Υπόθεση C-375/2017
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκαταστάσεως, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης – Παραχώρηση της διαχειρίσεως του παιγνίου του Lotto – Επιλογή του εθνικού νομοθέτη να αναθέσει την παραχώρηση σε μία μόνον επιχείρηση – Υπολογισμός της αξίας της συμβάσεως – Ρήτρα εκπτώσεως»
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-231/2003
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Σύναψη με απευθείας ανάθεση συμβάσεως παραχωρήσεως αφορώσας τη διαχείριση της δημόσιας υπηρεσίας διανομής φυσικού αερίου — Δεν επιτρέπεται ελλείψει προσήκουσας διαφάνειας
ΔΕΚ/C-234/2003
«Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 92/50/EΟΚ — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων — Παροχή κατ’ οίκον ιατρικών υπηρεσιών θεραπευτικής αγωγής αναπνευστικών προβλημάτων — Προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως»
Υπόθεση C–451/2003
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 2006. Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti Srl κατά Giuseppe Calafiori. Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte d'appello di Milano - Ιταλία. Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Κανόνες ανταγωνισμού εφαρμοζόμενοι επί των επιχειρήσεων - Κρατικές ενισχύσεις - Κέντρα φορολογικής αρωγής - Άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων παροχής συμβουλών και φορολογικής αρωγής - Αποκλειστικό δικαίωμα - Αμοιβή για τις δραστηριότητες αυτές.
ΔΕΚ/C-410/2004
Περίληψη της αποφάσεως Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (Άρθρα 43 EΚ, 49 EΚ και 86 EΚ) Τα άρθρα 43 EΚ, 49 EΚ και 86 EΚ, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της διαφάνειας δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα σε δημόσιο οργανισμό την απευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο, υπό τον όρον, αφενός, ότι ο δημόσιος οργανισμός ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι η εταιρία αυτή ασκεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς της με τον δημόσιο οργανισμό που την ελέγχει.
ΔΕΚ/C-171/2002
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Κριτήρια – Παροχές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα χωρίς εγκατάσταση στο κράτος μέλος προορισμού – Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση εντός του οικείου κράτους μέλους, να έχουν περιβληθεί τη μορφή νομικού προσώπου, να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, να λάβουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές και να λάβουν, για τα μέλη του προσωπικού τους, επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις εν λόγω αρχές – Δεν επιτρέπεται (Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντιστοίχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες. Όταν είναι εγκατεστημένος (έχει κύρια ή δευτερεύουσα εγκατάσταση) στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του (κράτος μέλος προορισμού ή κράτος μέλος υποδοχής), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν απεναντίας ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως, κατά το άρθρο 43 ΕΚ, συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Απεναντίας, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Είναι επομένως δυνατό να αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ οι υπηρεσίες τις οποίες ένας επιχειρηματίας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει με μια ορισμένη συχνότητα ή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ακόμη και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται μόνο στους επιχειρηματίες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο οικείο κράτος μέλος για χρονική περίοδο πέραν του έτους μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. (βλ. σκέψεις 24-28) 2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ κράτος μέλος που επιβάλλει ως προϋπόθεση για να μπορούν οι αλλοδαποί επιχειρηματίες να ασκούν στο εθνικό έδαφος, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών – να έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, – να περιβάλλονται τη μορφή νομικού προσώπου, – να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, – να έχουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογητικά στοιχεία και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομιστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως, και – τα μέλη του προσωπικού τους να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. (βλ. σκέψη 74 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-458/2003
