ΔΕΕ/C-585/2020
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Είσπραξη απαιτήσεων πλειόνων επιχειρήσεων έναντι δημόσιας αρχής από εισπρακτική εταιρία – Άρθρο 6 – Κατ’ αποκοπήν ποσό 40 ευρώ ως αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως – Άρθρο 4 – Προθεσμία πληρωμής εφόσον προβλέπεται από τον νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία για τη διαπίστωση της αντιστοιχίας των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση – Άρθρο 2, σημείο 8 – Έννοια του “οφειλόμενου ποσού” – Συμπερίληψη του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στη βάση υπολογισμού των τόκων υπερημερίας»
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
2/49106/0026/2013
ΘΕΜΑ: «Καταπολέμηση καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές »
2011/7/ΕΕ
ΟΔΗΓΙΑ 2011/7/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αναδιατύπωση)
2011/7/ΕΕ
ΟΔΗΓΙΑ 2011/7/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αναδιατύπωση)
ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011
Επιτόκιο υπερημερίας.Το προαναφερόμενο π.διάταγμα 166/2003 εκδόθηκε με σκοπό την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στόχευε στην καταπολέμηση σε κοινοτικό επίπεδο και με ενιαίο τρόπο των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού και της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Επομένως, οι διατάξεις του εν λόγω π.δ/τος, που αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας, κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.
ΠΔ 166/2003
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.
Καταργήθηκε με τον Ν. 4152/2013 -ΦΕΚ 107 Α/9-5-2013
ΠΔ 166/2003
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές.
ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τον Ν. 4152/2013 -ΦΕΚ 107 Α/9-5-2013
ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011
Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.
ΝΣΚ/631/2004
Τόκοι υπερημερίας σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων.Δεν έχει εφαρμογή το ΠΔ 166/2003, το οποίο προσάρμοσε την Ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ για την καταπολέμηση των καθυστερημένων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων που έχει υπογραφεί πριν από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος. Τούτο δε ανεξάρτητα του ειδικότερου προβληματισμού αν το ως άνω δ/γμα έχει εφαρμογή ή όχι στις αναθέτουσες αρχές του τομέα της Άμυνας, όταν πρόκειται για προϊόντα που εφαρμόζεται το άρθρο 223 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν 296 ΕΚ).
ΔιοικΕφΘεσ 632/2023
Επειδή, με τα ως άνω νομικά και πραγματικά δεδομένα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) ότι η ένδικη αξίωση στηρίζεται σε απευθείας αναθέσεις διεπόμενες από τις διατάξεις του ν. 4412/2016, για την πληρωμή των οποίων δεν ήταν υποχρεωτικός ο προληπτικός έλεγχος δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 31 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 4270/2014, όπως τροποποιήθηκε εν τέλει με το άρθρο 125 του ν. 4611/2019), β) ότι οι συναλλαγές που αφορούν οι απευθείας αναθέσεις συνιστούν εμπορικές συναλλαγές κατά την έννοια της υποπαρ. Ζ3 της παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, καθόσον οι εν λόγω προμήθειες συμφωνήθηκε να παρασχεθούν από ιδιωτική επιχείρηση σε δημόσια αρχή έναντι αμοιβής, γ) ότι έγινε η παραλαβή των προϊόντων, όπως βεβαιώνεται επί των εκδοθέντων τιμολογίων, δ) ότι η καθής Περιφέρεια συνομολογεί ότι πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω προμήθειες από τον αιτούντα και ε) ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η καταβολή των αιτούμενων ποσών στον αιτούντα, κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως της αιτούμενης διαταγής πληρωμής για το προαναφερθέν συνολικό ποσό των 4.379,06 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., για την ικανοποίηση των παραπάνω αξιώσεων του αιτούντος. Ωστόσο, το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι ο αιτών δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η υποβολή των προαναφερθέντων τιμολογίων με τα συναπαιτούμενα δικαιολογητικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας (άρθρα 12 ν. 4174/2013 – Α΄ 170, 39 ν. 2065/1992 – Α΄ 113, ΠΟΛ.1274 – Β΄ 3398/2013, όπως ισχύουν) στην αρμόδια προς πληρωμή Υπηρεσία και, συνεπώς, δεν προκύπτει ο χρόνος, κατά τον οποίο η καθής η αίτηση Περιφέρεια κατέστη υπερήμερη ως προς την πληρωμή τους (πρβλ. ΣτΕ 1505/2015, 1198/2020, 1644/2022).
ΣΤΕ/1553/2017
Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.