση αποδοχών σχετικά με την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 27 παρ. 2 του ν. 4354/2015 είναι η αύξηση που προκύπτει από την κατάταξη για πρώτη φορά κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4354/2015 συγκριτικά προς τις αποδοχές που καταβάλλονταν έως 31.12.2015 και όχι η διαφορά αποδοχών που οφείλεται σε μισθολογική κατάταξη λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας. 3) Αντίστοιχα, απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος διαφωνίας, διότι με τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου ανεστάλη η μισθολογική εξέλιξη έως 31.12.2017 του υπαγόμενου στις ρυθμίσεις του προσωπικού, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης δεν εμπίπτει η καταβολή διαφοράς αποδοχών από μισθολογική κατάταξη προσωπικού λόγω αναγνώρισης προϋπηρεσίας του, ενώ κατά τις ίδιες διατάξεις αναστέλλεται έως 31.12.2017 η εφεξής μισθολογική εξέλιξή του. Τέλος, 4) ως προς τον πέμπτο λόγο διαφωνίας, ανεξάρτητα αν κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4α εδ. β και γ του ν. 4354/2015, από υπηρεσίες που παρέχονται με μειωμένο ωράριο εργασίας, αναγνωρίζεται για μισθολογική εξέλιξη τόσος χρόνος, όσος προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των ωρών εργασίας δια του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης που ισχύει για τον αντίστοιχο κλάδο υπαλλήλων, ο λόγος διαφωνίας είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η αναγνώριση προϋπηρεσίας εν προκειμένω συντελέστηκε -εσφαλμένως, σύμφωνα με όσα κατά πλειοψηφία έγιναν δεκτά ανωτέρω- βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 3613/2007, οι οποίες δεν υπεισέρχονται στην προβαλλόμενη διάκριση.
ΝΣΚ/2/2023
Ερωτάται εάν, στην περίπτωση διοικητικής αποκατάστασης στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων σε συμμόρφωση προς ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, στις τυχόν δικαιούμενες διαφορές ενέργειας περιλαμβάνονται τα επιδόματα Ευθύνης Διοίκησης – Διεύθυνσης και Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας του ν.3205/2003 και τα επιδόματα Ιδιαίτερων Συνθηκών Εργασίας και Θέσης Ευθύνης του ν.4472/2017, τα οποία καταβάλλονται παγίως και κατά τακτικά χρονικά διαστήματα στους εν ενεργεία στρατιωτικούς και λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών τους, χωρίς να απαιτείται, για την καταβολή τους, η έκδοση δικαστικής απόφασης που να τα επιδικάζει.(...)Η Διοίκηση οφείλει, σε συμμόρφωση προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, κατά τη μισθολογική αποκατάσταση του διοικητικώς αποκαθιστάμενου, να καταβάλει σε αυτόν τα επιδόματα Ευθύνης Διοίκησης – Διεύθυνσης και Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων των παραγράφων Α7 και Α8 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003 καθώς και τα επιδόματα Ιδιαίτερων Συνθηκών Εργασίας και Θέσης Ευθύνης των παραγράφων Β και Γ του άρθρου 127 του ν.4472/2017, για ολόκληρη την χρονική περίοδο που αυτός βρισκόταν εκτός ενεργού υπηρεσίας εξαιτίας της παράνομης αποστρατείας του, υπό την διττή προϋπόθεση ότι τα επιδόματα αυτά, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα: α) αφενός καταβάλλονταν παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους δικαιούχους εν ενεργεία στρατιωτικούς και λαμβάνονταν υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών τους και β) αφετέρου θα καταβάλλονταν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, και σε αυτόν, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, χωρίς να απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης που να επιδικάζει τα επιδόματα αυτά (κατά πλειοψηφία).
