Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

2/52677/0025/2010

Τύπος: Έγγραφα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3867/2010

ΘΕΜΑ: Οδηγίες εφαρμογής του άρθρου 21 παράγραφος 5 του Ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α΄ 128/3.8.2010) «Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κεφαλαίου ιδιωτικής ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών»


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.3867/2010

Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κεφαλαίου ιδιωτικής ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών.


Ν.3229/2004

Εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, εποπτεία και έλεγχος τυχερών παιχνιδιών, εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και άλλες διατάξεις.


ΔΕΕ/C-143/2020 ΚΑΙ C-213/2020

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ασφάλιση ζωής – Συμβάσεις ασφάλισης ζωής μεταβλητού κεφαλαίου συνδεόμενες με επενδυτικά κεφάλαια τύπου “unitlinked” – Οδηγία 2002/83/ΕΚ – Άρθρο 36 – Οδηγία 2002/92/ΕΚ – Άρθρο 12, παράγραφος 3 – Προσυμβατική υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών – Πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων ασφαλίσεως “unit-linked” – Πεδίο εφαρμογής – Περιεχόμενο – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Άρθρο 7 – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές – Παραπλανητική παράλειψη» συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑143/20 και C‑213/20


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/880/2023

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ:κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της Περιφέρειας Αττικής και της εταιρείας «… Α.Τ.Ε.Β.Ε.», με αντικείμενο τη «Δημιουργία ή αναβάθμιση παιδικών χαρών για φιλοξενία παιδιών με ειδικές ανάγκες», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 1.209.663,15 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 7 της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσκομισθείσα 167/25.10.2022 επιστολή της Ε.Τ.Ε., στην οποία γίνεται αναφορά στην υφιστάμενη συνεργασία της Τράπεζας με την εταιρεία «… Α.Τ.Ε.Β.Ε.» και από την οποία προκύπτει ότι η τράπεζα έχει εγκρίνει υπέρ της εν λόγω εταιρείας, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει καθορίσει, πιστοδοτικό πλαίσιο που καλύπτει το 60% του προϋπολογισμού της επίδικης προμήθειας με Φ.Π.Α. (899.989,39 ευρώ), το οποίο αφορά σε χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης (ανεξάρτητα όρια για χρηματοδοτήσεις κεφαλαίου κίνησης ποσού 5.500.000,00 ευρώ για εκτέλεση τεχνικών έργων, εφάπαξ χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης 1.150.000,00 ευρώ για εκτέλεση τεχνικού έργου και εφάπαξ χρηματοδοτήσεις κεφαλαίου κίνησης υπολοίπου 2.846.978,14 ευρώ για εκτέλεση τεχνικών έργων), και ότι προτίθεται να εξετάσει αίτημα πιστοδότησης του υποψηφίου σε ποσοστό τουλάχιστον 60% του ίδιου ως άνω αναφερόμενου προϋπολογισμού, σε περίπτωση που αυτός αναδειχθεί ανάδοχος, αποτελεί επαρκές δικαιολογητικό για την απόδειξη της πιστοληπτικής ικανότητας της αναδόχου εταιρείας, όπως νομίμως κρίθηκε από την αναθέτουσα αρχή, χωρίς να απαιτείται να αναλαμβάνεται εκ μέρους της τράπεζας δέσμευση ότι θα εγκρίνει τη χρηματοδότηση. (...)Ανακαλεί την 23/2023 Πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Υπηρεσία Επιτρόπου ΟΤΑ Ι Περιφέρειας Αττικής.


N.4364/2016

Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Oδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.


