Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/585/1999

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007
Νομιμότης όρου διακήρυξης.Ορος διακήρυξης διαγωνισμού, ο οποίος διεξάγεται κατά τις διατάξεις της διοικητικής νομοθεσίας και ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με κανόνα του κοινοτικού δικαίου ή του εσωτερικού δικαίου με το οποίο τίθεται σε εφαρμογή η κοινοτική νομοθεσία, είναι ανίσχυρος και δεν δεσμεύει τα μέρη.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΥΠΕΣ/876/2011

ΘΕΜΑ: Θέματα δημοσίων συμβάσεων ΟΤΑ Α’ και Β’ βαθμού και λοιπών νομικών προσώπων τους που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ )

ΣτΕ/1217/2008

Μελέτες. Αποκλεισμός υποψηφίου. Η διακήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε ειδικώς, και μάλιστα επί ποινή αποκλεισμού, την υποβολή τεύχους συνοπτικών προμετρήσεων των «Η/Μ έργων χωριστά για κάθε αντλιοστάσιο». Συνεπώς, ο αποκλεισμός της αιτούσης από το διαγωνισμό λόγω μη υποβολής του ανωτέρω τεύχους, δεν πιθανολογείται ότι εχώρησε κατά παράβαση κανόνων του κοινοτικού ή του εσωτερικού δικαίου, εφόσον δε η κατά τα ανωτέρω αιτιολογία αποτελεί επαρκές έρεισμα του αποκλεισμού.


ΔΕΚ/C-244/2002

Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.


ΔΕΚ/C-104/1986

1 . Σε περίπτωση που δεν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την απόδοση εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, την επιστροφή αυτών των επιβαρύνσεων . Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων υπό συνθήκες που θα συνεπάγονταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των ελκόντων δικαίωμα έτσι, δεν αποκλείεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιρρίφθηκαν σε άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές . Είναι, όμως, ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη η επίτευξη της επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου . Αυτό ισχύει, ιδίως, προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επιρρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα ή, προκειμένου για ιδιαίτερους περιορισμούς, όσον αφορά το είδος της αποδείξεως που πρέπει να προσκομιστεί, όπως ο αποκλεισμός κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου εκτός από την έγγραφη απόδειξη . 2 . Η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αναγνωρίζουν τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν απαλλάσσουν το τελευταίο από την υποχρέωση της εξαλείψεως από την εσωτερική του έννομη τάξη των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων διατάξεων γεννά μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, καθώς τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου βρίσκονται σε αβεβαιότητα όσον αφορά τις δυνατότητες που τους έχουν επιφυλαχθεί για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο .


ΕλΣυν/Τμ.6/270/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (π.δ.60/2007)προκύπτει ότι σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, αναγνωρίζεται η προβλεπόμενη από τη διακήρυξη, δυνατότητα παρατάσεως της αρχικής συμβάσεως με μονομερή πράξη της αναθέτουσας αρχής και η αξία της συνυπολογίζεται στην αξία της αρχικής συμβάσεως προκειμένου να εφαρμοσθεί η κοινοτική νομοθεσία. Ωστόσο, η διακήρυξη δεν μπορεί να περιέχει όρους αντίθετους με άλλους κανόνες δικαίου ή με γενικές αρχές όπως αυτή του ανταγωνισμού και της διαφάνειας στην ανάληψη και εκτέλεση των δημοσίων υπηρεσιών. Κριτήρια, προκειμένου να θεωρηθεί νόμιμος ο όρος περί παρατάσεως της συμβάσεως είναι: α) να αναφέρεται σε υπηρεσίες ίδιες με αυτές της αρχικής συμβάσεως, των οποίων η παροχή γίνεται υπό τους ίδιους ακριβώς με της αρχικής συμβάσεως, όρους -συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος, χωρίς δυνατότητα προσαυξήσεων- και β) η διάρκειά της να μην εκτείνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου ισχύος της αρχικής συμβάσεως, αλλά και του είδους των εκάστοτε παρεχομένων υπηρεσιών, να οδηγεί σε καταστρατήγηση της δυνατότητας διενέργειας δημόσιου διαγωνισμού και ανάπτυξης ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του οικείου κλάδου παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου δε περί βραχύβιων συμβάσεων μονοετούς ή διετούς διάρκειας, η παράταση δεν δύναται να υπερβαίνει το χρονικό όριο ισχύος των αρχικών συμβάσεων (Πράξεις IV Τμήματος 15/2008, 1/2008, 162/2007). Σε κάθε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η χρηματική αποτίμηση του δικαιώματος παρατάσεως προσβάλλεται ο ανταγωνισμός (ανεξαρτήτως του αν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της οικείας διακηρύξεως) αφενός διότι η χρηματική αποτίμηση προβλέπεται ρητά στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 του Π.Δ/τος 60/2007 και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση της προϋπολογιστέας δαπάνης, αφετέρου διότι η εκδήλωση ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένο διεθνή διαγωνισμό επηρεάζεται τόσο από τη διάρκεια της συμβάσεως όσο και από το ύψος του τιμήματος. Η παράταση δημιουργεί δαπάνη πέραν του αρχικού προϋπολογισμού και πρέπει να συνυπολογίζεται για την υπαγωγή της συμβάσεως στους κανόνες του κοινοτικού δικαίου (Πράξη IV Τμήματος 162/2007). Η μη τήρηση ορισμένων κριτηρίων (όπως ο σαφής προσδιορισμός του χρόνου της παρατάσεως και του τιμήματος) καθιστά μη νόμιμο τον οικείο όρο διότι κατ’ ουσίαν δίνει τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να αναθέσει απευθείας τις υπηρεσίες στην αρχική ανάδοχο.


