Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/631/2004

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 496/1974, 166/2003

Τόκοι υπερημερίας σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων.Δεν έχει εφαρμογή το ΠΔ 166/2003, το οποίο προσάρμοσε την Ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ για την καταπολέμηση των καθυστερημένων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, σε σύμβαση προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων που έχει υπογραφεί πριν από τη δημοσίευση του ως άνω διατάγματος. Τούτο δε ανεξάρτητα του ειδικότερου προβληματισμού αν το ως άνω δ/γμα έχει εφαρμογή ή όχι στις αναθέτουσες αρχές του τομέα της Άμυνας, όταν πρόκειται για προϊόντα που εφαρμόζεται το άρθρο 223 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν 296 ΕΚ).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.7/2/2011

Ως προς την επιβολή τόκων υπερημερίας σε βάρος δημοσίων αρχών λόγω των εκ μέρους τους καθυστερήσεων πληρωμών σε εμπορικές συναλλαγές μεταξύ αυτών και των επιχειρήσεων-δανειστών τους, οι διατάξεις του ως άνω π.δ/τος είναι αποκλειστικώς εφαρμοστέες έναντι της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, που ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής των οφειλόμενων τόκων υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οφειλόμενων ποσών εκ λογαριασμών και πιστοποιήσεων προς πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών δημόσιων και περαιτέρω και δημοτικών έργων. Τούτο δε διότι στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω π.δ/τος υπάγονται και οι πληρωμές εκ συμβάσεων εκτελέσεως δημοσίων και δημοτικών έργων, αφού και οι εν λόγω εργολαβικές συμβάσεις αποτελούν εμπορικές συναλλαγές κατά τον ορισμό της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, δοθέντος ότι εν ευρεία εννοία συνεπάγονται παροχή εκ μέρους του εργολήπτη υπηρεσιών έναντι αμοιβής προς την αναθέτουσα (δημόσια) αρχή, για τον προσδιορισμό της οποίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας (και παρά τη ρητή εξαίρεση με την περίπτ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ/τος 166/2003), λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που εμπεριέχονται στις οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η οδηγία 93/37/ΕΟΚ (11), που αφορά στα δημόσια έργα. Συνακόλουθα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σχετική σύμβαση, το ύψος του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής από την αναθέτουσα αρχή λογαριασμού εκ της εκτέλεσης δημοτικού έργου υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες. Η ως άνω δοθείσα ερμηνεία ενισχύεται και από την ήδη ισχύουσα (από της 18.6.2008) διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 53 του ν. 3669/2008 (ΦΕΚ Α΄, 116/18.6.2008 - βλ. και άρθρο δεύτερο αυτού), με την οποία πλέον ρητά προβλέπεται ο υπολογισμός του τόκου υπερημερίας προκειμένου περί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού δημοσίου έργου σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ/τος 166/2003.


ΠΔ 284/1989

Τροποποίηση, συμπλήρωση και μεταγγλώτιση του Π.Δ. 785/1978 "Περί Προμηθειών, Εργολαβιών και Εκτελέσεως Εργασιών των Ενόπλων Δυνάμεων" (Α' 181), όπως το Δ/γμα αυτό έχει τροποποιηθεί με τα Π.Δ. 909/1981 (Α' 231), 525/1985 (Α' 190) και 292/1988 (Α' 136). (Διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α' 196/8-9-1989) ( Από την έναρξη ισχύος του νόμου 3433/2006 ΦΕΚ Α/20/7.2.2006 καταργούνται οι διατάξεις του π.δ. 284/1989 (ΦΕΚ133 Α') και κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά τις προμήθειες αμυντικού υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων και αναφέρεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από το νόμο αυτόν.)


ΝΣΚ/445/2004

Υπολογισμός τόκων υπερημερίας αμοιβής μελέτης .Επί καθυστερήσεως καταβολής της αμοιβής αναδόχου για μελέτη δημοσίου έργου άνευ υπαιτιότητάς του, αν η σύμβαση υπεγράφη πριν την 31-12-1985 (και μετά την 17-4-1979), οφείλεται τόκος υπερημερίας υπολογιζόμενος με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, όπως αυτό έχει καθορισθεί με τις Π.Υ.Σ. που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της παρ.5 του άρθρου 15 του Ν 876/79. Εφαρμογή των ανωτέρω στην περίπτωση της αμοιβής για τη μελέτη επεκτάσεως του Αχιλλοπουλείου Γενικού Νοσοκομείου Βόλου, για την οποία έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 443/1999 απόφαση του Δ.Ε. Λάρισας.


