Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Αριθμ. οικ.27143/2016

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4238/2014, 4368/2016
ΦΕΚ: 2904/Β/13.09.2016

Κατάρτιση νέου πίνακα φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας.

Καταργήθηκε με την υπ'αρ.21325οικ./2018, ΦΕΚ-5315/Β/27.11.2018


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

21325οικ/2018

Πλαίσιο εφαρμογής του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας ενηλίκων και κατάρτιση νέου πίνακα φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του.

ΔΣφ στο ΦΕΚ-2944/Β/16.7.2019


ΚΥΑ 108073/13/2014

Οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας από ανηλίκους και Πίνακας Φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του θεσμού.


73461/2017

Πλαίσιο εφαρμογής του αναμορφωτικού μέτρου της παροχής κοινωφελούς εργασίας ανηλίκων και πίνακας φορέων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του μέτρου.


ΕΣ/Τ7/171/2009

Σκοπός της σύναψης των προγραμματικών συμβάσεων μεταξύ των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών φορέων που αναφέρονται στις προεκτεθείσες διατάξεις είναι η ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εκτελούνται τα έργα ή προγράμματα ή παρέχονται οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας προγραμματικής σύμβασης. Ο αναπτυξιακός σκοπός της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων προκύπτει τόσο από τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του ν. 1416/1984, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του οποίου προβλέφθηκε το πρώτον ο θεσμός των προγραμματικών συμβάσεων, στην οποία έκθεση αναφέρεται (σελίδα 4) ότι με τις συμβάσεις αυτές «εξασφαλίζεται η κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή συγκεκριμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, η οικονομική αποκέντρωση καθώς και η αξιοποίηση των τοπικών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού της περιοχής, όπου θα συγκεντρώνεται η αναπτυξιακή προσπάθεια» καθώς και από τα πρακτικά της ΝΣΤ συνεδρίασης της Βουλής της 9 Ιανουαρίου 1984, κατά την οποία συζητήθηκε το οικείο σχέδιο νόμου, στα οποία αναφέρεται (σελίδα 2807), ότι στόχος του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αλλά και με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2738/1999, με τις οποίες είχε αντικατασταθεί το άρθρο 35 του προϊσχύσαντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, στο οποίο είχαν κωδικοποιηθεί οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1416/1984 (το άρθρο 35 επαναλαμβάνεται στο άρθρο 225 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα με τροποποιήσεις μόνο αναφορικά με τα πρόσωπα που δύνανται να συνάψουν ή να συμμετέχουν σε προγραμματική σύμβαση, τη δυνατότητα ανάθεσης σε τρίτο της διαχείρισης, εκμετάλλευσης και συντήρησης των έργων της προγραμματικής σύμβασης καθώς και την περίπτωση που τα προβλεπόμενα στην προγραμματική σύμβαση έργα είναι πολιτιστικού χαρακτήρα), γινόταν υπενθύμιση του αναπτυξιακού χαρακτήρα του θεσμού των προγραμματικών συμβάσεων, εφόσον στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφερόταν ότι η εφαρμογή των συμβάσεων αυτών στο δημόσιο τομέα «συνέβαλε στην εκτέλεση πλείστων έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς την εφαρμογή του θεσμού αυτού». Συνεπώς, τόσο τα έργα και τα προγράμματα που εκτελούνται στο πλαίσιο σύναψης μιας προγραμματικής σύμβασης, όσο και οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ΄ εφαρμογή της πρέπει να έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα (πρβλ. Πρακτικά 14ης Συν /9.5.2006 και Πράξη 304/2006 VII Τμ. Ελ.Συν.) και να μη μπορούν –όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες- να παρασχεθούν με άλλο τρόπο εκτός της σύναψης της οικείας προγραμματικής σύμβασης (πρβλ. Πράξη 205/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.). Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να εμπίπτουν οι ως άνω υπηρεσίες στα συνήθη καθήκοντα και αρμοδιότητες των υπηρεσιών του συμβαλλόμενου Δήμου, όπως αυτά περιγράφονται στο νόμο και στις οικείες οργανικές διατάξεις, καθόσον η εκτέλεση τέτοιων υπηρεσιών στα πλαίσια προγραμματικής σύμβασης θα προκαλούσε αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση της υπηρεσίας και θα ήταν δυνατόν, επίσης, να οδηγήσει σε χρηματοδότηση κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης κατά παράβαση του άρθρου 259 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. Πράξη 137/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.), ενώ επιτρέπεται, στο πλαίσιο εκτέλεσης μιας τέτοιας σύμβασης, με αντικείμενο σύμφωνο με το νόμο, δηλαδή αναπτυξιακού χαρακτήρα, να απασχολείται προσωπικό ενός από τους συμμετέχοντες φορείς σε άλλο φορέα καθώς και η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των σκοπών της σύμβασης (πρβλ. Πράξεις 304/2006, πρβλ. 171/2007 VII Τμ. Ελ.Συν.).


