Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
21959 ΕΞ 2022
Τροποποίηση της υπό στοιχεία 56591 EΞ 2021/14.05.2021 κοινής απόφασης του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων και του Υφυπουργού Οικονομικών «Καθορισμός καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των προσώπων που ασκούν ή άσκησαν σημαντικό δημόσιο λειτούργημα και ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων» (Β’ 2019).
123224 ΕΞ 2024
Ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων αναφορικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και αρμοδιοτήτων του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, ειδικότεροι όροι και διαδικασία της μεταβίβασης δικαιωμάτων επί της κύριας κατοικίας σε αυτόν.
Α.1254/2021
Ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων για την παροχή δημοσίων πληροφοριών (open data) σχετικά με την κατάσταση κίνησης ή ακινησίας των οχημάτων για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα, την τρέχουσα κατάσταση ασφάλισής τους, τυχόν δήλωσή τους ως απωλεσθέντων ή κλαπέντων, μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr - ΕΨΠ) και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Διαδικασία και λεπτομέρειες χορήγησης των στοιχείων μητρώου οχημάτων από την Α.Α.Δ.Ε., προς δημοσίευση.
ΣΤΕ/1667/2011
Εκπόνηση μελέτης.... Επειδή, όταν μία σύμβαση παραπέμπει ως προς ορισμένο θέμα σε κανονιστική ρύθμιση που περιέχεται σε τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη και η οποία ρυθμίζει περισσότερες περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο τάσσοντας συγκεκριμένες κατά περίπτωση προϋποθέσεις εφαρμογής, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της συμβατικής αυτής ρήτρας παραπομπής, δηλαδή ως προς ποια είναι η εφαρμοστέα, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ρύθμιση στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση συμβατικού όρου, η ορθότητα της οποίας, ως εκτίμηση πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, εάν μεν, κατά την ουσιαστική εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση της ρήτρας παραπομπής, βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ως έχουν, δηλαδή σύμφωνα με τις περιεχόμενες στις διατάξεις διακρίσεις και με τη συνδρομή των προβλεπομένων προϋποθέσεων εφαρμογής κατά περίπτωση, τότε η ορθότητα της δοθείσης από το δικαστήριο της ουσίας ερμηνείας των κατά παραπομπή εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ελέγχεται πλήρως κατά την ορθότητά της από τον αναιρετικό δικαστή, με κριτήριο την αληθή έννοια του νόμου. Εάν, όμως, κατά την ως άνω ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, ο σχετικός συμβατικός όρος έχει την έννοια ότι η ρύθμιση στην οποία γίνεται παραπομπή εφαρμόζεται κατά την βούληση των μερών εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή της συνδρομής των τασσομένων στις οικείες διατάξεις ειδικότερων προϋποθέσεων εφαρμογής, τότε η εν λόγω ρύθμιση αποσπώμενη από τις διατάξεις του νόμου αποτελεί πλέον συμβατικό όρο και προσλαμβάνει ως εκ τούτου την έννοια που της αποδίδουν οι συμβαλλόμενοι, ανεξαρτήτως εάν συντρέχουν οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια αυτή του συμβατικού όρου, ως κρίση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας. Επειδή, κατόπιν επιλύσεως των ανωτέρω παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως στο ΣΤ΄ Τμήμα αυτού.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/27/2018
Αμοιβή για άσκηση από υπάλληλο ιδιωτικού έργου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας, η δαπάνη καταβολής αμοιβής στα παραπάνω πρόσωπα – υπαλλήλους του Φορέα Διαχείρισης Εθνικών Δρυμών …., που απασχολήθηκαν στο πλαίσιο του προαναφερόμενου έργου LIFE ARCPIN προκειμένου να υλοποιήσουν τις δράσεις, τις οποίες ανέλαβε ο Φορέας Διαχείρισης έναντι του Δήμου ... με την από 24.12.2013 μεταξύ τους συναφθείσα “συμφωνία εταιρικής σχέσης” είναι, κατά την κρίση του Κλιμακίου, νόμιμη. Και τούτο διότι η συμμετοχή των προσώπων αυτών στην εν λόγω ομάδα εργασίας, παρέχοντας υπηρεσίες κατά μη πλήρες ωράριο, στον εκτός ωραρίου κύριας απασχόλησής τους στο Φορέα, χρόνο, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση περί κατοχής δεύτερης θέσης ή απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, περαιτέρω, δε, δεν