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/72/2015
ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη ΙΙ της παρούσας για τη μισθολογική εξέλιξη των φερόμενων ως δικαιούχων του επίμαχου χρηματικού εντάλματος προσμετράται κατ’ εφαρμογή του γενικού κανόνα του άρθρου 15 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3205/2003 τόσο η υπηρεσία που οι προαναφερόμενοι σχολικοί φύλακες παρείχαν πριν από τη δημοσίευση των διατάξεων του π.δ./τος 164/2004 (19.7.2004) δυνάμει των καταρτισθέντων συμφωνητικών συνεργασίας, αφού, ως ανωτέρω εκτέθηκε, τα τελευταία έχουν τα χαρακτηριστικά συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, όσο και αυτή που παρασχέθηκε μετά τη δημοσίευση του ιδίου π.δ/τος, δεδομένου ότι παρασχέθηκε κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ./τος 164/2004 δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Συνεπώς, νομίμως χορηγήθηκε στους φερόμενους ως δικαιούχους το 15ο μισθολογικό κλιμάκιο της ΔΕ κατηγορίας ο βασικός μισθός του οποίου κατά το κρίσιμο έτος ανερχόταν στο ποσό των 860,00 ευρώ, η δε διαφορά των αναδρομικών αποδοχών λόγω προηγούμενης ένταξής του σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο (17ο), νομίμως εκκαθαρίζεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα.
ΕΣ/ΤΜ.1/160/2012
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη νομική σκέψη (υπό ΙΙΙ), το Τμήμα κρίνει ότι η κατάταξη σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και η καταβολή των αντίστοιχων διαφορών αποδοχών στους φερόμενους ως δικαιούχους δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι κατ’ αρχήν η αναγνώριση της προϋπηρεσίας των 18 ή 24 μηνών που ελήφθη υπ’ όψη για τη μετατροπή των συμβάσεών τους από ορισμένου σε αορίστου χρόνου ενόσω υπηρετούσαν σε ν.π.ιδ.δ. του Ο.Τ.Α. δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 3491/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 του π.δ/τος 164/2004. Περαιτέρω, η αναγνώριση της προϋπηρεσίας θα μπορούσε κατ’ αρχήν να θεσπισθεί με όρο ΣΣΕ, αφού οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3205/2003 που δεν προβλέπουν μία τέτοια αναγνώριση δεν αποτελούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται καθ’ ερμηνεία του σχετικού λόγου διαφωνίας η Επίτροπος. Ωστόσο, οι φερόμενοι ως δικαιούχοι που εμπίπτουν στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της ΣΣΕ ΠΟΕ-ΟΤΑ έτους 2010, αφού φέρουν ιδιότητα μέλους πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ανήκουσας στη δύναμη της εν λόγω Ομοσπονδίας, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, δεν δικαιούνται την επίμαχη μισθολογική προαγωγή. Και τούτο, διότι το άρθρο 16 της εν λόγω ΣΣΕ που συνιστά τη νομική βάση αναγνώρισης της ανωτέρω προϋπηρεσίας, ως εκ του χρόνου θεσπίσεώς του μετά την δημοσίευση του ν. 3833/2010, είναι ανίσχυρο βάσει του άρθρου 3 του τελευταίου αυτού νόμου, που απαγορεύει ρητώς την θέσπιση οποιασδήποτε αύξησης αποδοχών υπό οποιαδήποτε μορφή. Επομένως, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες είναι μη νόμιμες όπως βασίμως αν και με άλλη αιτιολογία ισχυρίζεται η Επίτροπος στην έκθεση διαφωνίας της, αφού και η διάταξη του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 που αυτή επικαλείται επιπλέον ως λόγο μη νομιμότητας της δαπάνης και η οποία αφορά στην αναστολή εφαρμογής των όρων μισθολογικής ωρίμανσης των εργαζομένων που καθορίζονται με κανόνες εκτός του ν. 3205/2003 (όπως π.χ. ΣΣΕ), άρχισε να ισχύει από 1.7.2011 και δεν καταλαμβάνει μισθολογικές προαγωγές ήδη συντελεσμένες, όπως εν προκειμένω που η απόφαση για την κατάταξη σε ανώτερο Μ.