Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-104/1986

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: δεκ/c-104/1986

1 . Σε περίπτωση που δεν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την απόδοση εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, την επιστροφή αυτών των επιβαρύνσεων . Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων υπό συνθήκες που θα συνεπάγονταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των ελκόντων δικαίωμα έτσι, δεν αποκλείεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιρρίφθηκαν σε άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές . Είναι, όμως, ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη η επίτευξη της επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου . Αυτό ισχύει, ιδίως, προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επιρρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα ή, προκειμένου για ιδιαίτερους περιορισμούς, όσον αφορά το είδος της αποδείξεως που πρέπει να προσκομιστεί, όπως ο αποκλεισμός κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου εκτός από την έγγραφη απόδειξη . 2 . Η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αναγνωρίζουν τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν απαλλάσσουν το τελευταίο από την υποχρέωση της εξαλείψεως από την εσωτερική του έννομη τάξη των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων διατάξεων γεννά μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, καθώς τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου βρίσκονται σε αβεβαιότητα όσον αφορά τις δυνατότητες που τους έχουν επιφυλαχθεί για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο .


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


C-80/1986

Το ζήτημα αν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων, αυτών καθαυτών, της οδηγίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν τίθεται παρά μόνο αν το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε την οδηγία στο εθνικό δίκαιο εντός των προθεσμιών ή αν προέβη σε πλημμελή μεταφορά. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές απαντήσεις που δόθηκαν στα δύο πρώτα ερωτήματα, οι λύσεις που επισημαίνονται σ' αυτές δεν είναι, ωστόσο, διαφορετικές στην περίπτωση που η ταχθείσα στο κράτος μέλος προθεσμία προς προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας δεν έχει ακόμα παρέλθει στην κρίσιμη ημερομηνία. Ως προς το τρίτο ερώτημα, που αφορά τα όρια που μπορεί να θέσει το κοινοτικό δίκαιο στην υποχρέωση ή στην ευχέρεια του εθνικού δικαστή να ερμηνεύει τους κανόνες του εθνικού του δικαίου υπό το φως της οδηγίας, αυτό το πρόβλημα δεν τίθεται κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν παρήλθε ή όχι η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο.


2006/C-179/02

Σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται εν μέρει από τις οδηγίες για τις «δημόσιες συμβάσεις»

ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ


ΔΕΚ/C-50/2000

Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας - Καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων - πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα - Ανάγκη τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ακολουθήσουν τη νομική οδό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής περί εκτιμήσεως του κύρους - Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα - Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση που οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δημιουργούν ανυπέρβλητο εμπόδιο - Δεν επιτρέπεται 

COM/2001/566/ΕΚ

ερμηνευτική ανακοίνωση της επιτροπής σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων και την ένταξη κοινωνικών πτυχών στις συμβάσεις αυτές

ΕΚ/569/2005

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ-Σχετικά με τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

Ν.2127/1993

Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις.


ΔΕΚ/C-122/2017

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Τρίτη οδηγία 90/232/ΕΟΚ – Άρθρο 1 – Ευθύνη για σωματικές βλάβες που προκαλούνται σε όλους τους επιβάτες πλην του οδηγού – Υποχρεωτική ασφάλιση – Άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών – Υποχρέωση μη εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως αντιβαίνουσας σε οδηγία – Μη εφαρμογή συμβατικής ρήτρας αντιβαίνουσας σε οδηγία»(...) Το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και δεν δύναται να προβεί σε ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου που αντιβαίνουν στις διατάξεις οδηγίας οι οποίες πληρούν όλες τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραγωγή άμεσου αποτελέσματος σύμφωνη προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν υποχρεούται, αποκλειστικώς βάσει του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου καθώς και συμβατική ρήτρα που περιέχεται, σύμφωνα με τις ως άνω εθνικές διατάξεις, σε ασφαλιστήρια σύμβαση. Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο διάδικος που θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, ή το πρόσωπο που υπεισήλθε στα δικαιώματα του διαδίκου αυτού, μπορεί, πάντως, να επικαλεστεί τη νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C-6/90 και C-9/90, EU:C:1991:428), προκειμένου η ζημία την οποία υπέστη να αποκατασταθεί, ενδεχομένως, από το κράτος μέλος.


ΕλΣυν/Ε Κλιμ/405/2010

Διάλυση εργολαβίας. Προσφυγή στο δεύτερο μειοδότη (άρθρο 61 παρ. 13 ν.3669/2008). Διάλυση της εργολαβίας με υπαιτιότητα του κυρίου του έργου λόγω μη συντέλεσης των απαλλοτριώσεων και μη ολοκλήρωσης των μελετών του έργου. Η διαδικασία του άρθρου 61 παρ. 13 του ν.3669/2008 μη συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, αφού συνιστά στην ουσία διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, για την οποία δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις. Μειοψηφία 1 μέλους. Με την 3137/2010 απόφαση του VI Τμήματος ανακλήθηκε η προμνησθείσα Πράξη του Κλιμακίου, καθόσον κρίθηκε ότι η διαδικασία του άρθρου 61 παρ. 13 του ν.3669/2008 δεν είναι ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο, δεδομένου ότι η ανάθεση της εκτέλεσης του έργου μετά από διάλυση εργολαβίας γίνεται στο δεύτερο μειοδότη και σύμφωνα με την προσφορά που είχε υποβάλει στην προηγηθείσα διαγωνιστική διαδικασία.