προκύπτει ότι η ορισθείσα για τη μειωμένη ως άνω απασχόληση των προσώπων αυτών αμοιβή, υπερβαίνει τα όρια, που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982. Επιπλέον ο χαρακτήρας του ανωτέρω έργου, στην υλοποίηση του οποίου συμμετέσχε ως συμπράττων φορέας, ο Φορέας Διαχείρισης και ανέθεσε στο πλαίσιο αυτό στους προαναφερόμενους υπαλλήλους την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων, που ανέλαβε στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE ARCPIN -σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στο Τεχνικό Δελτίο Ένταξης αυτού, όπου ρητώς μάλιστα προβλέπεται η απασχόληση του προσωπικού του φορέα- δεν επιτρέπει την υπαγωγή της άσκησης των καθηκόντων των ανωτέρω προσώπων στην έννοια του ιδιωτικού έργου, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων για άσκηση από τον υπάλληλο ιδιωτικού έργου (πρβλ. γνωμοδ. ΝΣΚ 437/2010 και 581/2012)....Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και συνεπώς, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής θα μπορούσε να θεωρηθεί, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος (2017), τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει
ΕΣ/Τ6/89/2008
Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο προβαλλόμενος με τις υπό κρίση αιτήσεις ισχυρισμός ότι τόσο το Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και το παρόν Τμήμα δεσμεύονται από το παραγόμενο, από την 11467/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δεδικασμένο. Τούτο, διότι το νομικό μας σύστημα έχει καθιερώσει, όσον αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, πέραν της προσωρινής και οριστικής δικαστικής προστασίας των συμφερόντων των φυσικών ή νομικών προσώπων που συμμετέχουν στις διαδικασίες ανάδειξης αναδόχων αυτών, διπλό, παράλληλο, αυτοτελή και ανεξάρτητο έλεγχο των ενεργειών/πράξεων της αναθέτουσας αρχής. Ειδικότερα, το διπλό αυτό σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει αφενός τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος, αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι πλήρης, καθολικός και αυτεπάγγελτος, εκτείνεται δηλαδή στο σύνολο της διαδικασίας, χωρίς να περιορίζεται στην έρευνα συγκεκριμένων λόγων ή αιτιάσεων ή από προϋποθέσεις παραδεκτού ή άλλους δικονομικούς κανόνες, αφετέρου δε την προσωρινή (αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του ν.2522/1997) και οριστική δικαστική προστασία (αίτηση ακύρωσης ή κύρια αγωγή) που παρέχεται από τα πολιτικά Δικαστήρια ή το Συμβούλιο της Επικρατείας (ανάλογα με την υπαγωγή της σύμβασης στο ιδιωτικό ή στο δημόσιο δίκαιο) και η οποία, αποσκοπώντας στην προάσπιση των συμφερόντων των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις της αναθέτουσας αρχής, παρέχεται, σε αντίθεση με τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μόνο στο μέτρο που ζητείται, ήτοι περιορίζεται μόνο στην έρευνα των λόγων και των αιτιάσεων που προβάλλονται με τα σχετικά δικόγραφα και υπόκειται σε περιορισμούς παραδεκτού και άλλους δικονομικούς περιορισμούς. Κατά συνέπεια, η αναθέτουσα αρχή δεσμεύεται διττώς, στο μέτρο που στο πλαίσιο εκάστου των προαναφερόμενων συστημάτων ελέγχου και κατ’ εφαρμογήν ενός εκάστου των δύο αυτών ιδιαίτερων πλεγμάτων διατάξεων ασκούνται οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή η δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων και του Σ.τ.Ε.. Ενόψει δε της αυτοτέλειας των ως άνω συστημάτων ελέγχου, το Ελεγκτικό Συνέδριο (Κλιμάκιο ή Τμήμα) κατά τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας των δημόσιων συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας, δεν δεσμεύεται από το προσωρινό δεδικασμένο απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου ή της Επιτροπής Αναστολών του Σ.τ.Ε., χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι, κατά την εξέταση των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων κατά την άσκηση του προσυμβατικού ελέγχου ή του προληπτικού ελέγχου των δαπανών, δεν δεσμεύεται και από το δεδικασμένο που τυχόν υφίσταται από αποφάσεις των δικαστηρίων που έχουν κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσία προς επίλυσή τους (βλ. Πρακτικά της 3ης Γ.Σ. της Ολομέλειας του Ελ. Συν. της 23.02.2005, Πράξεις VI Τμ. 34, 55, 136, 245/2007 κ.α.).
