ΑΠ/723/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Επιδίκαση από το δικαστήριο αποδοχών κ.λπ. μισθωτών και κρατήσεις υπέρ τρίτων -. Ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό των εργαζομένων που απασχολεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ήτοι εισφορές προς το ΙΚΑ κ.λπ. ασφαλιστικούς Οργανισμούς, Ο.Α.Ε.Δ., εργατική εστία, καθώς και ΦΜΑ, χαρτόσημο εξόφλησης μισθού κ.λπ., τα οποία στη συνέχεια αποδίδει στους δικαιούχους υπέρ των οποίων γίνεται η παρακράτηση. Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/62/2020
Εργολαβικό δίκης σε απαλλοτρίωση. Υπολογισμός δικηγορικής αμοιβής.(...)Όταν στο εργολαβικό δίκης, για το οποίο πληρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 60 του ν. 4194/2013 και το οποίο έχει υπογραφεί μεταξύ του δικαιούχου της απαλλοτριώσεως και του πληρεξουσίου του δικηγόρου, συμφωνήθηκε αμοιβή του δικηγόρου σε ποσοστό % επί της αποζημίωσης που θα καθορισθεί από το Δικαστήριο ή εξωδίκως, πλέον της δικαστικής δαπάνης και τυχόν τόκων, την οποία ο δικαιούχος εκχωρεί στο δικηγόρο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων θα πρέπει να παρακρατεί από τους δικαιούχους και να αποδίδει στο δικηγόρο ολόκληρο το συμφωνηθέν στο εργολαβικό ποσοστό δικηγορικής αμοιβής, πλέον του ποσού που καθορίστηκε από το Δικαστήριο ως δικαστική δαπάνη, εφόσον φυσικά αυτό το τελευταίο έχει κατατεθεί στο ΤΠΔ από τον υπέρ ού η απαλλοτρίωση και όχι να καταβάλλεται αυτό μειωμένο κατά την καθορισθείσα από το Δικαστήριο και παρακατατεθείσα από τον υπέρ ού η απαλλοτρίωση δικηγορική αμοιβή, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της δικαστικής δαπάνης (ομόφωνα).
ΝΣΚ/121/2015
α) Συμψηφισμός ποσών από επιστροφή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης με ασφαλιστικές οφειλές και β) συμψηφισμός ποσών από επιστροφή Ε.Φ.Κ. με οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση.Κατά την επιστροφή Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στους δικαιούχους της παρ.5 του άρθρου 78 του Τελωνειακού Κώδικα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, 42 παρ.1 και 48 παρ.2 του Κ.Φ.Δ. και του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ. Από τα επιστρεφόμενα ποσά παρακρατούνται τα ποσά τυχόν ληξιπρόθεσμων οφειλών σε Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης μέχρι το όριο που προβλέπεται στη περίπτωση 1, της υποπαραγράφου ΙΑ.2, του άρθρου Πρώτου του Ν. 4254/2014. (ομοφ.) ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Γ3
ΣτΕ/251/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2421/2013 Eπειδή, με τα δεδομένα που έχουν εκτεθεί, η παραπάνω κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν παρίσταται ορθή, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη 7), η Διοίκηση διατηρεί την εξουσία ακόμη και μετά την ρητή έγκριση λογαριασμού, να προβεί σε νέο έλεγχο αυτού και εν συνεχεία να αρνηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, να καταβάλει πιστοποιηθέντα ποσά ή να αναζητήσει ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως, ήδη καταβληθέντα ποσά του λογαριασμού, αν μετά από επανέλεγχο αυτού διαπιστωθεί ότι τα ποσά αυτά δεν οφείλονται για οποιονδήποτε λόγο, στον ανάδοχο (πρβλ. και ΣτΕ 582/2010, 450/2012). Νομίμως δε η Διοίκηση αφαιρεί από επόμενο λογαριασμό ποσά, τα οποία είχαν ήδη καταβληθεί αχρεωστήτως ή μη νομίμως βάσει προηγουμένων λογαριασμών, εφόσον, βεβαίως, όσον αφορά την αφαίρεση