Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.29/οικ. 3299/2001

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2539/1997
ΦΕΚ: 174/Β/21.02.2001

Τροποποίηση της ΔΙΣΚΠΟ/Φ.29/24441 Κοινής Απόφασης Υπουργών Εσωτ. Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών, Γεωργίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 208/τ.Β΄/25.2. 2000, για την επέκταση του μέτρου της υποβολής τηλεφωνικών αιτήσεων

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.29/24441/2000

Επέκταση του μέτρου της υποβολής τηλεφωνικών αιτήσεων στις περιπτώσεις πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης για μεταδημότευση, βεβαιώσεων που εκδίδονται από τις Διευθύνσεις Γεωργίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, καθώς και βεβαιώσεων που εκδίδονται από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας για χρήση από τα μέλη του.


ΔΙΣΚΠΟ/Φ.29/2145/1998

Καθορισμός της διαδικασίας υποβολής των τηλεφωνικών αιτήσεων των πολιτών για έκδοση των πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθ. 22 του Ν.2539/97 και τον τρόπο παραλαβής ή αποστολής αυτών.


ΣΤΕ/1788/2004

Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων:...Επειδή, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έχει κανονιστικό χαρακτήρα, γιατί εκδόθηκε μετά από έλεγχο νομιμότητας, κατά το άρθρο 8 ν. 3200/1955 τον οποίο ο ως άνω Υφυπουργός άσκησε επί της υπ’ αριθμ. 149/15.10.1999 αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994, η οποία ήταν ομοίως κανονιστική καθ’ όσον προέβη στην ακύρωση της υπ’ αριθμ. 108/1999 κανονιστικής αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου … (ΣτΕ επταμ. 494-5/1995, 4268/2000). Ως κανονιστική, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έπρεπε να δημοσιευθεί όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλος τρόπος δημοσιότητάς της. Από τα στοιχεία όμως του φακέλου ουδόλως προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε με οποιονδήποτε τρόπο και για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο η ως άνω ρητώς προσβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης ακυρωτέα. Την ίδια εξ άλλου πλημμέλεια παρουσιάζει και η 149/15.10.1999 πράξη της, κατ’ άρθρ. 177 παρ. 2 Δ.Κ.Κ., Επιτροπής Νομού .., δοθέντος ότι δεν προκύπτει τοιχοκόλλησή της στο κατάστημα του Δήμου … σύμφωνα με το άρθρο 179 παρ. 1 εδ. β’ Δ.Κ.Κ. ή δημοσίευσή της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.Επειδή, μετά την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων για τον προαναφερθέντα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.


440756/1985

Γενικός Τεχνικός Κανονισμός Αποδοχής Ποικιλιών των καλλιεργουμένων φυτικών ειδών»

1649/89081/2018- ΦΕΚ: 2816/Β/2018 άρθρο 6 παρ. 1:Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης καταργούνται(..) β) η αριθμ. 440756/30-12-1985 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Γεωργίας «Γενικός Τεχνικός Κανονισμός Αποδοχής Ποικιλιών των καλλιεργουμένων φυτικών ειδών» (Β’ 124/26-03-1986), όπως συμπληρώθηκε με την αριθμ. 454372/30-01-1987 υπουργική απόφαση «Συμπλήρωση των διατάξεων του Γενικού Τεχνικού Κανονισμού Αποδοχής Ποικιλιών των καλλιεργουμένων φυτικών ειδών» (Β’ 111) και τροποποιήθηκε με τις αριθμ. 320696/24-07-1987 «Τροποποίηση της με αριθμ. 440756/30-12-1985 απόφασης «Γενικός Τεχνικός Κανονισμός Αποδοχής Ποικιλιών των καλλιεργουμένων φυτικών ειδών» (ΦΕΚ 124/τ.Β’/26.03.1986) όπως συμπληρώθηκε μεταγενέστερα» (Β’ 445) και 414558/22-12-2000 «Τροποποίηση της αριθμ. 440756/30-12-1985 Υπουργικής Απόφασης «Γενικός Τεχνικός Κανονισμός Αποδοχής Ποικιλιών των καλλιεργουμένων φυτικών ειδών» (Β’ 124)» (Β’ 1627), ως προς το μέρος που αφορά τις ποικιλίες αμπέλου.


