Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

85/28.3.2016

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4308/2014, 4364/2016
ΦΕΚ: 1100/Β/19.04.2016

Εξαιρούμενες από ορισμένες διατάξεις του Ν. 4364/2016 ασφαλιστικές επιχειρήσεις − ειδικές περιπτώσεις αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών και ειδικές περιπτώσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων λόγω μεγέθους.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/266/2017

Ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα - Φορολογική αντιμετώπιση ασφαλίσματος. Το ασφάλισμα που καταβλήθηκε στους εργαζομένους επιχειρήσεων, πριν από την ισχύ του ν. 4110/2013, στα πλαίσια ομαδικών ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις αυτές με ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα από τον εργοδότη ασφάλιστρα, αποτελεί εισόδημα των εργαζομένων από μισθωτές υπηρεσίες, κατά το άρθρο 45 ΚΦΕ, το οποίο υπόκειται σε φορολόγηση κατά το χρόνο που οι δικαιούχοι της ασφαλιστικής παροχής (ασφαλίσματος) απέκτησαν το δικαίωμα είσπραξης αυτής, όχι μόνον όταν η ασφάλιση επιβάλλεται από το νόμο ή έχει αποτελέσει όρο μεταξύ του εργοδότη και των μισθωτών της εργασιακής σύμβασης ή δεσμευτικής για τον εργοδότη ΣΣΕ ή διαιτητικής απόφασης, αλλά και στην περίπτωση της καταβολής των ασφαλίστρων για τον μισθωτό εξ ελευθεριότητος του εργοδότη, εξ αφορμής, πάντως, της σχέσεως εργασίας, ακόμα και αν ο εργοδότης είχε επιφυλαχθεί του δικαιώματος της μονομερούς διακοπής της καταβολής των ασφαλίστρων. Στην περίπτωση της μερικής καταβολής του ασφαλίστρου από τον εργαζόμενο, η παροχή-ασφάλισμα κατά το μέρος που προέρχεται από ασφάλιστρα καταβληθέντα από τον εργαζόμενο, ακόμη και πριν την έναρξη ισχύος του ν.4110/2013, δεν φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εκτός εάν τα ασφάλιστρα εξέπεσαν από το ακαθάριστο εισόδημά του και δεν φορολογήθηκαν, οπότε φορολογείται. (ομόφ.) (Η υπ’ αριθ. 22/2017 γνωμ/ση του Β΄ Τμήματος πραγματεύεται σχετικό θέμα)