ΣτΕ/549/2009/ΕΑ

Oι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσο του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφόσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε από τους λόγους, για τους οποίους μπορεί πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, εφόσον αυτό διαπιστωθεί από την αρχή με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία (βλ. Ε.Α. επί Α.Μ. 1082/2008). Μη προδήλως παράνομη η αιτιολογία ακύρωσης του διαγωνισμού για να ορισθεί εκ νέου η Προϊσταμένη Αρχή


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


ΔΕΚ/C-236/1995

Περίληψη 1. Όσον αφορά τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για την τήρηση της επιταγής της ασφάλειας δικαίου, να είναι η νομική κατάσταση των ιδιωτών σαφής και συγκεκριμένη και να τους επιτρέπει να γνωρίζουν το πλήρες περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους και, ενδεχομένως, να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αυτό δεν συμβαίνει όταν, σε κράτος μέλος, η νομολογία ερμηνεύει την εθνική νομοθεσία κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 89/665, περί των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, και θεωρεί ότι η νομοθεσία αυτή συνιστά επαρκές προσωρινό σύστημα δικαστικής προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας, ενώ μια τέτοια νομοθεσία δεν μεταφέρει ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη τις ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας όσον αφορά την εξουσία των οργάνων που επιλαμβάνονται των προσφυγών στα διάφορα κράτη μέλη να λαμβάνουν, ανεξάρτητα από προηγούμενη κίνηση κύριας δίκης, κάθε προσωρινό μέτρο σχετικό με τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων. 2. Στο μέτρο που μπορούν να ανατεθούν σε ιδιώτες εξουσίες αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που αφορά η οδηγία 89/665, περί των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας και συνδρομής, την οποία υπέχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας, το οποίο οργανώνει τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή παρεμβαίνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους και στην αναθέτουσα αρχή σε περίπτωση σαφούς και κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως


ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ


ΕλΣυν.Τμ.6/2378/2011

Παροχή υπηρεσιών- εναπόθεση απορριμάτων:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά (σκέψη III), το Τμήμα κρίνει ότι τόσο από την απόφαση του αρμοδίου οργάνου της αναθέτουσας αρχής για τη σύναψη της σύμβασης με τη συγκεκριμένη διαδικασία, όσο και από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της απόφασης αυτής, αποδεικνύεται αναμφισβήτητα η μοναδικότητα της «...Α.Ε. Ο.Τ.Α.» στον επίμαχο ΠΕΣΔΑ ως προς την παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Τμήματος στοιχεία προκύπτει ότι, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο, από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας …, Περιφερειακό Σχεδιασμό Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) Περιφέρειας …, ο Νομός.. εξυπηρετείται μόνο από τον υπό επέκταση ΧΥΤΑ ..., ο οποίος είναι και ο μοναδικός χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων στον ως άνω Νομό που πληροί τις προϋποθέσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Δοθέντος δε ότι ο Δήμος ..., ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις εργασίες συλλογής και μεταφοράς των στερεών αποβλήτων, υποχρεούται να διαθέτει τα συλλεγόμενα στερεά απόβλητα στις εγκαταστάσεις της οικείας διαχειριστικής ενότητας που ορίζεται από τον ΠΕΣΔΑ., ήτοι εν προκειμένω στον ΧΥΤΑ ..., η «...Α.Ε. Ο.Τ.Α.»., η οποία διαχειρίζεται αποκλειστικά τον εν λόγω ΧΥΤΑ, είναι η μοναδική εταιρεία η οποία μπορεί να παρέχει τις ως άνω υπηρεσίες. Ενόψει αυτών, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι με επάρκεια αιτιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή των προβλεπόμενων στο άρθρο 25 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ/τος 60/2007 προϋποθέσεων προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού. Περαιτέρω, βασίμως οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η ελεγχόμενη σύμβαση ανατέθηκε στην ανάδοχο εταιρεία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ/τος 60/2007 και όχι λόγω της ιδιότητάς της ως ανώνυμης εταιρείας Ο.Τ.Α. κατ’ επίκληση του άρθρου 268 του Δ.Κ.Κ.. Και τούτο διότι, δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός της σχετικής υπηρεσίας εμπίπτει στα όρια εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 25 του π.δ/τος 60/2007.