Κ. ελήφθη στις 21.2.2011, ενώ σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει ισχυρό όρο ΣΣΕ και όχι όρο αδρανή λόγω της απαγόρευσης του άρθρου 3 του ν. 3833/2010. Περαιτέρω, αλυσιτελώς επικαλείται ο Δήμος με το έγγραφο επανυποβολής των χρηματικών ενταλμάτων την διάταξη του άρθρου 50 του ν. 3979/2011 (ΦΕΚ Α΄ 138/16.6.2011) σύμφωνα με την οποία «Η προϋπηρεσία του προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που μεταφέρεται στους ΟΤΑ α` βαθμού από Ν.Π.Ι.Δ. αυτών, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αναγνωρίζεται για τη βαθμολογική του εξέλιξη και την κατάταξη του σε βαθμούς, με τη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 3801/2009 (Α΄ 163)». Τούτο δε, διότι από τη σχετική διάταξη και την αιτιολογική της έκθεση σαφώς προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτει το μεταφερόμενο προσωπικό, κατ’ άρθρο 269 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και 109 του ν. 3852/2010, προσωπικό για το οποίο υπάρχει ρητή πρόβλεψη αδιάλειπτης μισθολογικής εξέλιξης με αναγνώριση του συνόλου της προϋπηρεσίας στο ν.π.ιδ.δ. που υπηρετούσαν (βλ. άρθρο 269 παρ. 4 του Κ.Δ.Κ. και 109 παρ.2 του ν. 3852/2010). Συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του προσωπικού του άρθρου 16 του ν. 3491/2006 για το οποίο έχει ακολουθηθεί διαφορετική διαδικασία ένταξης στον Δήμο, σε κάθε δε περίπτωση δεν αφορά στη μισθολογική αλλά στη βαθμολογική εξέλιξη του προσωπικού. Τέλος, επίσης αλυσιτελώς επικαλείται ο Δήμος την 465/2008 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία η προσμετρηθείσα προϋπηρεσία των 18 ή 24 μηνών για τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου, βάσει του άρθρου 11 του π.δ/τος 164/2011, παρόλο που διανύθηκε σε ν.π.ιδ.δ. αναγνωρίζεται κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως προϋπηρεσία για τη μισθολογική εξέλιξη του εντασσόμενου στους Δήμους προσωπικού βάσει του άρθρου 16 του ν. 3491/2006. Και τούτο, προεχόντως διότι οι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση απ’ αυτό του συνταγματικά κατοχυρωμένου προληπτικού ελέγχου των δαπανών (βλ. Ελ. Συν. πρ. Ι Τμ. 228/2010).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/46/2012
ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναλυτικά έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι οι επίμαχες προϋπηρεσίες παρασχέθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης συμβάσεων μαθητείας του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας του Ο.Α.Ε.Δ., όπως ρητά προκύπτει από το περιεχόμενο των ανωτέρω αναφερόμενων πιστοποιητικών, και δεν αναγνωρίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3205/2003 για την μισθολογική εξέλιξη των φερομένων ως δικαιούχων. Προέχον δηλαδή στοιχείο στις συμβάσεις αυτές (μαθητείας) είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Το αντίθετο δεν συνάγεται ούτε από την ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση του Ο.Α.Ε.Δ., όπου επίσης ρητώς προσδιορίζεται ως σκοπός της σχετικής συμβάσεως η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, που πραγματοποιείται αρχικά με την θεωρητική και πρακτική εξοικείωση του μαθητευομένου με το εργασιακό περιβάλλον για διάστημα ενός μηνός και ακολούθως με την τοποθέτησή του σε συγκεκριμένη θέση του τομέα ειδίκευσής του για διάστημα δέκα επτά μηνών. Τέλος, το γεγονός ότι οι ανωτέρω προϋπηρεσίες προσμετρήθηκαν ως προσόν διορισμού των φερομένων ως δικαιούχων στο πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π., δεν συνιστά κατά το νόμο λόγο για τη μισθολογική αναγνώρισή τους. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, που περιλαμβάνει εν μέρει μη νόμιμη δαπάνη, δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α356/2022
Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων της ΚΥΑ 33700/2890/1950 και της ΥΑ Φ10221/οικ.26816/929/2011, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν και με την υπ’ αριθ. 27/2012 Εγκύκλιο του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, προκύπτει πράγματι, ότι εργαζόμενοι καθαριότητας που απασχολούνται για έξι (6) ώρες ημερησίως επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, ήτοι τουλάχιστον τριάντα (30) ώρες εβδομαδιαίως, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, νοούνται ως εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης και εξομοιώνονται μισθολογικά και κοινωνικοασφαλιστικά με αυτούς, δικαιούμενοι το πλήρες ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη επί του οποίου υπολογίζονται και οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ επίσης, εργαζόμενοι και εργαζόμενες καθαριότητας απασχολούμενοι για έξι (6) ώρες ημερησίως επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα (πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις προπαρατεθείσες διατάξεις βάσει του χώρου απασχόλησης) υπάγονται στο καθεστώς των βαρειών και ανθυγιεινών εργασιών, πλην όμως, η κατά τα ανωτέρω εξομοίωση αποσκοπεί στην εξασφάλιση ότι οι μερικώς απασχολούμενοι κατά τα 3/4 του πλήρους ωραρίου εργαζόμενοι καθαριότητας θα λαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, το διά των εκάστοτε ΕΓΣΣΕ προβλεπόμενο ελάχιστο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη πλήρους απασχόλησης (ΕφΠειρ 770/2018, σκ. 3), καθόσον η μείωση των ωρών εργασίας κατά το 1/4 για οποιοδήποτε λόγο (πχ ατομική σύμβαση εργασίας) δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αυτού. Εξασφαλίζεται δηλαδή, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων καθαριότητας που απασχολούνται με ωράριο εργασίας έξι (6) ωρών ημερησίως και τουλάχιστον πέντε (5) ημερών εβδομαδιαίως, ήτοι, κατά πλάσμα δικαίου, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, θα πρέπει να υπολογίζονται επί τη βάσει του ελάχιστου νομοθετημένου ημερομισθίου εργατοτεχνίτη, το οποίο δικαιούνται αυτοί να λαμβάνουν, και όχι επί τυχόν μειωμένων καταβαλλόμενων αποδοχών, διότι η καταβολή αυτή δεν είναι νόμιμη στο μέτρο που οι τελευταίες υπολείπονται των κατά τα άνω νόμιμων αποδοχών. Επομένως, η ανωτέρω εξομοίωση δεν καταλαμβάνει και το ποσοστό των εργοδοτικών εισφορών(παρ. 15) που πρέπει να επιβληθεί, αλλά μόνο το ύψος των αποδοχών επί των οποίων πρέπει να επιβληθεί. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα, εργοδότης που καταβάλλει μειωμένο ποσό αποδοχών που αντιστοιχεί στην πραγματική απασχόληση καθαριστών παρότι οι εργαζόμενοι της εν λόγω κατηγορίας θεωρούνται κατά πλάσμα δικαίου ως πλήρους απασχόλησης, θα επωφελείτο και από το μειωμένο ποσοστό εργοδοτικής εισφοράς που αντιστοιχεί στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, σε σχέση με το προβλεπόμενο για τους απασχολούμενους με μερική απασχόληση. Εν προκειμένω, όπως άλλωστε προκύπτει από το περιεχόμενο της οικονομικής προσφοράς της παρεμβαίνουσας, αλλά δέχθηκε και η ΑΕΠΠ, αυτή, παρότι επικαλείται τις προπαρατεθείσες διατάξεις, στη συνέχεια, υπολογίζει τις απολαβές των εργαζόμενων με εξάωρη απασχόληση μειωμένες έναντι των απολαβών των εργαζόμενων με πλήρη απασχόληση, ενώ περαιτέρω, τις υπάγει όσον αφορά το αντίστοιχο ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών, σε συνολικό ποσοστό 24,69% που βαρύνει συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ενόψει όμως, των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, το ποσοστό των οφειλόμενων εισφορών για τους εργαζόμενους με ωράριο εργασίας έξι (6) ωρών ημερησίως και τουλάχιστον πέντε (5) ημερών εβδομαδιαίως, θα έπρεπε να ανέρχεται σε 25,17% και όχι σε 24,69% που δηλώθηκε, με αποτέλεσμα η προσφορά της εν λόγω εταιρείας να μην είναι νόμιμη ως προς το σκέλος αυτό, όπως βασίμως προβάλλει η αιτούσα με το σχετικό λόγο της αιτήσεως ακυρώσεως. Η αντίθετη δε κρίση της ΑΕΠΠ, παρίσταται εσφαλμένη και για τούτο ακυρωτέα.