ΕλΣυν/Τμ.6/463/2011

1)H επιλογή εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή δημόσιου έργου με διαγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης δημοσίου έργου, που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητώς από το νόμο, και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτόν (νόμο) περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής σε διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφεύγει στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για έργα που έχουν χαρακτηριστεί ως ειδικής φύσης. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται προηγούμενη απόφαση του φορέα κατασκευής του έργου, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του τεχνικού συμβουλίου του φορέα κατασκευής του έργου ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τούτου, του φορέα που εποπτεύει τον φορέα κατασκευής. Στην απόφαση αυτή πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ο χαρακτηρισμός του έργου ως ειδικής φύσης, ήτοι να προκύπτει, τόσο από την απόφαση όσο και από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοσή της, η συνδρομή εκείνων των ειδικών απαιτήσεων-ιδιαιτεροτήτων του έργου -όπως π.χ. η απαραίτητη ειδική τεχνογνωσία, οι απαιτούμενες ειδικές τεχνικές μέθοδοι κατασκευής, οι εξειδικευμένες εργασίες ή υψηλής τεχνολογίας εργασίες που από τη φύση τους μπορούν να εκτελεστούν μόνο από περιορισμένου αριθμού εργοληπτικές επιχειρήσεις που διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία και τα αναγκαία μέσα, ο ειδικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση του έργου- που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό του ως ειδικής φύσης, κατ’ αντιδιαστολή με τα συνήθη εκτελούμενα δημόσια έργα (Ε.Σ. 2051/2010). Περαιτέρω, ο αναθέτων φορέας οφείλει να αιτιολογήσει ότι στο πρόσωπο των καλούμενων εργοληπτών συντρέχουν λόγοι αποκλειστικότητας, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την εκτέλεση των ειδικής, κατά τα ανωτέρω, φύσης εργασιών μόνο από αυτούς. 2). Με τη διακήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται το σύστημα υποβολής προσφορών των διαγωνιζομένων, μεταξύ αυτών που περιοριστικά απαριθμούνται στο άρθρο 4 του ν. 3669/2008. Η αναθέτουσα αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει κάποιο από τα συστήματα ή και συνδυασμό αυτών υπό τις ειδικότερους περιορισμούς που τίθενται για κάθε ένα εξ αυτών. Σε ό,τι αφορά στο σύστημα που περιλαμβάνει την προσφορά ενιαίου ποσοστού έκπτωσης, αυτό δύναται να εφαρμοσθεί εφόσον συντρέχουν δύο σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις : α) η προμέτρηση των εργασιών του δημοπρατούμενου έργου είναι δύσκολη ή αδύνατη, γεγονός που δυνητικά συμβαίνει σε έργα συντηρήσεων, βελτιώσεων και ανακαινίσεων και β) ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας για το υπό εκτέλεση έργο δεν υπερβαίνει το όριο των 750.000 ευρώ, μέχρι του οποίου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως του Μητρώου Εμπειρίας Εργοληπτικών Επιχειρήσεων. Εκ τούτων παρέπεται ότι το σύστημα του ενιαίου ποσοστού έκπτωσης επιφυλάσσεται μόνο για ειδικά έργα (όπου η προμέτρηση παρουσιάζει δυσχέρειες ή καθίσταται αδύνατη), μικρής προϋπολογιζόμενης αξίας, προκειμένου στα μεγάλα έργα να συντάσσονται ακριβείς κατά το δυνατόν προϋπολογισμοί, στηριζόμενοι σε αντίστοιχες μελέτες και να αποφεύγεται η υπερτιμολόγηση έργων και η μέσω αυτής παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης τάξης. Ως εκ τούτου η (μη επιτρεπτή) επιλογή του συστήματος αυτού σε μεγάλα έργα, συνδεόμενη άμεσα με την παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερες της πρώτης τάξεως, συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια (Ε.Σ. 2708/2010) καθόσον προσβάλλει τις αρχές του ανταγωνισμού με την ειδικότερη μορφή της παραβίασης των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα συμμετοχής συγκεκριμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων (μέχρι του ορίου της πρώτης τάξεως). Τέλος, με το νέο θεσμικό πλαίσιο (ν. 3669/2008), το οποίο τιτλοφορείται «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», η θέσπιση του συστήματος αυτού για έργα μέχρι του ορίου των 750.000 ευρώ (όπου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως), καίτοι στο προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 6 Π.Δ/τος 609/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ/τος 218/1999) αναφέρονταν η τρίτη τάξη, ουδεμία ασκεί επιρροή, καθόσον πρόκειται περί νομοθετικών διατάξεων και επιλογών, οι οποίες θέτουν κανόνες δικαίου και όχι περί Προεδρικού Διατάγματος προκειμένου να δύναται να ερευνηθεί εάν οι νέες ρυθμίσεις κείνται εντός της οικείας εξουσιοδοτικής διατάξεως και της δεσμεύσεως που παράγεται από τον σκοπό της κωδικοποιήσεως. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι και υπό την ισχύ του π.δ/τος 609/1985, μετά την εφαρμογή του ν. 2940/2001, οι σχετικές διατάξεις ερμηνεύθηκαν ότι αφορούν σε μικρά έργα μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ, όπου δικαίωμα συμμετοχής έχουν εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξης (Πράξεις IV Τμήματος 8/2008, 141/2007, 89/2007). 3)Η παραλαβή και εξέταση των προσφορών σε ανοιχτή δημοπρασία δημοσίου έργου με προϋπολογισμό άνω του ανώτατου ορίο