αυτή, δεν έχει συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος από τις κείμενες διατάξεις χρόνος παραγραφής της αξίωσης του κυρίου του έργου προς αναζήτηση τέτοιων ποσών, ως μη νομίμως ή αχρεωστήτως ήδη καταβληθέντων (βλ. και τη νεότερη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 3 του ν. 4070/2012 -Α΄ 82-, με την οποία ρητώς πλέον προβλέπεται η αφαίρεση από νεότερο λογαριασμό ποσών που δεν αντιστοιχούν σε εγκεκριμένες επιμετρήσεις ή αφορούν σε λάθη εγκεκριμένων λογαριασμών). Κατόπιν αυτών, νομίμως προέβη, εν προκειμένω, η Διοίκηση στα πλαίσια ελέγχου του επιδίκου έργου δια της Διαχειριστικής Αρχής ΠΕΠ Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας ,σε επανέλεγχο των λογαριασμών, και περαιτέρω, αφού διαπίστωσε, με βάση την από 5.5.2008 έκθεση Διαχειριστικού ελέγχου ότι είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ποσά που αφορούσαν ποσότητες και δαπάνη εργασιών που είχαν πιστοποιηθεί με τους εγκριθέντες 4ο, 5ο και 6ο λογαριασμούς, νομίμως κατ' αρχήν, αποφάσισε, για λόγους άλλωστε και οικονομίας ενεργειών, την αφαίρεση των εν λόγω ποσών από τους επίδικους ρητώς μεν εγκριθέντες, αλλά μη εισέτι, εξοφληθέντες 7ο και 8ο λογαριασμούς έστω και αν δεν απέδωσε εκ των υστέρων ειδικώς πλημμέλειες σ' αυτούς. Σύμφωνα όμως με τη γνώμη που υποστήριξε η Σύμβουλος Β. Πλαπούτα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του αρθρ. 5 παρ. 8 (ήδη 10) του ν. 1418/84 και 40 του π.δ. 609/1985, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, κάθε πιστοποίηση-λογαριασμός είναι αυτοτελής ως προς τα ποσά που περιλαμβάνει και συνεπώς αν δεν αμφισβητηθεί με τα προβλεπόμενα από το νόμο διοικητικά μέσα και ακολούθως με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, καθίσταται οριστική και οι εξ αυτής απορρέουσες αξιώσεις δεν μπορούν να προβληθούν εξ αφορμής μεταγενέστερης πιστοποίησης, (βλ. ΣτΕ 101/2014, 1455/2013, 615/2013, 4179/2011, 3232/1998 πρβλ. ΣτΕ 15/2012, 74/1992 επταμ.). Εξάλλου, οι λογαριασμοί συντάσσονται ανακεφαλαιωτικά, τούτο δε αποσκοπεί στη λογιστική απεικόνιση των οφειλομένων και καταβαλλομένων έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος ποσών και δεν αίρει την αυτοτέλεια τους. Ειδικότερα, από κάθε νεότερο λογαριασμό αφαιρούνται τα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί στον ανάδοχο (ΣτΕ 615/2013, 3232/1998), ενώ τα ποσά που αντιστοιχούν σε απαιτήσεις του κυρίου του έργου, αφαιρούνται μόνον εφόσον οι απαιτήσεις αυτές είναι εκκαθαρισμένες (ΣτΕ 615/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 8 και 9 του εν λόγω π.δ.609/1985 συνάγεται ότι όλες οι πληρωμές προς τον ανάδοχο κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου αποτελούν καταβολές έναντι του εργολαβικού ανταλλάγματος, του οποίου η εκκαθάριση, όπως και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων από την εκτέλεση της σύμβασης, διενεργείται μετά την οριστική παραλαβή του έργου, με τον τελικό λογαριασμό αυτού (ΑΠ 1026/2015). Συνεπώς κατά τη γνώμη αυτή, ορθά έκρινε το δικάσαν δικαστήριο, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, ότι η Υπηρεσία δεν μπορούσε να αρνηθεί την εξόφληση των επίδικων (με αριθμ. 7 και 8) πιστοποιήσεων επικαλούμενη πλημμέλειες όχι αυτών των ίδιων αλλά προγενεστέρων πιστοποιήσεων του έργου, ως προς τις οποίες μέχρι τότε δεν είχε εγερθεί αμφισβήτηση ενώπιον της Διοικήσεως ή αρμοδίου δικαστηρίου, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως.