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1334/2023
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 168.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 12.475,84 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 180.475,84 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’ αυτήν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 6 με τίτλο «Ενίσχυση της Πολιτιστικός Πολυχώρος Προσομοίωσης Παραδοσιακών Αγροτικών Δραστηριοτήτων Ε.Π.Ε. στη θεματική ενότητα Τουρισμός»(...)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις σκέψεις 4 έως 6 της παρούσας, αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών εκ δημοσιονομικών διορθώσεων επικαλούμενο δύο κατά βάση συνταγματικού επιπέδου επιχειρήματα: Πρώτον, ότι με βάση την κατά το Σύνταγμα ενδεικτική απαρίθμηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κοινός νομοθέτης δύναται να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνον τις υποθέσεις που είναι «απολύτως συναφείς» με τις πρωτογενώς υπαχθείσες από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του. Και, δεύτερον, ότι ως δημόσιοι υπόλογοι κατά την οικεία συνταγματική ρύθμιση νοούνται μόνον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί εξουσία διαχείρισης χρημάτων που ανήκουν σε δημόσιο φορέα, όχι δε και οι ωφελούμενοι από δημόσια ενίσχυση ιδιώτες, ακόμη και αν υπόκεινται κατά νόμο σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο.(...)το Ελεγκτικό Συνέδριο ανήχθη από το Σύνταγμα του 1975 σε αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο, απολαύον του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας που απολαύουν μεταξύ τους ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, ως μη αποτελούν πλέον ειδικό διοικητικό δικαστήριο, οι ρυθμίσεις περί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά ως εξαίρεση εκ του κανόνα της γενικής δικαιοδοσίας της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά αυτοτελώς ενόψει των σκοπών που εξυπηρετεί η υπαγωγή των οικείων διαφορών στη δικαιοδοσία του.(...)Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν ανατεθεί νομοθετικώς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τελούσες σε «απόλυτη συνάφεια» με τις διαφορές εκ του ελέγχου των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων, ως αντιλαμβάνεται την έννοια του δημοσίου υπολόγου το Συμβούλιο της Επικρατείας....το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει ένδικα βοηθήματα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων που αφορούν διαχείριση επιχορηγήσεων και χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες, οι οποίες προέρχονται από ενωσιακούς πόρους.(...)Η αυτοτέλεια της υποκείμενης αιτίας του «ελέγχου των λογαριασμών», ως στοιχείο προσδιοριστικό της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των αντίστοιχων διαφορών, είναι συνυφασμένη με τη θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως του ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου της Χώρας, το οποίο, μέσω ιδίως των σχετικών με τον έλεγχο των λογαριασμών αρμοδιοτήτων του (είτε ελεγκτικών είτε δικαιοδοτικών), εγγυάται τη σύννομη και με όρους διαφάνειας διαχείριση των πεπερασμένων δημόσιων πόρων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος(...)Με βάση τα προεκτεθέντα, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογισμό προσώπων (φυσικών ή νομικών) στα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως χρηματικά ποσά από το Δημόσιο (ή από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ κ.λπ.), έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι «δημόσιοι υπόλογοι» ως αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον ο σε βάρος τους καταλογισμός συνιστά πράξη «τακτοποίησης» δημόσιου λογαριασμού και, εντεύθεν, μέσο αποκατάστασης της επελθούσας βλάβης στον οικείο Προϋπολογισμό και δη υπό διττή έννοια, ήτοι αφενός ως ακύρωση της προηγηθείσας υλικής πράξης διενέργειας του εξόδου (είτε μερικής είτε ολικής, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του Προϋπολογισμού του φορέα) και αφετέρου ως δημιουργία νόμιμου (εκτελεστού) τίτλου για την επιστροφή του σχετικού ποσού στο Δημόσιο (ή σε ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.).(...)Τέλος, δεν αναδείχθηκε στην αναιρεσιβαλλομένη στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, ώστε να εγερθεί ζήτημα κακής πίστεως αυτής. Ενόψει τούτου, όταν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς το αρχικό και εν συνεχεία το αναλυτικό σχέδιο της επίδικης επένδυσης, οποιοσδήποτε διοικούμενος ευρισκόμενος στη θέση της αναιρεσείουσας ευλόγως μπορούσε να τρέφει, στηριγμένος σε καθοριστικής σημασίας πράξεις φορέων δημόσιας λειτουργίας, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η επένδυσή του ήταν επιλέξιμη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε σε φορολογική αρχή ότι η επένδυσή της αφορούσε μουσείο, δεν ασκεί επιρροή στην ανωτέρω κρίση, διότι ακόμη και αν μια τέτοια δήλωση έγινε προς αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης της δηλούσας, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της επίδικης επένδυσης ως τουριστικής καθόσον τούτο συντελείται αντικειμενικώς με βάση κριτήρια εκ της εφαρμοστέας ειδικής για την επένδυση νομοθεσίας. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης.