ΕΣ/ΤΜ.7/5/2019 (σε συμβούλιο)

Παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξης:ζητείται η ανάκληση της 280/2018 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙV, το Τμήμα κρίνει ότι η ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών στη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος εταιρεία είναι νόμιμη, όπως βάσιμα προβάλλεται και με την υπό κρίση αίτηση. Και τούτο, καθόσον είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 4 του ν. 4024/2011, ως υπαγορευόμενη, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, από τις αρχές της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, η ανάθεση σε τρίτο της παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών ως προς την αξιολόγηση των δομών και την αναδιοργάνωση των δήμων, μεταξύ άλλων, σε ομάδες εργασίας που έχουν συσταθεί, σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 1 του ν. 3852/2010, για τον ίδιο σκοπό, υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι δεν συμμετέχει σε αυτές ιδιώτης εμπειρογνώμονας (πρβλ. Πράξη ΚΠΕΔ VΙΙ Τμ. 92/2015), όπως εν προκειμένω, δεδομένης της στελέχωσης της συγκεκριμένης Ομάδας αποκλειστικά και μόνο από υπαλλήλους του Δήμου. Πέραν αυτού, ανεξαρτήτως του ότι η αξιολόγηση των δομών και η αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών αποτελεί ένα αντικείμενο που, σε κάθε περίπτωση, απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία, διαπίστωση που αποτέλεσε, άλλωστε, και τον δικαιολογητικό λόγο για τη ρητή πρόβλεψη από τον νομοθέτη της δυνατότητας παροχής σχετικής συνδρομής στους φορείς από εξωτερικό σύμβουλο, τα νέα δεδομένα που προέκυψαν ως επακόλουθο της εκπλήρωσης της θεσμικής αυτής υποχρέωσης, όπως, μεταξύ άλλων, η θέσπιση της δυνατότητας συμμετοχής των φορέων στο Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 16 του ν. 4440/2016, κατέστησαν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη υποστήριξής τους σε σχέση με την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών τους, τη σύνταξη νέων οργανογραμμάτων, καθώς και την κατάρτιση αντίστοιχων περιγραμμάτων θέσεων εργασίας, ώστε να είναι σε θέση όχι μόνο να ανταποκριθούν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα στις σύγχρονες απαιτήσεις, αλλά και να αξιοποιήσουν με τον βέλτιστο τρόπο τις  νέες δυνατότητες που τους παρέχονται. Κατά τη γνώμη, όμως, του έχοντος συμβουλευτική ψήφο Παρέδρου Παναγιώτη Παππίδα, δεν είναι νόμιμη η ανάθεση της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών στη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος εταιρεία, διότι η συνδρομή της κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των δομών του Δήμου μπορούσε να λάβει χώρα μόνο στο πλαίσιο της συσταθείσας από τον Δήμαρχο ομάδας εργασίας.Ανακαλεί τη 280/2018 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο


ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/114/2017

ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η εντελλόμενη, με το χρηματικό αυτό ένταλμα, δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι, η απόδοση των εισφορών της ΔΕΥΑΛ σε εξήντα τρεις (63) φερόμενους ως δικαιούχους αυτής, υπαλλήλους της επιχείρησης (βλ. τον συνημμένο στο ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα αναλυτικό πίνακα), συνιστά πρόσθετη μισθολογική παροχή - προσαύξηση μισθού για τον συγκεκριμένο μήνα, δυνάμει συμβατικού όρου της προμνησθείσας επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμη, αφού από 1.1.2013, ήτοι  μετά την εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο, παρ. Γ΄ υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν.4093/2012, και στο προσωπικό των ΔΕΥΑ, του θεσπισθέντος με το ν.4024/2011 ενιαίου μισθολογίου, οι καταβαλλόμενες αμοιβές και παροχές στο προσωπικό των υπαγόμενων σε αυτό φορέων, στους οποίους συγκαταλέγεται και η ΔΕΥΑΛ, καθορίζονται πλήρως και εξαντλητικά από το πλέγμα των μισθολογικών αυτών διατάξεων, χωρίς να καταλείπεται, ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής ρύθμισης, πεδίο χορήγησης πρόσθετων μισθολογικών απολαβών με Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, όπως εν προκειμένω, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της επιχείρησης. Συναφώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της επιχείρησης ότι οι εργασιακές σχέσεις του προσωπικού της διέπονται από Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, καθόσον οι ΔΕΥΑ δεν εμπίπτουν στον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα ή στη Γενική Κυβέρνηση και ως εκ τούτου, εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της Παραγράφου Γ. Υποπαράγραφος ΓΙ. Περίπτωση 12 του ν.4093/2012. Και τούτο διότι η υπαγωγή του προσωπικού της ΔΕΥΑΛ στις ανωτέρω διατάξεις δεν ερείδεται σε τυχόν συμπερίληψή της στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα ή στη Γενική Κυβέρνηση, αλλά στο ότι αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο ανήκει σε Ο.Τ.Α. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι εισφορές της επιχείρησης αποδίδονται στους εργαζόμενους εφάπαξ μετά τη διάλυση του λογαριασμού δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της απόδοσης αυτών ως πρόσθετης μισθολογικής παροχής, καθόσον, του νόμου μη διακρίνοντος, ο χαρακτήρας αυτός δεν εξαρτάται από την περιοδικότητα της παροχής ή από την ονομασία που προσδίδουν στην παροχή αυτή ο νόμος ή τα συμβαλλόμενα μέρη στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, απορριπτομένων επίσης, ως αβασίμων, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της επιχείρησης. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλει η επιχείρηση ότι η επίμαχη παροχή αφορά σε αποταμιευτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αφού και αυτού του είδους οι παροχές καταργήθηκαν ρητώς με το άρθρο 24 του ν. 4336/2015. Απορριπτέος, τέλος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός της επιχείρησης ότι ο λογαριασμός δημιουργήθηκε πριν από την 1η.1.2013 και, συνακόλουθα, η γενεσιουργός αιτία της ελεγχόμενης δαπάνης προηγείται της υπαγωγής των εργαζομένων των ΔΕΥΑ στις διατάξεις του ν. 4024/2011, δεδομένου ότι κρίσιμος, εν προκειμένω, για τον χαρακτήρα της παροχής είναι ο χρόνος απόδοσης των εισφορών, όχι αυτός κατά τον οποίον παρακρατήθηκαν και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται αναδρομικός χαρακτηρισμός της παροχής ως μισθολογικής.


ΕλΣυν/Τμ.1(ΚΠΕ)/69/2012

Από το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3205/2003, η οποία επαναλήφθηκε αυτούσια και με το άρθρο 20 του ν. 4024/2011, εισήχθη ο περιορισμός της μη επιβάρυνσης του προϋπολογισμού του επομένου οικονομικού έτους μιας δημόσιας υπηρεσίας με δαπάνες για αποζημίωση υπερωριακής, νυκτερινής, Κυριακών και εξαιρέσιμων ημερών εργασίας του προσωπικού της η οποία πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο έτος, παρά μόνο εάν αυτή παρασχέθηκε κατά το τελευταίο δίμηνο του έτους αυτού και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι σχετικές πιστώσεις είχαν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό του, αλλά δεν κατέστη δυνατή η πληρωμή τους. Με τη θέσπιση δε του ως άνω περιορισμού αποσκοπείτο η αποτροπή της μεταβολής των κατά έτος εγκρινόμενων πιστώσεων για υπερωριακή εργασία και η καταστρατήγηση των διατάξεων, που επιβάλλουν την έγκριση και πραγματοποίησή της μόνο μέσα στα όρια του προϋπολογισμού του έτους παροχής της. Δοθέντος όμως ότι η πραγμάτωση του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού διασφαλίζεται, το πλέον μάλιστα, με τις δημοσιολογιστικές διατάξεις του ν. 2362/1995, επήλθε η κατάργηση του ως άνω περιορισμού με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 και δη αναδρομικά από 1.1.2012. Αυτόθροη δε συνέπεια της κατάργησης αυτής είναι η δυνατότητα «επιβάρυνσης» του προϋπολογισμού των οικείων φορέων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., με τις δαπάνες του προηγούμενου οικονομικού έτους και αντίστοιχα η δυνατότητα πληρωμής δαπανών για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας σε βάρος των πιστώσεων του επόμενου έτους, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση της ύπαρξης σχετικής διαθέσιμης πίστωσης στον προϋπολογισμό του οικείου φορέα, που έχει αναληφθεί νόμιμα και της μεταφοράς της αντίστοιχης πίστωσης στον προϋπολογισμό του νέου οικονομικού έτους.