ΔΕΚ/C-71/1992

Περίληψη 1. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες 71/305 και 77/62, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων αφενός δημοσίων έργων και αφετέρου δημοσίων προμηθειών, το κράτος μέλος το οποίο * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συναλλαγές της διοικήσεως με ιδιώτες όσον αφορά αγαθά ή δικαιώματα, η εμπορία των οποίων ρυθμίζεται από διατάξεις νόμου, ή ελεγχόμενα προϊόντα ή προϊόντα υποκείμενα σε μονοπώλιο ή απαγορευμένα προϊόντα, μολονότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν καταλέγονται μεταξύ των εξαιρέσεων που απαριθμεί περιοριστικά και επιτρέπει ρητά η οδηγία 77/62 και μολονότι οι ιδιαιτερότητες των προμηθειών αυτών δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τέτοιες, ώστε να επιτρέπεται η πλήρης εξαίρεση των σχετικών συμβάσεων από τη ρύθμιση περί δημοσίων συμβάσεων, * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις για τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητή εξαίρεση, μολονότι οι μόνες επιτρεπόμενες εξαιρέσεις από τις προαναφερθείσες οδηγίες προβλέπονται περιοριστικά και ρητά από τις οδηγίες αυτές και μολονότι κατά τη μεταφορά των οδηγιών πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις σαφήνειας και ακρίβειας, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με οποιαδήποτε διατύπωση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, πέραν των εξαιρέσεων που επιτρέπουν οι οδηγίες και που επαναλαμβάνονται από την εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να προβλεφθούν και άλλες, * επιτρέπει τη σύναψη των συμβάσεων με απευθείας ανάθεση και σε άλλες περιπτώσεις, πέραν των περιοριστικώς προβλεπομένων από τις οδηγίες, ή εξαρτά την εφαρμογή της διαδικασίας της απευθείας αναθέσεως από λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις απ' ό,τι οι οδηγίες, * επιβάλλει ορισμένους τρόπους αποδείξεως της δικαιοπρακτικής ικανότητας των υποβαλλόντων προσφορές που δεν προβλέπονται από τις οδηγίες, * επιβάλλει στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών που επιλέγουν ορισμένα από τα μέσα αποδείξεως της ικανότητάς τους που προβλέπονται στην οδηγία 71/305 ορισμένες προϋποθέσεις που δεν προβλέπει η οδηγία αυτή, * προβλέπει ότι, για την κατάταξη των επιχειρήσεων, θα αξιολογούνται κατά προτίμηση τα χρηματοοικονομικά μέσα και τα μέσα από άποψη προσωπικού και υλικού που διαθέτουν εντός της εθνικής επικράτειας, μολονότι η οδηγία 71/305 δεν του επιτρέπει να καθιερώνει τέτοιας φύσεως κριτήρια, * δεν αναγνωρίζει, κατά παράβαση των οδηγιών, την αξία των πιστοποιητικών που έχουν εκδώσει οι αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την ικανότητα των επιχειρήσεων, * απαλλάσσει από την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως τις επιχειρήσεις μόνο των οποίων η ικανότητα προκύπτει από την εγγραφή τους σε δικούς του καταλόγους κατατάξεως, * δεν τηρεί, όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονται για τις συμβάσεις προμηθειών, τη σειρά προτιμήσεως των κανόνων, την οποία προβλέπει η οδηγία 77/62. 2. Από το γεγονός ότι το άρθρο 1, στοιχείο α', της οδηγίας 71/305 παραπέμπει, σε σχέση με τον ορισμό των συμβάσεων δημοσίων έργων στις οποίες εφαρμόζεται, στο άρθρο 2 της οδηγίας 71/304, περί της καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και των περιορισμών στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων, προκύπτει ότι η πρώτη αναφερθείσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που αφορούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις φύσεως μηχανολογικής, ηλεκτρολογικής και παραγωγής ενεργείας, με εξαίρεση του μέρους των εγκαταστάσεων αυτών το οποίο ανάγεται στον τομέα της τεχνικής των δομικών κατασκευών, και τις συμβάσεις που αφορούν έργα εκσκαφών, γεωτρήσεως, εκβαθύνσεως και εκκενώσεως των εκχωματώσεων, τα οποία εκτελούνται με σκοπό την εξόρυξη ορυκτών υλών (εξορυκτικές βιομηχανίες).