ΝΚΣ/151/2015

Επέκταση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 14 έως και 20 του Ν. 3986/2011 και σε δημόσια κτήματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, τα οποία έχουν περιέλθει στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).1. Οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Β΄ του Ν. 3986/2011 (άρθρα 10-17) περιορίζονται στα δημόσια ακίνητα (που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή σε εταιρεία της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α.), στα οποία το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ή εταιρεία της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, αποκτά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα ή άλλο δικαίωμα περιουσιακής φύσης ή δικαίωμα διαχείρισης και εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 9 του ίδιου νόμου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του κυρίου του ακινήτου, μπορεί όμως να υπάγονται στις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β΄ και άλλα δημόσια ακίνητα, με σκοπό την επενδυτική τους αξιοποίηση. (πλειοψ.) 2. Οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Γ΄ (δικαίωμα επιφάνειας, άρθρα 18-26) του Ν. 3986/2011 δεν καταλαμβάνουν αποκλειστικά μόνο τα ακίνητα που έχουν περιέλθει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 2 του ίδιου ως άνω νόμου, στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ή σε εταιρεία της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Ταμείο, αλλά επεκτείνεται η εφαρμογή τους και στα δημόσια κτήματα της αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, δηλαδή στα δημόσια ακίνητα, που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε δημόσιους οργανισμούς με μορφή Ν.Π.Ι.Δ. ή και σε εταιρείες, εφόσον εκπληρώνεται ο σκοπός του νόμου, περί καλλίτερης αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, ανάπτυξης, διαχείρισης και εκμετάλλευσής της κατά τρόπο που να επαυξάνει την αξία της, προς όφελος του Δημοσίου και δεν πρόκειται για ειδική κατηγορία δημοσίων κτημάτων (ενδεικτικά ανταλλάξιμα, ΓνΝΣΚ 197/2013), όπου υφίσταται ειδική νομοθετική ρύθμιση για την εξυπηρέτηση ειδικού σκοπού, ή δεν τελούν υπό ειδικό καθεστώς προστασίας (ενδεικτικά αρχαιολογικοί χώροι, κτήματα διεθνούς σημασίας Ramsar, τόποι Κοινοτικής Προστασίας (ΤΚΠ) του Δικτύου NATURA, ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ), καταφύγια άγριας ζωής, Εθνικά Πάρκα κ.λπ.), οπότε ισχύουν οι ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις και οι εκάστοτε προβλεπόμενες ειδικές διοικητικές διαδικασίες. Η τυχόν αυθαίρετη κατοχή του δημόσιου κτήματος από τρίτους δεν προσδίδει σε αυτούς ιδιαίτερα δικαιώματα προτίμησης, ούτε όμως τους αποκλείει από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3986/2011. (ομοφ.)


ΔΕΚ/C‑155,C‑156/2019

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4 – Αναθέτουσα αρχή – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου – Έννοια – Εθνική αθλητική ομοσπονδία – Κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος – Εποπτεία της διαχείρισης της ομοσπονδίας από οργανισμό δημοσίου δικαίου». Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑155/19 και C‑156/19(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φορέας επιφορτισμένος με αποστολές δημόσιου χαρακτήρα που ορίζονται εξαντλητικώς από το εθνικό δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συσταθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό της κάλυψης αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μολονότι έχει συσταθεί υπό μορφή όχι δημόσιου οργανισμού αλλά σωματείου ιδιωτικού δικαίου και ορισμένες από τις δραστηριότητές του, ως προς τις οποίες έχει ικανότητα αυτοχρηματοδότησης, δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα. 2)Η δεύτερη από τις εναλλακτικές περιπτώσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον μια εθνική αθλητική ομοσπονδία έχει, βάσει του εθνικού δικαίου, διαχειριστική αυτονομία, η διαχείριση της ομοσπονδίας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται στον έλεγχο δημόσιας αρχής μόνον αν από τη σφαιρική ανάλυση των εξουσιών που διαθέτει η δημόσια αρχή έναντι της ομοσπονδίας προκύπτει η ύπαρξη ενεργητικού διαχειριστικού ελέγχου περιστέλλοντος στην πράξη την αυτονομία αυτή σε βαθμό που να παρέχεται στην εν λόγω αρχή δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδίας σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Το γεγονός ότι οι διάφορες εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες ασκούν επιρροή στη δραστηριότητα της δημόσιας αρχής λόγω της πλειοψηφικής συμμετοχής τους στα κύρια συλλογικά όργανα λήψεως αποφάσεων της αρχής αυτής έχει σημασία μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι καθεμία από τις ομοσπονδίες αυτές, θεωρούμενη μεμονωμένα, είναι σε θέση να ασκήσει σημαντική επιρροή στον δημόσιο έλεγχο που ασκεί στην ίδια η εν λόγω αρχή με αποτέλεσμα ο ως άνω έλεγχος να εξουδετερώνεται και η εν λόγω εθνική αθλητική ομοσπονδία να ανακτά κατά τον τρόπο αυτό τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισής της, ανεξάρτητα από την επιρροή των άλλων εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών που τελούν σε παρόμοια κατάσταση.