ΣΤΕ/2799/2013
Μεταφράσεις αλλοδαπών εγγράφων:..Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 π.δ/τος 169/2002, η οποία κάνει λόγο περί μεταφράσεων “για λογαριασμό οποιασδήποτε δημόσιας αρχής”, μεταφράσεις ξενογλώσσων κειμένων, προερχόμενες από πρόσωπα που έχουν αποδεδειγμένα την ιδιότητα του πτυχιούχου του ανωτέρω Τμήματος του ... Πανεπιστημίου (και, συνεπώς, έχουν τύχει εξειδικευμένης, από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα παρεχομένης εκπαιδεύσεως στο αντικείμενο αυτό), είναι υποχρεωτικώς ληπτέες υπ’ όψιν από τον ... κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ελλείψει σχετικής, ειδικής ρυθμίσεως σ’ επίπεδο νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξεως. Και τούτο, διότι δεν μπορεί ερμηνευτικώς να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα, υπέρ του αποκλειστικού δηλαδή χαρακτήρα των ρυθμίσεων του αρ. 53 ν.δ/τος 3026/1954 ή της νομοθεσίας για την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ρυθμίσεων περιοριστικών κατά τούτο της επαγγελματικής ελευθερίας αυτής της κατηγορίας προσώπων. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης του Κώδικα δικηγόρων, αλλά και του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (που επαναλαμβάνει ταυτόσημες ρυθμίσεις των προϊσχυσάντων σχετικών νομοθετημάτων) δεν είχε υπ’ όψιν του τις εν τω μεταξύ εξελίξεις και την παραγωγή σ’ επαρκή βαθμό εξειδικευμένων επιστημόνων οι οποίοι παρέχουν τα εχέγγυα για την αξιόπιστη άσκηση και αυτής της ειδικώτερης πτυχής της (αρρύθμιστης γενικώς) επαγγελματικής δραστηριότητας του μεταφραστή χωρίς το δημόσιο συμφέρον να διακυβεύεται. Αυτός δε ο ερμηνευτικός χειρισμός των εν λόγω διατάξεων σε σχέση με το άρ. 1 π.δ/τος 169/2002 συμπορεύεται και με την συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία (άρ. 5 παρ. 1), η οποία είναι δεκτική περιορισμών μόνον αν αυτοί είναι ρητώς εκπεφρασμένοι στον νόμο και – επί πλέον – έχουν τεθεί για την επιδίωξη σκοπού ενεστώτος δημοσίου συμφέροντος. (...)κατόπιν αυτών η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ν’ ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη, ν’ απορριφθούν οι λοιποί λόγοι ως αλυσιτελείς, η δε υπόθεση ν’ αναπεμφθεί στην Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση.
ΕΣ/ΤΜ.6/2188/2011(A΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 298/2011 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Σύμφωνα με τα κρατούντα στο χώρο του διοικητικού δικαίου, τα όργανα του Κράτους, των δημοσίων νομικών προσώπων και των άλλων φορέων κοινής ωφέλειας ασκούν τις δραστηριότητες που προβλέπουν οι κανόνες δικαίου για την επιδίωξη των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που καθορίζουν οι κανόνες αυτοί. Εκ τούτων παρέπεται ότι το δημόσιο συμφέρον, ως νομική έννοια, καθορίζεται από τους κανόνες δικαίου, μεταξύ άλλων, ως σκοπός των νομικών πράξεων ή των υλικών ενεργειών των δημόσιων νομικών προσώπων. Ως εκ τούτου η εκτίμηση της εκπληρώσεως ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος δεν επαφίεται σε κριτήρια, τα οποία καθορίζει αποκλειστικά το υποκείμενο του συμφέροντος, αλλά σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία θεσπίζονται στις οικείες διατάξεις και σκοπούν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των μελών της κρατικής κοινωνίας ακόμη και αν θίγουν συμφέροντα ορισμένων μελών αυτής. Επομένως η διενέργεια ενός δημόσιου διαγωνισμού για την εκτέλεση δημοσίου έργου αποβλέπει στην ανάδειξη αναδόχου μέσα από διαδικασίες που προασπίζουν συνταγματικές και κοινοτικές αρχές, όπως τον ανταγωνισμό και την οικονομική ελευθερία, ή γενικές αρχές του δικαίου, όπως την αρχή της διαφάνειας. Οι αρχές αυτές δεν μπορούν να περιορίζονται ή να παρακάμπτονται με την επίκληση συμφερόντων, τα οποία θεωρούνται «δημόσια» σύμφωνα με τις υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις της αναθέτουσας αρχής, διότι, το δημόσιο συμφέρον συνδέεται με την έννομη τάξη και προσδιορίζεται από το νομοθετικό όργανο. Στην προκείμενη περίπτωση η εκτέλεση του έργου της κατασκευής του φράγματος Αποσελέμη και συνακόλουθα της υδρεύσεως του … και