ΝΣΚ/243/2016
Ζητήματα που αφορούν την μισθοδοσία πρώην Διοικητή και την καταβολή συντάξεως πρώην Υποδιοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.(..) Οι Ρ.Σ. (διοικητής ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και Δ.Π. (υποδιοικητής) οφείλουν την ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας (περ. α’ παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011), επιπλέον δε, ο Ρ.Σ. οφείλει και την ειδική εισφορά υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας των Δημοσίων Υπαλλήλων (περ. β’ παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011). 2) Είναι επιτρεπτή η προηγουμένη ακρόαση α) του Ρ.Σ. μόνον από το τοπικό υποκατάστημα ασφαλισμένων κλάδου συντάξεως του Τ.Α.Π./Ο.Τ.Ε. και β) του Δ.Π. μόνον από τη διεύθυνση συντάξεων προσωπικού ν.π.δ.δ. του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.. 3) Αποτελούν αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές και θεμελιώνουν απαίτηση του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται στο ερώτημα, τα οποία εσφαλμένα θεωρήθηκαν ως τμήμα των αποδοχών των Ρ.Σ. και Δ.Π. και καταβλήθηκαν σ’ αυτούς, ενώ έπρεπε να είχαν κρατηθεί από τις αποδοχές: α) των Ρ.Σ. και Δ.Π. ως ειδική εισφορά αλληλεγγύης και β) του Ρ.Σ. υπέρ Ο.Α.Ε.Δ. Επομένως η σχετική υπ’ αριθ. πρωτ. Μ01/1817/2015 πράξη της υπηρεσίας, περί επιστροφής αποδοχών που καταβλήθηκαν αχρεώστητα είναι νόμιμη και δεν επιτρέπεται η ανάκλησή της. 4) Είναι σύννομη η αποστολή του χρέους των Ρ.Σ. και Δ.Π. προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και ειδικότερα α) στο τοπικό υποκατάστημα ασφαλισμένων κλάδου συντάξεως του Τ.Α.Π./Ο.Τ.Ε. και β) στη διεύθυνση ττροσωπικού ν.π.δ.δ. αντιστοίχως, για είσπραξη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ της παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 4151/2013, με την οποίαν αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019
Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΕΣ/ΟΛΟΜ.2457/2012
Συνταξιούχος - Γενικός Γραμματέα σε Δήμο. Oι συνταξιούχοι του Δημοσίου που προσλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα υποχρεούνται να δηλώσουν στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) την κατοχή από αυτούς δημόσια θέσης και σε περίπτωση που παραλείψουν να υποβάλλουν την εν λόγω δήλωση και συνεχίσουν να λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξη καταλογίζονται με το ποσό της σύνταξης που εισέπραξαν αχρεώστητα. Είναι δε η υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας Συντάξεων του ΓΛΚ ανεξάρτητη και αυτοτελής έναντι της ευθύνης την οποία έχει ο εκκαθαριστής αποδοχών της θέσης να αναστέλλει την καταβολή αποδοχών στην περίπτωση που δεν έχει προσκομιστεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Συντάξεων του ΓΛΚ ότι δηλώθηκε η κατοχή αυτής (θέσης), σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 13 του Ν 2703/1999. Στις περιπτώσεις που έχουν καταβληθεί αχρεώστητα χρηματικά ποσά από αποδοχές ή συντάξεις, η αναζήτηση και επιστροφή αυτών αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης όταν: α) κρίνεται, μετά από εκτίμηση των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών και της συμπεριφοράς των αρμόδιων κρατικών αρχών ότι δημιουργήθηκε σ' εκείνον που εισέπραξε τα παραπάνω ποσά σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι ήταν δικαιούχος αυτών και συνεπώς καλόπιστα τα εισέπραξε και β) προκύπτει από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης του ανωτέρω ότι η αναζήτηση μετά παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει σ' αυτόν απρόβλεπτες οικονομικές δυσχέρειες με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του. Οι έννοιες δε της καλής πίστης και της οικονομικής αδυναμίας είναι νομικές υποκείμενες στον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το αν ορθώς το δικαστήριο της ουσίας υπήγαγε τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά στο νόμο.
