Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Π.Δ.449/1979

Τύπος: Προεδρικά Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 826/1978
ΦΕΚ: 135/Α/23.06.1979

Περί οργανώσεως, λειτουργίας, ελέγχου κ.λπ. του Ειδικού Λογαριασμού παρά τω Επικουρικώ Ταμείω Ελληνικής Χωροφυλακής (Ε.Τ.Ε.Χ.) διά την εφ΄ άπαξ οικονομικήν ενίσχυσιν των οικογενειών των εν καιρώ ειρήνης, εν διατεταγμένη υπηρεσία ή μη φονευομένων, αποβιούντων ή εξαφανιζομένων μετόχων του Ε.Τ.Ε.Χ. (διόρθωση 196/Α΄).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ν.826/1978

Περι συστάσεως Κλάδου Ειδικού Λογαριασμού παρά τω Επικουρικώ Ταμείω Ελληνικής Χωροφυλακής και άλλων τινων διατάξεων


ΕΑΔΗΣΥ/1736/2022

Με την εξεταζόμενη προσφυγή επιδιώκεται να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 1264/2022 απόφαση της οικονομικής επιτροπής της αναθέτουσας Αρχής, με την οποία ακυρώθηκε η οικονομική προσφορά της προσφεύγουσας, για την διαγωνιστική διαδικασία «ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ …. …και αναδείχθηκε προσωρινός ανάδοχος ο οικονομικός φορέας «... …», με προσφορά 294.020,05 € (χωρίς Φ.Π.Α.) και μέση τεκμαρτή έκπτωση 39.24%, επί τω τέλει και εφ’ όσον η προσφορά του οικονομικού φορέα με την επωνυμία «….» ακυρωθεί, όπως αναδειχθεί η προσφεύγουσα προσωρινός ανάδοχος του εν λόγω έργου. 


ΝΣΚ/161/2003

Η, κατά το άρθρο 9 παρ.4 του Ν 1418/84, αποζημίωση που καταβάλλεται στον ανάδοχο εκτελέσεως δημοσίου έργου, στην περίπτωση που αυτός συμφωνεί για τη ματαίωση της διαλύσεως της σχετικής συμβάσεως, ορίζεται ισόποση με τη θετική ζημία που υφίσταται ο ανάδοχος, εξ αποκλειστικής υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου. Η, εν λόγω, αποζημίωση περιλαμβάνει και την εφ’ άπαξ υπολογιζόμενη διαφορά μεταξύ των συμβατικών τιμών των υλικών και εργασιών και των τιμών, που θα καταβάλλει αποδεδειγμένως ο ανάδοχος για την εξασφάλιση των ιδίων εργασιών και υλικών, εφόσον η διαφορά αυτή, η οποία δύναται να προκύψει κατά το διάστημα από το χρόνο της πραγματικής διακοπής των εργασιών μέχρι την έγκριση της συμφωνίας του αναδόχου, δεν καλύπτεται από την αναθεώρηση των δαπανών των εν λόγω συμβατικών τιμών (εργασιών και υλικών).

ΣΤΕ/2760/1999

Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα. 

Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΣτΕ/4162/1997

Η τυχόν εκ των υστέρων κρίσις των άνευ εγγράφου εντολής εκτελεσθεισών εργασιών ως βαρυνουσών τον κύριον του έργου δεν παρέχει εις τον ανάδοχον το δικαίωμα να ζητήση άνευ ετέρου διά της προσφυγής την επιδίκασιν των δαπανών εις τας οποίας υπεβλήθη προς τούτο, αλλ' απαιτείται και εις την περίπτωσιν ταύτην διά τον καθορισμόν του διά τας εργασίας ταύτας ανταλλάγματος η τήρησις της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως συγκριτικού πίνακος και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμής μονάδος νέων εργασιών, διά δε την πληρωμήν η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκρισις του σχετικού λογαριασμού, αποτελούντος την προς τούτο απαιτουμένην πιστοποίησιν, κατά τα οριζόμενα εις τα άρθρα 5 παρ. 7 επ. και 8 του ν. 1418/1984 ως και 38, 40, 43 και 44 του Π. Διατάγματος 609/1985. Οθεν, κατόπιν της διά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως χαρακτηρισμού της ως άνω εργασίας ως βαρυνούσης το Ελληνικόν Δημόσιον και της ακυρώσεως της περί του αντιθέτου αποφάσεως του Β' Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ανακύπτει μεν συμφώνως προς το άρθρον 56 παρ. 4 του Π. Διατάγματος 341/1978, εις το οποίον το άρθρον 4 του ν. 1406/1983 παραπέμπει, υποχρέωσις της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης να προβή εις τας ως άνω ενεργείας προς καθορισμόν και πληρωμήν εις τον ανάδοχον του διά την εργασίαν ταύτην ανταλλάγματος, ουχί νομίμως όμως το εκδόν την αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν Διοικητικόν Εφετείον προέβη αυτό εις κρίσιν περί του οφειλομένου διά τας εργασίας ταύτας ποσού και επιδίκασιν εις την αναιρεσίβλητον ανάδοχον κοινοπραξίαν το υπό ταύτης διά της προσφυγής αιτηθέν ποσόν των δαπανών εις τας οποίας αύτη, κατά τους ισχυρισμούς της, υπεβλήθη, χωρίς να βεβαιώση ότι είχεν εν προκειμένω κινηθή ενώπιον της αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης η υπό των ανωτέρω διατάξεων διά τον καθορισμόν του σχετικού ποσού διαδικασία, εις τούτο δε δεν ήσκει επιρροήν το ότι το καθ' ου η προσφυγή Ελληνικόν Δημόσιον δεν ημφισβήτησε το ύψος της δαπάνης ταύτης, εφ' όσον τούτο ηρνείτο κατ' αρχήν την υποχρέωσίν του να αποκαταστήση την δαπάνην ταύτην.


ΣτΕ/ΕΑ/30/2006

«Μελέτη – κατασκευή» του έργου «Μέγαρο Χορού ...» (...)Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στην έκτη και έβδομη σκέψη, πιθανολογείται σοβαρώς ότι μη νομίμως εχώρησε ο αποκλεισμός της αιτούσης από την διαδικασία του επίμαχου διαγωνισμού. Αντιθέτως, δεν πιθανολογείται σοβαρώς, κατά τα εκτιθέμενα στην όγδοη και ένατη σκέψη, ότι μη νομίμως θεωρήθηκε ως παραδεκτώς υποβληθείσα η προσφορά της παρεμβαινούσης κοινοπραξίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινομένη αίτηση και να ανασταλεί, μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει να ασκήσει η αιτούσα προς διατήρηση του χορηγουμένου ήδη ασφαλιστικού μέτρου (βλ. άρθρο 3 παράγραφος 7 του Ν. 2522/1997), η εκτέλεση της προσβαλλομένης, ... πράξεως της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου …, με την οποία αποκλείσθηκε τελικώς η αιτούσα από τη διαγωνιστική διαδικασία, ώστε η τελευταία να δυνηθεί να μετάσχει στα επόμενα στάδια του διαγωνισμού, αποκλειομένης μόνον της εκδόσεως πράξεως κατακυρώσεως στην αιτούσα του αποτελέσματος του διαγωνισμού. Οίκοθεν νοείται ότι, εφ’ όσον, κατά τα εκτεθέντα, πιθανολογείται σοβαρώς ότι ο αποκλεισμός της αιτούσης από τη διαγωνιστική διαδικασία δεν εχώρησε νομίμως, η αναθέτουσα αρχή έχει την ευχέρεια, εφ’ όσον κρίνει τούτο ενδεδειγμένο, να επανεξετάσει το ζήτημα και να εκδώσει, προ της ασκήσεως και εκδικάσεως της προμνησθείσης αιτήσεως ακυρώσεως, νέα επί του ζητήματος τούτου εκτελεστή πράξη (...), προβαίνοντας νομίμως, από του σημείου εκείνου και εφεξής, σε πρόοδο της διαδικασίας του διαγωνισμού. Διά ταύτα Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση, ήτοι κατά το μέρος που αφορά στον αποκλεισμό της αιτούσης από τη διαγωνιστική διαδικασία. Διατάσσει τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό της παρούσης ασφαλιστικά μέτρα. Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που αμφισβητείται η νομιμότητα της συμμετοχής της παρεμβαινούσης κοινοπραξίας στη διαγωνιστική διαδικασία.