ΕλΣυν/Τμ.1/88/2012
Το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων των ο.τ.α. και των νομικών προσώπων τους μπορεί να οριστεί σε βάρδιες, κατά τις νυχτερινές ώρες ή κατά τις Κυριακές και ημέρες αργίας, όπως ακριβώς επιβάλλουν κάθε φορά οι συνθήκες λειτουργίας ή το είδος και η μορφή της υπηρεσίας ή εργασίας τους. Οι ανωτέρω υπάλληλοι επιτρέπεται να παρέχουν υπερωριακή εργασία με αμοιβή, κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες ή κατά τις νυχτερινές ώρες, προς συμπλήρωση της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας, για την εξυπηρέτηση των αναγκών των υπηρεσιών που λειτουργούν, βάσει νόμου ή ύστερα από απόφαση του αρμοδίου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, όλες τις ημέρες του μήνα ή σε 24ωρη βάση. Στην περίπτωση αυτή, ενόψει και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που οφείλει να διέπει τη δράση και τη λειτουργία της διοίκησης, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου, με την οποία εγκρίνεται η υπερωριακή εργασία, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και πλήρη αιτιολογία, παραθέτοντας τους λόγους, τις περιστάσεις, τις συνθήκες κ.λπ., που επιβάλλουν, για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, την υπερωριακή απασχόληση του προσωπικού που υπηρετεί σ’ αυτήν (βλ. πράξεις Ι Τμήμ. 99 και 220/2011). Περαιτέρω, εφόσον με την εγκριτική της υπερωριακής απασχόλησης απόφαση δεν γίνεται και κατανομή των εγκεκριμένων ωρών στο υπηρετούν προσωπικό, ακολουθεί νέα απόφαση διάθεσης (ή κατανομής) αυτών. Η απόφαση διάθεσης, που σκοπό έχει την υλοποίηση της αρχικής εγκριτικής απόφασης, δύναται να ανατρέχει στην ημερομηνία έναρξης ισχύος της τελευταίας, η οποία, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 3205/2003), επιτρέπεται να έχει περιορισμένη αναδρομική ισχύ, μέχρι ένα μήνα από την ημερομηνία δημοσίευσής της (βλ. πράξεις Ι Τμήμ. 78 και 212/2009, 248/2011). Τέλος, σύμφωνα με την 2/37190/0026/21.6.2001 ανωτέρω αναφερόμενη κ.υ.α., στα δικαιολογητικά χρηματικού εντάλματος, που αφορά στην καταβολή αποζημίωσης σε υπερωριακά απασχοληθέντα υπάλληλο, πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνεται υπεύθυνη δήλωση αυτού ότι οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές του δεν είναι, κατά μήνα, ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής του θέσης, διαφορετικά η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι κανονική (βλ. και άρθρο 21 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ 145 και 197), που εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των ο.τ.α. - πράξη VII Τμήμ. 426/2010).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/228/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΦΗΜΕΡΙΩΝ:..Με βάση τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο διαπιστώνει ότι το Νοσοκομείο, ακόμη και μετά την έκδοση των αναβλητικών Πρακτικών του της 18ης Συνεδρίασης/10.7.018, δεν προσκόμισε αναλυτικές βεβαιώσεις από τις οποίες να προκύπτουν για τους εφημεριακά απασχοληθέντες ιατρούς το σύνολο των ωρών της εβδομαδιαίας απασχόλησής τους, καθώς και ότι αυτή δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες ανά εβδομάδα ή σε περίπτωση εφαρμογής του μεταβατικού καθεστώτος της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 4498/2017, δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 60 ωρών ανά εβδομάδα, στην τελευταία δε περίπτωση δεν προσκόμισε τις έγγραφες και ρητές δηλώσεις των ιατρών για την παροχή της συναίνεσής τους ως προς την απασχόλησή τους πέραν του ορίου των 48 ωρών εβδομαδιαίως, δηλώσεις οι οποίες, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, θα πρέπει να τηρούνται για το σύνολο των ειδικευμένων και ειδικευόμενων ιατρών σε ειδικό αρχείο. Συνεπεία δε των ελλείψεων αυτών και σε συνδυασμό με τις 10258/21.6.2018 και τις από 24.7.2018 βεβαιώσεις του Κοινού Διοικητή των διασυνδεόμενων Γ.