ΣΤΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 3470/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-Ανάθεση-Αποκλεισμός υποψηφίου: Επειδή, ο νομοθέτης με τον εκτελεστικό του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος νόμο 3021/2002, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3021/2002 .., καθιέρωσε την γενική και απόλυτη απαγόρευση σύναψης δημοσίων συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, των οποίων οι ιδιοκτήτες, βασικοί μέτοχοι, εταίροι και διευθυντικά στελέχη είναι ιδιοκτήτες, βασικοί μέτοχοι, εταίροι και διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης καθώς και με φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων οι ιδιοκτήτες, βασικοί μέτοχοι, εταίροι και διευθυντικά στελέχη είναι παρένθετα πρόσωπα ή συγγενείς ιδιοκτητών, βασικών μέτοχων, εταίρων και διευθυντικών στελεχών επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης, αν τα τελευταία δεν καταφέρουν να αποδείξουν ότι ενεργούν δι' ίδιον λογαρισμόν και δεν είναι παρένθετα ή ότι έχουν οικονομική αυτοτέλεια έναντι των συγγενών αυτών. Ενόψει όμως της εννοίας των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, όπως αυτή εξετέθη στην προηγουμενη σκέψη και σύμφωνα με την οποία μόνη η συνδρομή μιας εκ των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων δεν μπορεί να οδηγήσει στην απαγόρευση αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, αν δεν αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι κατά τη διαδικασία της αναθέσεως της συγκεκριμένης δημοσίας συμβάσεως, το εν λόγω πρόσωπο, το φέρον την προαναφερθείσα ιδιότητα προέβη αποδεδειγμένα σε παράνομη ή αθέμιτη ενέργεια , προκειμένου να επιτύχει να του ανατεθεί, τελικώς, η εν λόγω δημόσια σύμβαση, το όλο πλέγμα των διατάξεων του νόμου 3021/2002, ο οποίος στηρίζεται σε αντίθετη ερμηνεία των διατάξεων του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος και με τον οποίο προσδιορίζονται οι συνέπειες της συνδρομής των ασυμβιβάστων ιδιοτήτων του εν λόγω άρθρου, προσκρούουν στην αληθή έννοια αυτού και ως αντίθετες με αυτό δεν είναι εφαρμοστέες. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία εξεδόθη κατ' εφαρμογή των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων του νόμου 3021/2002 είναι ακυρωτέα, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/12/2021
Ερωτήματα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σχετικά με την υποβολή Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων.(...)α) Δεν μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης λθ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, κατά το μέρος που αυτή εξαιρεί από την υποβολή Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (ΔΠΚ) και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων (ΔΟΣ) τα φυσικά πρόσωπα αλλοδαπών επιχειρήσεων, που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις και έχουν μόνιμη κατοικία εκτός Ελλάδας, στις λοιπές περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, που αφορούν αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα με μόνιμη κατοικία εκτός Ελλάδας, καθώς και στα αλλοδαπά φυσικά πρόσωπα των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων, με μόνιμη κατοικία, επίσης, εκτός Ελλάδας (ομόφωνα). β) Οι όροι «εταίροι», «βασικοί μέτοχοι» και «διευθυντικά στελέχη», που αναφέρονται στην αυτή ως άνω διάταξη της περίπτωσης λθ΄, ταυτίζονται εννοιολογικά με τους αντίστοιχους όρους της διάταξης του άρθρου 2 του ν. 3310/2005 (ομόφωνα). Ως «εκτελεστικά μέλη οργάνου διοίκησης» νοούνται τα μέλη οργάνου διοίκησης νομικών προσώπων, για τα οποία, πέρα από την άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων, συντρέχει και το τυπικό στοιχείο της επιλογής (εκλογή) και ότι έχουν τηρηθεί οι προς τούτο απαιτούμενες διατυπώσεις, όπως αποδεικνύεται από τα προβλεπόμενα έγγραφα (κατά πλειοψηφία). γ) Η έννοια του όρου «ιδιοκτήτης» αφορά ατομικές επιχειρήσεις (ομόφωνα). δ) Η διάταξη της περίπτωσης λε΄ του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, που αφορά σε Ανώνυμη Αθλητική Εταιρεία, δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής και στις λοιπές περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παραπάνω νόμου (ομόφωνα). ε) Στο ρυθμιστικό πεδίο των κανόνων του «πόθεν έσχες» δεν περιλαμβάνεται και ο τυχών «πραγματικός δικαιούχος», παρά μόνο κατά το μέρος και στην έκταση που αναφέρεται στο άρθρο 2 του ν. 3310/2005 στα «παρένθετα πρόσωπα» και στις «ελεγχόμενες επιχειρήσεις» (ομόφωνα).
