Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.6/60/2007

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων, αλλά και τη χρονική τους αλληλουχία, προκύπτει ότι η αρχικώς θεσπισθείσα διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985 παρέσχε σε κοινοπραξίες με κοινοπρακτούντα μέλη εργοληπτικές επιχειρήσεις της ίδιας ή κατώτερης τάξης, σε σχέση με την καλούμενη, τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε δημοπρασίες δημοσίων έργων, ωστόσο, σε μεταγενέστερο στάδιο κρίθηκε σκόπιμη η ενίσχυση του κατασκευαστικού σχήματος, με την καθιέρωση της δυνατότητας σύμπραξης επιχειρήσεων που ανήκουν στην ίδια με την καλούμενη τάξη ή στην αμέσως ανώτερη αυτής, με προφανή σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των έργων, λόγω της συμμετοχής στην κατασκευή τους εργοληπτών ανώτερης τάξης, ήτοι επιχειρήσεων μεγαλύτερων σε οικονομική βάση, αξιοπιστία και τεχνική ικανότητα, δυνάμενων να ανταποκριθούν επαρκέστερα σε ενδεχόμενες κατασκευαστικές δυσχέρειες και λοιπές απαιτήσεις του δημοπρατούμενου έργου (πρβλ. την υπ΄ αριθμ. 4755/04.10.2006 Ατομ. Γνωμοδ. του Ν.Σ.Κ. στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθώς και την υπ΄ αριθμ. 97/19.03.2003 Γνωμοδ. Του Ν.Σ.Κ.). Εξάλλου, με στόχο την ελεύθερη ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους και των κοινοπρακτουσών εργοληπτικών επιχειρήσεων κατώτερης τάξης, προβλέφθηκε, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της οικείας διάταξης, η συμμετοχή τους στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του 25%, διασφαλιζομένης ούτως της τήρησης των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ενδεχόμενη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985, σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, περί διατήρησης σε κάθε περίπτωση της επιφύλαξης αναφορικά με τα ισχύοντα για τους εργολήπτες της ανώτερης τάξης κατώτατα όρια ανάληψης δημοσίου έργου, θα ακύρωνε εκ των πραγμάτων την ως άνω θεσπισθείσα δυνατότητα σύστασης κοινοπραξίας με εργοληπτική επιχείρηση ανώτερης τάξης, δεδομένου ότι το καθοριζόμενο στο νόμο κατώτατο όριο προϋπολογισμού έργου για την τελευταία πάντοτε θα υπερέβαινε τον προϋπολογισμό του εκάστοτε δημοπρατούμενου έργου. Ως εκ τούτου, και εφόσον δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο προεκτεθεισών διατάξεων, εναπόκειται στην Αναθέτουσα Αρχή να ορίσει τις προϋποθέσεις συμμετοχής των κοινοπραξιών σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό, παραπέμποντας είτε στη διάταξη της παραγράφου 7 είτε σε αυτήν της παραγράφου 9. Ακολούθως, όταν στη διακήρυξη, η οποία, ως κανονιστική πράξη της αναθέτουσας αρχής, δεσμεύει τόσο την ίδια όσο και τους διαγωνιζομένους, μνημονεύεται μόνο η διάταξη της παραγράφου 7, το παραδεκτό της συμμετοχής κοινοπραξίας στον οικείο διαγωνισμό θα κριθεί αποκλειστικώς επί τη βάσει των όρων αυτής, ενώ αποκλεισμός της από την περαιτέρω διαδικασία, με επίκληση των τιθέμενων από την παράγραφο 9 περιορισμών, δε χωρεί. Τα ανωτέρω δε ισχύουν, ανεξαρτήτως των οριζομένων στη διάταξη της παρ. 41 του άρθρου 16 του ν.1418/1984, περί δυνατότητας δήλωσης στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. δεύτερης έδρας της επιχείρησης και, συνεπεία τούτου, μείωσης του θεσπισθέντος κατώτατου ορίου προϋπολογισμού των εργολαβιών που αυτή μπορεί να αναλάβει, καθόσον η ως άνω διάταξη, κατά τη ρητή γραμματική της διατύπωση, ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής σε δημοπρασία μεμονωμένων εργοληπτών και όχι συμμετεχουσών σε κοινοπραξία επιχειρήσεων.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Ε Κλιμ/163/2010