ΝΣΚ/541/2008

Tροποποίηση Συμβάσεως προμηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων. Το Ν.Σ.Κ. δεν έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει για τις τροποποιήσεις των χρονοδιαγραμμάτων παραδόσεων, διότι η περίπτωση υπάγεται στην παρ.1 του άρθρου 66 του ΠΔ 284/1989. Η τροποποίηση του χρόνου ασκήσεως option μετά τον προβλεπόμενο χρόνο ασκήσεώς του, εμπίπτει στη γνωμοδοτική αρμοδιότητα του άρθρου 66 παρ.2 του ΠΔ 284/1989, πλην όμως για μια τέτοια τροποποίηση είναι εξεταστέον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του Ν 3433/2006 (άρθρο 51).


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/108/2019

Εξόφληση ενοικίων:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη στερείται οποιουδήποτε νομίμου ερείσματος, διότι δεν προβλέπεται από το νόμο, δεν στηρίζεται σε νομίμως συναφθείσα σύμβαση ούτε έχει κριθεί με δικαστική απόφαση με δύναμη δεδικασμένου, ενώ και τα ανωτέρω μνημονευόμενα παραστατικά λειτουργικών δαπανών δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε νομίμως εκκαθαρισμένη απαίτηση αντίστοιχη προς την εντελλόμενη δαπάνη και τα λοιπά έγγραφα, κατά συνέπεια οι πρώτος και τρίτος λόγοι άρνησης θεώρησης του χρηματικού εντάλματος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, κρίνονται βάσιμοι. Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο λόγο διαφωνίας, η διαγωνιστική διαδικασία που διενεργήθηκε κατά το έτος 2006 αφορούσε στη σύναψη μίσθωσης του ακινήτου μέχρι τις 16.3.2011, έκτοτε ουδέποτε διενεργήθηκε διαγωνισμός για τη σύναψη αντίστοιχης μισθωτικής σχέσης με το ίδιο μίσθιο ακίνητο για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα. Η αποζημίωση χρήσης για την καθυστερημένη παράδοση του μισθίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του π.δ. 715/1979, μπορούσε να καταβληθεί μόνο για διάστημα, όχι μεγαλύτερο από δύο μήνες, μετά τις 16.3.2011, δηλαδή για τη χρήση του ακινήτου έως 16.5.2011, στο οποίο προφανώς η εντελλόμενη δαπάνη δεν ανάγεται. Επιπροσθέτως, μετά τη λήξη στις 16.3.2011 της μισθωτικής σχέσης μεταξύ του ... και της εκμισθώτριας του ακινήτου, δυνατότητα παράτασης της διάρκειάς της δεν υφίστατο, διότι δεν είχε συνομολογηθεί εξαρχής. Άλλωστε, η αρχική σύμβαση, είχε συναφθεί κατόπιν διαγωνισμού πριν από την ισχύ των διατάξεων του ν. 3518/2006 για διάστημα πενταετίας, που εξαντλούσε τη νομοθετικά θεσπιζόμενη ανώτατη επιτρεπτή χρονική διάρκεια των μισθώσεων ακινήτων για τις ανάγκες των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ακόμα, η σιωπηρή αναμίσθωση του ακινήτου ρητώς απαγορευόταν από τις ισχύουσες διατάξεις. Τέλος, ουδέποτε η Διοικούσα