του ….., δεν είναι αυτοσκοπός κατά τις οικείες διατάξεις, αλλά διέρχεται μέσα από το νομικό πλαίσιο που διέπει το διαγωνισμό αναδείξεως αναδόχου του ως άνω έργου, δηλαδή συνδέεται άρρηκτα με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως, προσφοράς, μετά την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού και την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της δυνατότητας συμμετοχής στο διαγωνισμό όλων των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου η αναμφισβήτητη δημόσια ωφέλεια από την εκτέλεση του έργου δεν δικαιολογεί την παραβίαση διατάξεων της νομοθεσίας και την προσφυγή στην απευθείας ανάθεση (μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως) χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής (πρβλ. ΣτΕ 45/2008 σκ.19). Κατά συνέπεια ο σχετικός ισχυρισμός περί της ανάγκης συνάψεως της συμβάσεως καθόσον συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, σχετιζόμενοι με την ύδρευση των περιοχών Ηρακλείου και ….πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι τα αρμόδια όργανα, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι η συγγνωστή πλάνη, ως λόγος νομιμοποιήσεως των παραλείψεων και των πράξεων που έχουν κριθεί μη νόμιμες της διαδικασίας που προηγείται της υπογραφής δημόσιας σύμβασης δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου. Ούτε άλλωστε υπό τις ανωτέρω περιστάσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η συνδρομή αυτής δοθέντος ότι υπάρχει από μακρού χρόνου σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις καταρτίσεως συμπληρωματικών συμβάσεων, σε κάθε δε περίπτωση οι κρινόμενες εργασίες αποτελούν επέκταση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, το οποίο είναι εύκολο να διαπιστωθεί από τα αρμόδια όργανα της αναθέτουσας αρχής.Δεν ανακαλει την 298/2011 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΡΑΞΗ ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/3030/2011.
ΣΤΕ/2080/1987
Με τα δεδομένα αυτά, τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας .. όσο και τα εξουσιοδοτημένα απ' αυτόν άλλα όργανα της Τράπεζας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων, στην οποία μάλιστα μετέχουν και οι Υποδιοικητές, αποτελούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, δημόσια όργανα αφού και η Τράπεζα …, στην οποία ανήκουν, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού καθαρώς δικαίου, αλλά λόγω των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί και των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, έχει, ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, προσλάβει δημόσιο χαρακτήρα. Δεν προσκρούει, λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η άσκηση από τα πιο πάνω όργανα της Τράπεζας … της αρμοδιότητας χορηγήσεως αδειών λειτουργίας Τραπεζών, στις συνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση των κρατικών λειτουργών και ειδικότερα της εκτελεστικής λειτουργίας. Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 26, 83, 95 § 1 και 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διοικητική λειτουργία ασκείται κατ' αρχήν από δημόσια όργανα ενταγμένα στις δημόσιες υπηρεσίες. Και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς.Και ναι μεν αναγνωρίζεται ότι είναι επιτρεπτή, κατ' εξαίρεση, η ανάθεση ασκήσεως συγκεκριμένης διοικητικής αρμοδιότητας σε όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως νομικά πρόσωπα "διφυούς χαρακτήρος", αλλά η σχετική αρμοδιότητας πρέπει να αφορά συγκεκριμένο σκοπό και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε καίριους τομείς της διοικητικής δράσεως, όπως είναι η άσκηση ατομικού δικαιώματος. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών πρέπει να ασκείται από δημόσια όργανο και δεν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, κατά το μέρος που επιτρέπει τη μεταβίβαση της κατά το άρθρο 2 του αν.ν. 1665/1951 αρμοδιότητας της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής σε όργανα της Τράπεζας .. απαρτούμενα κατά πλειοψηφία από απλούς υπαλλήλους της που δεν έχουν το ειδικό καθεστώς του Διοικητή ή των Υποδιοικητών.