Ν. … «…» και «..», με τις οποίες συνομολογείται ότι αφενός υπάρχει υπέρβαση του 48ώρου για το σύνολο του ιατρικού προσωπικού, αφετέρου ότι ως προς τις υπερωρίες εφαρμόζεται το ήδη καταργηθέν με τις νέες διατάξεις παλαιότερο σύστημα εφημεριών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι κρίσιμες εφημερίες πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 4498/2017. Η επίκληση εκ μέρους του Νοσοκομείου του οικ.92438/12.12.2017 εγγράφου του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα της συγκεκριμένης δαπάνης, καθώς η αναφορά σε αυτό στη σταδιακή εφαρμογή του νόμου δεν συμφωνεί ούτε με το γράμμα αυτού, ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή, ούτε και με την υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας να συμμορφωθεί προς το δεδικασμένο της απόφασης της 23ης Δεκεμβρίου 2015 (υπόθεση C-180/14) του Δ.Ε.Ε., αλλά και προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 και 6 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Επιπλέον, η δυνατότητα εφαρμογής, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, του παλαιότερου συστήματος εφημεριών μέχρι την έκδοση των απαραίτητων υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων, δεν προβλέπεται από τις ρυθμίσεις του ν. 4498/2017, διότι, πέραν της δυνατότητας υπέρβασης του 48ωρου για μια τριετία από την έναρξη ισχύος του νόμου και μέχρι την ολοκλήρωση των απαιτούμενων προσλήψεων ειδικευμένων ιατρών, δεν προβλέπεται αντίστοιχη μεταβατική διάταξη για το νέο σύστημα εφημεριών και οργάνωσης του χρόνου εργασίας των ιατρών, αλλά αντίθετα καταργείται από την ισχύ του κάθε αντίθετη διάταξη νόμου. Αντίστοιχα, η δήλωση του Κοινού Διοικητή των διασυνδεόμενων Γ.Ν. … «...» και «…» ότι οι συγκεκριμένες υπερωρίες πραγματοποιήθηκαν με τη συναίνεση των ιατρών δεν δύναται να καλύψει την παράλειψη της υποβολής εκ μέρους τους εγγράφων δηλώσεων συναίνεσης και της τήρησης από το Διευθυντή του Νοσοκομείου ειδικού προς τούτο αρχείου. Τέλος, η αόριστη επίκληση της αδυναμίας του Νοσοκομείου να εκτελέσει με το υπάρχον προσωπικό το νέο σύστημα εφημεριών, χωρίς να παρέχονται στοιχεία για τον ακριβή αριθμό τακτικών ιατρών και επικουρικού προσωπικού που διαθέτει και το επιπλέον προσωπικό που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία του και την κάλυψη του συνόλου των αναγκών του, δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν για το συγκεκριμένο φορέα υγείας την αδυναμία εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη όμως της Προεδρεύουσας Συμβούλου, η επικαλούμενη έλλειψη προσωπικού στο Νοσοκομείο και η μη δυνατότητα πρόσληψης νέου προσωπικού είναι ανάγκες ικανές να στοιχειοθετήσουν την αδυναμία του Νοσοκομείου να εκτελέσει το νέο σύστημα εφημεριών με το υπάρχον προσωπικό και ως εκ τούτου οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες είναι νόμιμες και τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής πρέπει να θεωρηθούν. Η γνώμη αυτή δεν κράτησε...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι οι εντελλόμενες με τα υπό κρίση χρηματικά εντάλματα δαπάνες είναι μη νόμιμες και ότι αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΕΣ/ΤΜ.1/261/2011
Αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση..:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η υπερωριακή απασχόληση των φερόμενων ως δικαιούχων, κατά το μήνα Μάρτιο 2011, δεν είναι νόμιμη, καθόσον από τις αποφάσεις του Δημάρχου ... δεν προκύπτει ότι οι καλυφθείσες με αυτήν ανάγκες ήταν εποχικές, επείγουσες ή έκτακτες, ενώ ειδικά για τους υπαλλήλους των υπηρεσιών που λειτουργούν σε 24ωρη βάση ή όλες τις ημέρες της εβδομάδας (υπηρεσίες καθαριότητας και δημοτικής αστυνομίας) δεν αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία που να δικαιολογούν την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών πέραν του κανονικού ωραρίου, για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 48 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 3205/2003. Άλλωστε, η όλως αόριστη αναφορά στο προοίμιο της 104/2011 απόφασης του Δημάρχου ... ότι για την καθιέρωση της υπερωριακής εργασίας ελήφθησαν υπόψη οι «υπηρεσιακές ανάγκες του Δήμου για εξαιρετικές ή έκτακτες περιπτώσεις ανά Διεύθυνση για το έτος 2011, καθώς και οι περιπτώσεις θεομηνιών (καύσωνες, πλημμύρες κ.λ.π.)» αλλά και η απλή επανάληψη της διατύπωσης του νόμου ότι καθιερώνεται «υπερωριακή εργασία για τις απογευματινές ώρες εντός του 2011, και για όλο το προσωπικό του Δήμου, για την αντιμετώπιση εποχιακών, έκτακτων και επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών ….», χωρίς να εξειδικεύονται οι λόγοι που καθιστούν τις εν λόγω εργασίες επείγουσες και έκτακτες, δεν αρκεί για να καταστήσει ειδική και επαρκή την αιτιολογία της σχετικής διοικητικής πράξης, με την οποία μάλιστα καθιερώνεται γενική υπερωριακή απασχόληση για όλο το μόνιμο προσωπικό του Δήμου αδιακρίτως, χωρίς αναφορά στις συγκεκριμένες ειδικότητες των εργαζομένων που θα απασχοληθούν. Επίσης αναιτιολόγητη είναι και η 105/2011 απόφαση του Δημάρχου ..., για την καθιέρωση εργασίας κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες πέραν της υποχρεωτικής για το έτος 2011, η οποία δεν κάνει καμία αναφορά στις προς κάλυψη ανάγκες και στους λόγους που υπαγόρευσαν την καθιέρωσή της εργασίας πέραν του κανονικού ωραρίου. Ούτε όμως από τις εκ των υστέρων εκδοθείσες βεβαιώσεις υπερωριακής απασχόλησης, στις οποίες εξειδικεύονται οι εργασίες που εκτελέσθηκαν, προκύπτει η εποχική, η έκτακτη ή επείγουσα φύση τους, ενώ σε ό, τι αφορά το προσωπικό των υπηρεσιών με συνεχές ωράριο καθώς και αυτών που λειτουργούν όλες τις ημέρες της εβδομάδα, από τις σχετικές βεβαιώσεις δεν προκύπτει ότι η πρόσθετη κατά χρόνο εργασία ήταν απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών. Περαιτέρω, η αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης απαιτείται να περιλαμβάνεται στη εγκριτική αυτής απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου και δεν δύναται να αναπληρωθεί εκ των υστέρων με το έγγραφο επανυποβολής του επίμαχου χρηματικού εντάλματος προς θεώρηση, όπως επιχειρείται εν προκειμένω με το 14747/7.6.2011 έγγραφο του Δημάρχου .... Ανεξαρτήτως όμως αυτού, από το ανωτέρω έγγραφο δεν προκύπτει ότι τα ανατεθέντα στους φερομένους ως δικαιούχους καθήκοντα αφορούσαν στην κάλυψη εποχικών, επειγουσών ή εκτάκτων αναγκών, δυναμένων να δικαιολογήσουν την καθιέρωση