ΝΣΚ/223/2017
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Εγγραφή κοινοπραξιών στο Γ.Ε.ΜΗ. 1. Μετά την ισχύ του ν. 4072/2012 οι κοινοπραξίες που ασκούν εμπορική δραστηριότητα, οι κοινοπραξίες με μορφή αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα και οι ενώσεις προσώπων που ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα, χωρίς να έχουν καταστεί έμποροι από την άσκηση της δραστηριότητας, εγγράφονται υποχρεωτικώς στο Γ.Ε.ΜΗ. (πλειοψ.). 2. Η κοινοπραξία του ερωτήματος, ως ένωση προσώπων, που δραστηριοποιείται στις συναλλαγές, αποτελεί αστική εταιρία με νομική προσωπικότητα και εγγράφεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. κατ' εφαρμογή των διατάξεων περί ομορρύθμου εμπορικής εταιρίας (πλειοψ.). 3. Εφόσον υπάρχει υποχρέωση εγγραφής της κοινοπραξίας και παραλείπεται η εκ μέρους του υποχρέου ή τρίτου, έχοντος ειδικό έννομο συμφέρον , υποβολή αίτησης καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., η αρμόδια υπηρεσία καταχώρισης προβαίνει αυτεπαγγέλτως σ' αυτήν και επιβάλλει στον υπόχρεο και στους νόμιμους εκπρόσωπους το πρόστιμο του άρθρου 17 του ν. 3419/2005 (ομοφ). 4. Οι υπηρεσίες τήρησης του Γ.Ε.ΜΗ. δεν είναι αρμόδιες να αποφανθούν, κατ΄ εφαρμογή των κριτηρίων εμπορικότητας, εάν μια κοινοπραξία ασκεί ή όχι εμπορική δραστηριότητα (πλειοψ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/259/2017
Εγγραφή κοινοπραξιών στο Γ.Ε.ΜΗ (Κατάσταση : Αποδεκτή) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 (παρ. 3) του V. 4072/2012 για την υποχρεωτική καταχώριση κοινοπραξίας στο Γ.Ε.ΜΗ. απαιτείται και αρκεί, ως μόνη προϋπόθεση, η κοινοπραξία να ασκεί εμπορική δραστηριότητα (πλειοψηφία). Η εκπόνηση μελέτης, αυτή καθ εαυτή, δεν αποτελεί άσκηση πρωτοτύπως εμπορικής πράξης και επομένως δεν είναι υποχρεωτική η εγγραφή στο Γ.Ε.ΜΗ., της κοινοπραξίας, η οποία συστάθηκε με αποκλειστικό σκοπό την (από κοινού και προς το κοινό όφελος των μελών της) εκπόνηση (πλειοψηφία). Αν ο υπόχρεος ή τρίτος που έχει ειδικό έννομο συμφέρον παραλείψουν να υποβάλλουν αίτηση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ., η αρμόδια υπηρεσία προβαίνει αυτεπαγγέλτως, μετά από έλεγχο, στην αναγκαία καταχώριση και επιβάλλει στον υπόχρεο και στους νόμιμους εκπροσώπους το πρόστιμο του άρθρου 17 του Ν. 3419/2005 (ομοφ). Η άσκηση ή μη εμπορικών πράξεων εκ μέρους της κοινοπραξίας, ως προϋπόθεση της υποχρεωτικής καταχώρισής της στο Γ.Ε.ΜΗ., ερευνάται από την αρμόδια υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ., κατά περίπτωση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του β.δ. της 14 Μαΐου 1835 και τη σχετική με τα θέματα αυτά νομολογία (πλειοψ). Εκδόθηκε κατόπιν παραπομπής της 223/2017 Γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος.