ΕΣ/ΤΜ.6/1079/2020

Προμήθεια ειδών...ζητείται η ανάκληση της 119/2020 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, παρόλο που δεν διαθέτει την πιστοποίηση ISO 22000, που απαιτούσε η διακήρυξη, εντούτοις πληροί τις προδιαγραφές αυτοελέγχου, βάσει των αρχών HACCP, οι οποίες (αρχές HACCP) εφαρμόζονται κατά νόμο με ευθύνη της ίδιας της επιχείρησης και πρέπει να θεωρηθούν ισοδύναμες του προτύπου ISO 22000, συνεπώς, κατά τους ισχυρισμούς της, κατ’ ουσίαν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον σχετικό όρο της διακήρυξης. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, ανεξαρτήτως του αν κατά νόμο η εφαρμογή και διατήρηση πάγιων διαδικασιών βάσει των αρχών Ανάλυσης Κινδύνων και Κρίσιμων Σημείων Ελέγχου (Hazard Analysis Critical Control Points – HACCP) επιβάλλεται για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων και για τη νόμιμη λειτουργία επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην αλυσίδα τροφίμων και ποτών (βλ. άρθρο 5 Καν. ΕΚ 852/2004, αποφάσεις Υπουργού Υγείας Υ1γ/ΓΠ/οικ.96967/8.10.2012 – ΦΕΚ Β΄ 2718, Υ1γ/ΓΠ/οικ.47829/21.6.2017 – ΦΕΚ Β΄2161), εντούτοις, στη διακήρυξη του ελεγχόμενου διαγωνισμού απαιτείται, επί ποινή απόρριψης της προσφοράς, η πιστοποίηση της συμμόρφωσης αυτής. Συνεπώς, ισοδύναμο της πιστοποίησης βάσει του προτύπου ISO 22000 (που εκπονήθηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης, ενσωματώνοντας τις απαιτήσεις του HACCP, και προδιαγράφει τις απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην αλυσίδα τροφίμων, ανεξαρτήτως μεγέθους, ώστε να καταδεικνύουν την ικανότητά τους στον έλεγχο των κινδύνων βλ. https://www.iso.org/standard/65464.html), δεν αποτελεί η απλή δήλωση του οικονομικού φορέα ότι τηρεί τις αρχές συστήματος HACCP, αλλά η πιστοποίηση από ανεξάρτητο διαπιστευμένο φορέα για την προσήκουσα ανάπτυξη, εφαρμογή και τήρηση του συστήματος αυτού, τέτοια δε πιστοποίηση η αιτούσα συνομολογεί ότι δεν διαθέτει. Εξάλλου, η τιθέμενη με την διακήρυξη υποχρέωση (ήτοι, της πιστοποίησης), η οποία επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση του προαναφερθέντος δημόσιου σκοπού, είναι συνήθης σε αντίστοιχου αντικειμένου διαγωνισμούς προμηθειών, εύλογη και δεν περιορίζει υπέρμετρα τη συμμετοχή οικονομικών φορέων στο διαγωνισμό, δοθέντος άλλωστε ότι η αναθέτουσα αρχή δεν διαθέτει άλλα μέσα για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης των τελευταίων στις ανωτέρω προδιαγραφές. Τέλος, ανεξαρτήτως του ότι, κατ’ άρθρο 102 του ν. 4412/2016, δεν επιτρέπεται η μεταγενέστερη υποβολή εγγράφων σε συμμόρφωση προς τους όρους της διακήρυξης, σε κάθε περίπτωση, η προσκόμιση πιστοποιητικών ISO 22000 που αφορούν σε άλλες, πλην της αναδόχου, επιχειρήσεις δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το ζητούμενο δικαιολογητικό, επομένως, τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα πιστοποιητικά που αφορούν σε φερόμενους προμηθευτές της, δεν είναι εν προκειμένω ουσιώδη.Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΟΛΟΜ/1642/2020


