ΔΕΚ/C-358/2000
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Διατακτικό Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 2ας Αυγούστου 2000 το Oberlandesgericht Dusseldorf, αποφαίνεται: Μία σύμβαση παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας εκδόσεων αποκλείεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καίτοι μνημονεύεται, λόγω του ειδικού της αντικειμένου, στο παράρτημα Ι Α της οδηγίας αυτής, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 8 της οδηγίας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
C-300/2007
Υπόθεση C-300/07: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2009 [αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Hans & Christophorus Oymanns GbR, Orthopädie Schuhtechnik κατά AOK Rheinland/Hamburg (Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών — Δημόσια ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας — Οργανισμοί δημοσίου δικαίου — Αναθέτουσες αρχές — Πρόσκληση για την υποβολή προσφορών — Κατασκευή και προμήθεια ορθοπεδικών υποδημάτων ατομικά προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών — Παροχή λεπτομερών συμβουλών στους πελάτες) Διατακτικό 1) Το άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ', πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών έχει την έννοια ότι υπάρχει χρηματοδότηση κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Κράτος οσάκις οι δραστηριότητες των δημόσιων ταμείων ασφαλίσεως ασθενείας χρηματοδοτούνται κυρίως με εισφορές των ασφαλισμένων που επιβάλλονται, υπολογίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με κανόνες δημοσίου δικαίου, όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη. Αυτά τα ταμεία ασφαλίσεως ασθενείας πρέπει να θεωρηθούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια των κανόνων της οδηγίας αυτής. 2) Μια μικτή δημόσια σύμβαση έχει ως αντικείμενο συγχρόνως και προϊόντα και υπηρεσίες, το εφαρμοστέο κριτήριο για να κριθεί αν η σύμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως σύμβαση προμηθειών ή ως σύμβαση υπηρεσιών είναι η αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που καλύπτει η σύμβαση. Σε περίπτωση διαθέσεως εμπορευμάτων που κατασκευάζονται και προσαρμόζονται ατομικά αναλόγως των αναγκών εκάστου πελάτη, ως προς δε τη χρήση των οποίων έκαστος πελάτης πρέπει να ενημερωθεί ατομικά, η κατασκευή των εμπορευμάτων αυτών πρέπει να καταταγεί στο τμήμα «προμήθειες» της εν λόγω σύμβασης, για τον υπολογισμό της αξίας εκάστης συνιστώσας αυτής. 3) Στην περίπτωση που η παροχή υπηρεσιών αποδειχθεί, στη συγκεκριμένη σύμβαση, πρωτεύουσα σε σχέση με την προμήθεια προϊόντων, μια συμφωνία, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, που συνάπτεται μεταξύ δημοσίου ταμείου ασφαλίσεως ασθενείας και επιχειρηματία, με την οποία καθορίζονται οι αμοιβές των διαφόρων μορφών αγωγής που αναμένεται ότι θα πραγματοποιήσει ο εν λόγω επιχειρηματίας καθώς και η διάρκεια εφαρμογής της συμφωνίας και βάσει της οποίας ο επιχειρηματίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξυπηρετήσει τους ασφαλισμένους που θα του το ζητήσουν, το δε ταμείο είναι ο μοναδικός οφειλέτης της αμοιβής των υπηρεσιών του επιχειρηματία, πρέπει να θεωρηθεί συμφωνία-πλαίσιο κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/18.