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/54/2017
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον Επίτροπο, μη νομίμως ανατέθηκε από τη Δημοτική κοινωφελή επιχείρηση πολιτισμού, περιβάλλοντος & αθλητισμού ..... η εκτέλεση των ως άνω υπηρεσιών καθαριότητας στον φερόμενο ως δικαιούχο, η οικονομική προσφορά του οποίου έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι σ’ αυτήν δεν γίνεται καμία ανάλυση /υπολογισμός του ύψους του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως αποδοχές των εργαζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά, ούτε αναφορά στο ποσοστό διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών της, στο κόστος αναλωσίμων, στο εργολαβικό κέρδος, στοιχεία τα οποία επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να αναφέρονται στην οικονομική προσφορά εκάστου υποψηφίου, προκειμένου να καθίσταται δυνατό να ελεγχθεί το ύψος αυτής σε σχέση με το αντικείμενο της υπηρεσίας. Η ως άνω διαπιστωθείσα πλημμέλεια δεν αίρεται από τη μεταγενέστερη της πράξης επιστροφής του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, έγγραφη έκθεση του φερόμενου ως δικαιούχου, με την οποία βεβαιώνεται ότι στο συνεργείο καθαρισμού του ιδίου εργάζεται αυτός, η σύζυγος και τα δύο τέκνα του, οι οποίοι (σύζυγος και τέκνα) λαμβάνουν 500 ευρώ μηνιαίως και ότι τα μηνιαία έξοδα της επιχείρησης είναι οι εισφορές υπέρ ΟΑΕΕ (262,50 ευρώ), τα έξοδα μετακίνησης (300 ευρώ), τα υλικά καθαριότητας (100 ευρώ), διάφορα μικροέξοδα (100 ευρώ) και φόρος (402,38 ευρώ). Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι ανάλυση του ύψους του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως αποδοχές των εργαζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά δεν είχε περιληφθεί ούτε στη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση, κατά παράβαση της παραγράφου 3 του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 και συνεπώς, κατά την ρητή πρόβλεψη της διάταξης αυτής, η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη και δεν δύναται να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα της εντελλόμενης δαπάνης. Τέλος, δεν προσκομίζεται αίτημα της αναθέτουσας Αρχής προς τη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Συντονισμού του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και το αντίστοιχο πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτουν οι τυχόν πράξεις επιβολής προστίμου σε βάρος των υποψηφίων ή σχετική ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου του νομίμου εκπροσώπου των υποψηφίων αναδόχων περί μη επιβολής σε βάρος τους πράξης επιβολής προστίμου για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας "υψηλής" ή "πολύ υψηλής" σοβαρότητας».
ΕλΣυν.Τμ.1/239/2015
Αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις (βλ. σκ. IV), το Δικαστήριο κρίνει ότι, εφόσον η αυτοδίκαιη έκπτωση του εκκαλούντος από την υπηρεσία επήλθε από την ημερομηνία δημοσίευσης, στις 7.7.2008, της 1764/2008 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η ποινική του καταδίκη για την τέλεση εγκλήματος στρεφόμενου κατά της γενετήσιας ελευθερίας, ο ένδικος καταλογισμός, κατά το μέρος που αφορά στα ποσά που εισέπραξε ο εκκαλών ως αποδοχές κατά το χρονικό διάστημα από 7.7.2008 έως 30.9.2011, παρίσταται νόμιμος, αφού κατά τον χρόνο αυτό είχε επέλθει η λύση της υπαλληλικής του σχέσης και δεν είχε πλέον νόμιμη αξίωση για καταβολή μισθούΕπομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός ότι υφίστατο ενεργή σχέση εργασίας μεταξύ του εκκαλούντος και του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, είχε αξίωση καταβολής μισθού για την προσφερόμενη εργασία του. Συναφώς, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός ότι ο ένδικος καταλογισμός αντιβαίνει στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. για την προστασία της ιδιοκτησίας και στο άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ν. 1426/1984) περί του δικαιώματος σε δίκαιη αμοιβή, καθόσον ο ένδικος καταλογισμός αποτελεί άμεση συνέπεια των προαναφερόμενων διατάξεων περί αυτοδίκαιης έκπτωσης, που απορρέουν από την αρχή της αξιοκρατίας, η δε αναζήτηση των αποδοχών, που καταβλήθηκαν σε αυτοδικαίως εκπεσόντα υπάλληλο, ο οποίος συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του μετά την αμετάκλητη καταδίκη του, υπηρετεί θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή την αφαίρεση από τον υπάλληλο κάθε κινήτρου για την απόκρυψη από την υπηρεσία της σε βάρος του καταδίκης.(..)Κατ’ ακολουθίαν, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση με μείωση του καταλογισθέντος ποσού στο ύψος των 65.333,85 ευρώ (78.664,77 - 13.330,92), να αποδοθεί στον εκκαλούντα ανάλογο της μειώσεως μέρος του παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της έφεσής του, ύψους 133,31 ευρώ (άρθρο 73 παρ. 4 εδ. β΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 «Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», Α΄ 52) και το υπόλοιπο ύψους 653,34 ευρώ να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών, τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.4/173/2017