Επιτροπή του … έλαβε την απαιτούμενη ειδικά αιτιολογημένη απόφαση απευθείας συμφωνίας για τη μίσθωση του ακινήτου, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, παράλληλα δε, ούτε προκύπτει ότι συνέτρεχαν επείγουσες και εξαιρετικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοια απευθείας συμφωνία κατά παράκαμψη της διαγωνιστικής διαδικασίας, ακόμα δε και σε αυτή την περίπτωση η οικεία σύμβαση, δεν θα μπορούσε να καλύπτει τη χρήση του ακινήτου έως και το έτος 2016, το οποίο η εντελλόμενη δαπάνη αφορά, διότι δεν μπορούσε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών, αρχής γενομένης από τη λήξη της μισθωτικής σχέσης κατά το έτος 2011. Με δεδομένο ότι δεν τηρήθηκαν από τα αρμόδια όργανα του … οι προδιαληφθείσες ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει τις μισθώσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες, για μεν τη σύναψη μίσθωσης ακινήτου επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού, κατ’ εξαίρεση δε και υπό προϋποθέσεις και περιστάσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, την απευθείας συμφωνία, ενώ ρητώς δεν επιτρέπουν ούτε την παράταση υφισταμένης μίσθωσης ούτε τη σιωπηρή αναμίσθωση, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη (πρβλ. Πράξεις IV Τμ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 15/2018). Τέλος, η συμφωνία «διακανονισμού» που επιτεύχθηκε κατά το έτος 2018, δεν έχει οποιοδήποτε νομοθετικό έρεισμα (πρβλ. άρθρο 15 «Ρύθμιση θεμάτων Εμπορικών Μισθώσεων» παρ. 1-10 ν. 4013/2011, Α 204). Περαιτέρω, η ίδια συμφωνία εκτιμώμενη ως σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ή και ειδικά ως εξώδικος συμβιβασμός (Πράξεις IV Τμ. 47, 54, 59/2017, 7/2019), για τη νομιμότητά της προϋποθέτει προηγούμενη έγκυρη συμβατική σχέση, ωστόσο, εν προκειμένω, στηρίζεται σε ανύπαρκτη υποκείμενη αιτία, δεδομένου ότι δεν προκύπτει μίσθωση του ακινήτου για το κρίσιμο διάστημα, νομίμως συναφθείσα, επί έριδας ή αβεβαιότητας της οποίας επήλθε ο εν λόγω συμβιβασμός. Τέλος, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι τα μέρη απέβλεψαν στην αφηρημένη (αναιτιώδη) υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, τέτοια συμφωνία αντίκειται στην αρχή της νομίμου δράσεως της Διοικήσεως. Επομένως, η εντελλόμενη δαπάνη που ενσωματώνει αποζημίωση χρήσης ακινήτου και λειτουργικών δαπανών για τα κατά περίπτωση αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, δεν θεμελιώνεται νομίμως στην προαναφερόμενη από 13.1.2018 συμφωνία, υπό οποιαδήποτε εκδοχή ως προς το αντικείμενο της ως σύμβασης.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/271/2019