ΔΕΚ/C-231/2003
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Σύναψη με απευθείας ανάθεση συμβάσεως παραχωρήσεως αφορώσας τη διαχείριση της δημόσιας υπηρεσίας διανομής φυσικού αερίου — Δεν επιτρέπεται ελλείψει προσήκουσας διαφάνειας
c-423/2007
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων – Οδηγία 93/37 – Σύμβαση παραχωρήσεως δημοσίων έργων – Κανόνες δημοσιότητας (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρα 3 §§ 1 και 4, και 11 §§ 3 και 6) Κράτος μέλος το οποίο, αφού κίνησε διαδικασία ενόψει της συνάψεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίων έργων, σχετικά με την κατασκευή, τη συντήρηση και την εκμετάλλευση ορισμένων τμημάτων αυτοκινητοδρόμων, αναθέτει πρόσθετα έργα, ιδίως δε την κατασκευή πρόσθετων λωρίδων κυκλοφορίας και νέας σήραγγας σε ορισμένα τμήματα αυτοκινητοδρόμων, χωρίς να έχει γίνει μνεία των έργων αυτών στο αντικείμενο της συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίων έργων, όπως αυτό προσδιορίσθηκε στην προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στη συγγραφή υποχρεώσεων, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3, παράγραφος 1, καθώς και 11, παράγραφοι 3 και 6, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε συνδυασμό με το παράρτημα V αυτής. Πράγματι, το αντικείμενο μιας συμβάσεως παραχωρήσεως πρέπει να προσδιορίζεται στην προκήρυξη και στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι οποίες πρέπει να περιέχουν το κύριο αντικείμενο και τα επιμέρους αντικείμενα της συμβάσεως, την περιγραφή και τον τόπο εκτελέσεως των έργων στα οποία αναφέρεται η σύμβαση παραχωρήσεως, καθώς και την ποσότητα και τη συνολική έκταση των εν λόγω έργων. Έστω και αν η παραχωρούσα αρχή, αφού λάβει υπόψη τα τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των έργων που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεως παραχωρήσεως, έχει την ευχέρεια να παράσχει ένα ορισμένο περιθώριο για την ανάπτυξη πρωτοβουλίας εκ μέρους των διαγωνιζομένων όσον αφορά τη διατύπωση των προσφορών τους, μια παραπομπή που γίνεται, μέσω της συγγραφής υποχρεώσεων, στην εθνική νομοθεσία σχετικά με τη δυνατότητα των διαγωνιζομένων να υποβάλουν εναλλακτικές προσφορές δεν είναι σύννομη εφόσον δεν έχουν αποσαφηνισθεί, στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι ελάχιστες προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι εναλλακτικές προσφορές τέτοιου είδους. Επιπλέον, δεν θα ήταν σύμφωνο προς την οδηγία 93/37 το να συναφθεί, εκτός του πλαισίου οποιασδήποτε διαφάνειας, σύμβαση παραχωρήσεως δημοσίων έργων περιλαμβάνουσα έργα τα οποία αποκαλούνται «πρόσθετα» και τα οποία αποτελούν, καθεαυτά, «δημόσιες συμβάσεις έργων» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και των οποίων η αξία υπερβαίνει το προβλεπόμενο στην οδηγία αυτή όριο. Σε αντίθετη περίπτωση, τούτο θα σήμαινε ότι τα εν λόγω έργα που αποκαλούνται «πρόσθετα» θα εξέφευγαν της υποχρεώσεως δημοσιότητας και, κατά συνέπεια, οποιασδήποτε διεργασίας συνάδουσας προς τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας ανάδοχος συμβάσεως παραχωρήσεως δεν εκτελεί ο ίδιος τα πρόσθετα έργα, αλλά τα αναθέτει σε τρίτες επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αναγόμενες στη δημοσιότητα απαιτήσεις τις οποίες θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, δεν απαλλάσσει την παραχωρούσα αρχή από τις υποχρεώσεις της, δεδομένου ότι το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής επιβάλλει σαφώς, τόσο στην παραχωρούσα αρχή όσο και στον ανάδοχο συμβάσεως παραχωρήσεως, υποχρεώσεις δημοσιότητας οι οποίες ισχύουν σωρευτικώς και όχι διαζευκτικώς. (βλ. σκέψεις 55, 64-66, 70-71, 76, 81 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-215/2009
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) Η οδηγία 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως μεταξύ αναθέτουσας αρχής και ιδιωτικής εταιρίας, ανεξάρτητης από αυτήν, προς σύσταση κοινής εταιρίας υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της υγείας και της ευεξίας στους χώρους εργασίας, η ανάθεση από την εν λόγω αρχή της παροχής των προοριζόμενων για τους υπαλλήλους της υπηρεσιών, αξίας υπερβαίνουσας το προβλεπόμενο από την ως άνω οδηγία κατώτατο όριο, η οποία ανάθεση μπορεί να αποσπασθεί από την ιδρυτική της εταιρίας αυτής σύμβαση, πρέπει να γίνεται τηρουμένων των διατάξεων της συγκεκριμένης οδηγίας που έχουν εφαρμογή στις υπηρεσίες του παραρτήματος II B. Ειδικότερα, καίτοι η σύσταση εκ μέρους αναθέτουσας αρχής και ιδιωτικού οικονομικού φορέα κοινής επιχειρήσεως δεν εμπίπτει αυτή καθεαυτή στην οδηγία 2004/18, εντούτοις, μια πράξη κεφαλαιακής συναλλαγής δεν μπορεί να υποκρύπτει στην πραγματικότητα την ανάθεση σε εταίρο του ιδιωτικού τομέα συμβάσεων που δύνανται να χαρακτηριστούν ως δημόσιες συμβάσεις ή συμβάσεις παραχωρήσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας ιδιωτικός φορέας και μια αναθέτουσα αρχή συνεργάζονται στο πλαίσιο ενός φορέα μικτού κεφαλαίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αθέτηση των διατάξεων των σχετικών με τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης κατά την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης στον εν λόγω ιδιωτικό φορέα ή στον φορέα μικτού κεφαλαίου. Επομένως, σε περίπτωση που δεν αποδεικνύεται αντικειμενικώς η ανάγκη συνάψεως της μικτής συμβάσεως με ένα αποκλειστικώς αντισυμβαλλόμενο και το σκέλος της μικτής συμβάσεως που συνίσταται στη δέσμευση της αναθέτουσας αρχής να απευθύνεται στην κοινή εταιρία για την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της υγείας στους υπαλλήλους του είναι αποσπαστό από τη σύμβαση αυτή, οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2004/18 έχουν εφαρμογή επίσης επί της αναθέσεως του σκέλους αυτού. (βλ. σκέψεις 33-34, 45-47 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-399/1998
Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε
c-115/2014
1)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων, έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση.2)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1251/2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει τον υποχρεωτικό αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως των προσφερόντων και των υπεργολάβων τους οι οποίοι αρνούνται να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση.