ΕΣ/ΤΜ.6/2796/2012

Βελτίωση και Συντήρηση Οριζόντιας και Κατακόρυφης Σήμανσης του Ε.Ο.Δ.(...) Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ανάκληση της 15/2012 πράξης του Αναπληρωτή Επιτρόπου στην 1η Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νομού ....., με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου συμβάσεως μεταξύ της Περιφέρειας ..... και της εργοληπτικής επιχείρησης  «.........»  με αντικείμενο το έργο «Βελτίωση και Συντήρηση του Ε.Ο.Δ. ...."Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι με τον ειδικό, ιδρυτικό και οργανωτικό του θεσμού της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως νόμο 2218/1994, η Νομαρχιακή Επιτροπή κατέστη αποκλειστικώς αρμόδια για τη διεξαγωγή κάθε είδους διαγωνισμών για την εκτέλεση δημοσίων έργων στη χωρική αρμοδιότητα της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ασκώντας τις αρμοδιότητες της Προϊσταμένης Αρχής, στις οποίες περιλαμβανόταν ο καθορισμός των όρων των σχετικών διαγωνισμών, η κατάρτιση των διακηρύξεων, η έγκριση των τευχών δημοπράτησης, η συγκρότηση των επιτροπών διενέργειας, η κρίση επί των υποβαλλομένων ενστάσεων και η κατακύρωση των αποτελεσμάτων των δημοπρασιών (βλ. VI Τμ. ΕΣ απ. 2492, 2444/2012, 3204/2011). Εξάλλου, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3852/2010 και την ανάθεση της άσκησης  των σχετικών με την εκτέλεση δημοσίων έργων αρμοδιοτήτων στις Περιφέρειες (1.7.2011), οι εν λόγω αρμοδιότητες περιήλθαν στην Οικονομική Επιτροπή της οικείας Περιφέρειας. Περαιτέρω, οι αρμοδιότητες των τεχνικών υπηρεσιών, των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και ήδη Περιφερειών, στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων έργων, προσδιορίζονται ειδικότερα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 186/1996,  χωρίς να άπτονται των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της Νομαρχιακής Επιτροπής των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, ήδη της Οικονομικής Επιτροπής των Περιφερειών. Κατά συνέπεια στα επιμέρους υπηρεσιακά τεχνικά όργανα των φορέων αυτών της Περιφέρειας καταλείπονται αρμοδιότητες μόνο προπαρασκευαστικές των αποφασιστικών οι οποίες είναι αναγκαίες κατά τις διαγωνιστικές διαδικασίες, όπως αντίστοιχα κατά το στάδιο της κατασκευής των έργων, η από τεχνικής απόψεως εποπτεία τους. (...)Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι ο πρώτος λόγος ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτός αφού στην προκειμένη περίπτωση η οριζόντια και κάθετη σήμανση του οδικού δικτύου συνδέεται απόλυτα με το κύριο «πράγμα», που είναι το οδικό δίκτυο, καθώς εξασφαλίζει την επίτευξη του προορισμού του, που είναι η ασφαλής κυκλοφορία, χωρίς την ύπαρξη της οποίας αλλοιώνεται και αυτός ο ίδιος ο προορισμός του.Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος ανάκλησης πρέπει να γίνει ομοίως δεκτός ως βάσιμος, καθώς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη ΙV, αρμοδίως η Οικονομική Επιτροπή με την 80/14.3.2012 απόφασή της ενέκρινε τη διακήρυξη του διαγωνισμού, όπως οι αναλυτικοί όροι και τα επιμέρους τεύχη της σε σχέδιο είχαν συνταχθεί και θεωρηθεί από τα αρμόδια καθ' ύλη υπηρεσιακά όργανα της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων, ήδη από τον Φεβρουάριο του έτους 2012. Δεν ασκεί, δε, έννομη επιρροή το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας, στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής, υπέγραψε, με την 30919/13130/2.4.2012 πράξη του, εκ νέου τη διακήρυξη και τα συνοδεύοντα αυτή τεύχη δημοπράτησης. Εξάλλου, ο ορισμός της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας ..... ως προϊσταμένης αρχής στη διακήρυξη του διαγωνισμού δεν συνεπάγεται τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων με τις οποίες καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Οικονομικής Επιτροπής ως αποφασίζοντος οργάνου (η οποία, άλλωστε, έλαβε το σύνολο των αποφάσεων στην προκειμένη διαγωνιστική διαδικασία), αντίθετα, κατά τη σαφή διατύπωσή του, ετέθη ώστε να προλαμβάνει αμφιβολίες των διαγωνιζομένων ως προς το υπηρεσιακό όργανο στο οποίο μπορούσαν να απευθύνονται κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού. Τέλος, ως προς τον τρίτο λόγο ανάκλησης το Τμήμα κρίνει ότι ορθά ο Επίτροπος ερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη IV. Πλην, σύμφωνα με το παρόν σύστημα διενέργειας των διαγωνισμών δημοσίων έργων, όταν ως κριτήριο για την ανάθεση της σύμβασης επιλέγεται η χαμηλότερη τιμή, η Επιτροπή Διαγωνισμού απλώς ελέγχει την πληρότητα των τυπικών δικαιολογητικών συμμετοχής των υποψηφίων αναδόχων και καταγράφει τις προσφερόμενες τιμές, χωρίς να προβαίνει σε υποκειμενικές εκτιμήσεις. Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, τα μέλη της Επιτροπής Διαγωνισμού ορίστηκαν έπειτα από δημόσια κλήρωση, δεν ασκήθηκαν ενστάσεις επί της διαγωνιστικής διαδικασίας, το δε αποτέλεσμα του διαγωνισμού εγκρίθηκε από την αρμόδια προϊσταμένη αρχή. Εν όψει όλων αυτών, η ανωτέρω διαπιστωθείσα πλημμέλεια στη σύνθεση της Επιτροπής Διαγωνισμού, δεν συνιστά από μόνη της ουσιώδη νομική πλημμέλεια διακωλυτική της υπογραφής του οικείου σχεδίου σύμβασης (Αποφ. VI Tμ. 1258/2011, 1131, Τμ. Μειζ. Συνθ. 894, 896/2012). Για τους λόγους αυτούς Δέχεται την από 25.7.2012 αίτηση της Περιφέρειας ...... Ανακαλεί την 15/2012 πράξη του Επιτρόπου στην 1η Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νομού ......


