ΔΕΚ/C-243/1989
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Περίληψη 1. Στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία οροθετεί το αντικείμενο της διαφοράς, οπότε τούτο δεν μπορεί πλέον, στη συνέχεια, να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα που έχει το ενδιαφερόμενο κράτος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του αποτελεί μια βασική και ηθελημένη από τη Συνθήκη εγγύηση, καθώς και ουσιώδη τύπο του νομοτύπου χαρακτήρα της διαδικασίας με την οποία σκοπείται η διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους. 2. Στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως, ασκηθείσας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης και της οποίας τη σκοπιμότητα μόνον αυτή μπορεί να εκτιμήσει, στο Δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη της προσαπτομένης παραβάσεως, ακόμα και αν το ενδιαφερόμενο κράτος δεν αμφισβητεί πλέον την παράβαση και αναγνωρίζει το δικαίωμα προς αποκατάσταση της ζημίας που έχουν τυχόν υποστεί εξ αυτής ιδιώτες. Στην αντίθετη περίπτωση, τα κράτη μέλη, αναγνωρίζοντας μια παράβαση και αποδεχόμενα την ευθύνη που μπορεί εξ αυτής να απορρέει, θα ήσαν οποτεδήποτε ελεύθερα, κατά τη διάρκεια μιας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας λόγω παραβάσεως, να θέτουν τέρμα σ' αυτήν χωρίς να έχει αποδειχθεί δικαστικώς η ύπαρξη της παραβάσεως και η θεμελίωση της ευθύνης τους. 3. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 30, 48 και 59 της Συνθήκης, καθώς και από την οδηγία 71/305, το κράτος μέλος το οποίο δημοσίευσε πρόσκληση για υποβολή προσφορών, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως δημοσίου έργου, βάσει όρου προβλέποντος την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη χρησιμοποίηση εγχωρίων υλικών, καταναλωτικών αγαθών, εργατικού δυναμικού και εξοπλισμού και το οποίο διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με την τελικώς επιλεγείσα εταιρία βάσει προσφοράς μη σύμφωνης προς τη συγγραφή υποχρεώσεων που είχε σχετικώς καταρτιστεί.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/ C-20/2001 και C-28/2001
Περίληψη 1. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ του άρθρου 226 ΕΚ αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα δυνάμει αυτής και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους. Κατά συνέπεια, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Επομένως, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτεύχθηκε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το επιδιωκόμενο με την οδηγία αποτέλεσμα. ( βλ. σκέψεις 29-30 ) 2. Η προστασία του περιβάλλοντος ενδέχεται να αποτελεί λόγο τεχνικής φύσεως υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως όταν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, η ακολουθούμενη λόγω της υπάρξεως ενός τέτοιου τεχνικού λόγου διαδικασία πρέπει να τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ( βλ. σκέψεις 59-60, 62 )
ΔΕΚ/C-236/1995
Περίληψη 1. Όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για την τήρηση της επιταγής της ασφάλειας δικαίου, να είναι η νομική κατάσταση των ιδιωτών σαφής και συγκεκριμένη και να τους επιτρέπει να γνωρίζουν το πλήρες περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους και, ενδεχομένως, να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αυτό δεν συμβαίνει όταν, σε κράτος μέλος, η νομολογία ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 89/665, περί των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, και θεωρεί ότι η νομοθεσία αυτή συνιστά επαρκές προσωρινό σύστημα δικαστικής προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας, ενώ μια τέτοια νομοθεσία δεν μεταφέρει ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη τις ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας όσον αφορά την εξουσία των οργάνων που επιλαμβάνονται των προσφυγών στα διάφορα κράτη μέλη να λαμβάνουν, ανεξάρτητα από προηγούμενη κίνηση κύριας δίκης, κάθε προσωρινό μέτρο σχετικό με τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. 2. Στο μέτρο που μπορούν να ανατεθούν σε ιδιώτες εξουσίες αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που αφορά η οδηγία 89/665, περί των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας και συνδρομής, την οποία υπέχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας, το οποίο οργανώνει τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή παρεμβαίνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους και στην αναθέτουσα αρχή σε περίπτωση σαφούς και κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως
ΔΕΚ/C-337/1998
Περίληψη 1. Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους να παρεμβαίνει, κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη, στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις που συστήθηκαν για διάρκεια αορίστου χρόνου ή για πολλά έτη, εφόσον οι σχέσεις αυτές συστήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της σχετικής οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Η γενική αυτή αρχή μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αναθέσεως μιας συμβάσεως οι οποίες είχαν συντελεσθεί πριν την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας η οποία περατώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση του αναθέτοντος φορέα να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως που λήφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και αποτελεί μέρος της διαδικασίας διαγωνισμού που περατώθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. ( βλ. σκέψεις 38-39, 41-42 ) 2. Στην Επιτροπή απόκειται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής. ( βλ. σκέψη 45 )
ΔΕΚ/C-458/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Διευκρίνιση των αρχικών αιτιάσεων με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Επιτρέπεται (Άρθρο 226 ΕΚ) 2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οικοδομικός τομέας (Άρθρο 49 ΕΚ) 1. Το γεγονός ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερώς τα επιχειρήματά της περί της προβαλλόμενης παραβάσεως, τα οποία ήδη προβλήθηκαν σε γενικότερο πλαίσιο με το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη, διευκρινίζοντας περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ένα καθεστώς ασύμβατο με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της εν λόγω παραβάσεως και δεν έχει, επομένως, καμία επίπτωση στο περιεχόμενο της διαφοράς. (βλ. σκέψη 47) 2. Συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που ένα κράτος μέλος υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ η εκ μέρους του απαίτηση από τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντες κατασκευαστικές υπηρεσίες να πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που το επίμαχο εθνικό καθεστώς επιβάλλει για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως οικοδομικής δραστηριότητας και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την προσήκουσα συνεκτίμηση των αντίστοιχων υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται οι παρέχοντες τις εν λόγω υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, καθώς και των ήδη πραγματοποιηθέντων από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικών ελέγχων. Ο περιορισμός του άρθρου 49 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο μέτρο που το γενικό συμφέρον το οποίο επιδιώκει να προστατεύσει η εθνική νομοθεσία δεν προασπίζεται με τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως ο παρέχων την υπηρεσία. (βλ. σκέψεις 100, 108 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-574/2010
Ο τεχνητός κατακερματισμός της αξίας συμβάσεως με ενιαίο αντικείμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσιονομικής διαχειρίσεως οι οποίοι επιβάλλουν την κατάτμηση σε επιμέρους έργα. Μια ενιαία συμφωνία, η οποία εκτελείται σε περισσότερα στάδια για αμιγώς δημοσιονομικούς λόγους, δεν μπορεί για αυτόν και μόνο τον λόγο να λογίζεται ως πλειάδα εξατομικευμένων συμβάσεων, με συνέπεια να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, διότι αυτό δεν συνάδει προς τον σκοπό των ευρωπαϊκών οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας απαγορεύει μια τέτοια τεχνητή κατάτμηση συμφωνίας που έχει ενιαίο αντικείμενο.