Παροχή υπηρεσιών καθαρισμού:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, μη νομίμως ανατέθηκε από το … η εκτέλεση των ως άνω υπηρεσιών καθαριότητας στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία, η οικονομική προσφορά της οποίας έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι σ’ αυτήν, κατά τον κρίσιμο για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 χρόνο υποβολής της, δεν αναφέρονται η συλλογική σύμβαση εργασίας στην οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι και τα τετραγωνικά μέτρα καθαρισμού ανά άτομο, δεν γίνεται καμία ανάλυση/υπολογισμός του ύψους του προϋπολογισμένου ποσού που αφορά τις πάσης φύσεως αποδοχές των εργαζομένων και του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τα προϋπολογισθέντα ποσά. Επίσης, στην οικονομική προσφορά δεν γίνεται καμία αναφορά στο ποσοστό διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών, των αναλωσίμων, του εργολαβικού της κέρδους, καθώς και των νόμιμων υπέρ Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων, στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αναφέρονται στην οικονομική προσφορά εκάστου υποψηφίου, προκειμένου να καθίσταται δυνατό να ελεγχθεί το ύψος αυτής σε σχέση με το αντικείμενο της υπηρεσίας. Η ως άνω διαπιστωθείσα πλημμέλεια δεν αίρεται από τη μεταγενέστερη της πράξης επιστροφής του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, πρόσθετη ανάλυση (..)Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/119/2018
Πρόσληψη συμβασιούχων για την κάλυψη των αναγκών φύλαξης Νοσοκομείου.Με τα δεδομένα αυτά, το υπό έλεγχο χρηματικό ένταλμα 19/2018 έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου ως προς τους 44 από τους 47 φερομένους ως δικαιούχους υπαλλήλους, καθόσον η εντελλόμενη με αυτό δαπάνη, κατά το μέρος που αφορά στους συγκεκριμένους υπαλλήλους, έχει περιληφθεί στο μεταγενέστερο 211/2018 χρηματικό ένταλμα που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την 4261/2018 διαταγή πληρωμής και έχει ήδη θεωρηθεί. Συνεπώς, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα διατηρεί το αντικείμενό του μόνον όσον αφορά στους εργαζομένους .., .. και …, ως προς τους οποίους περιορίζεται, εκ των πραγμάτων, και η ανακύψασα διαφωνία. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η διαδικασία πρόσληψης των φερομένων ως δικαιούχων εργαζομένων, η οποία συνιστά το νόμιμο έρεισμα της εντελλόμενης δαπάνης, ολοκληρώθηκε κατά παράβαση του απορρέοντος από την από 10.11.2017 προσωρινή διαταγή της Προέδρου του ΙΒ΄ Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεδικασμένου, καθόσον η 7522/9.11.2017 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου – που απαιτείτο για την ολοκλήρωση της πρόσληψης, χωρίς να αρκεί μόνη η προηγούμενη υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, όπως αβασίμως προβάλλεται στο 15/19.1.2018 έγγραφο του Νοσοκομείου– έλαβε νόμιμη υπόσταση από την ανάρτησή της στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» στις 15.11.2017, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η διαδικασία πρόσληψης τελούσε πλέον σε αναστολή μετά την κοινοποίηση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής στο Νοσοκομείο. Ως εκ τούτου, η εντελλόμενη δαπάνη, καθ’ ο μέρος αφορά στους ανωτέρω τρεις εργαζομένους, παρίσταται μη νόμιμη. Ωστόσο, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου δεν ενήργησαν με σκοπό την καταστρατήγηση των κειμένων διατάξεων, αλλά υπέλαβαν συγγνωστώς ότι για τη νόμιμη πρόσληψη των εργαζομένων αρκούσε μόνη η υπογραφή των επιμέρους ατομικών συμβάσεων, η οποία είχε ολοκληρωθεί προ της κοινοποίησης στο Νοσοκομείο της προσωρινής διαταγής περί αναστολής της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα μπορεί να θεωρηθεί κατά το μέρος που εξακολουθεί να διατηρεί το αντικείμενό του, δηλαδή κατά το ποσό που αντιστοιχεί στις δεδουλευμένες αποδοχές των υπαλλήλων .., … και ….