ΕΣ/Τ6/55/2007

Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη (ΙΙΙ) και ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από την υπό κρίση αίτηση ανάκλησης και τα υποβληθέντα με αυτή στοιχεία, ειδικότερα δε το Π 637/2007/26.1.2007 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά της ως άνω 136945/5.12.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Υγείας και Πρόνοιας, Γεωργίας και Πολιτισμού, με την οποία είχαν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι που διέπουν τo επίμαχο έργο, έχει ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από κατοίκους της Κοινότητας Γραμματικού και άλλων Δήμων της Αττικής, την Κοινότητα Βαρνάβα και το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Βιωσιμότητας και Περιβαλλοντικής Προστασίας Β.Α. Αττικής», η από 5.2.2004 αίτηση ακυρώσεως, η οποία έχει ήδη συζητηθεί στις 7.12.2005, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί ακόμη σχετική απόφαση, το Τμήμα τούτο άγεται στην κρίση ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής Πράξης του, μέχρι να προσκομισθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρμόδιου για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α του Συντάγματος (Πράξη VI Τμ.Ε.Σ. 37/2005), επί της ανωτέρω ήδη συζητηθείσας στις 7.12.2005 αίτησης ακυρώσεως.


ΣΤΕ/778/2001

ΚΑΥΣΙΜΑ:Την 1.8.1990 .. ελήφθη από το πρατήριο υγρών καυσίμων της …, το οποίο βρίσκεται στο …, δείγμα από ποσότητα βενζίνης, τύπου super, μεταφερθείσα στο ανωτέρω πρατήριο με βυτιοφόρο αυτοκίνητο, το οποίο ανήκει στην αιτούσα και διαπιστώθηκε, κατόπιν σχετικών ελέγχων, ότι η ποσότητα αυτή ήταν νοθευμένη με κοινή βενζίνη (βλ. το από 2.5.1991 πρωτόκολλο επανεξετάσεως δείγματος και την υπ' αριθμ. 864/21.1.1992 γνωμοδότηση του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου). Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, η αποδιδομένη στην αιτούσα παράβαση ανάγεται σε χρόνο (1.8.1990) προγενέστερο του χρόνου θέσεως σε ισχύ της διατάξεως του άρθρου 48α του Ν. 1961/1991 κατ' επίκληση της οποίας έχει εκδοθεί η προσβαλλομένη πράξη. Το εν λόγω άρθρο προσετέθη, πράγματι, με το άρθρο 29 του Ν. 2000/1991, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 24.12.1991, χωρίς να προβλέπει αναδρομική ισχύ της ως άνω, κρίσιμης εν προκειμένω, διατάξεώς του. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη υπουργική πράξη δεν έχει εκδοθεί νομίμως (πρβλ. ΣτΕ 3338/1998) και πρέπει για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να ακυρωθεί.


ΣΤΕ 2207/2002

Επειδή, κατά την έννοια της παρατεθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως του ν. 2218/94 ο κανονιστικός νομοθέτης κατά την κατάρτιση των οργανισμών των οικείων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων προσδιορίζει ανάλογα με το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων και την ειδικότητα του κλάδου από ποιές κατηγορίες και από ποιούς κλάδους κάθε κατηγορίας θα προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων κάθε υπηρεσίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ορίσει ότι οι προϊστάμενοι θα προέρχονται από όλες τις κατηγορίες ή από όλους τους κλάδους κάθε κατηγορίας. Εν όψει δε της φύσεως των καθηκόντων του συγκεκριμένου Γραφείου, όπως αυτά καθορίζονται στο στοιχείο δ΄ της παρ. 3 άρθρου 10 του Οργανισμού, η ανωτέρω προσβαλλομένη διάταξη του εδ. δ΄ παρ. 29 άρθρου 130 αυτού, που αποκλείει τους αρχιτέκτονες - μηχανικούς από την δυνατότητα να καταλάβουν θέση προϊσταμένου του Γραφείου αυτού, βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 30 του ν. 2218/1994 και δεν προσβάλλει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ισότητα, δεδομένου ότι η ρύθμιση δεν παρίσταται αδικαιολόγητη (πρβλ. ΣτΕ 915/ 2000). Κατ’ ακολουθίαν, οι σχετικές προσφυγές, τις οποίες άσκησε το αιτούν σωματείο διαδοχικώς ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 18 ν. 2218/94 και του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, συνεπαγόμενες έλεγχο μόνον της νομιμότητας της πληττομένης διατάξεως του Οργανισμού, νομίμως απορρίφθηκαν με τις συμπροσβαλλόμενες πράξεις των οργάνων αυτών. Κατά ταύτα, πρέπει να απορριφθούν ο λόγος περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος ως αβάσιμος, καθώς και οι λόγοι περί αναιτιολογήτου και υπερβάσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχερείας της Διοικήσεως, δεδομένου ότι οι κανονιστικές πράξεις, όπως είναι η πληττομένη διάταξη του Οργανισμού δεν χρήζουν αιτιολογίας, ελέγχονται δε μόνον από την άποψη της μη υπερβάσεως της εξουσιοδοτήσεως. Η κρινομένη αίτηση, επομένως, είναι απορριπτέα στο σύνολό της.


ΕΣ/ΤΜ.6/2256/2011

Συμπληρωματική σύμβαση έργου...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 305/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που θέτει το άρθρο 28 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 3669/2008 για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης συμπληρωματικών εργασιών, όπως ορθά έκρινε και το Κλιμάκιο με την υπό ανάκληση πράξη του. Ειδικότερα, αναφορικά με τις εργασίες για τη μετατόπιση υπόγειων δικτύων (υπόγειων τηλεφωνικών καλωδίων) ζωτικής σημασίας, που βρέθηκαν μετά τη διενέργεια των ερευνητικών τομών, όπως προβλέπεται στα συμβατικά τεύχη, ανεξαρτήτως του εάν η ύπαρξή τους ήταν γνωστή ή όχι εκ των προτέρων βάσει αποτυπώσεων, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 12 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων καθώς και με το άρθρο 12 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων, οι ως άνω μετατοπίσεις έπρεπε να βαρύνουν το κονδύλι των απροβλέπτων (βλ. και. το έγγραφο Φ. ΑΡ-218 Ε/6926/781327/Σ1327/7.7.2009, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι η σχετική πρόσθετη δαπάνη θα βαρύνει το κονδύλι των απροβλέπτων). Εξάλλου και υπό την εκδοχή ακόμη ότι η συγκεκριμένη εργασία δεν θα βάρυνε το κονδύλι των απροβλέπτων, η αναγκαιότητα εκτέλεσης των οικείων εργασιών μπορούσε να προβλεφθεί με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου κατά τη σύνταξη των τευχών δημοπράτησης, ενόψει του ότι η ύπαρξη υπόγειων τηλεφωνικών καλωδίων ήταν ήδη γνωστή στην αναθέτουσα αρχή (βλ. Γενική και Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων καθώς και άρθρο 9.2.3. της Τεχνικής Περιγραφής). Συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα και η παρεμβαίνουσα εταιρεία, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, οι εργασίες που αφορούν στην προσαρμογή της εγκατάστασης τηλεφώνων και data προέκυψαν, σύμφωνα με όσα αναφέρει η αιτούσα Υπηρεσία στην αίτηση ανάκλησης, κατόπιν απαιτήσεως της οδηγίας της Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) να δημιουργηθεί δίκτυο διακριβωμένων επικοινωνιών, το οποίο θα συνδέει όλες τις μονάδες της 116 Π.Μ. μεταξύ τους, αλλά και με άλλες μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας και θα εξασφαλίζει ασφαλέστερη και με υψηλές ταχύτητες επικοινωνία. Συνεπώς, οι εργασίες αυτές δεν μπορούν ν' αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον δεν κατέστησαν αναγκαίες κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, αλλά αποσκοπούν στην προσαρμογή αυτού στις νέες τεχνολογίες, και, ως εκ τούτου, κρίνονται αναγκαίες για την βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργικότητάς του, όπως τούτο άλλωστε δεν αντικρούει και η αιτούσα. Συνεπώς, όπως ορθά έκρινε και η υπό ανάκληση πράξη, έπρεπε να βαρύνουν αποκλειστικά το κονδύλι των απροβλέπτων της αρχικής σύμβασης. Ομοίως, και οι εργασίες για την προσαρμογή των χώρων των συνεργείων στις νέες επιχειρησιακές ανάγκες της 116 ΠΜ καθώς και αυτές που προέκυψαν από εκκρεμότητες του υφιστάμενου κτηρίου από προηγούμενη εργολαβία, είναι απαραίτητες για την έντεχνη αποπεράτωση του έργου και τη λειτουργία του με ασφάλεια για τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό, όπως τούτο σαφώς προκύπτει, τόσο από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 1ο Α.Π.Ε., όσο και από την 147/17.11.2010 γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Έργων/ Γ.Ε.Α.. Συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, όπως ορθά απεφάνθη και το Κλιμάκιο, αφού αποσκοπούν στην λειτουργικότητα και αρτιότητα του έργου και έπρεπε, ως εκ τούτου, να βαρύνουν και αυτές το κονδύλι των απροβλέπτων του αρχικού προϋπολογισμού. Οι δε νέες επιχειρησιακές ανάγκες (αλλαγή σχεδίου οργάνωσης του τμήματος συντήρησης αεροσκαφών), μίας μάχιμης μονάδας, που επικαλείται η αιτούσα, αποτελούν μία πάγια κατάσταση, η οποία ανάγεται στη σφαίρα δράσης της αναθέτουσας αρχής και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στοιχειοθετήσει απρόβλεπτο γεγονός, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, το οποίο να δικαιολογεί τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Ειδικότερα δε, αναφορικά με τις εργασίες που προέκυψαν από εκκρεμότητες προηγούμενης εργολαβίας, δεν αιτιολογείται γιατί δεν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του υφιστάμενου κτηρίου από την άλλη εργολαβία, ούτε αποδεικνύεται ότι η εκκρεμότητα αυτή δεν ήταν ήδη γνωστή ή ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, με αποτέλεσμα να καταστεί απαραίτητη η εκτέλεση των ως άνω εργασιών για την ολοκλήρωσή του. Σε κάθε δε περίπτωση οι εργασίες αυτές ήταν αντικείμενο άλλης εργολαβίας (το οποίο ουδόλως αναφέρεται) και όχι της παρούσας, όπως δέχεται και η αιτούσα, και ως εκ τούτου, πέραν του ότι δεν συντρέχουν οι επικαλούμενες από την ίδια απρόβλεπτες περιστάσεις, οι εργασίες αυτές αποτελούν επέκταση του συμβατικού αντικειμένου του αρχικού έργου, ενώ τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προηγούμενη εργολαβία χωροταξικά βρισκόταν στον ίδιο χώρο με την εργολαβία της κρινόμενης σύμβασης, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ανάκλησης. ..Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση.