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-26/2003
1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)
ΔΕΚ/C-525/2003
Περίληψη της αποφάσεως Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Παράβαση εξαλειφθείσα πριν τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας — Απαράδεκτο (Άρθρο 226, εδ. 2, ΕΚ) Κατά το άρθρο 226, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως μόνον αν το οικείο κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας που τού τάχθηκε προς τούτο με τη γνώμη αυτή. Εξάλλου, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιαζόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη. Επομένως, η προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι απαράδεκτη όταν το εθνικό μέτρο, το οποίο αποτελεί μόνο αντικείμενο της προσφυγής, έχει παύσει να παράγει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα πριν τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, και μάλιστα ήδη πριν την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής. (βλ. σκέψεις 13-14, 16-17)
ΔΕΚ/C-76/1981
Περίληψη 1 . Η οδηγία 71/305 τού Συμβουλίου πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι αντίκειται πρός αυτήν η απαίτηση ενός Κράτους μέλους από προσφέροντα εγκατεστημένο σε άλλο Κράτος μέλος να αποδείξει οτι συγκεντρώνει τούς όρους πού τάσσονται στα άρθρα 23 έως 26 της οδηγίας αυτής καί ανάγονται στην εντιμότητα και στα επαγγελματικά του προσόντα μέ άλλα μέσα , οπως είναι η άδεια εγκαταστάσεως , πλήν εκείνων πού ορίζονται από τίς εν λόγω διατάξεις . Τό αποτέλεσμα μιάς τέτοιας ερμηνείας τής οδηγίας είναι εξ άλλου σύμφωνο προς το σύστημα τών διατάξεων τής συνθήκης περί παροχής υπηρεσιών . Πράγματι , τό νά εξαρτάται σέ ενα Κράτος μέλος η εκτέλεση παροχών υπηρεσιών από μία επιχείρηση πού ειναι εγκατεστημένη σέ άλλο Κράτος μέλος από τήν κτήση αδείας εγκαταστάσεως στό πρώτο κράτος θά ειχε ως συνέπεια νά αφαιρείται κάθε πρακτικό αποτέλεσμα από τό άρθρο 59 τής συνθήκης , αντικείμενο τού οποίου ειναι ακριβώς η κατάργηση τών περιορισμών τής ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από πρόσωπα μή εγκατεστημένα στό κράτος στό έδαφος τού οποίου πρέπει νά εκτελεσθεί η παροχή . 2 . Όταν , κατά τήν γνώμη τού αναθέτοντος δημόσια έργα , οι προσφορές ενός εργολήπτου εμφανίζονται κατά τρόπο έκδηλο υπερβολικά χαμηλές εν σχέσει πρός τίς πρός εκτέλεση παροχές , τό άρθρο 29 παράγραφος 5 τής οδηγίας 71/305 υποχρεώνει τόν αναθέτοντα , πρίν αποφασίσει τήν κατακύρωση τού έργου , νά καλέσει τόν προσφέροντα νά δικαιολογήσει τίς τιμές πού προσφέρει ή νά πληροφορήσει τόν προσφέροντα , ποιές από τίς προσφορές εμφανίζονται ως υπερβολικά χαμηλές καί νά τού τάξει εύλογη προθεσμία γιά νά υποβάλει συμπληρωματικές διευκρινίσεις .
ΔΕΚ/C-57/2001
Περίληψη 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της συνθέσεως αυτού του είδους των κοινοπραξιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, μοναδική διάταξη που αφορά τις κοινοπραξίες των εργοληπτών, περιορίζεται, αφενός, να αναφέρει ότι οι κοινοπραξίες επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές και, αφετέρου, να απαγορεύσει την υποχρέωση να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή προτού ανατεθεί η σύμβαση στην επιλεγείσα κοινοπραξία, και δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τη σύνθεση αυτή. ( βλ. σκέψεις 60-61, 63, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες προσφυγής μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση κρατικών προμηθειών ή δημοσίων έργων και υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. Συναφώς, μια κοινοπραξία εργοληπτών πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η οδηγία 89/665, στο μέτρο που μια απόφαση της αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που η κοινοπραξία αυτή αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. ( βλ. σκέψεις 64-65, 73, διατακτ. 2 )