ΕλΣυν/Ε Κλιμ/163/2010
Μη νόμιμη διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου, καθόσον:α) δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης και στον ελληνικό τύπο ουσιώδης όρος της διακήρυξης του διαγωνισμού, που αφορά στις δικαιούμενες συμμετοχής κοινοπραξίες εργοληπτικών επιχειρήσεων και β) η ανάδοχος κοινοπραξία του ελεγχόμενου έργου δεν πληρούσε τις απαιτούμενες από τη διακήρυξη προϋποθέσεις ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής της στο διαγωνισμό, καθόσον δεν κάλυπτε τις καλούμενες για τις εργασίες του συγκεκριμένου έργου, τάξεις του ΜΕΕΠ. Το VI Τμήμα του Έλεγκτικού Συνεδρίου με την 1892/2010 απόφασή του ανακάλεσε την προ- μνησθείσα Πράξη του Κλιμακίου, καθόσον ως προς την πρώτη νομική πλημμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι 38 εργοληπτικές επιχειρήσεις έλαβαν γνώση του πλήρους περιεχομένου της διακήρυξης, σε συνδυασμό μάλιστα και με το ότι από τις 5 συμμετέχουσες εργοληπτικές επιχειρήσεις και κοινοπραξίες οι 4 ήταν κοινοπραξίες με αναβάθμιση του ανωτάτου ορίου της τάξης τους, αναγνώρισε συγγνωστή πλάνη στα όργανα της αναθέτουσας αρχής. Ως προς τη δεύτερη νομική πλημμέλεια έκρινε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή στη διαδικασία της αναδόχου κοινοπραξίας, αφού αυτή αποτελείτο από 2 ατομικούς εργολήπτες 2ης τάξης (2η+ 2η, ανώτατο όριο με την αναβάθμιση 2.062.500,00 ευρώ) για την κατηγορία οικοδομικά, που είχε προϋπολογισμό 1.898.457,14 ευρώ, και μία ομόρρυθμο εταιρεία 1ης τάξης (ανώτατο όριο 1ης τάξης 750.000 ευρώ) για την κατηγορία Η/Μ, που είχε προϋπολογισμό 374.482,53 ευρώ.
ΝΣΚ/218/2018
Έκταση δεδικασμένου αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ερμηνείας όρων συμφωνίας πιστωτών του άρθρου 44 του ν. 1892/1990.1) Παράγει δεδικασμένο για τις οφειλές της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας εταιρίας «ΑΛ…..A.T.E.» και, ήδη από το 2015 «ΑΧ…..A.T.E.», που προέρχονται από την συμμετοχή της σε κοινοπραξία και εμπίπτουν χρονικά στο πεδίο εφαρμογής της μεταξύ αυτής και των πιστωτών της καταρτισθείσας στις 28.11.2006 συμφωνίας του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, η οποία επικυρώθηκε με την με αριθ. 1217/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η παρεμπίπτουσα κρίση που διατυπώθηκε με τις αμετάκλητες με αριθ. 1674/2017 και 1675/2017 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με διαδίκους την εταιρία και το Ελληνικό Δημόσιο, ότι ο όρος 3.3.2.δ.4 (παράγραφος όγδοη) της συμφωνίας είναι εφαρμοστέος ως ειδικότερος έναντι του όρου 3.3.2.δ.2 αυτής (σύμφωνα με τον οποίο οι οφειλές της εταιρίας προς το Δημόσιο από κάθε αιτία, ιδίως Φ.Π.Α., φόρο εισοδήματος κ.λπ., καταβάλλονται στο 10% αυτών, διαγραφομένου του λοιπού 90%), με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί από το δικαστήριο ότι οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά της εταιρίας από την συμμετοχή της στην Κοινοπραξία «Θ. Α.Ε. - ΑΛ. Α.Τ.Ε. - Κ.Μ. A.T.E.B.E.» έχουν αποσβεστεί στο σύνολό τους και να διαταχθεί η επιστροφή των καταβληθέντων, κατ’ εφαρμογή του όρου 3.3.2.δ.2 της συμφωνίας, χρηματικών ποσών στην εταιρία ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων από το Ελληνικό Δημόσιο. 2) Οφείλει η Φορολογική Διοίκηση να εφαρμόζει στο εξής τον όρο 3.3.2.δ.4 και όχι τον όρο 3.3.2.δ.2 της ανωτέρω συμφωνίας για τις εμπίπτουσες σε αυτήν οφειλές της εταιρίας προς το Δημόσιο από την συμμετοχή της σε οποιαδήποτε κοινοπραξία. 3) Γεννάται υποχρέωση επιστροφής των ποσών που έχουν, κατ’ εφαρμογή του όρου 3.3.2.δ.2 της συμφωνίας, καταβληθεί από την εταιρία, καθώς και εκείνων, για τα οποία δεν έχει ασκηθεί προσφυγή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι σχετικές απαιτήσεις της εταιρίας δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή (πλειοψ.).