υπερωριακής εργασίας ή ότι για το προσωπικό των υπηρεσιών καθαριότητας και δημοτικής αστυνομίας η καθιέρωσης εργασίας καθ’ υπέρβαση του κανονικού ωραρίου λειτουργίας ήταν απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία των οικείων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η απασχόληση προσωπικού των Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου, κατά τις απογευματινές ώρες, σε θέματα απογραφής περιουσιακών και οικονομικών στοιχείων, σύνταξης νέου Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και προϋπολογισμού, συνένωσης νομικών προσώπων στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3852/2010 «Πρόγραμμα Καλλικράτης», δεν συνιστά εποχική απασχόληση ούτε προκύπτει ότι οι εργασίες αυτές ανεφύησαν επειγόντως ή εκτάκτως, ώστε να δικαιολογείται η εκτέλεσή τους κατ’ απόκλιση του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των οικείων υπηρεσιών. Τα όσα δε αναφέρονται στο 14747/7.6.2011 έγγραφο επανυποβολής του επίμαχου χρηματικού εντάλματος, για την υποχρεωτική περάτωση των εργασιών αυτών εντός καταληκτικών ημερομηνιών, εκτός του δεν δύνανται να αναπληρώσουν εκ των υστέρων την ελλείπουσα αιτιολογία, κατά τα προδιαληφθέντα, είναι σε κάθε περίπτωση αόριστα, αφού ούτε αναφέρονται ούτε προσκομίζονται συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία από τα οποία να στοιχειοθετείται ο εν λόγω ισχυρισμός και να δικαιολογείται η υπέρβαση του κανονικού ωραρίου για την αποτροπή του κινδύνου δυσλειτουργίας της υπηρεσίας. Περαιτέρω, η όλως αόριστη επίκληση ελλείψεων σε τακτικό προσωπικό, για την κάλυψη αναγκών κατά το μήνα Μάρτιο του 2011 (επικείμενες εορτές Πάσχα) δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απασχόληση του προσωπικού των συνεργείων καθαριότητας, ηλεκτροφωτισμού, πρασίνου, νεκροταφείων και καθαρισμού κοινοχρήστων χώρων και πλατειών, καθ’ υπέρβαση του κανονικού ωραρίου εργασίας. Ειδικά δε, ως προς την λειτουργούσα σε ολοήμερη βάση υπηρεσία καθαριότητας δεν μνημονεύονται ούτε τα συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τη στελέχωση της υπηρεσίας ανά βάρδια εργασίας αλλά ούτε και οι συγκεκριμένες ανάγκες που έπρεπε απαραιτήτως να καλυφθούν για την διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας. Επίσης αόριστα αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο ότι ήταν επιβεβλημένη η εργασία των υπηρετούντων στην υπηρεσία ύδρευσης προκειμένου να αντιμετωπισθούν άμεσα βλάβες προκαλούμενες από την παλαιότητα του δικτύου ύδρευσης του Καλλικρατικού Δήμου ..., αφού δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες ανάγκες που προέκυψαν εκτάκτως ή επειγόντως και δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπισθούν κατά το σύνηθες ωράριο εργασίας, ενώ οι ανάγκες αυτές, εν γένει, υφίστανται συνεχώς και παγίως και δεν φέρουν καθ’ εαυτές, χαρακτήρα εποχικό, έκτακτο ή επείγοντα. Τέλος, η γενική αναφορά στην φύση της δημοτικής αστυνομίας ως υπηρεσίας συνεχούς λειτουργίας δεν μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει την καθιέρωση υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς ειδική αναφορά στις συνθήκες εκείνες που επέβαλαν την πρόσθετη κατά χρόνο εργασία των υπαλλήλων για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Κατ’ ακολουθία αυτών, οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες είναι μη νόμιμες και, συνεπώς, τα εντάλματα αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.