ΣτΕ/4326/2000

Κρίσιμος χρόνος δια την αναθεώρησιν των τιμών κατασκευής δημοσίων έργων είναι ο χρόνος εκτελέσεως των εργασιών και , ως εκ τούτου , επί της αναθεωρήσεως των εν λόγω τιμών ουδεμίαν ασκεί επιρροήν ούτε ο χρόνος πιστοποιήσεως των εργασιών , ούτε ο χρόνος πληρωμής τούτων . Επειδή , εξάλλου , κατά την διάταξη του άρθρ. 288 του Αστικού Κώδικος , κατά την οποία «Ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώση την παροχήν ως απαιτεί η καλή πίστις , λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών» , εφαρμοζομένην αναλόγως , ως γενικής αρχής του δικαίου , και επί διοικητικών συμβάσεων , το δικαστήριον δύναται να παρεμβαίνη διορθωτικώς , καθορίζον , κατ’ απόκλισιν έτι από των συμφωνηθέντων , την μεταξύ των συμβαλλομένων παροχήν και αντιπαροχήν , εφ’ όσον τούτο επιβάλλεται εκ της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών , δηλαδή εις τας περιπτώσεις εκείνας , κατά τας οποίας συντρέχουν απρόβλεπτοι συνθήκαι , αι οποίαι , αν και δεν πληρούν τας προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 388 του Αστικού Κώδικος , καθιστούν , παρά ταύτα , διά τινα των αντισυμβαλλομένων την παροχήν υπερμέτρως επαχθή εις βαθμόν , υπερβαίνοντα τον κατά την καλή πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη δυνάμενον να αναληφθή παρ’ αυτού κίνδυνον (πρβλ. Σ.τ.Ε. 74/1992 επταμ.) .


ΣτΕ/1093/2005

Με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα κοινοπραξία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι, εφ’ όσον το έργο περατώθηκε την 30.1.92 και η Υπηρεσία δεν προέβη, αμέσως, στην έγκριση του πρωτοκόλλου παραλαβής, καθώς και στη σύνταξη του τελικού 12ου Σ.Π., με αποτέλεσμα να μη μπορεί να συντάξει και υποβάλει λογαριασμό για την πληρωμή της, θα έπρεπε η αναθεώρηση των τιμών να υπολογισθεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, όχι με τους συντελεστές του χρόνου εκτελέσεως των εργασιών, όπως έκανε η Υπηρεσία, προβλέποντας στον εν λόγω Σ.Π. ποσό 300.000.000 δραχμών, αλλά με τους συντελεστές του χρόνου πληρωμής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Ν.Δ. 1266/72, ώστε να μη υποστεί ζημία, κυρίως, από τη σημαντική ανατίμηση της αξίας των υλικών και των ημερομισθίων. Το λόγο αυτό της προσφυγής απέρριψε το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 889/79, κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αναθεωρήσεως είναι ο χρόνος εκτελέσεως των εργασιών. Η κρίση, όμως, αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε διότι, εν όψει των ως άνω λόγων της προσφυγής, θα έπρεπε το δικαστήριο της ουσίας να εξετάσει αν, πράγματι, το αίτημα της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας προς πληρωμή των ένδικων εργασιών υπεβλήθη, υπαιτιότητι της Διοικήσεως, μετά την πάροδο του αναθεωρητικού τριμήνου του χρόνου εκτελέσεως αυτών και μάλιστα σε χρόνο που, λόγω της, εν τω μεταξύ, επελθούσης μεταβολής των τιμών, η οφειλόμενη από την αναιρεσείουσα κοινοπραξία παροχή κατέστη υπέρμετρα επαχθής, σε βαθμό, που να υπερβαίνει τον, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δυνάμενο να αναληφθεί από αυτήν κίνδυνο.