ΣΤΕ/2448/2017

Όπως, όμως, παρατέθηκε στη σκέψη 3, οι περιλαμβανόμενοι στη χερσαία ζώνη λιμένος χώροι αποτελούν κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι προορίζονται μόνο για έργα και εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες του λιμένα και, συνεπώς, παραχώρηση χώρου εντός της ζώνης αυτής είναι επιτρεπτή μόνο για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών και σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 2971/2001. Περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην ίδια σκέψη, η έκδοση άδειας οικοδομής για την κατασκευή έργων, της παραπάνω κατηγορίας, όταν αυτή απαιτείται, δεν αντικαθιστά την υποχρέωση έκδοσης της κατά το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2971/2001 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη των Υπουργείων Εμπορικής Ναυτιλίας και Πολιτισμού και του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης έργων για την εξυπηρέτηση των αναγκών του λιμένα. Στην κρινόμενη περίπτωση, ανεξαρτήτως αν τα κτίσματα με αριθμούς 1, 2, 4, 5, 6, 7 και 8 εμπίπτουν στην έννοια των έργων που εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες του λιμένα (πρβλ. ΣτΕ 2274/2011 σκ. 16) και ανεξαρτήτως αν οι 565/3.5.2006, 1343/5.10.2006 και 1174/10.8.2006 άδειες οικοδομής για τα κτίσματα αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 2987/2002, το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο, κατά το μέρος που αφορά τις ανωτέρω κατασκευές, έχει νομίμως εκδοθεί, εφόσον ελλείπει η απαιτούμενη από το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 2971/2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας για την ανέγερσή τους. Περαιτέρω, το ανωτέρω πρωτόκολλο νομίμως εκδόθηκε και κατά το μέρος που αφορά το κτίσμα με αριθμό 3, το οποίο φέρεται να έχει ανεγερθεί υπό την ισχύ των διατάξεων του α.ν. 2344/1940, δεδομένου ότι από την 6717/18.5.2000 απόφαση του Διευθυντή της Δ/νσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας ..., την οποία η αιτούσα προσκομίζει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου και με την οποία εγκρίνεται απλώς η 37/2000 πράξη της Λιμενικής Επιτροπής ... περί κατασκευής συμπληρωματικών έργων αναψυκτηρίου βόρειας προβλήτας λιμένα και νέων γραφείων της Μαρίνας, χωρίς οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά σε κατασκευές ή μνεία σχετικών σχεδιαγραμμάτων, δεν προκύπτει άδεια κατασκευής του συγκεκριμένου επίμαχου κτίσματος, ούτε, άλλωστε, το εν λόγω κτίσμα νομιμοποιήθηκε με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 9 του άρθρου 29 του ν. 2971/2001 για έργα που έγιναν χωρίς άδεια πριν από την ισχύ του νόμου αυτού. Κατόπιν τούτων, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, η αιτούσα υπέβαλε παραίτηση από το λόγο ακυρώσεως ότι το επίδικο πρωτόκολλο εκδόθηκε χωρίς την πρόταση της αρμόδιας λιμενικής αρχής.