Επιδότηση νοσηλεύτριας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η σχετική αξίωση της … δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον η αξίωση αυτή γεννήθηκε στις 24.11.2008, με την υποβολή με την αίτησή της προς το Νοσοκομείο όλων των δικαιολογητικών για την επιδότηση αγοράς κατοικίας που προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Η δε πενταετής παραγραφή της αξίωσης αυτής, η οποία άρχισε στις 31.12.2008 (τέλος του οικονομικού έτους), διεκόπη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υποβολή της από 26.11.2012 πρώτης ως άνω αίτησής της προς τον Προϊστάμενο της Οικονομικής Υπηρεσίας του Νοσοκομείου, με την παρέλευση εξαμήνου από την άσκηση της οποίας (26.5.2013) άρχισε νέα πενταετής παραγραφή, η οποία διεκόπη εκ νέου με την άσκηση αγωγής εκ μέρους της εντός του έτους 2014, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί απόφαση τελεσίδικη ή καταργητική της δίκης (βλ. περ. α’ και β’ του άρθρο 51 του ν.δ/τος 496/1974).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη είναι νόμιμη και κανονική και, συνεπώς, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί, εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΤΜ.1/259/2010

Καταβολή αμοιβής για νομικές υπηρεσίες:..Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η ανάθεση, στον φερόμενο ως δικαιούχο εντολοδόχο δικηγόρο, της εντολής σύνταξης των γνωμοδοτήσεων, στις οποίες αφορά η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικηγορική αμοιβή, δεν είναι νόμιμη για τους ως άνω βασίμως προβαλλόμενους, από τον διαφωνούντα Επίτροπο, λόγους και, επομένως, η δικηγορική αυτή αμοιβή δεν έχει το χαρακτήρα λειτουργικής δαπάνης και δεν μπορεί να βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Νοσοκομείου. Σε κάθε δε περίπτωση, και να ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η ανωτέρω ανάθεση είναι νόμιμη, πράγμα που όπως αναφέρθηκε δεν συμβαίνει, και πάλιν η εκκαθάριση της εντελλόμενης δικηγορικής αμοιβής είναι μη νόμιμη, γιατί έγινε καθ’ υπέρβαση των, μόνων υποχρεωτικών για το Νοσοκομείο, αφού δεν έχει καθοριστεί υψηλότερη αμοιβή πριν την εκτέλεση της σχετικής εντολής, προβλεπόμενων, εκ του νόμου, ελάχιστων ορίων των αμοιβών των δικηγόρων. Συγκεκριμένα και σχετικά με την επάλληλη αυτή σκέψη αναφέρονται τα εξής: Όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 110/2009, 205/2007, 252, 182, 107/2006, 204/2005, 74/2003, 252/2000 πράξεις του Τμήματος τούτου), η ελάχιστη δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη γνωμοδοτήσεων, ελλείψει σχετικής ρύθμισης στη, μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη, κοινή υπουργική απόφαση περί "προσδιορισμού των ελάχιστων αμοιβών των Δικηγόρων", καθόσον η συγκεκριμένη νομική υπηρεσία δεν υπάγεται στην έννοια της, προβλεπόμενης στην ανωτέρω υπουργική απόφαση, περίπτωσης «παροχής συμβουλών στους εντολείς των δικηγόρων», καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 158 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α΄), Κώδικα περί Δικηγόρων, που ορίζει ότι «Δι’ έγγραφον γνωμοδότησιν επί νομικού ή πραγματικού ζητήματος, εγγράφως επί τούτω υποβαλλομένου, το ελάχιστον όριον της αμοιβής είναι δραχμαί 100.». Επομένως, ο φερόμενος ως δικαιούχος δικηγόρος, σε κάθε περίπτωση, θα δικαιούνταν ως αμοιβή το ποσό των 41,09 ευρώ για κάθε γνωμοδότηση (δηλαδή, 100 μεταλλικές δραχμές  140 μονάδες, όπως η ισοτιμία αυτή έχει καθοριστεί με την 12398/9.2.1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ΦΕΚ 131 Β΄, = 14.000 δραχμές ή 41,085 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 575,26 ευρώ (41,09 ευρώ  14 γνωμοδοτήσεις) κι όχι το, επιπλέον τούτου, εντελλόμενο ποσό των 868,00 ευρώ. Εν όψει όλων των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δικηγορική αμοιβή δεν είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το χρηματικό αυτό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΝΣΚ/64/2023

Ερωτάται, εάν: α) Η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ν. 3528/2007, με την οποία προβλέπεται ότι ο δημόσιος υπάλληλος έχει τη δυνατότητα να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή μετά από έκδοση σχετικής άδειας από την υπηρεσία του και συναφώς η υπ’ αριθμ. 981/1.03.2000 απόφαση της Συγκλήτου του Ιδρύματος, έχουν εφαρμογή και επί των μελών Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) αυτού. β) Η Σύγκλητος του Ιδρύματος έχει η ίδια την δυνατότητα να ρυθμίσει το παραπάνω θέμα επί των μελών Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.), Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού (Ε.Τ.Ε.Π.), μέχρι την έκδοση του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 223 παρ. 3 ν. 4957/2022.(...)α) Στις δύο εξεταζόμενες περιπτώσεις δεν απαιτείται για την άσκηση ιδιωτικού έργου στους αιτούντες η προγενέστερη έκδοση από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών της προβλεπόμενης από την διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 Υ.Κ. υπηρεσιακής άδειας. β) Η Σύγκλητος του Ιδρύματος δεν έχει την δυνατότητα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 223 παρ. 3 ν. 4957/2022, να αποστεί από την υπάρχουσα ρύθμιση προβαίνοντας σε διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος.