ΝΣΚ/39/2011
Αυτοδίκαιη λύση επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. – Διαπιστωτική πράξη – Αρμόδια Αρχή – Μεταφορά προσωπικού.α) Επί αυτοδίκαιης λύσης επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. κατά την παρ. 1 του άρθρου 269 του Κ.Δ.Κ. εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης του Ν 3852/2010, για λόγους ασφάλειας δικαίου και προστασίας των συναλλασσομένων τρίτων και β) οι διατάξεις των παρ. 3 έως 6, 7 και 9 του άρθρου 269 του Κ.Δ.Κ. για την μεταφορά προσωπικού εφαρμόζονται και επί του προσωπικού αμιγών επιχειρήσεων Ο.Τ.Α. και ανωνύμων εταιρειών του Π.Δ. 410/1995, των οποίων εταίροι είναι αποκλειστικά Ο.Τ.Α. ή νομικά τους πρόσωπα, σε περίπτωση αυτοδίκαιης λύσης αυτών κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου, λόγω ύπαρξης νομοθετικού κενού και, σε κάθε περίπτωση, για λόγους ισότητας, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/437/2023
Υπηρεσίες συντήρησης ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων φωτεινής σηματοδότησης-Δάνεια εμπειρία: 1. Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι ακόλουθες πλημμέλειες, ως προς τις οποίες δεν έχει παραχθεί δεδικασμένο, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες κρίσεις του Διοικητικού Εφετείου στην 1002/2023 απόφασή του: Τα φυσικά πρόσωπα που δηλώθηκαν από την ανάδοχο του Τμήματος 4, ως επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων τεχνικής ικανότητας του άρθρου 2.2.6 περ. Β.1.4, Β.2.4, Β.2.4.1 και Β.2.4.2 της διακήρυξης, ήτοι η …. και ο…., αποτελούν τρίτους - δανείζοντες οικονομικούς φορείς κατά την έννοια του άρθρου 78 του ν. 4412/2016 και του άρθρου 2.2.8.1 της διακήρυξης. Τούτο, διότι τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα, χωρίς να είναι υπάλληλοι ή διευθυντικά στελέχη της αναδόχου ή του τρίτου-δανείζοντος «….», δεσμεύτηκαν με υπεύθυνες δηλώσεις τους να παρέχουν σε αυτούς την τεχνική ικανότητα και εμπειρία, που δεν διέθεταν αυτοδυνάμως ούτε η ανάδοχος ούτε ο δανείζων αυτήν τεχνική και επαγγελματική ικανότητα οικονομικός φορέας, προκειμένου να καλύψουν τις σχετικές απαιτήσεις της διακήρυξης για το τμήμα 4. Η ιδιότητα δε των ανωτέρω ως φυσικών προσώπων, ο τρόπος παροχής της συνδρομής τους (μέλη της ομάδας παροχής υπηρεσιών της αναδόχου) και η μορφή της δέσμευσής τους προς τον δανείζοντα τεχνική ικανότητα ....... (υπεύθυνη δήλωση) και μέσω αυτού προς την δανειζόμενη ανάδοχο, δεν ασκούν επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό τους ως τρίτων – δανειζόντων οικονομικών φορέων (βλ. και ΕλΣυν Ολ. 310/2022, Τμ. Μείζ.- Επτ. Συνθ. 1264/2019). Κατά συνέπεια, η ανάδοχος και ο «…» θα έπρεπε να δηλώσουν στα ΕΕΕΣ, που συνυπέβαλαν με τα δικαιολογητικά συμμετοχής τους, ότι στηρίζονται στις ικανότητες των ανωτέρω φυσικών προσώπων και να συνυποβάλλουν ξεχωριστό ΕΕΕΣ για καθένα από αυτά στα οποία στηρίζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 2.2.8.1, 2.2.9 και 2.2.9.1 της διακήρυξης. Περαιτέρω, για τα ίδια φυσικά πρόσωπα, εφόσον αποτελούν τρίτους - δανείζοντες οικονομικούς φορείς για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων τεχνικής ικανότητας από την ανάδοχο, θα έπρεπε να υποβληθούν τα δικαιολογητικά κατακύρωσης των άρθρων 2.2.9 και 2.2.9.2 περ. Α της διακήρυξης, προκειμένου να ελεγχθεί η συνδρομή ή μη των όρων αποκλεισμού του άρθρου 2.2.3 της διακήρυξης. Οι πλημμέλειες αυτές, κατά την κρίση του Κλιμακίου, παρίστανται ουσιώδεις (βλ. σκέψεις 5 και 16). Περαιτέρω, δεδομένου ότι για το Τμήμα 4 του διαγωνισμού συμμετείχαν στην οικεία διαδικασία δύο οικονομικοί φορείς, δεν είναι δυνατό να παρασχεθεί εν προκειμένω η δυνατότητα που αναγνωρίστηκε στην Αναθέτουσα Αρχή με την προαναφερθείσα 940/2022 απόφαση του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. σκέψη 16 της παρούσας), καθώς τούτο θα συνιστούσε παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και του ανταγωνισμού. ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1281/2023
