ΕλΣυν/Τμ.6/60/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων, αλλά και τη χρονική τους αλληλουχία, προκύπτει ότι η αρχικώς θεσπισθείσα διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985 παρέσχε σε κοινοπραξίες με κοινοπρακτούντα μέλη εργοληπτικές επιχειρήσεις της ίδιας ή κατώτερης τάξης, σε σχέση με την καλούμενη, τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε δημοπρασίες δημοσίων έργων, ωστόσο, σε μεταγενέστερο στάδιο κρίθηκε σκόπιμη η ενίσχυση του κατασκευαστικού σχήματος, με την καθιέρωση της δυνατότητας σύμπραξης επιχειρήσεων που ανήκουν στην ίδια με την καλούμενη τάξη ή στην αμέσως ανώτερη αυτής, με προφανή σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των έργων, λόγω της συμμετοχής στην κατασκευή τους εργοληπτών ανώτερης τάξης, ήτοι επιχειρήσεων μεγαλύτερων σε οικονομική βάση, αξιοπιστία και τεχνική ικανότητα, δυνάμενων να ανταποκριθούν επαρκέστερα σε ενδεχόμενες κατασκευαστικές δυσχέρειες και λοιπές απαιτήσεις του δημοπρατούμενου έργου (πρβλ. την υπ΄ αριθμ. 4755/04.10.2006 Ατομ. Γνωμοδ. του Ν.Σ.Κ. στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθώς και την υπ΄ αριθμ. 97/19.03.2003 Γνωμοδ. Του Ν.Σ.Κ.). Εξάλλου, με στόχο την ελεύθερη ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους και των κοινοπρακτουσών εργοληπτικών επιχειρήσεων κατώτερης τάξης, προβλέφθηκε, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της οικείας διάταξης, η συμμετοχή τους στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του 25%, διασφαλιζομένης ούτως της τήρησης των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ενδεχόμενη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985, σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, περί διατήρησης σε κάθε περίπτωση της επιφύλαξης αναφορικά με τα ισχύοντα για τους εργολήπτες της ανώτερης τάξης κατώτατα όρια ανάληψης δημοσίου έργου, θα ακύρωνε εκ των πραγμάτων την ως άνω θεσπισθείσα δυνατότητα σύστασης κοινοπραξίας με εργοληπτική επιχείρηση ανώτερης τάξης, δεδομένου ότι το καθοριζόμενο στο νόμο κατώτατο όριο προϋπολογισμού έργου για την τελευταία πάντοτε θα υπερέβαινε τον προϋπολογισμό του εκάστοτε δημοπρατούμενου έργου. Ως εκ τούτου, και εφόσον δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο προεκτεθεισών διατάξεων, εναπόκειται στην Αναθέτουσα Αρχή να ορίσει τις προϋποθέσεις συμμετοχής των κοινοπραξιών σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό, παραπέμποντας είτε στη διάταξη της παραγράφου 7 είτε σε αυτήν της παραγράφου 9. Ακολούθως, όταν στη διακήρυξη, η οποία, ως κανονιστική πράξη της αναθέτουσας αρχής, δεσμεύει τόσο την ίδια όσο και τους διαγωνιζομένους, μνημονεύεται μόνο η διάταξη της παραγράφου 7, το παραδεκτό της συμμετοχής κοινοπραξίας στον οικείο διαγωνισμό θα κριθεί αποκλειστικώς επί τη βάσει των όρων αυτής, ενώ αποκλεισμός της από την περαιτέρω διαδικασία, με επίκληση των τιθέμενων από την παράγραφο 9 περιορισμών, δε χωρεί. Τα ανωτέρω δε ισχύουν, ανεξαρτήτως των οριζομένων στη διάταξη της παρ. 41 του άρθρου 16 του ν.1418/1984, περί δυνατότητας δήλωσης στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. δεύτερης έδρας της επιχείρησης και, συνεπεία τούτου, μείωσης του θεσπισθέντος κατώτατου ορίου προϋπολογισμού των εργολαβιών που αυτή μπορεί να αναλάβει, καθόσον η ως άνω διάταξη, κατά τη ρητή γραμματική της διατύπωση, ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής σε δημοπρασία μεμονωμένων εργοληπτών και όχι συμμετεχουσών σε κοινοπραξία επιχειρήσεων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/163/2010
Μη νόμιμη διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου, καθόσον:α) δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης και στον ελληνικό τύπο ουσιώδης όρος της διακήρυξης του διαγωνισμού, που αφορά στις δικαιούμενες συμμετοχής κοινοπραξίες εργοληπτικών επιχειρήσεων και β) η ανάδοχος κοινοπραξία του ελεγχόμενου έργου δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη διακήρυξη προϋποθέσεις ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής της στο διαγωνισμό, καθόσον δεν κάλυπτε τις καλούμενες για τις εργασίες του συγκεκριμένου έργου, τάξεις του ΜΕΕΠ. Το VI Τμήμα του Έλεγκτικού Συνεδρίου με την 1892/2010 απόφασή του ανακάλεσε την προ- μνησθείσα Πράξη του Κλιμακίου, καθόσον ως προς την πρώτη νομική πλημμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι 38 εργοληπτικές επιχειρήσεις έλαβαν γνώση του πλήρους περιεχομένου της διακήρυξης, σε συνδυασμό μάλιστα και με το ότι από τις 5 συμμετέχουσες εργοληπτικές επιχειρήσεις και κοινοπραξίες οι 4 ήταν κοινοπραξίες με αναβάθμιση του ανωτάτου ορίου της τάξης τους, αναγνώρισε συγγνωστή πλάνη στα όργανα της αναθέτουσας αρχής. Ως προς τη δεύτερη νομική πλημμέλεια έκρινε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή στη διαδικασία της αναδόχου κοινοπραξίας, αφού αυτή αποτελείτο από 2 ατομικούς εργολήπτες 2ης τάξης (2η+ 2η, ανώτατο όριο με την αναβάθμιση 2.062.500,00 ευρώ) για την κατηγορία οικοδομικά, που είχε προϋπολογισμό 1.898.457,14 ευρώ, και μία ομόρρυθμο εταιρεία 1ης τάξης (ανώτατο όριο 1ης τάξης 750.000 ευρώ) για την κατηγορία Η/Μ, που είχε προϋπολογισμό 374.482,53 ευρώ.