ΕΣ/ΤΜ.4/170/2011 (Β΄ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝΜε τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ύψους του αντικειμένου της σύμβασης, αυτή έπρεπε να γίνει εγγράφως και συνεπώς η έλλειψη του εγγράφου συμβάσεως με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας από την ως άνω εταιρεία καθιστά άκυρη τη σύμβαση, χωρίς η ακυρότητα αυτή να αίρεται από το γεγονός ότι η κοινοπραξία εκπλήρωσε τελικά τη σύμβαση που της ανατέθηκε, διότι η εκτέλεση της σύμβασης καλύπτει μόνο την έλλειψη εγγράφου τύπου της αποδοχής. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι το από 24.3.2010 (αρ. πρωτ. Γ.Ν.Τ. 5659/24.3.2010) έγγραφο της κοινοπραξίας συνιστά αποδοχή της προτάσεως του Νοσοκομείου για την παράταση της από 26.1.2007 συμβάσεως, όπως κατά τη διατύπωσή του φέρεται, καθώς δεν προηγήθηκε σχετική απόφαση των αρμόδιων οργάνων του Νοσοκομείου να παραταθεί η εν λόγω σύμβαση είτε να ανατεθεί απευθείας, ώστε να ακολουθήσει σχετική πρόταση απευθυντέα προς την κοινοπραξία. Το δε ερώτημα που απευθύνθηκε προς την κοινοπραξία με το 4376/10.3.2010 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών του Νοσοκομείου, χωρίς να προηγηθεί σχετική απόφαση από τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου, είχε ως αποτέλεσμα την, κατά ορθό νομικό χαρακτηρισμό του από 24.3.2010 εγγράφου της, υποβολή από την κοινοπραξία το πρώτον εγγράφου δηλώσεως ενδιαφέροντος προς το Νοσοκομείο για τη σύναψη συμβάσεως, στο έγγραφο δε αυτό το Νοσοκομείο ουδέποτε απάντησε μέσω των αρμοδίων οργάνων του με έγγραφη πρόταση, ώστε να θεωρηθεί ότι καταρτίστηκε σύμβαση βάσει της προτάσεως και του πραγματικού γεγονότος της παροχής των υπηρεσιών καθαριότητας τις οποίες τα μέρη θέλησαν αντικείμενο συμβάσεως. Ούτε, τέλος, μπορεί να θεωρηθεί η από 22.3.2011 απόφαση του Δ.Σ. του Νοσοκομείου ως νόμιμη απόφαση ανάθεσης των ως άνω υπηρεσιών, καθώς ανεπιτρέπτως ελήφθη με αναδρομική ισχύ και μάλιστα μετά το πέρας του χρόνου κατά τον οποίο παρασχέθηκαν οι εν λόγω υπηρεσίες. Επομένως οι λόγοι διαφωνίας του Επιτρόπου ότι οι υπηρεσίες καθαριότητας παρασχέθηκαν χωρίς προηγούμενη απόφαση του αρμόδιου να αποφασίσει την ανάθεσή τους οργάνου του Νοσοκομείου και χωρίς να υπογραφεί σχετική σύμβαση παρίσταται βάσιμος. Εξάλλου, είναι απορριπτέο το αίτημα του Νοσοκομείου για τη νομιμοποίηση της εν λόγω δαπάνης κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεως του άρθρου 27 παρ. 9 Ν. 3867/2010, διότι κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη IV, από τη διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνονται οι δαπάνες που αφορούν σε συμβάσεις υπηρεσιών. Όμως, το Τμήμα κρίνει ότι τα όργανα του Νοσοκομείου δεν έδρασαν με πρόθεση καταστρατηγήσεως των οικείων διατάξεων, δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες πλημμέλειες και ολιγωρίες δεν ανήκουν στη σφαίρα δράσεως των οργάνων του Γενικού Νοσοκομείου ....., το οποίο ενέκρινε, ήδη εντός του χρονικού διαστήματος της αρχικής συμβάσεως, με την 76/8.2.2008 απόφαση του Δ.Σ. αυτού, τη διενέργεια ανοικτού διαγωνισμού για την ανάθεση των υπηρεσιών καθαριότητας, προϋπολογιζόμενης δαπάνης 963.000 ευρώ, αλλά σε αυτή των προαναφερομένων φορέων και συγκεκριμένα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και της, μετά την πλήρη εφαρμογή του ν.3580/2007, αρμόδιας Επιτροπής Προμηθειών Υγείας (Ε.Π.Υ.). Τούτο δε διότι το μεν Υπουργείο δεν ενέκρινε, ενόσω ήταν αρμόδιο, τη σκοπιμότητα της διενέργειας του ανωτέρω διαγωνισμού, η δε Ε.Π.Υ. ως αρμόδιος φορέας (μετά την πλήρη εφαρμογή του ανωτέρω νόμου από τις 19.6.2008 –βλ. άρθρο 13 αυτού) δεν χορήγησε εξουσιοδότηση για τη διενέργειά του στο Νοσοκομείο ή στην αρμόδια Υ.ΠΕ. αλλά στη ….. (βλ. το 3290/16.2.2009 έγγραφο της Επιτροπής), η οποία μολονότι ήταν αρμόδια κατά το άρθρο 6 του ν.3580/2007 για τη διενέργεια του διαγωνισμού, δεν προέβη, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, στην προκήρυξη και διεξαγωγή αυτού, με αποτέλεσμα μόλις στις 2.2.2010 να εξουσιοδοτηθεί το Νοσοκομείο για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, για τον οποίο έπρεπε να αναμείνει την εκ νέου έγκριση τεχνικών προδιαγραφών από την Ε.Π.Υ. (η οποία συντελέστηκε στις 25.5.2010) πριν προβεί στην προκήρυξή του. Επομένως, κρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση και λόγω της πιεστικής ανάγκης για τον καθαρισμό των χώρων του Νοσοκομείου, καθώς και της συγχύσεως που επικρατούσε σε σχέση με το ποιος ήταν ο υπόχρεος για τη διενέργεια του ανοικτού διαγωνισμού, τα όργανα του Νοσοκομείου έδρασαν κατά συγγνωστή πλάνη και, συνεπώς, για αυτόν και μόνο τον λόγο το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα είναι θεωρητέο.