ΣΤΕ/ΕΑ/268/2016

Προμήθεια οχημάτων...Εξάλλου, η επιβαλλομένη με το άρθρο 1 παρ. 5 και 7 του π.δ/τος 82/1996 υποχρέωση δημοσιοποιήσεως της προθέσεως συμμετοχής σε δημόσιους διαγωνισμούς, αποσκοπεί, κατά την Επιτροπή, στη ρύθμιση των σχέσεων της εταιρείας με το επενδυτικό κοινό και με τους μετόχους της, εφ’ όσον η τήρηση της προβλεπομένης από τη διάταξη αυτή διαδικασίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εν συνεχεία επιβολή εκ μέρους της εταιρείας των κατά το άρθρο 2 παρ. 3 του εν λόγω διατάγματος «κυρώσεων» του εταιρικού δικαίου στις ανώνυμες εταιρείες - μετόχους της, οι οποίες δεν προέβησαν, όπως όφειλαν, σε περαιτέρω ονομαστικοποίηση των μετοχών τους μέχρι φυσικού προσώπου. Η κρίση αυτή της Επιτροπής Ενστάσεων φαίνεται να είναι νόμιμη (βλ. ΣτΕ 1747/2016 Ολομ., Ε.Α. 906/2005, 270/2014) και εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η παρεμβαίνουσα, ως μη εισηγμένη, προσκόμισε το πιστοποιητικό ονομαστικοποίησης μετοχών και την αναλυτική κατάσταση με τα στοιχεία των φυσικών προσώπων που είναι μέτοχοι και τον αριθμό των μετοχών κάθε μετόχου (μετοχολόγιο) κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς, η δε εταιρεία «…» προσκόμισε το πιστοποιητικό του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με το οποίο βεβαιώνεται ότι η ανώνυμη εταιρεία είναι εισηγμένη, καθώς και το ενημερωτικό δελτίο των μετόχων της, ήτοι την αναλυτική κατάσταση των φυσικών προσώπων των μετόχων της κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς, ο προβαλλόμενος λόγος περί εσφαλμένου μη αποκλεισμού των ως άνω εταιρειών λόγω μη προσκόμισης των δικαιολογητικών του ειδικού όρου 1.3 στοιχείο Θ.2 της διακήρυξης δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.Επειδή, απορριπτομένης της κρινομένης αιτήσεως, επιβάλλεται στην αιτούσα εταιρεία η καταβολή του ποσού του υπολειπομένου παραβόλου, ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (3.686,94 ευρώ) (βλ. ανωτέρω σκέψη 4), προς είσπραξη του οποίου διατάσσεται η διαβίβαση αντιγράφου της παρούσας αποφάσεως στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ώστε να επιμεληθεί της διαδικασίας για την εν λόγω είσπραξη το Τμήμα Εκκαθάρισης Δικαστικών Δαπανών. Το Τμήμα αυτό είναι, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 5 του π.δ/τος 238/2003 (Α΄ 214), αρμόδιο για τη βεβαίωση των πάσης φύσεως δαπανημάτων που επιδικάζονται υπέρ του Δημοσίου ή εισπράττονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, δηλαδή από υπηρεσίες του Δημοσίου, είτε υπό τη μορφή της δικαστικής δαπάνης, είτε υπό τη μορφή του παραβόλου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το προβλεπόμενο για την άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3886/2010, παράβολο, δοθέντος, άλλωστε, ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν προβλέπει άλλη ειδική διαδικασία για τη βεβαίωση του καταλογιζομένου από το Δικαστήριο ενός τρίτου του εν λόγω παραβόλου (Ε.Α. 43/2016, 382/2015).


ΣΤΕ/75/2022

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΟΤΑ Α (...)ζητείται η ακύρωση α) της ... πράξης του υπογράφοντος με εντολή Δημάρχου Διευθυντή Προσόδων του Δήμου Πατρέων με την οποία καλείται ο αιτών Ιερός Ναός να παραδώσει στον καθ’ ου Δήμο κάθε αναγκαίο και απαραίτητο αρχείο και έγγραφο προκειμένου να υλοποιηθεί άμεσα, ... η ανάληψη της διοίκησης και διαχείρισης από αυτόν του κοιμητηρίου του ως άνω ναού(...)εν προκειμένω, το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς αφορά τη διοίκηση και διαχείριση εκκλησιαστικού κοιμητηρίου η οποία ασκείται από τους Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του αν. ν. 582/1968 που αποτέλεσε και το έρεισμα της παραδεκτώς προσβαλλόμενης πράξης.(...)Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του αν. ν. 582/1968 ουδόλως αντίκεινται στις περί προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, για το λόγο ότι οι χώροι των κοιμητηρίων, οι οποίοι αποτελούν χώρους που ενδιαφέρουν κατά τρόπο άμεσο τη δημόσια υγεία, δεν εμπίπτουν στην έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας που προστατεύεται από το Σύνταγμα, αλλά υπόκεινται στη μονομερή και εξουσιαστική επέμβαση του νομοθέτη ο οποίος δύναται να προβεί ελευθέρως στη θέσπιση συστήματος οργανώσεως της διοίκησης και διαχείρισης των χώρων αυτών προς το σκοπό της προσαρμογής τους προς τις εκάστοτε υφιστάμενες ανάγκες και συνθήκες και, ειδικότερα, δύναται ελευθέρως να μεταβάλει το φορέα της διοικητικής λειτουργίας των ως άνω χώρων, χωρίς εκ τούτου να θίγεται το υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς(...)Διά ταύτα Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης.