ΔΕΚ/C-574/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ο τεχνητός κατακερματισμός της αξίας συμβάσεως με ενιαίο αντικείμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσιονομικής διαχειρίσεως οι οποίοι επιβάλλουν την κατάτμηση σε επιμέρους έργα. Μια ενιαία συμφωνία, η οποία εκτελείται σε περισσότερα στάδια για αμιγώς δημοσιονομικούς λόγους, δεν μπορεί για αυτόν και μόνο τον λόγο να λογίζεται ως πλειάδα εξατομικευμένων συμβάσεων, με συνέπεια να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, διότι αυτό δεν συνάδει προς τον σκοπό των ευρωπαϊκών οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας απαγορεύει μια τέτοια τεχνητή κατάτμηση συμφωνίας που έχει ενιαίο αντικείμενο.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/1137/2006
Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.
ΔΕΚ/C-458/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Αντικείμενο της διαφοράς – Προσδιορίζεται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Διευκρίνιση των αρχικών αιτιάσεων με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο – Επιτρέπεται (Άρθρο 226 ΕΚ) 2. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οικοδομικός τομέας (Άρθρο 49 ΕΚ) 1. Το γεγονός ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή αναπτύσσει λεπτομερώς τα επιχειρήματά της περί της προβαλλόμενης παραβάσεως, τα οποία ήδη προβλήθηκαν σε γενικότερο πλαίσιο με το έγγραφο οχλήσεως και την αιτιολογημένη γνώμη, διευκρινίζοντας περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ένα καθεστώς ασύμβατο με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της εν λόγω παραβάσεως και δεν έχει, επομένως, καμία επίπτωση στο περιεχόμενο της διαφοράς. (βλ. σκέψη 47) 2. Συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που ένα κράτος μέλος υπέχει από το άρθρο 49 ΕΚ η εκ μέρους του απαίτηση από τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρέχοντες κατασκευαστικές υπηρεσίες να πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που το επίμαχο εθνικό καθεστώς επιβάλλει για τη χορήγηση άδειας ασκήσεως οικοδομικής δραστηριότητας και αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την προσήκουσα συνεκτίμηση των αντίστοιχων υποχρεώσεων στις οποίες υπόκεινται οι παρέχοντες τις εν λόγω υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, καθώς και των ήδη πραγματοποιηθέντων από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικών ελέγχων. Ο περιορισμός του άρθρου 49 ΕΚ μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στο μέτρο που το γενικό συμφέρον το οποίο επιδιώκει να προστατεύσει η εθνική νομοθεσία δεν προασπίζεται με τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως ο παρέχων την υπηρεσία. (βλ. σκέψεις 100, 108 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-323/1996
Σκεπτικό της απόφασης 1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου: - μη δημοσιεύοντας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΕΕΕΚ) προκήρυξη διαγωνισμού τόσο για το σύνολο όσο και για κάθε ένα από τα τμήματα του έργου κατασκευής του κτιρίου του Vlaamse Raad - και μη εφαρμόζοντας τις διαδικασίες αναθέσεως όπως προβλέπονται από την οδηγία 89/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989, για την τροποποίηση της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 210, σ. 1), και από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (EE L 199, σ. 54), και ειδικότερα αναθέτοντας αδικαιολόγητα το τμήμα 4 με διαπραγμάτευση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές, και ακριβέστερα από τα άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 93/37.
ΔΕΚ/C-243/1989
Περίληψη 1. Στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία οροθετεί το αντικείμενο της διαφοράς, οπότε τούτο δεν μπορεί πλέον, στη συνέχεια, να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα που έχει το ενδιαφερόμενο κράτος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του αποτελεί μια βασική και ηθελημένη από τη Συνθήκη εγγύηση, καθώς και ουσιώδη τύπο του νομοτύπου χαρακτήρα της διαδικασίας με την οποία σκοπείται η διαπίστωση παραβάσεως κράτους μέλους. 2. Στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραβάσεως, ασκηθείσας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης και της οποίας τη σκοπιμότητα μόνον αυτή μπορεί να εκτιμήσει, στο Δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη της προσαπτομένης παραβάσεως, ακόμα και αν το ενδιαφερόμενο κράτος δεν αμφισβητεί πλέον την παράβαση και αναγνωρίζει το δικαίωμα προς αποκατάσταση της ζημίας που έχουν τυχόν υποστεί εξ αυτής ιδιώτες. Στην αντίθετη περίπτωση, τα κράτη μέλη, αναγνωρίζοντας μια παράβαση και αποδεχόμενα την ευθύνη που μπορεί εξ αυτής να απορρέει, θα ήσαν οποτεδήποτε ελεύθερα, κατά τη διάρκεια μιας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας λόγω παραβάσεως, να θέτουν τέρμα σ' αυτήν χωρίς να έχει αποδειχθεί δικαστικώς η ύπαρξη της παραβάσεως και η θεμελίωση της ευθύνης τους. 3. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 30, 48 και 59 της Συνθήκης, καθώς και από την οδηγία 71/305, το κράτος μέλος το οποίο δημοσίευσε πρόσκληση για υποβολή προσφορών, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως δημοσίου έργου, βάσει όρου προβλέποντος την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη χρησιμοποίηση εγχωρίων υλικών, καταναλωτικών αγαθών, εργατικού δυναμικού και εξοπλισμού και το οποίο διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με την τελικώς επιλεγείσα εταιρία βάσει προσφοράς μη σύμφωνης προς τη συγγραφή υποχρεώσεων που είχε σχετικώς καταρτιστεί.
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΔΕΚ/ C-20/2001 και C-28/2001
Περίληψη 1. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ του άρθρου 226 ΕΚ αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα δυνάμει αυτής και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους. Κατά συνέπεια, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Επομένως, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτεύχθηκε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το επιδιωκόμενο με την οδηγία αποτέλεσμα. ( βλ. σκέψεις 29-30 ) 2. Η προστασία του περιβάλλοντος ενδέχεται να αποτελεί λόγο τεχνικής φύσεως υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως όταν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, η ακολουθούμενη λόγω της υπάρξεως ενός τέτοιου τεχνικού λόγου διαδικασία πρέπει να τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ( βλ. σκέψεις 59-60, 62 )
ΔΕΚ/C-244/2002
Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
ΔΕΚ/C-19/2000
Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )
ΔΕΚ/Τ-195/2005
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)
ΔΕΚ-C-318/1994
Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.