Μη νόμιμη διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου, καθόσον:α) δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης και στον ελληνικό τύπο ουσιώδης όρος της διακήρυξης του διαγωνισμού, που αφορά στις δικαιούμενες συμμετοχής κοινοπραξίες εργοληπτικών επιχειρήσεων και β) η ανάδοχος κοινοπραξία του ελεγχόμενου έργου δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη διακήρυξη προϋποθέσεις ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής της στο διαγωνισμό, καθόσον δεν κάλυπτε τις καλούμενες για τις εργασίες του συγκεκριμένου έργου, τάξεις του ΜΕΕΠ. Το VI Τμήμα του Έλεγκτικού Συνεδρίου με την 1892/2010 απόφασή του ανακάλεσε την προ- μνησθείσα Πράξη του Κλιμακίου, καθόσον ως προς την πρώτη νομική πλημμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι 38 εργοληπτικές επιχειρήσεις έλαβαν γνώση του πλήρους περιεχομένου της διακήρυξης, σε συνδυασμό μάλιστα και με το ότι από τις 5 συμμετέχουσες εργοληπτικές επιχειρήσεις και κοινοπραξίες οι 4 ήταν κοινοπραξίες με αναβάθμιση του ανωτάτου ορίου της τάξης τους, αναγνώρισε συγγνωστή πλάνη στα όργανα της αναθέτουσας αρχής. Ως προς τη δεύτερη νομική πλημμέλεια έκρινε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή στη διαδικασία της αναδόχου κοινοπραξίας, αφού αυτή αποτελείτο από 2 ατομικούς εργολήπτες 2ης τάξης (2η+ 2η, ανώτατο όριο με την αναβάθμιση 2.062.500,00 ευρώ) για την κατηγορία οικοδομικά, που είχε προϋπολογισμό 1.898.457,14 ευρώ, και μία ομόρρυθμο εταιρεία 1ης τάξης (ανώτατο όριο 1ης τάξης 750.000 ευρώ) για την κατηγορία Η/Μ, που είχε προϋπολογισμό 374.482,53 ευρώ.


ΕλΣυν/Τμ7(ΚΠΕ)/148/2012

(...)κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Πραξ. 19/2005, 31/2003, 3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις χωρεί νομίμως, μόνο υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από τους υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Ε΄ Κλιμ. πραξ. 167, 312/2012, 13/2011, 233/2010). Επομένως, σε περίπτωση που με τη διακήρυξη και κατ’ επέκταση με τη δημοσιευθείσα περίληψή της, καλούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις συγκεκριμένης τάξης, παρότι, ενόψει του προϋπολογισμού του έργου έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του ν. 3669/2008, δικαίωμα συμμετοχής εργοληπτικές επιχειρήσεις και άλλων -ανώτερων- τάξεων, δεν είναι νόμιμη η συμμετοχή αυτών στο διαγωνισμό, αφού για τη δυνατότητα αυτή δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων (βλ. ad hoc Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 287/2011).


ΕλΣυν/Tμ.6/2060/2010

Κατά τα παγίως κριθέντα, (βλ. Ελ. Συν. Πράξεις VI Τμ. 19/2005, 31/2003,3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις, χωρεί νομίμως υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού.


ΔΕΦ ΠΑΤΡ Α7/2018

Κατασκευή έργου...Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.(...)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.


ΕΣ/Τ7/416/2006

Εντελλόμενη δαπάνη μη νόμιμη, καθόσον πρόκειται για μικρό έργο κατά την έννοια του άρθρου 15 του π.δ. 171/1987, και η εκτέλεσή του έπρεπε να ανατεθεί, λόγω του ύψους της προϋπολογισθείσας δαπάνης, σε εργοληπτική επιχείρηση γραμμένη στο Μ.Ε.Ε.Π. και με εργοληπτικό πτυχίο Α΄ Τάξης για τα έργα οδοποιϊας και όχι Β΄ Τάξης, που κατέχει η ως άνω ανάδοχος


ΔΕφΠατρών/7/2018

Κατασκευή έργου..:Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.Επειδή προβάλλεται ότι μη νόμιμα κατέπεσε η εγγυητική επιστολή της απούσας αφού αυτή παρέλειψε να προβεί στη δήλωση παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέχρι την 8.12.2016, εντός της ταχθείσας με το ΤΕ -669/ΦΘΕ/8.8.2016 έγγραφο του καθού προθεσμίας, ήτοι έως τις 29.8.2016 και ως εκ τούτου από τις 29.8.2016 είχε παύσει να έχει την ιδιότητα του προσωρινού μειοδότη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η οικονομική προσφορά της αιτούσας έληγε την 8.9.2016. Το γεγονός δε ότι δεν υπέβαλε παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέσα στην ταχθείσα με το έγγραφο προθεσμία (ήτοι έως τις 29.8.2016) ουδόλως συνεπάγεται την οικονομικής της προσφοράς σε χρόνο προγενέστερο της 8.9.2016.(..)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.