C-305/2008
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)της 23ης Δεκεμβρίου 2009 .«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Έννοιες των όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα – Κοινοπραξία (“consorzio”) που έχει συσταθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα και φορείς του Δημοσίου – Κύρια καταστατική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»Επιβάλλεται, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται σε φορείς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά ινστιτούτα, οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να συμμετέχουν σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, μολονότι το εθνικό δίκαιο παρέχει στους ως άνω φορείς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.
ΝΣΚ/191/2020
Εάν οι παράλληλες δραστηριότητες Επίκουρου Καθηγητή επί θητεία του Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, είναι συμβατές με την ιδιότητα μέλους ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 23 και 24 του ν. 4009/2011.(...)Τα μέλη ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης α) επιτρέπεται να ασκούν διδακτικό έργο σε οποιοδήποτε άλλο ΑΕΙ, από αυτό που υπηρετούν, σε δημόσιες σχολές, σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) και Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ), β) η άσκηση της ανωτέρω δραστηριότητας, στο μέτρο που αποτελεί επιτρεπόμενη παράλληλη δραστηριότητα κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 4009/2011 δεν αποτελεί κώλυμα διορισμού και ανάληψης υπηρεσίας σε θέση μέλους ΔΕΠ, γ) η άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας θα πρέπει να γίνεται με προηγούμενη ενημέρωση του Κοσμήτορα της Σχολής, δ) οι αμοιβές από παράλληλη δραστηριότητα υπόκεινται σε κράτηση υπέρ του ΕΛΚΕ του ιδρύματός τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 παρ.3 του ν. 4009/2011, ε) η συμμετοχή χωρίς αμοιβή στη διοίκηση αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, με την ιδιότητα του Προέδρου και του συνδιαχειριστή, εφόσον η εταιρεία δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα βάσει του σκοπού της, και δεν συντρέχει περίπτωση ασυμβίβαστου, κατά την περ.β΄ της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 4009/2011, αποτελεί επιτρεπόμενη παράλληλη δραστηριότητα. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις δύναται να συμμετέχει μέλος ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης στη διοίκηση σωματείου με την ιδιότητα του συνδιαχειριστή και του Προέδρου του Δ.Σ.
ΔΕΚ/C-57/2001
Περίληψη 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της συνθέσεως αυτού του είδους των κοινοπραξιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, μοναδική διάταξη που αφορά τις κοινοπραξίες των εργοληπτών, περιορίζεται, αφενός, να αναφέρει ότι οι κοινοπραξίες επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές και, αφετέρου, να απαγορεύσει την υποχρέωση να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή προτού ανατεθεί η σύμβαση στην επιλεγείσα κοινοπραξία, και δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τη σύνθεση αυτή. ( βλ. σκέψεις 60-61, 63, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες προσφυγής μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση κρατικών προμηθειών ή δημοσίων έργων και υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. Συναφώς, μια κοινοπραξία εργοληπτών πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η οδηγία 89/665, στο μέτρο που μια απόφαση της αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που η κοινοπραξία αυτή αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. ( βλ. σκέψεις 64-65, 73, διατακτ. 2 )
ΕΣ/ΤΜ.7/383/2006
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθόσον η εκτέλεση, με δαπάνες του Δήμου ....., του έργου της ανάπλασης του αυλείου χώρου του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου, ο οποίος, ως ενοριακός, έχει ιδία νομική προσωπικότητα (άρθρο 1παρ. 4 του ν. 590/1977-ΦΕΚ Α΄ 146), δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου, δε συντελεί στην αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των σκοπών του Δήμου, ούτε εξυπηρετεί τη λειτουργική του δραστηριότητα. Πλην, όμως, το Τμήμα κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του Δήμου πεπλανημένα, πλην συγγνωστώς, υπέλαβαν ότι οι αύλειοι χώροι του Ιερού Ναού αποτελούν κοινοχρήστους χώρους και ως εκ τούτου η ανάπλασή τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δήμου, σύμφωνα με την προμνησθείσα διάταξη του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Κατόπιν αυτών, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης.Συγγνωστή πλάνη