ΕλΣυν/Τμ7(ΚΠΕ)/148/2012
(...)κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Πραξ. 19/2005, 31/2003, 3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις χωρεί νομίμως, μόνο υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από τους υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Ε΄ Κλιμ. πραξ. 167, 312/2012, 13/2011, 233/2010). Επομένως, σε περίπτωση που με τη διακήρυξη και κατ’ επέκταση με τη δημοσιευθείσα περίληψή της, καλούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις συγκεκριμένης τάξης, παρότι, ενόψει του προϋπολογισμού του έργου έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του ν. 3669/2008, δικαίωμα συμμετοχής εργοληπτικές επιχειρήσεις και άλλων -ανώτερων- τάξεων, δεν είναι νόμιμη η συμμετοχή αυτών στο διαγωνισμό, αφού για τη δυνατότητα αυτή δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων (βλ. ad hoc Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 287/2011).
ΕλΣυν/Tμ.6/2060/2010
Κατά τα παγίως κριθέντα, (βλ. Ελ. Συν. Πράξεις VI Τμ. 19/2005, 31/2003,3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις, χωρεί νομίμως υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού.
ΔΕΦ ΠΑΤΡ Α7/2018
Κατασκευή έργου...Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.(...)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.
ΕΣ/Τ7/416/2006
Εντελλόμενη δαπάνη μη νόμιμη, καθόσον πρόκειται για μικρό έργο κατά την έννοια του άρθρου 15 του π.δ. 171/1987, και η εκτέλεσή του έπρεπε να ανατεθεί, λόγω του ύψους της προϋπολογισθείσας δαπάνης, σε εργοληπτική επιχείρηση γραμμένη στο Μ.Ε.Ε.Π. και με εργοληπτικό πτυχίο Α΄ Τάξης για τα έργα οδοποιϊας και όχι Β΄ Τάξης, που κατέχει η ως άνω ανάδοχος
ΕΑΔΗΣΥ/334/2023
Με την προδικαστική προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητά ι) την ακύρωση της με αριθ. 24164/2022 απόφασης και της ενσωματωθείσας σε αυτήν απόφασης με αριθ. 23124/2022 της αναθέτουσας αρχής, καλούμενη εφεξής η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έγιναν δεκτά τα δικαιολογητικά
ΔΕφΠατρών/7/2018
Κατασκευή έργου..:Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.Επειδή προβάλλεται ότι μη νόμιμα κατέπεσε η εγγυητική επιστολή της απούσας αφού αυτή παρέλειψε να προβεί στη δήλωση παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέχρι την 8.12.2016, εντός της ταχθείσας με το ΤΕ -669/ΦΘΕ/8.8.2016 έγγραφο του καθού προθεσμίας, ήτοι έως τις 29.8.2016 και ως εκ τούτου από τις 29.8.2016 είχε παύσει να έχει την ιδιότητα του προσωρινού μειοδότη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η οικονομική προσφορά της αιτούσας έληγε την 8.9.2016. Το γεγονός δε ότι δεν υπέβαλε παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέσα στην ταχθείσα με το έγγραφο προθεσμία (ήτοι έως τις 29.8.2016) ουδόλως συνεπάγεται την οικονομικής της προσφοράς σε χρόνο προγενέστερο της 8.9.2016.(..)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.