ΕλΣυν/Τμ.6/119/2008

Με τις ανωτέρω διατάξεις, (άρθρο 23 του π.δ. 609/1985) τίθεται ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συγκεκριμένης εκ του νόμου ελάχιστης χρονικής διάρκειας ισχύος, η οποία τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων και πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά τριάντα (30) ημέρες μεγαλύτερη του χρόνου ισχύος αυτών. Σκοπός του νομοθέτη, με την καθιέρωση της εγγύησης συμμετοχής, ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής με την εκπλήρωση, εκ μέρους του μειοδότη, της υποχρέωσής του, όπως προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης. Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως παραβλάπτεται σε περίπτωση που, σε συμμόρφωση προς σχετικό όρο της διακήρυξης, η εγγύηση συμμετοχής είναι μικρότερης διάρκειας από την οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον η εγγύηση αυτή παραμένει σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης και η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται, εάν απαιτηθεί, να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της. Αντιθέτως, βέβαιη είναι η βλάβη που η τελευταία θα υποστεί, στην περίπτωση που, αποκλείοντας, εξαιτίας του μη ουσιώδους τυπικού αυτού ελαττώματος, το μειοδότη, υποχρεωθεί είτε στην ακύρωση της δημοπρασίας, είτε στην ανάθεση του έργου σε άλλο διαγωνιζόμενο, που προσέφερε μικρότερη έκπτωση. Έτσι, όμως, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 23 του π.δ. 609/1985, που έχει τεθεί υπέρ της αναθέτουσας αρχής, θα απέβαινε τελικά σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, με συνέπεια ο αποκλεισμός του μειοδότη, να μην ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νομοθέτη. Πολύ δε περισσότερο όταν το ελάττωμα της εγγύησης συμμετοχής αποτελεί απόρροια όρου της διακήρυξης και, επομένως, ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων δεν δύναται εξ αντικειμένου να τεθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως η αναθέτουσα αρχή προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην αιτούσα μειοδότρια κοινοπραξία, παρά το γεγονός ότι αυτή κατέθεσε εγγυητική επιστολή συμμετοχής ισχύος μέχρι 8.8.2008, ήτοι 210 ημερών από την ημερομηνία δημοπράτησης του έργου, συμμορφούμενη με σχετικό όρο της οικείας διακήρυξης. Τούτο δε διότι αφενός δεν παραβλάπτονται τα έννομα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής αφού η εγγύηση συμμετοχής παραμένει σε ισχύ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της και αφετέρου ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό δεν τίθεται.


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/490/2010

Καλούμενες τάξεις. Ελλειψη αιτιολογίας αποκλεισμού εργοληπτικής επιχείρησης Εφόσον στη διακήρυξη και στη δημοσιευθείσα περίληψή της προβλέπονταν η δυνατότητα συμμετοχής εργοληπτικών επιχειρήσεων ή κοινοπραξιών που ανήκουν στην 3η και 4η τάξη (εκτός νομού) και στην 3η, 4η και 5η (εντός νομού) στην κατηγορία οικοδομικά, μη νομίμως έγινε αποδεκτή η συμμετοχή της κοινοπραξίας Σ.Γ., η οποία διέθετε πτυχίο 2ης τάξης στα οικοδομικά. Το γεγονός δε της δυνατότητας συμμετοχής της στον επίμαχο διαγωνισμό βάσει της εξαιρετικής διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 16 του ν.3668/2008 με αναβάθμιση του ανωτάτου ορίου της τάξης του πτυχίου της, δεν μπορεί να παράσχει επαρκή θεμελίωση της νομιμότητας της συμ¬μετοχής της στο διαγωνισμό και κατά μείζονα λόγο της επιλογής της ως αναδόχου, καθότι η σχετική δυνατότητα δεν διαλαμβάνονταν με ρητό τρόπο στη διακήρυξη και στη δημοσιευθείσα περίληψή της και ως εκ τούτου δεν έτυχε της απαιτούμενης δημοσιότητας. Κάθε δε αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει τις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων δημοσίων έργων. Το πρακτικό της Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού δεν περιέχει καμία αιτιολογία για τον αποκλεισμό της εργοληπτικής επιχείρησης ΤΕ, της οποίας δεν ανοίχτηκε η οικονομική προσφορά, καθώς δεν εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε άκυρη η συμμετοχή της στο διαγωνισμό, γεγονός που αντίκειται στις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς. Διαπίστωση ουσιωδών νομικών πλημμελειών, που κωλύουν την υπογραφή του σχεδίου σύμβασης.


ΣτΕ/505/2007

Υπό την έννοια αυτή, από το γεγονός ότι η διακήρυξη δεν παραπέμπει και στην παρ. 9 αλλά μόνον στην παράγραφο 7 του ανωτέρω άρθρου 2 του π.δ/τος, δεν δύναται να συναχθεί ότι σκοπείται η αποδοχή στον συγκεκριμένο διαγωνισμό ενός άλλους κατ’ ουσίαν κοινοπρακτικού σχήματος, αποκλειομένης της εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 9 (δηλ. της τηρήσεως των κατωτάτων ορίων για κοινοπραξία με Ε.Ε. της ανώτερης τάξης),διότι μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αποκλεισμό εφαρμογής διατάξεων νόμου, με τις οποίες θεσπίσθηκαν κανόνες αναγκαστικού δικαίου για το εν λόγω κοινοπρακτικό σχήμα και θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες αυτούς, το οποίο δεν προκύπτει ότι ηθελήθη να επιχειρηθεί με τη διακήρυξη. Εξάλλου, η κατά το ανωτέρω επιβεβλημένη ερμηνεία της διακηρύξεως προς πρόσδοση σ’ αυτήν εννοίας εναρμονιζομένης με την ισχύουσα έννομη τάξη, ώστε η θεσπιζόμενη με αυτήν ρύθμιση να μην έρχεται σε αντίθεση προς τις κείμενες διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος, δεν αναιρείται από το ενδεχόμενο να καθίστανται κατά τον τρόπο αυτόν μη εφαρμόσιμες ή εν μέρει μόνο εφαρμόσιμες ορισμένες από τις προβλεπόμενες στη διακήρυξη ρυθμίσεις. Τούτο δε ιδίως διότι, λόγω του τυπικού περιεχομένου των προτύπων διακηρύξεων, το οποίο πολλάκις αναπαράγεται αυτούσιο, είναι ενδεχόμενο να περιλαμβάνονται σε διακήρυξη περιπτώσεις συμμετοχής που δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε συγκεκριμένο διαγωνισμό (όπως εν προκειμένω η περίπτωση της παρ. 21.3 της διακήρυξης), ή που τυγχάνουν μερικής εφαρμογής, όπως συμβαίνει στην επίμαχη περίπτωση.


ΕλΣυν/Τμ.6/463/2011

1)H επιλογή εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή δημόσιου έργου με διαγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης δημοσίου έργου, που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητώς από το νόμο, και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτόν (νόμο) περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής σε διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφεύγει στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για έργα που έχουν χαρακτηριστεί ως ειδικής φύσης. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται προηγούμενη απόφαση του φορέα κατασκευής του έργου, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του τεχνικού συμβουλίου του φορέα κατασκευής του έργου ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τούτου, του φορέα που εποπτεύει τον φορέα κατασκευής. Στην απόφαση αυτή πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ο χαρακτηρισμός του έργου ως ειδικής φύσης, ήτοι να προκύπτει, τόσο από την απόφαση όσο και από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοσή της, η συνδρομή εκείνων των ειδικών απαιτήσεων-ιδιαιτεροτήτων του έργου -όπως π.χ. η απαραίτητη ειδική τεχνογνωσία, οι απαιτούμενες ειδικές τεχνικές μέθοδοι κατασκευής, οι εξειδικευμένες εργασίες ή υψηλής τεχνολογίας εργασίες που από τη φύση τους μπορούν να εκτελεστούν μόνο από περιορισμένου αριθμού εργοληπτικές επιχειρήσεις που διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία και τα αναγκαία μέσα, ο ειδικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση του έργου- που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό του ως ειδικής φύσης, κατ’ αντιδιαστολή με τα συνήθη εκτελούμενα δημόσια έργα (Ε.Σ. 2051/2010). Περαιτέρω, ο αναθέτων φορέας οφείλει να αιτιολογήσει ότι στο πρόσωπο των καλούμενων εργοληπτών συντρέχουν λόγοι αποκλειστικότητας, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την εκτέλεση των ειδικής, κατά τα ανωτέρω, φύσης εργασιών μόνο από αυτούς. 2). Με τη διακήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται το σύστημα υποβολής προσφορών των διαγωνιζομένων, μεταξύ αυτών που περιοριστικά απαριθμούνται στο άρθρο 4 του ν. 3669/2008. Η αναθέτουσα αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει κάποιο από τα συστήματα ή και συνδυασμό αυτών υπό τις ειδικότερους περιορισμούς που τίθενται για κάθε ένα εξ αυτών. Σε ό,τι αφορά στο σύστημα που περιλαμβάνει την προσφορά ενιαίου ποσοστού έκπτωσης, αυτό δύναται να εφαρμοσθεί εφόσον συντρέχουν δύο σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις : α) η προμέτρηση των εργασιών του δημοπρατούμενου έργου είναι δύσκολη ή αδύνατη, γεγονός που δυνητικά συμβαίνει σε έργα συντηρήσεων, βελτιώσεων και ανακαινίσεων και β) ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας για το υπό εκτέλεση έργο δεν υπερβαίνει το όριο των 750.000 ευρώ, μέχρι του οποίου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως του Μητρώου Εμπειρίας Εργοληπτικών Επιχειρήσεων. Εκ τούτων παρέπεται ότι το σύστημα του ενιαίου ποσοστού έκπτωσης επιφυλάσσεται μόνο για ειδικά έργα (όπου η προμέτρηση παρουσιάζει δυσχέρειες ή καθίσταται αδύνατη), μικρής προϋπολογιζόμενης αξίας, προκειμένου στα μεγάλα έργα να συντάσσονται ακριβείς κατά το δυνατόν προϋπολογισμοί, στηριζόμενοι σε αντίστοιχες μελέτες και να αποφεύγεται η υπερτιμολόγηση έργων και η μέσω αυτής παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης τάξης. Ως εκ τούτου η (μη επιτρεπτή) επιλογή του συστήματος αυτού σε μεγάλα έργα, συνδεόμενη άμεσα με την παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερες της πρώτης τάξεως, συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια (Ε.Σ. 2708/2010) καθόσον προσβάλλει τις αρχές του ανταγωνισμού με την ειδικότερη μορφή της παραβίασης των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα συμμετοχής συγκεκριμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων (μέχρι του ορίου της πρώτης τάξεως). Τέλος, με το νέο θεσμικό πλαίσιο (ν. 3669/2008), το οποίο τιτλοφορείται «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», η θέσπιση του συστήματος αυτού για έργα μέχρι του ορίου των 750.000 ευρώ (όπου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως), καίτοι στο προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 6 Π.Δ/τος 609/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ/τος 218/1999) αναφέρονταν η τρίτη τάξη, ουδεμία ασκεί επιρροή, καθόσον πρόκειται περί νομοθετικών διατάξεων και επιλογών, οι οποίες θέτουν κανόνες δικαίου και όχι περί Προεδρικού Διατάγματος προκειμένου να δύναται να ερευνηθεί εάν οι νέες ρυθμίσεις κείνται εντός της οικείας εξουσιοδοτικής διατάξεως και της δεσμεύσεως που παράγεται από τον σκοπό της κωδικοποιήσεως. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι και υπό την ισχύ του π.δ/τος 609/1985, μετά την εφαρμογή του ν. 2940/2001, οι σχετικές διατάξεις ερμηνεύθηκαν ότι αφορούν σε μικρά έργα μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ, όπου δικαίωμα συμμετοχής έχουν εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξης (Πράξεις IV Τμήματος 8/2008, 141/2007, 89/2007). 3)Η παραλαβή και εξέταση των προσφορών σε ανοιχτή δημοπρασία δημοσίου έργου με προϋπολογισμό άνω του ανώτατου ορίο