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/1211/2020
Ασφαλτοστρώσεις...ζητείται η αναθεώρηση της 126/2020 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ως άνω πλημμέλεια είναι ουσιώδης, οδηγούσα σε αρνητική κρίση ως προς την υπογραφή της σύμβασης, διότι τόσο σοβαρά ζητήματα στις σχέσεις των υποβαλλόντων προσφορά μελών της ένωσης προσώπων πρέπει να έχουν διευκρινισθεί μεταξύ τους εγκαίρως, ώστε να μη ανακύψουν αργότερα ζητήματα που θα οδηγήσουν σε διάρρηξη του δεσμού τους με ενδεχόμενο την εκ του λόγου αυτού ματαίωση της εκτέλεσης της σύμβασης, τούτο δε ανεξάρτητα από την εκ του νόμου διαρρύθμιση της μεταξύ τους ευθύνης έναντι της αναθέτουσας αρχής.Ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν εφαρμόζονται στις υπό σύσταση κοινοπραξίες, οι οποίες θα περιβληθούν τη νομική μορφή της κοινοπραξίας σε περίπτωση ανάδειξής τους ως αναδόχων, γιατί τα μέλη τους ευθύνονται εις ολόκληρον ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής τους στην εκτέλεση του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο γεννάται η υποχρέωση δήλωσης των ως άνω στοιχείων, είναι ο χρόνος υποβολής των προσφορών, εφόσον δε η «υπό σύσταση κοινοπραξία» αποτελούσε κατά τον χρόνο αυτό ένωση προσώπων, τα μέλη της είχαν υποχρέωση να δηλώσουν τα ως άνω στοιχεία, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που η ένωση θα περιβαλλόταν μεταγενέστερα.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναθεώρησης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο).Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναθεώρησης πρέπει να απορριφθεί
ΕλΣυν/Τμ.6/255/2012
Aνάδειξη αναδόχου με αντικείμενο «Υπηρεσίες Τεχνικού Συμβούλου Έργων" (...) Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συντάκτης του ανωτέρω όρου της διακήρυξης έχει υπόψη του κοινοπραξίες και συμπράξεις με τη μορφή που εμφανίζονται αποκλειστικά και μόνο στο ημεδαπό δίκαιο για τη συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα, τόσο η σύμπραξη όσο και η κοινοπραξία αποτελούν προσωρινές ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίες, αν και θεωρούνται φορείς δικαιούμενοι να συμμετάσχουν αυτοτελώς σε δημόσιο διαγωνισμό, εντούτοις δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα και εντεύθεν αυτονομία στη λήψη αποφάσεων για τον τρόπο κατάρτισης των τεχνικών και οικονομικών προσφορών, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η μυστικότητα αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό ο σχετικός όρος της διακήρυξης, που απαγορεύει την συμμετοχή στο διαγωνισμό του ίδιου προσώπου με δύο ιδιότητες, ήτοι ως μεμονωμένου υποψηφίου και ταυτόχρονα ως μέλους σύμπραξης ή κοινοπραξίας, αποσκοπεί στην αποφυγή οποιουδήποτε ενδεχόμενου συμπαιγνίας μεταξύ των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό και κατά συνέπεια στη διασφάλιση των αρχών της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων και της διαφάνειας στην κατάρτιση των οικονομικών προσφορών. Ο περιορισμός δε που εισάγει ο όρος αυτός ως προς την υποβολή των προσφορών εμπίπτει στην αναγνωρισθείσα και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευχέρεια εκτίμησης των εθνικών αρχών ως προς τους όρους αποκλεισμού των υποψηφίων και πληροί τις προυποθέσεις που τίθενται από αυτό για τη θέσπιση τέτοιων περιορισμών, αφού, ενόψει της νομικής φύσης της κοινοπραξίας κατά το ημεδαπό δίκαιο δεν υφίσταται διαφοροποίηση του προσώπου όταν αυτό μετέχει στην ίδια διαγωνιστική διαδικασία αυτοτελώς και ταυτόχρονα ως μέλος κοινοπραξίας (βλ. VI Tμ. 2752/2011, ΣτΕ Επ429/2008) και με βάση εν γένει τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν στη χώρα, αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο και ως τούτου αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Περαιτέρω, ουδόλως συνάγεται εκ του ως άνω όρου απαγόρευση υποβολής προσφοράς από αλλοδαπή κοινοπραξία και ταυτόχρονα αυτοτελώς από μέλος αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει αλληλεξάρτηση των προσφορών τους. Τέλος, στην κρινόμενη περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, καίτοι ο όρος αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έπληξε τη δυνατότητα ανάπτυξης ανταγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς προσήλθαν υποψήφιοι προερχόμενοι από άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., περαιτέρω δε καμία αλλοδαπή εταιρεία ή κοινοπραξία δεν αποκλείστηκε κατ’ εφαρμογή του όρου αυτού, ούτε εξάλλου άσκησε σχετική ένσταση κατά της οικείας διακήρυξης (βλ. και VI Τμ. Ελ. Συν. 2779/2011).(...)Επιπροσθέτως, το Τμήμα κρίνει ότι η χρήση από την Επιτροπή Διαγωνισμού επιθετικών προσδιορισμών προς το σκοπό ποιοτικής αξιολόγησης των αναφορών των επί μέρους στοιχείων των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων βάσει των κριτηρίων και υποκριτηρίων του άρθρου 22 της προκήρυξης και ειδικότερα των χαρακτηρισμών «μέτρια», «στοιχειώδης», «καλή», «ανεπαρκής», «πολύ καλή» (ενν. αναφορά), καθώς και της εκφράσεως «δεν υπεβλήθη», δεν παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζόμενων και της υποχρέωσης διαφάνειας της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθόσον οι ως άνω αξιολογικοί προσδιορισμοί αποτέλεσαν την μέθοδο (εργαλείο) αιτιολόγησης από την Επιτροπή της αριθμητικής βαθμολογίας κάθε κριτηρίου και υποκριτηρίου κάθε τεχνικής προσφοράς. Εξάλλου, η κρίση της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση των επιμέρους κριτηρίων ανάθεσης με την εφαρμογή των πιο πάνω ποιοτικών προσδιορισμών δεν πάσχει, κατά την κρίση του Τμήματος, κατά την αιτιολογία αυτής, αφού έλαβε χώρα συγκριτική εκτίμηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων και βαθμολόγηση αυτών με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια και υποκριτήρια, σύμφωνα και προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη ΙV Α.
ΔΕΚ/C-568/2013
«Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Άρθρα 1, στοιχείο γ΄, και 37 — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρα 1, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, και 55 — Έννοιες των όρων “πάροχος υπηρεσίας” και “οικονομικός φορέας” — Δημόσιο πανεπιστημιακό νοσοκομειακό ίδρυμα — Ίδρυμα που διαθέτει νομική προσωπικότητα και επιχειρηματική και οργανωτική αυτοτέλεια — Δραστηριότητα κυρίως μη κερδοσκοπική — Θεσμική αποστολή παροχής υπηρεσιών υγείας — Δυνατότητα παροχής αναλόγων υπηρεσιών εντός της αγοράς — Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Αντιβαίνει στο άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων [παροχής] υπηρεσιών, εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας αποκλείεται η συμμετοχή δημόσιου νοσοκομειακού ιδρύματος, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, σε διαγωνισμούς για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, λόγω της ιδιότητάς του ως δημόσιου οικονομικού οργανισμού, εφόσον και στο μέτρο που το ίδρυμα αυτό επιτρέπεται να δραστηριοποιείται στην αγορά σύμφωνα με τους θεσμικούς και καταστατικούς σκοπούς του. 2) Οι διατάξεις της οδηγίας 92/50, ειδικότερα δε οι γενικές αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας που διέπουν την οδηγία αυτή, έχουν την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτές εθνική νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει σε δημόσιο νοσοκομειακό ίδρυμα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, τη συμμετοχή σε διαγωνισμό και την υποβολή προσφοράς που, χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση της οποίας τυγχάνει το ίδρυμα αυτό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εκ των υποψηφίων. Εντούτοις, στο πλαίσιο του εκ μέρους της ελέγχου περί του αν πρόκειται για ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, βάσει του άρθρου 37 της οδηγίας αυτής, η αναθέτουσα αρχή δύναται να λάβει υπόψη την ύπαρξη δημόσιας χρηματοδοτήσεως της οποίας τυγχάνει ένα τέτοιο ίδρυμα, όσον αφορά τη δυνατότητά της να απορρίψει την προσφορά αυτή.