ΕΣ/ΤΜ.7/4/2016

ΑΠΟΔΟΧΕΣ...ζητείται η ανάκληση της 318/2015 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου στο VII Τμήμα...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας Πράξεως, το Τμήμα κρίνει ότι: A) Η υπαγωγή του προσωπικού των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης στο μισθολόγιο του δημόσιου τομέα από 1.1.2013, με την επανάληψη της διάταξης του άρθρου 31 του Ν. 4024/2011 στο άρθρο 12 του Ν. 4093/2012, βρίσκει έρεισμα στα κριτήρια που θεσπίζονται για την υπαγωγή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ευρύτερων κατηγοριών στις ρυθμίσεις αυτού (μισθολογίου). Οι ως άνω Επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια αυτά, καθόσον επιδιώκουν δημόσιο σκοπό (διανομή ύδατος, συντήρηση και επέκταση δικτύου ύδρευσης), παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, τα μέλη τους διορίζονται από το Δημοτικό Συμβούλιο και τελούν υπό την εποπτεία του Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η δε ένταξή τους, με διατάξεις τυπικών νόμων, στο ενιαίο μισθολόγιο δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1, 5 παρ.1 και 22 παρ.2 και 4 του ισχύοντος Συντάγματος διότι, αιτιολογείται από σκοπό υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, αυτόν της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και του εξορθολογισμού των οικονομικών απολαβών των μισθωτών (ώστε να μην παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των αποδοχών που χορηγούνται στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα και αυτών που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που, καίτοι οργανώνονται με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, τελούν σε άμεση συνάρτηση προς την κεντρική εξουσία ή τους πρωτοβάθμιους φορείς αυτοδιοίκησης), με στόχο την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και την προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ώστε να εξέλθει στο μέλλον η χώρα από την οξεία δημοσιονομική κρίση. Κατά συνέπεια, ο καθορισμός των αποδοχών των μισθωτών χωρίς τη μεσολάβηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για περιορισμένο χρονικό διάστημα (έως τη λήξη, το έτος 2016, του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής) είναι δικαιολογημένος ανεξαρτήτως : α) της νομικής μορφής της επιχείρησης, του ότι δεν συγκαταλέγεται στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης (καθόσον τούτο δεν αποτελεί κριτήριο) και του ότι οι πόροι της προέρχονται από ίδια έσοδα (η τιμολογιακή πολιτική κάθε επιχείρησης ωστόσο εγκρίνεται με απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου), καθόσον, στην τελευταία περίπτωση, το οικονομικό βάρος της λειτουργίας της, εξαιτίας της ζωτικής σημασίας των υπηρεσιών που προσφέρει, μετακυλύεται στο κοινωνικό σύνολο, β) του ότι ενδεχομένως, μετά το πέρας της ως άνω χρονικής περιόδου, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις θα εκκινήσουν από το όριο των αποδοχών που επάγεται το νέο μισθολόγιο, με συνέπεια τη δυσμενέστερη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων σε σχέση με όσα ίσχυαν πριν από την 1.1.2013, καθόσον τούτο, πέραν του ότι επιβάλλεται από την ανάγκη εξορθολογισμού των απολαβών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (στο μέτρο που μέρος του τελευταίου οργανώνεται από έναν Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης και συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας για τους πολίτες, τις οποίες αυτοί δεν μπορούν να αρνηθούν), εξαρτάται πλήρως από τη μελλοντική δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση της χώρας, γ) του ότι ως προς τις εργασιακές συνθήκες, οι ως άνω επιχειρήσεις δεν εξομοιώνονται με τυπική δημόσια υπηρεσία, διότι οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στη λειτουργία της επιχείρησης (εργασία πέραν του συνήθους ωραρίου, αντιμετώπιση έκτακτων βλαβών, ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας) δύνανται να αντιμετωπισθούν στο πλαίσιο του ενιαίου μισθολογίου, όπως συμβαίνει σε άλλα νομικά πρόσωπα που χωρίς να αποτελούν, ομοίως, τυπική δημόσια υπηρεσία, οργανώνονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (π.χ. νοσοκομεία) και υπάγονται στο ενιαίο μισθολόγιο, Β) Η νομική μορφή των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης, ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα και η χρηματοδοτική τους αυτάρκεια, δεν αίρουν τη στενή σύνδεση αυτών με τον οικείο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με απόφαση του οποίου ιδρύονται, διορίζονται τα μέλη της διοίκησής τους και καθορίζεται η τιμολογιακή τους πολιτική, ούτε την άσκηση εποπτείας επ’ αυτών από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ούτε το γεγονός ότι παρέχουν ζωτικής σημασίας υπηρεσίες, εξυπηρετώντας δημόσιο σκοπό (οι οποίες σε περίπτωση, που δεν είχαν συστηθεί ως ίδια νομικά πρόσωπα, θα παρέχονταν απευθείας από τον οικείο Ο.Τ.Α.), παράγοντες, οι οποίοι τις καθιστούν υπόχρεες στην εφαρμογή των ρυθμίσεων του νέου μισθολογίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτοτέλεια αυτών, αλλά για οικονομική αυτάρκεια, ο νομοθετικός περιορισμός της οποίας, για την επίτευξη υπέρτερου δημόσιου σκοπού (οικονομική ανάκαμψη της χώρας) είναι, ως ανωτέρω εξετέθη, θεμιτός...

Κατόπιν αυτών, απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.