ΔΕΚ/C-27/1986,C-28/1986,C-29/1986
Περίληψη 1 . Τα δικαιολογητικά που επιτρέπουν τον καθορισμό της χρηματοδοτικής και οικονομικής ικανότητας ενός εργολήπτη δεν απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 25 της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων . Μπορεί να ζητείται από τους υποβάλλοντες προσφορά ως δικαιολογητικό κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 25 η δήλωση του συνολικού ύψους δαπάνης των έργων που τους έχουν ανατεθεί, αλλ' ούτε το άρθρο αυτό ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν το ύψος δαπάνης των έργων που μπορούν να εκτελούνται ταυτόχρονα από την ίδια επιχείρηση . 2 . Τα άρθρα 25, 26 και 28 της οδηγίας 71/305 έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν τον αναθέτοντα φορέα να απαιτεί από εγκεκριμένο σε άλλο κράτος μέλος εργολήπτη να αποδεικνύει ότι ικανοποιεί, από άποψη οικονομικής και χρηματοδοτικής του ικανότητας καθώς και των τεχνικών του ικανοτήτων, ορισμένες απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας, έστω και αν ο εργολήπτης αυτός έχει, κατόπιν εγκρίσεως, καταταγεί, εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως, σε τάξη αντίστοιχη προς αυτή που απαιτείται από την εν λόγω εθνική νομοθεσία λόγω του μεγέθους των δημοπρατούμενων έργων υπό την προϋπόθεση ότι και στα δύο σχετικά κράτη μέλη η κατάταξη των επιχειρήσεων στηρίζεται σε ισοδύναμα κριτήρια όσον αφορά το επίπεδο των απαιτούμενων ικανοτήτων .
2005/51/EK
ΟΔΗΓΙΑ 2005/51/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 για την τροποποίηση του παραρτήματος XX της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του παραρτήματος VIII της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί δημοσίων συμβάσεων
ΔΕΚ/C-95/2010
Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εφαρμόζουν το άρθρο 47, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής και στις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες του παραρτήματος II B της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, τις αναθέτουσες αρχές να προβλέπουν, στη νομοθεσία και στα έγγραφα της συμβάσεως αντιστοίχως, την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.
ΔΕΚ/C-599/2010
Το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι επιβάλλει τη θέσπιση στην εθνική νομοθεσία εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 42, παράγραφος 3, του σλοβακικού νόμου 25/2006 για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, που προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, σε περίπτωση που ο υποψήφιος προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα, η αναθέτουσα αρχή του ζητεί εγγράφως να διευκρινίσει την πρόταση αυτή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώνει, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της δικογραφίας που έχει ενώπιόν του, αν η αίτηση παροχής διευκρινίσεων κατέστησε εφικτή στους ενδιαφερόμενους υποψηφίους την επαρκή διευκρίνιση της προσφοράς τους. Αντιβαίνει προς το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18 η άποψη της αναθέτουσας αρχής ότι δεν υπέχει υποχρέωση να ζητεί από τον υποψήφιο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα. Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως το άρθρο 42, παράγραφος 2, του νόμου 25/2006, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί εγγράφως από τους υποψηφίους να διευκρινίσουν την προσφορά τους χωρίς ωστόσο να απαιτεί ή να δέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση της προσφοράς αυτής. Η αναθέτουσα αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, οφείλει να επιφυλάσσει ίση και σύννομη μεταχείριση προς όλους τους υποψηφίους, ώστε να μην δημιουργείται η υπόνοια ότι η αίτηση παροχής διευκρινίσεων, την οποία η εν λόγω αρχή απευθύνει κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών, δύναται, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της, να έχει αδικαιολόγητα ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες για τον ή τους υποψηφίους τους οποίους αφορά η αίτηση αυτή.