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Πεδίο εφαρμογής — Παραχώρηση δημόσιων υπηρεσιών διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή — Δεν εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 2. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής — Συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών — Εμπίπτουν — Όρια — Εξέταση κατά περίπτωση (Άρθρα 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Η ανάθεση από δημόσια αρχή της διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος αμείβεται από τα τέλη που καταβάλλουν τρίτοι για τη χρήση του χώρου σταθμεύσεως, συνιστά παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η οδηγία 92/50/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών. (βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1) 2. Οι δημόσιες αρχές που συνάπτουν συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών υποχρεούνται να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΕΚ εν γένει, ιδίως δε τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και την αρχή του άρθρου 12 ΕΚ περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ειδικότερα, που αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και των γενικών αρχών των οποίων αποτελούν την ειδικότερη έκφραση, αποκλείεται αν ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του αναδόχου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και αν, συγχρόνως, ο ανάδοχος πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν. Συναφώς, οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές απαγορεύουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία η οποία προέκυψε από τη μετατροπή ειδικής επιχειρήσεως ανήκουσας στη δημόσια αυτή αρχή, της οποίας ο εταιρικός σκοπός επεκτάθηκε σε νέους και σημαντικούς τομείς, της οποίας το κεφάλαιο πρέπει υποχρεωτικώς, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τη μετατροπή, να περιλάβει ξένες επενδύσεις, της οποίας το κατά τόπον πεδίο δραστηριοτήτων επεκτάθηκε σε όλη την ιταλική επικράτεια και στο εξωτερικό, και της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρύτατες διαχειριστικές εξουσίες που μπορεί να ασκεί αυτόνομα. (βλ. σκέψεις 46-49, 62, 72, διατακτ. 2)
ΔΕΚ/C-324/2007
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)
Υπόθεση C-221/2012
Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 14ης Νοεμβρίου 2013. Belgacom NV κατά Interkommunale voor Teledistributie van het Gewest Antwerpen (INTEGAN) κ.λπ.Αίτηση του Raad van State (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 49 ΣΛΕΕ — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Άρθρο 56 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων — Υποχρέωση διαφάνειας — Πεδίο εφαρμογής — Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ δημοσίων οντοτήτων κράτους μέλους και επιχειρήσεως αυτού του κράτους μέλους — Μεταβίβαση, από τις οντότητες αυτές, της δραστηριότητάς τους παροχής τηλεοπτικών υπηρεσιών καθώς και, για καθορισμένη διάρκεια, του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως των καλωδιακών δικτύων τους σε επιχείρηση του εν λόγω κράτους μέλους — Δυνατότητα επιχειρηματία του ίδιου κράτους μέλους να επικαλεστεί τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους — Μη προκήρυξη διαγωνισμού — Δικαιολογία — Ύπαρξη προηγούμενης συμβάσεως — Οικονομική πράξη προοριζόμενη να δώσει τέλος σε ένδικη διαφορά σχετικά με την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής — Κίνδυνος υποβαθμίσεως της μεταβιβαζόμενης δραστηριότηταςΥπόθεση C‑221/12
ΔΕΚ/C-399/1998
Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/43/2019
Παροχή υπηρεσιών οικονομικής – διοικητικής διαχειρίσεως:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την Επίτροπο με τον προμνησθέντα λόγο διαφωνίας, οι επίμαχες συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και όχι συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεις έργου. Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύμβαση του …, από τα προπαρατεθέντα άρθρα της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτού και του Πράσινου Ταμείου συνάγεται ότι αυτός, ενεργώντας ως Οικονομικός Διαχειριστής και μέλος της ομάδας του έργου που είχε αναλάβει το Ταμείο ως Συνδικαιούχος του Προγράμματος LIFE RE-WEEE, ασκούσε τα καθήκοντά του υπό τις οδηγίες και εντολές του Συντονιστή του έργου, ο οποίος είχε την εξουσία να θέτει τις γενικές και ειδικές παραμέτρους για την ποιοτική και ποσοτική εκτέλεση του έργου αυτού, ενώ παράλληλα υπέκειτο στον έλεγχο και την εποπτεία αυτού σχετικώς με την προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται σε αυτήν ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε να προσέρχεται στον χώρο εργασίας του και να αναχωρεί από αυτόν στον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο για τη διεκπεραίωση των ανατεθέντων καθηκόντων του, ούτε επίσης προκύπτει ότι αυτός, κατά τη διάρκεια της επίμαχης συμβάσεως, μπορούσε να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, παρέχοντας υπηρεσίες και σε άλλους εργοδότες. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι είχε τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος τους βασικούς όρους της απασχολήσεώς του, χωρίς να ελέγχεται από τον εργοδότη του ως προς τον τόπο, τον τρόπο και ακόμη και εν μέρει τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Αντιθέτως, από το γεγονός ότι υπήρχε καθοδήγηση, έλεγχος και εποπτεία του Ταμείου στον φερόμενο ως δικαιούχο, μέσω ιεραρχικά ανωτέρων οργάνων του (Συντονιστή του Έργου), καθώς επίσης και από τη φύση και την πολλαπλότητα των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, όπως αυτά εκτίθενται αναλυτικώς ανωτέρω (σκ. IV.B), τα οποία προϋποθέτουν πλήρη απασχόληση και συνεχή παρουσία στον τόπο εργασίας του, προκύπτει ότι τα μέρη με τη συναφθείσα σύμβαση απέβλεψαν στην αποκλειστική και συνεχή απασχόληση του φερόμενου ως δικαιούχου, υπό την καθοδήγηση και την εποπτεία του Συντονιστή του Έργου. Εξάλλου, σύμφωνα τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη II.B), ουδεμία επιρροή ασκεί ο τρόπος πληρωμής του φερόμενου ως δικαιούχου, ότι δηλαδή δεν πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό, ούτε η μη ασφάλισή της στο ΙΚΑ και η παράλειψη χορήγησης σ’ αυτήν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, καθόσον τα ανωτέρω δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια χαρακτηρισμού της απασχολήσεώς του ως συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Κατόπιν τούτων, η σχέση που συνέδεε τον φερόμενο ως δικαιούχο με το Ταμείο ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Τα ανωτέρω, δε, ισχύουν και όσον αφορά την σύμβαση της …, καθώς, οι προδιαληφθέντες όροι της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτής και του Ταμείου είναι ταυτόσημοι με αυτούς που περιλαμβάνονται στην σύμβαση του ... Επιπροσθέτως, ανεξαρτήτως του ότι η σύμβαση της φερόμενης ως δικαιούχου φέρει τον τίτλο «Σύμβαση ανάθεσης έργου», δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην σκέψη II.B., ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δεσμευτικός για το Κλιμάκιο, το Κλιμάκιο επισημαίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της συμβάσεως έργου. Τούτο δε, διότι από τους προπαρατεθέντες όρους της εν λόγω συμβάσεως προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν στην εργασία της φερόμενης ως δικαιούχου και όχι στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος και επιπλέον διότι στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει το στοιχείο της εξαρτήσεως από το Ταμείο, χωρίς να καταλείπεται στην φερόμενη ως δικαιούχο ελευθερία επιλογής ως προς τον τρόπο και το χρόνο εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων. Κατόπιν των ανωτέρω και δοθέντος ότι οι συναφθείσες μεταξύ των φερομένων ως δικαιούχων και του .. Ταμείου συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με δυνατότητα ανανεώσεως αυτών (όπως οι εν λόγω συμβάσεις όριζαν κατά τον χρόνο συνάψεώς τους και πριν την τροποποίησή τους τον Οκτώβριο του 2018), βασίμως προβάλλεται από την Επίτροπο ότι πριν από τη σύναψή τους έπρεπε να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που προβλέπονται στις προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 21 του ν. 2190/1994, 1 παρ. 9 του ν. 4038/2012 και 4 παρ. 2 της ΠΥΣ 33/2006 (βλ. σκ. ΙΙΙ.A, B, Γ), ήτοι κοινοποίηση των ανακοινώσεων για πρόσληψη στο Α.Σ.Ε.Π. για έγκριση, ανάρτηση αυτών και δημοσίευση περιλήψεώς τους στον τύπο, αποστολή των πινάκων κατατάξεως στο Α.Σ.Ε.Π. για τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και την παροχή δυνατότητας υποβολής ενστάσεων ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. από τους υποψηφίους, δημοσίευση των πράξεων προσλήψεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δοθέντος ότι κατά τη σύναψή τους προβλεπόταν η δυνατότητα ανανεώσεως αυτών και ενημέρωση της Επιτροπής του άρθρου 2 παρ. 1 της ΠΥΣ και της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το .. Ταμείο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, αβασίμως το Ταμείο επικαλείται τη διάταξη του άρθρου 30 του ν.4314/2014, η οποία φορά συμβάσεις μισθώσεως έργου σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, καθώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εν προκειμένω δεν πρόκειται για συμβάσεις έργου.