Π.Δ.80/1997

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΝΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Π.Δ.54/2018- ΦΕΚ: 103/Α/2018 άρθρο 15: Άρθρο 15 Μεταβατικές διατάξεις 1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται από την Κεντρική Διοίκηση την 01.01.2019 με εξαίρεση τις διατάξεις: Τεύχος Α’ 103/13.06.2018 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ 8459 (α) της παραγράφου 3 του άρθρου 3 «Κοινό σχέδιο λογαριασμών» μόνο όσον αφορά τη λειτουργική ταξινόμηση, (β) του άρθρου 10 «Ενοποιημένες χρηματοοικονομικές αναφορές», (γ) των παραγράφων 2.4 και 2.5 του κεφαλαίου Γ «Εν- σώματα πάγια, άυλα και αποθέματα» του Παραρτήματος 5 και (δ) του κεφαλαίου ΣΤ «Προβλέψεις» του Παραρτήματος 5. 2. Οι εξαιρούμενες διατάξεις των περιπτώσεων (α), (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 1, εφαρμόζονται πλήρως την 01.01.2023, το αργότερο και σε ημερομηνία που θα οριστεί με την έκδοση σχετικού προεδρικού διατάγματος. 3. Μέχρι την πλήρη εφαρμογή των εξαιρούμενων διατάξεων της παραγράφου 1, οι αποκτήσεις ενσωμάτων παγίων, αύλων και αποθεμάτων, καταχωρούνται στους προβλεπόμενους λογαριασμούς και μεταφέρονται στα έξοδα της περιόδου στην οποία πραγματοποιήθηκαν. 4. Οι λοιπές οντότητες της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος π.δ., υποχρεούνται να θέσουν σε πλήρη εφαρμογή τις διατάξεις του παρόντος μέχρι την 01.01.2023, το αργότερο και σε ημερομηνία που θα οριστεί με την έκδοση αντίστοιχου προεδρικού διατάγματος. 5. Το π.δ. 15/2011 (Α΄30) «Περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου έναρξης της Διπλογραφικής Λογιστικής Τροποποιημένης Ταμειακής Βάσης», παραμένει σε ισχύ μέχρι την 31.12.2018. Τα π.δ. 80/1997 (Α΄68) «Ορισμός του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου για τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης», 205/1998 (Α΄163) «Περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», 146/2003 (Α΄122) «Περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Δημοσίων Μονάδων Υγείας» και 315/1999 (Α΄302) «Περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου Δήμων και Κοινοτήτων (Ο.Τ.Α. Α΄ Βαθμού)» για τους Ο.Τ.Α. Α΄ Βαθμού και κατ’ αναλογία για τους Ο.Τ.Α. Β΄ βαθμού, παραμένουν σε ισχύ μέχρι την 31.12.2022.

Π.Δ. 80/1997 (ΦΕΚ-68 Α'/8.5.1997),άρθρο 2,παρ.3,όπως αντικ. με το άρθρο 53  Ν. 4144/2013, ΦΕΚ-88 Α/18-4-2013  : «3. Το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο του άρθρου 1, όπως συμπληρώνεται με το άρθρο 2 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, εφαρμόζεται από όλους τους Οργανισμούς Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων και των Ταμείων ή λογαριασμών Πρόνοιας, Αλληλοβοηθείας, Υγείας και λοιπά από 1ης Ιανουαρίου 2008. Οι ανωτέρω Οργανισμοί παράλληλα με την υποχρεωτική εφαρμογή του διπλογραφικού συστήματος υποχρεούνται στην κατάρτιση των οικονομικών τους καταστάσεων, σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) από 1ης Ιανουαρίου του 2015. Οι ανωτέρω καταστάσεις μετά την έγκρισή τους από τα Διοικητικά Συμβούλια του φορέα αναρτώνται υποχρεωτικά στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010 (Α΄112). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας καθορίζεται το περιεχόμενο και κάθε σχετικό θέμα αναφορικά με τις υπηρεσίες που ανατίθενται και αφορούν στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2042/1992 (Α΄75).»


ΔΕΚ/C-382/2008

Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)


C-44/1996

Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.