ΕΣ/ΚΛ.ΤΜ.7/91/2017

Καταβολή δαπανών εργασιών εκκαθάρισης  επιχειρήσεων.(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική  σκέψη της παρούσας, οι επίμαχες δαπάνες δεν είναι νόμιμες, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο διαφωνίας, διότι ο φερόμενος ως δικαιούχος δεν είναι πιστωτής του Δήμου για τις εντελλόμενες με αυτά δαπάνες, αφού οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν από τους ως άνω εξωτερικούς συνεργάτες στις υπό εκκαθάριση δημοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες, όπως έγινε δεκτό στη νομική σκέψη της παρούσας, διατηρούν τη νομική τους προσωπικότητα μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης και φέρουν την υποχρέωση εξόφλησης των εργασιών βάσει των μεταξύ τους υπογραφεισών συμβάσεων. Βασίμως, περαιτέρω, προβάλλει  η διαφωνούσα Επίτροπος ότι τα εντελλόμενα ποσά δεν καλύπτονται από νόμιμα δικαιολογητικά, αφού τα σχετικώς εκδοθέντα τιμολόγια υπολείπονται αυτών, ο δε ισχυρισμός του εκκαθαριστή ότι ορθώς ενταλματοποιείται το σύνολο του συνολικού εγκριθέντος για εργασίες εξωτερικών συνεργατών ετήσιου ποσού (68.112,00 ευρώ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το λογιστικό των Ο.Τ.Α. προβλέπει κατά κανόνα την έκδοση τακτικών χρηματικών ενταλμάτων βάσει πλήρων δικαιολογητικών και μόνο στις εξαιρετικώς προβλεπόμενες από τον νόμο περιπτώσεις προβλέπεται η έκδοση χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής για την αντιμετώπιση δαπανών και η εκ των υστέρων τακτοποίησή τους (βλ. άρθρα 172 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, 32-34 του β.δ. της 17.5-15.6.1959,  Α΄ 114). Περαιτέρω,  ο ισχυρισμός που προβάλλεται με το 44412/9.9.2016 έγγραφο του εκκαθαριστή του Δήμου ότι τα ως άνω χρηματικά εντάλματα πρέπει να εξοφληθούν από τον Δήμο εξαιτίας έλλειψης άμεσης χρηματικής ρευστότητας των υπό εκκαθάριση εταιρειών και λόγω του ότι η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων τους προς απόκτηση οικονομικής αυτοδυναμίας είναι αβέβαιη και χρονοβόρα, είναι απορριπτέος καθόσον δεν δύναται να δικαιολογήσει την περιγραφή των κανόνων του δημοσίου λογιστικού που παρατέθηκαν ανωτέρω, πολλώ μάλλον που οι εντελλόμενες δαπάνες δεν στηρίζονται σε νόμιμα δικαιολογητικά, καθόσον τα συνημμένα στα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα τιμολόγια υπολείπονται των ποσών που εντέλλονται με αυτά. Τέλος, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών μπορούν, ενόψει της απόφασης 26/2016 του Δημοτικού Συμβουλίου…, να εξοφληθούν με χρηματικά εντάλματα έκδοσης του Δήμου, τα οποία θα εκδοθούν στο όνομά τους, υπό τις προϋποθέσεις ότι α) οι απαιτήσεις τους παραμένουν ενεργές, δηλαδή δεν έχουν αποσβεστεί με προγενέστερη καταβολή ή λόγω παραγραφής ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο και β) σε καθένα από τα χρηματικά αυτά εντάλματα θα επισυναφθούν τα νόμιμα δικαιολογητικά που προβλέπονται για το αντίστοιχο είδος δαπανών.


ΕΣ/ΤΜ.7/4/2019

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:ζητείται η ανάκληση της 212/2018 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Έλεγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παραγράφου 3 της παρούσας, ορθά με την προσβαλλόμενη πράξη του Κλιμακίου κρίθηκε μη νόμιμη η ανωτέρω δαπάνη, αφού η μετά την 1.8.2003 προϋπηρεσία του αιτούντος στη Δ.Ε.Η. και αργότερα στην ΕΥΔΑΠ αφορά σε υπηρεσία παραχεθείσα σε δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (Δ.Ε.Κ.Ο.) που οι μετοχές τους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4354/2015 είχαν ήδη εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (οι μετοχές της ΕΥΔΑΠ εισήχθησαν στο Χ.Α.Α. τον Ιανουάριο του 2000 και της Δ.Ε.Η. στις 12.12.2001) και ως εκ τούτου δεν ανήκουν πλέον στους φορείς του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 3429/2005. Συνεπώς, τόσο οι προϋπηρεσίες αυτές όσο και η παρασχεθείσα προϋπηρεσία   του αιτούντος σε ιδιώτες εργοδότες δεν αναγνωρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 4 του ν. 4354/2015, για μισθολογική εξέλιξη στα ΜΚ του νόμου αυτού.  Με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών, επικαλούμενος την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 71 του ν. 3528/2007, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του    ν. 4440/2016, σύμφωνα με την οποία ο υπάλληλος που μετατάσσεται από μια οργανική θέση μίας υπηρεσίας σε άλλη κενή οργανική θέση άλλης υπηρεσίας και σε κλάδο της ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας μετατάσσεται στον ίδιο βαθμό και το ίδιο ΜΚ που κατείχε πριν από την μετάταξή του, υποστηρίζει ότι, εφόσον πριν από τη μετάταξή του στη Δ.Ε.Υ.Α.Φ. (21.6.2007) λάμβανε από την ΕΥΔΑΠ το 6ο ΜΚ του τότε ισχύοντος μισθολογικού νόμου δικαιούται μετά την μετάταξή του να λαμβάνει το αντίστοιχο ΜΚ 4ο του ν. 4354/2015. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 71 του    ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικη-τικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄ 26) αφενός καταργήθηκαν από 15.9.2017 (ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του Ενιαίου Συστήματος Κινητικό-τητας στο Δημόσιο) με το άρθρο 100 παρ. 6 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74), αφετέρου στις διατάξεις του ν. 3528/2007 υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού, μόνο οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του Κράτους και των Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και   οι υπάλληλοι των Ο.Τ.Α. για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις, όχι δε και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των Δ.Ε.Κ.Ο. και των δημοτικών επιχειρήσεων.Απορρίπτει την αίτηση