Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C‑155,C‑156/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4 – Αναθέτουσα αρχή – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου – Έννοια – Εθνική αθλητική ομοσπονδία – Κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος – Εποπτεία της διαχείρισης της ομοσπονδίας από οργανισμό δημοσίου δικαίου». Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑155/19 και C‑156/19(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φορέας επιφορτισμένος με αποστολές δημόσιου χαρακτήρα που ορίζονται εξαντλητικώς από το εθνικό δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συσταθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό της κάλυψης αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μολονότι έχει συσταθεί υπό μορφή όχι δημόσιου οργανισμού αλλά σωματείου ιδιωτικού δικαίου και ορισμένες από τις δραστηριότητές του, ως προς τις οποίες έχει ικανότητα αυτοχρηματοδότησης, δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα. 2)Η δεύτερη από τις εναλλακτικές περιπτώσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον μια εθνική αθλητική ομοσπονδία έχει, βάσει του εθνικού δικαίου, διαχειριστική αυτονομία, η διαχείριση της ομοσπονδίας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται στον έλεγχο δημόσιας αρχής μόνον αν από τη σφαιρική ανάλυση των εξουσιών που διαθέτει η δημόσια αρχή έναντι της ομοσπονδίας προκύπτει η ύπαρξη ενεργητικού διαχειριστικού ελέγχου περιστέλλοντος στην πράξη την αυτονομία αυτή σε βαθμό που να παρέχεται στην εν λόγω αρχή δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδίας σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Το γεγονός ότι οι διάφορες εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες ασκούν επιρροή στη δραστηριότητα της δημόσιας αρχής λόγω της πλειοψηφικής συμμετοχής τους στα κύρια συλλογικά όργανα λήψεως αποφάσεων της αρχής αυτής έχει σημασία μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι καθεμία από τις ομοσπονδίες αυτές, θεωρούμενη μεμονωμένα, είναι σε θέση να ασκήσει σημαντική επιρροή στον δημόσιο έλεγχο που ασκεί στην ίδια η εν λόγω αρχή με αποτέλεσμα ο ως άνω έλεγχος να εξουδετερώνεται και η εν λόγω εθνική αθλητική ομοσπονδία να ανακτά κατά τον τρόπο αυτό τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισής της, ανεξάρτητα από την επιρροή των άλλων εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών που τελούν σε παρόμοια κατάσταση.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-265/2003

Περίληψη της αποφάσεως 1. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Κοινότητας — Άμεσο αποτέλεσμα — Άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-Ρωσίας (Συμφωνία εταιρικής σχέσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-Ρωσίας, άρθρο 23 § 1) 2. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνία εταιρικής σχέσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-Ρωσίας — Εργαζόμενοι - Ίση μεταχείριση - Όροι εργασίας — Κανόνας θεσπισθείς από αθλητική ομοσπονδία κράτους μέλους ο οποίος περιορίζει τη συμμετοχή επαγγελματιών παικτών υπηκόων τρίτων χωρών σε εθνικές διοργανώσεις — Δεν επιτρέπεται (Συμφωνία εταιρικής σχέσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-Ρωσίας, άρθρο 23 § 1) 1. Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου, καθόσον απαγορεύει με σαφείς, συγκεκριμένους και απαλλαγμένους αιρέσεων όρους, σε κάθε κράτος μέλος να υποβάλλει σε διαφορετική έναντι των υπηκόων του μεταχείριση τους Ρώσους εργαζομένους λόγω της ιθαγενείας τους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, τις αποδοχές ή την απόλυση, έχει άμεσο αποτέλεσμα, οπότε οι ιδιώτες, επί των οποίων έχει εφαρμογή, μπορούν να το επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. (βλ. σκέψεις 22, 29) 2. Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της συμφωνίας εταιρικής σχέσεως και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου, αποκλείει την εφαρμογή επί επαγγελματία αθλητή ρωσικής ιθαγένειας, ο οποίος απασχολείται νομίμως από σύλλογο εδρεύοντα σε κράτος μέλος, κανόνα θεσπισθέντος από αθλητική ομοσπονδία του ιδίου κράτους, δυνάμει του οποίου οι ομάδες μπορούν να χρησιμοποιούν, σε αγώνα πρωταθλήματος, περιορισμένο αριθμό παικτών προερχομένων από τρίτες χώρες οι οποίες δεν είναι μέρη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. (βλ. σκέψη 41 και διατακτ.)


ΥΠΟΘΕΣΗ C-526/2011

«Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 2004/18/EK — Άρθρο 1, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ — Έννοια “οργανισμός δημοσίου δικαίου” — Προϋπόθεση να γίνεται η χρηματοδότηση της δραστηριότητας ή ο έλεγχος της διαχείρισης ή ο έλεγχος της δραστηριότητας είτε από το κράτος είτε από φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης είτε από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου — Ιατρικός σύλλογος — Προβλεπόμενη από τον νόμο χρηματοδότηση μέσω των εισφορών που καταβάλλουν τα μέλη του συλλόγου αυτού — Καθορισμός του ύψους των εισφορών από τη γενική συνέλευση του εν λόγω συλλόγου — Αυτονομία του συλλόγου κατά τον προσδιορισμό του εύρους και των λεπτομερειών του τρόπου εκτέλεσης της αποστολής που του αναθέτει ο νόμος»


ΝΣΚ/59/2020

α) Εάν τα σωματεία-μέλη αθλητικών ομοσπονδιών, τα οποία δεν φέρουν την ειδική αθλητική αναγνώριση, που προβλέπεται στο άρθρο 8 του ν. 2725/1999, μπορούν να ασκήσουν στις γενικές συνελεύσεις το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, όταν η ειδική αθλητική αναγνώριση δεν τίθεται ως προϋπόθεση ρητά στα καταστατικά αυτών και β) ποιες οι δέουσες ενέργειες της Διοίκησης, προς συμμόρφωση με την με αριθμό 589/2019 σχετική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.(...)α) Η συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις των Ομοσπονδιών, σωματείων-μελών τους, τα οποία δεν έχουν λάβει την ειδική αθλητική αναγνώριση, εφόσον δεν προβλέπονται οι προϋποθέσεις για τούτο ρητά στο καταστατικό τους είναι δυνατή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 2725/1999 και β) η Διοίκηση οφείλει, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 2725/1999, να προβεί στην έκδοση διαπιστωτικής πράξης έκπτωσης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Πάλης, προς συμμόρφωση με την με αριθμό 589/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ομόφωνα).


C-381/2007

1) Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι οι συμβάσεις με αντικείμενο την παράδοση εμπορευμάτων που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν, μολονότι ο αγοραστής έθεσε ορισμένους όρους όσον αφορά την κατασκευή, τη μεταποίηση και την παράδοση των εμπορευμάτων, χωρίς να παράσχει τα υλικά, και ενώ ο προμηθευτής φέρει την ευθύνη για την ποιότητα των εμπορευμάτων και για το αν αυτά έχουν τις συνομολογηθείσες ιδιότητες και δεν έχουν πραγματικά ελαττώματα, πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων» κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού.2)Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο β΄, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση πωλήσεως καταρτιζομένης εξ αποστάσεως, ο τόπος όπου, βάσει της συμβάσεως, παραδόθηκαν ή έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα πρέπει να καθορίζεται βάσει των διατάξεων της συμβάσεως αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατος ο καθορισμός του τόπου παραδόσεως επί της βάσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη το εφαρμοστέο στη σύμβαση ουσιαστικό δίκαιο, τόπος παραδόσεως είναι αυτός της πραγματικής παραδόσεως των εμπορευμάτων στον αγοραστή, με την οποία ο αγοραστής απέκτησε ή έπρεπε να αποκτήσει την εξουσία να διαθέτει τα εμπορεύματα αυτά, στον τόπο που αποτελεί τον τελικό προορισμό της πράξεως της πωλήσεως.


ΔΕΚ/C-46/2015

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑46/15, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Central Administrativo Sul (ανώτερο διοικητικό δικαστήριο νότιας Πορτογαλίας, Πορτογαλία) με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να παρέχει στους ιδιώτες, ελλείψει μεταφοράς του στο εσωτερικό δίκαιο, δικαιώματα που δύνανται αυτοί να προβάλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά αναθέτουσας αρχής, εφόσον η τελευταία είναι δημόσιος φορέας ή οργανισμός που είναι επιφορτισμένος, δυνάμει πράξεως της δημοσίας αρχής, με την παροχή υπηρεσίας δημόσιου συμφέροντος υπό τον έλεγχο της αρχής αυτής και διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. 2) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή όρων που έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τους οποίους οι οικονομικοί φορείς δεν επιτρέπεται να αποδείξουν τις τεχνικές τους ικανότητες με δική τους δήλωση, εκτός αν αποδείξουν ότι βρίσκονται στην αδυναμία ή σε σοβαρή δυσχέρεια να αποκτήσουν βεβαίωση από ιδιώτη αγοραστή. 3) Το άρθρο 48, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο ii, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2004/18 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή όρου, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, τον οποίο έχει προβλέψει η αναθέτουσα αρχή και κατά τον οποίο η βεβαίωση του ιδιώτη αγοραστή πρέπει, επί ποινή αποκλεισμού της υποψηφιότητας του μετέχοντος στον διαγωνισμό, να φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από συμβολαιογράφο, δικηγόρο ή άλλη αρμόδια αρχή.


ΔΕΚ/C-402/2018

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Διαδικασία συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 25 – Υπεργολαβία – Εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει τη δυνατότητα υπεργολαβίας στο 30% της συνολικής αξίας της δημόσιας συμβάσεως και η οποία απαγορεύει οι τιμές που εφαρμόζονται στις παροχές των οποίων η εκπλήρωση έχει ανατεθεί σε υπεργολάβους να μειωθούν κατά ποσοστό άνω του 20% σε σχέση με τις προκύπτουσες από την ανάθεση της συμβάσεως τιμές»(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι: – αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία περιορίζει στο 30 % το τμήμα της συμβάσεως το οποίο επιτρέπεται να αναθέσει ο ανάδοχος υπεργολαβικώς σε τρίτους· – αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία περιορίζει τη δυνατότητα μειώσεως των τιμών που εφαρμόζονται στις παροχές των οποίων η εκπλήρωση έχει ανατεθεί σε υπεργολάβους κατά ποσοστό άνω του 20 % σε σχέση με τις προκύπτουσες από την ανάθεση της συμβάσεως τιμές.


C-2012/2004

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1) Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.2)  Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.3) Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές.4)      Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.


ΝΣΚ/44/2024

 Ερωτάται εάν αθλητής που συμμετέχει σε Παγκόσμιο ή Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με τη σημαία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και όχι με τη σημαία της χώρα του, η εν λόγω συμμετοχή θα λογιστεί ως συμμετοχή με χώρα, κατά την έννοια του άρθρου 34§2 ν.2725/1999, προκειμένου να τύχει των ευεργημάτων διακρινομένου αθλητή του ως άνω νόμου.(...)Αν σε διοργάνωση αγώνων που σημειώθηκαν εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις συμμετέχουν οκτώ (8) αθλητές και οι έξι (6) από αυτούς συμμετέχουν με τη σημαία της χώρας τους και υπό τον επίσημο φορέα αυτής και δύο (2) αθλητές διαφορετικής εθνικότητας συμμετέχουν με τη σημαία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας δεν λογίζεται ότι συμμετείχαν αθλητές από οκτώ (8) διαφορετικές χώρες.



ΔΕΚ/C‑288/2007

Δραστηριότητες φορέα δημοσίου δικαίου: Στην υπόθεση C‑288/07, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales) (Chancery Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουνίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι οι σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού στους οποίους θα οδηγούσε η μη υπαγωγή των οργανισμών δημοσίου δικαίου που ενεργούν ως δημοσία εξουσία πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και όχι σε σχέση με συγκεκριμένη τοπική αγορά. 2) Ο όρος «θα οδηγούσε σε», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388, έχει την έννοια ότι λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τον πραγματικό αλλά και τον ενδεχόμενο ανταγωνισμό, εφόσον η δυνατότητα του ιδιώτη επιχειρηματία να εισέλθει στη σχετική αγορά είναι πραγματική, και όχι καθαρά υποθετική. 3) Ο όρος «σημαντικές», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388, έχει την έννοια ότι οι στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού, πραγματικές ή δυνητικές, δεν πρέπει να είναι απλώς αμελητέες.


ΔΕΚ/C-555/2007

«Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Εθνική νομοθεσία για τις απολύσεις η οποία δεν λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως χρονικά διαστήματα εργασίας που διανύθηκαν πριν ο μισθωτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του – Δικαιολόγηση του μέτρου – Εθνική νομοθετική ρύθμιση αντίθετη προς την οδηγία – Αποστολή του εθνικού δικαστή»(...) 1) Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους ηλικίας του εργαζομένου δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. 2) Απόκειται στον εθνικό δικαστή, οσάκις επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78, μην εφαρμόζοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ανεξαρτήτως της αποφάσεώς του να κάνει χρήση της δυνατότητας που έχει, στις περιπτώσεις του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της αρχής αυτής.