ΕλΣυν.Τμ.μειζ-Επταμ.Συνθ/506/2014
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:..ζητείται παραδεκτώς η αναθεώρηση της 5002/2013 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση της ως άνω πρώτης ανώνυμης εταιρείας για την ανάκληση της 389/2013 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...) Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 4013/2011, όπως ισχύει, δεν αντιβαίνει κατά περιεχόμενο στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, καθόσον η καθιέρωση ενός επιπλέον διοικητικού προσταδίου ελέγχου, όπως είναι ο έλεγχος από την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, που απολήγει στην έκδοση της απόφασης που εγκρίνει τη συμπληρωματική σύμβαση, ουδόλως μεταβάλλει ή απομειώνει την ανατεθείσα από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφ’ όλης της διαδικασίας σύναψης των συμβάσεων αυτών, δεδομένου ότι, αφ’ ενός μεν κατατείνει στην ενίσχυση της διαφάνειας της προηγηθείσας διοικητικής διαδικασίας (βλ. άρθρο 1 του ν. 4013/2011 και την οικεία εισηγητική έκθεση), αφ’ ετέρου δε συμβάλλει θετικά στην άσκηση του ελέγχου που σε κάθε περίπτωση θα διεξάγει μεταγενεστέρως το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθόσον αυτό δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. κατά την άσκηση του συνταγματικά προβλεπόμενου προσυμβατικού του ελέγχου, ως εκ τούτου, στην περίπτωση που τηρήθηκε ο απαιτούμενος τύπος της γνωμοδότησης της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν εμποδίζεται να εξετάσει και να κρίνει εξ υπαρχής τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη νόμιμη προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης και τη σύναψη, περαιτέρω, της συμπληρωματικής σύμβασης.. Κατά συνέπεια, ορθώς υποβλήθηκε το σχέδιο της ελεγχόμενης σύμβασης στο αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γενομένου δεκτού, αν και με άλλη αιτιολογία, του σχετικού ισχυρισμού της αιτούσας.(..)Περαιτέρω, το Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, γενομένων δεκτών των οικείων ισχυρισμών τόσο της αιτούσας όσο και της παρεμβαίνουσας εταιρείας, ότι εσφαλμένως υπελήφθη από το δικάσαν Τμήμα ότι οι εργασίες αυτές, αφ’ ενός μεν δεν κατέστησαν αναγκαίες από απρόβλεπτες περιστάσεις, αφ’ ετέρου δε συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση του βασικού σχεδιασμού καθώς και του τρόπου εκτέλεσης του έργου. Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι την υπογραφή της ελεγχόμενης σύμβασης δεν είχε υποβληθεί καμιά διαφωνία, τόσο από τους εμπλεκόμενους φορείς όσο και από τους ιδιοκτήτες των εκτάσεων από τις οποίες επρόκειτο να διέλθει ο αγωγός, εντούτοις, αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις για την εν λόγω χάραξη από όλα τα προαναφερθέντα φυσικά και νομικά πρόσωπα .., με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για τα όργανα της αιτούσας να εγκατασταθούν με τα μηχανήματά τους στις εκτάσεις αυτές και να εκκινήσουν τις εργασίες εκτέλεσης της σύμβασης.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα αποφαίνεται, κατά πλειοψηφία, ότι η αίτηση της εταιρείας «….» και η υπέρ αυτής παρέμβαση της εταιρείας «…. Α.Ε.», να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη με αυτές 5002/2013 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3373/2011