ΕΣ/ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ/1340/2010

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Αίτηση για αναίρεση της 1373/2006 οριστικής απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού.Στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως στο ακροτελεύτιο στίχο αυτής διαλαμβάνει, δημοσιεύθηκε την 27.6.2006, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος των προαναφερόμενων διατάξεων. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τα αναφερόμενα στη σκέψη με στοιχείο 6, ανέλεγκτα κατ’ αναίρεση πραγματικά περιστατικά, αφού δέχθηκε ότι οι αποδοχές των ειδικών συμβούλων και συνεργατών και ιδιαιτέρων γραμματέων των δήμων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα καθορίζονται από τις διατάξεις της εκδοθείσας, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 67 παρ. 12 του         ν. 1416/1984, 99751/8911/1984 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, οι οποίες, ως ειδικότερες, κατισχύουν εκείνες της 2302/24.2.1983 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών έκρινε ότι η εκκαθάριση και η καταβολή  των αποδοχών των δύο ειδικών συμβούλων και του ειδικού συνεργάτη του Δήμου ......., καθώς και της ιδιαιτέρας γραμματέως του Δημάρχου ....... από 1.1.2000 έως 31.12.2001 που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της 2302/24.2.1983 κοινής υπουργικής απόφασης δεν είναι νόμιμη με συνέπεια από τη μη νόμιμη καταβολή διαφοράς αποδοχών ποσού 10.481.776 δραχμές ή 30.760,90 ευρώ να δημιουργηθεί ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου ....... για τα οικονομικά έτη 2000 και 2001 και, λαμβάνοντας υπόψη ότι  ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα Αντιδημάρχου του Δήμου ......., αρμόδιου για την υπογραφή όλων των χρηματικών ενταλμάτων μισθοδοσίας, έδωσε εντολή, παρά τις αντιρρήσεις του οικείου Ταμία, να πληρωθεί η κατά τα ανωτέρω προκύψασα μη νόμιμη διαφορά αποδοχών με συνέπεια να δημιουργηθεί  ισόποσο έλλειμμα στη διαχείριση του Δήμου αυτού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι νόμιμα καταλογίσθηκε σε βάρος του ισόποσο με το δημιουργηθέν έλλειμμα χρηματικό ποσό. Κατά την κατάστρωση, όμως, του δικανικού του συλλογισμού, το δικάσαν Δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει και να αιτιολογήσει εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 26 του     ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 στην υπό κρίση υπόθεση και εάν με βάση τις διατάξεις αυτές που ίσχυαν κατά την δημοσίευση την προσβαλλόμενης απόφασης, οι επίμαχες δαπάνες που είχαν κριθεί μη νόμιμες θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου νόμιμες. Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής που προβάλλεται βάσιμα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο για το λόγο αυτό και να αναπεμφθεί η παρούσα υπόθεση στο Τμήμα που την εξέδωσε, γιατί χρειάζεται διευκρίνιση στο πραγματικό αυτής, όπως ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος παραβόλου αναιρέσεως που κατατέθηκε (άρθρα 59 του π.δ. 774/1980 και 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981) και να απαλλαγούν εν όλω, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, οι αντίδικοι από την καταβολή δικαστικών εξόδων (άρθρ. 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 – Α΄ 135).(..)Αναιρεί την 1373/2006 οριστική απόφαση του VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνο για το λόγο που αναφέρεται στο σκεπτικό.