ΕλΣυν/Τμ.6/119/2008
Με τις ανωτέρω διατάξεις, (άρθρο 23 του π.δ. 609/1985) τίθεται ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συγκεκριμένης εκ του νόμου ελάχιστης χρονικής διάρκειας ισχύος, η οποία τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων και πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά τριάντα (30) ημέρες μεγαλύτερη του χρόνου ισχύος αυτών. Σκοπός του νομοθέτη, με την καθιέρωση της εγγύησης συμμετοχής, ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής με την εκπλήρωση, εκ μέρους του μειοδότη, της υποχρέωσής του, όπως προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης. Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως παραβλάπτεται σε περίπτωση που, σε συμμόρφωση προς σχετικό όρο της διακήρυξης, η εγγύηση συμμετοχής είναι μικρότερης διάρκειας από την οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον η εγγύηση αυτή παραμένει σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης και η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται, εάν απαιτηθεί, να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της. Αντιθέτως, βέβαιη είναι η βλάβη που η τελευταία θα υποστεί, στην περίπτωση που, αποκλείοντας, εξαιτίας του μη ουσιώδους τυπικού αυτού ελαττώματος, το μειοδότη, υποχρεωθεί είτε στην ακύρωση της δημοπρασίας, είτε στην ανάθεση του έργου σε άλλο διαγωνιζόμενο, που προσέφερε μικρότερη έκπτωση. Έτσι, όμως, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 23 του π.δ. 609/1985, που έχει τεθεί υπέρ της αναθέτουσας αρχής, θα απέβαινε τελικά σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, με συνέπεια ο αποκλεισμός του μειοδότη, να μην ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νομοθέτη. Πολύ δε περισσότερο όταν το ελάττωμα της εγγύησης συμμετοχής αποτελεί απόρροια όρου της διακήρυξης και, επομένως, ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων δεν δύναται εξ αντικειμένου να τεθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως η αναθέτουσα αρχή προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην αιτούσα μειοδότρια κοινοπραξία, παρά το γεγονός ότι αυτή κατέθεσε εγγυητική επιστολή συμμετοχής ισχύος μέχρι 8.8.2008, ήτοι 210 ημερών από την ημερομηνία δημοπράτησης του έργου, συμμορφούμενη με σχετικό όρο της οικείας διακήρυξης. Τούτο δε διότι αφενός δεν παραβλάπτονται τα έννομα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής αφού η εγγύηση συμμετοχής παραμένει σε ισχύ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της και αφετέρου ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό δεν τίθεται.
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/490/2010
Καλούμενες τάξεις. Ελλειψη αιτιολογίας αποκλεισμού εργοληπτικής επιχείρησης Εφόσον στη διακήρυξη και στη δημοσιευθείσα περίληψή της προβλέπονταν η δυνατότητα συμμετοχής εργοληπτικών επιχειρήσεων ή κοινοπραξιών που ανήκουν στην 3η και 4η τάξη (εκτός νομού) και στην 3η, 4η και 5η (εντός νομού) στην κατηγορία οικοδομικά, μη νομίμως έγινε αποδεκτή η συμμετοχή της κοινοπραξίας Σ.Γ., η οποία διέθετε πτυχίο 2ης τάξης στα οικοδομικά. Το γεγονός δε της δυνατότητας συμμετοχής της στον επίμαχο διαγωνισμό βάσει της εξαιρετικής διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 16 του ν.3668/2008 με αναβάθμιση του ανωτάτου ορίου της τάξης του πτυχίου της, δεν μπορεί να παράσχει επαρκή θεμελίωση της νομιμότητας της συμ¬μετοχής της στο διαγωνισμό και κατά μείζονα λόγο της επιλογής της ως αναδόχου, καθότι η σχετική δυνατότητα δεν διαλαμβάνονταν με ρητό τρόπο στη διακήρυξη και στη δημοσιευθείσα περίληψή της και ως εκ τούτου δεν έτυχε της απαιτούμενης δημοσιότητας. Κάθε δε αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει τις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων δημοσίων έργων. Το πρακτικό της Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού δεν περιέχει καμία αιτιολογία για τον αποκλεισμό της εργοληπτικής επιχείρησης ΤΕ, της οποίας δεν ανοίχτηκε η οικονομική προσφορά, καθώς δεν εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε άκυρη η συμμετοχή της στο διαγωνισμό, γεγονός που αντίκειται στις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς. Διαπίστωση ουσιωδών νομικών πλημμελειών, που κωλύουν την υπογραφή του σχεδίου σύμβασης.
ΕλΣυν/Τμ.7/150/2011
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει το μεν ότι για την ανάληψη από την ανάδοχο εργοληπτική επιχείρηση του άνω έργου, που περιλαμβάνει περισσότερες κατηγορίες εργασιών, δεν αρκεί η εγγραφή της στο Μ.Ε.ΕΠ. για την κύρια κατηγορία των οικοδομικών εργασιών, αλλά απαιτείται εγγραφή της και για τις δευτερεύουσες εκείνες κατηγορίες. Το δε ότι η ανάδοχος εργοληπτική επιχείρηση κατέχοντας πτυχίο 2ης Τάξης δεν μπορούσε να αναλάβει την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου καθόσον το κατώτερο προβλεπόμενο όριο για τις εργοληπτικές επιχειρήσεις της τάξης αυτής για έργα που εκτελούνται στο νομό που βρίσκεται η έδρα τους, όπως εν προκειμένω, είναι 87.500,00 ευρώ, που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο του ανερχόμενου σε μόλις 6.900,00 ευρώ προϋπολογισμού του ανωτέρω έργου.