Συντήρηση πλωτής γέφυρας...Με βάση τις παραδοχές αυτές της ήδη προσβαλλόμενης απόφασης, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙ), νομίμως απορρίφθηκε, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», καθόσον, ενόψει της πλημμέλειας της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας που διαπιστώθηκε από το Κλιμάκιο, η οποία (πλημμέλεια) αναγόταν στη νομιμότητα της διακήρυξης του διαγωνισμού, στην προσθήκη δηλαδή σ’ αυτή ενός μη νόμιμου πρόσθετου όρου τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων, η διατήρηση της ισχύος της πράξης αυτής του Κλιμακίου και η συνακόλουθη απόρριψη των αιτήσεων που ασκήθηκαν για την ανάκλησή της από την αναθέτουσα αρχή και την αναδειχθείσα ανάδοχο εργοληπτική επιχείρηση θα είχε ως μόνη συνέπεια την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να επαναπροκηρύξει τον διαγωνισμό χωρίς τον πρόσθετο αυτό όρο τεχνικής ικανότητας, γεγονός που καθιστά το έννομο συμφέρον της τότε παρεμβαίνουσας και ήδη αιτούσας μελλοντικό και αβέβαιο και στερεί από αυτό τον χαρακτήρα του αμέσου και ενεστώτος, δοθέντος μάλιστα ότι για τη θεμελίωση «σπουδαίου εννόμου συμφέροντος» για την άσκηση αίτησης ανάκλησης ή την παρέμβαση υπέρ της διατήρησης της ισχύος της προσβαλλόμενης με αίτηση ανάκλησης πράξης δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον για την τήρηση της νομιμότητας και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, αφού τέτοιο ενδιαφέρον θα μπορούσε να επικαλεσθεί οποιοσδήποτε διοικούμενος, με συνέπεια η αίτηση ανάκλησης να μετατραπεί από ένδικο βοήθημα, που παρέχεται στους προσωπικώς θιγόμενους από το αποτέλεσμα του πρωτοβάθμιου προσυμβατικού ελέγχου (βλ. σχετ. εισηγητική έκθεση του ν. 3060/2002), σε «λαϊκή αγωγή» για την προστασία γενικών και απρόσωπων συμφερόντων. Ακολούθως, εφόσον νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «....», η εταιρεία αυτή δεν απέκτησε την ιδιότητα της παρεμβαίνουσας ενώπιον της διαδικασίας του VI Τμήματος και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιείται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω (σκέψη ΙΙΙ), στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναθεώρησης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 19Α του π.δ. 774/1980, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3932/2011. Κατά τη μειοψηφούσα όμως γνώμη του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, μη νομίμως απορρίφθηκε από το Τμήμα, ελλείψει σπουδαίου εννόμου συμφέροντος, η υπέρ της διατήρησης της ισχύος της 412/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου παρέμβαση της ήδη αιτούσας εταιρείας «.....», καθόσον υφίσταται σπουδαίο έννομο συμφέρον αυτής συναρτώμενο με τη βλάβη την οποία υπέστη η εν λόγω εταιρεία εκ του γεγονότος ότι αν και 4η κατά σειρά μειοδοσίας στο διαγωνισμό από τις συνολικά επτά (7) που κατέθεσαν προσφορά αποκλείστηκε, λόγω του ότι δεν πληρούσε πρόσθετο όρο τεχνικής ικανότητας τον οποίο το Κλιμάκιο έκρινε παράνομο, με συνέπεια να τεθεί εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας, γεγονός που θεμελιώνει το προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον αυτής να τύχει δικαστικής προστασίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο με βάση τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 98 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγματος και 19 Α (όπως ισχύει) του π.δ. 774/1980, η κρίση δε από το Ελεγκτικό Συνέδριο της νομιμότητας αποκλεισμού μιας εταιρείας από διαγωνιστική διαδικασία αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα και κρίνεται αυτοτελώς, δηλαδή άσχετα από την πιθανολογούμενη, μετά την τυχόν ακύρωση αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, εξέλιξη, ήτοι ανάθεση σε άλλον υποψήφιο, επανάληψη ή ματαίωση του διαγωνισμού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε η διεξάγουσα τον διαγωνισμό δημόσια αρχή να αποκλείει υποψηφίους αναδόχους και αυτοί να μην μπορούν να προβάλλουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο τις νόμιμες αντιρρήσεις τους και να τύχουν της παραπάνω δικαστικής προστασίας με μόνο επιχείρημα την μη επανάληψη του επίμαχου διαγωνισμού, γεγονός που δεν συνάδει με την προεκτεθείσα συνταγματική αρχή για την παροχή πλήρους και κυρίως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα της χώρας όταν θίγονται έννομα συμφέροντά τους, όπως είναι, εν προκειμένω, ο αποκλεισμός της ανωτέρω εταιρείας από διαδικασία διαγωνισμού.