Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/190/2020

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4430/2016, 1667/1986

Ζητήματα σχετικά με την απώλεια της ιδιότητας μέλους Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης (Κοιν.Σ.Επ.) ή Συνεταιρισμού Εργαζομένων, λόγω αποχώρησής του.(...) ιδιότητα του μέλους ενός Συνεταιρισμού Εργαζομένων απόλλυται από το χρονικό σημείο που αυτό υποβάλλει εγγράφως στον διαχειριστή ή στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνεταιρισμού δήλωση αποχώρησης (κατά πλειοψηφία). Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους μιας Κοιν.Σ.Επ. λόγω αποχώρησης, συντελείται με δήλωση βουλήσεως αυτού, η οποία επιφέρει το σκοπούμενο δι’ αυτής αποτέλεσμα από την αρχή του επόμενου λογιστικού έτους. Μέχρι τη λήξη του λογιστικού έτους, κατά το οποίο το μέλος δηλώνει τη βούλησή του να αποχωρήσει, διατηρούνται σε ισχύ όλα τα προς την άνω ιδιότητα συνδεόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού. Δεν είναι σύννομη η πρόβλεψη στο καταστατικό μιας Κοιν.Σ.Επ. ή ενός Συνεταιρισμού Εργαζομένων ελάχιστου χρόνου παραμονής των μελών. Πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους, κατά το οποίο μέλος Κοιν.Σ.Επ. δηλώνει την βούλησή του να αποχωρήσει από αυτή, δεν είναι δυνατή η συμμετοχή του σε άλλη Κοιν.Σ.Επ. με ίδια δραστηριότητα (ομόφωνα).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/62/2017

Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΑΧ λόγω συνταξιοδότησής. (..) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι Υπάλληλος Δήμου (ΟΤΑ) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), ο οποίος δεν έχει υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου για κύρια σύνταξη και έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης κύριας σύνταξης, έχει αξίωση κατά του Δήμου για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 204 του ΚΚΔΚΥ, η οποία παραγράφεται μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την επομένη της ημερομηνίας γένεσής της, που είναι η ημερομηνία που συντελείται το πραγματικό γεγονός της αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εκτός αν η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης παρακωλύεται από σχετική άρνηση ή καθυστέρηση του Δήμου...(..)Με δεδομένα αυτά η αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου πρώην υπαλλήλου του Δήμου ... έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την αναπληρώτρια Επίτροπο, καθόσον από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του ανωτέρω υπαλλήλου από την υπηρεσία (7.1.2013), οπότε και γεννήθηκε η αξίωσή του για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης από τον προαναφερθέντα Δήμο, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε άρνησης ή καθυστέρησης του Δήμου που να παρακώλυσε τη δικαστική της επιδίωξη, συμπληρώθηκε στις 8.1.2015 η παρέλευση άπρακτων δύο (2) ετών. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής κατ’ επίκληση της 1359/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου και του 2/66451/0026/20.7.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία η κατά ν.π.δ.δ. αξίωση υπαλλήλου του με σχέση ΙΔΑΧ για λήψη της όμοιας με την επίμαχη αποζημίωσης του άρθρου 55 παρ. 1 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191) υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.δ. 496/1974) και όχι στη διετή παραγραφή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Αυτό διότι, κατά το άρθρο 276 παρ. 2 του Kώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, για το χρόνο παραγραφής της επίμαχης αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου Χ.Ε. πρώην υπαλλήλου κατά του Δήμου ... εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.2362/1995), σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δήμου εν προκειμένω) για αποζημιώσεις κάθε φύσης, συνεπώς και της επίμαχης, που δεν είναι μέρος των αποδοχών του υπαλλήλου, ούτε απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε και αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά φέρει χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης αυτού κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (πρβλ. ΑΠ 1359/2015), υπόκεινται σε διετή παραγραφή.


ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/590/2019

ΕΡΓΟ:...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η έννοια του εκπροσώπου της ένωσης οικονομικών φορέων που υποβάλλει την προσφορά, - ο οποίος δύναται να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που έχει νομίμως εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από τα μέλη της ένωσης -, είναι όλως διάφορη και διακριτή από την έννοια του εκπροσώπου/συντονιστή της ένωσης, ο οποίος είναι μέλος της ένωσης και, επομένως, δεν επιτρέπεται ούτε η δήλωση περισσότερων φορέων ως επικεφαλής, ούτε η απόδοση της ιδιότητας αυτής σε φυσικό πρόσωπο που δεν συμμετέχει αυτοτελώς στην ένωση, όπως οι εκπρόσωποι των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Μειοψήφησαν η Πρόεδρος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και ο Σύμβουλος Στυλιανός Λεντιδάκης, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: Η έννοια του «εκπροσώπου» της ένωσης συνδέεται κατά κανόνα με τον ορισμό φυσικού προσώπου στο οποίο ανατίθεται, για τις ανάγκες της συμμετοχής στο διαγωνισμό, εξουσία αντιπροσώπευσης της ένωσης οικονομικών φορέων, δηλαδή, εξουσία να δηλώνει τη βούληση της ένωσης, να ενεργεί στο όνομά της και να τη δεσμεύει. Στο μέτρο δε που δεν απαγορεύεται ρητώς, οι συμμετέχοντες δύνανται να ορίσουν περισσότερους εκπροσώπους, ενεργούντες χωριστά ή από κοινού, για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό. Επιπλέον, στον νόμο προβλέπεται ρητώς ότι η προσφορά της ένωσης δεν είναι υποχρεωτικό να υπογράφεται από κοινό εκπρόσωπο όλων των μελών της, αλλά δύναται να υπογράφεται ξεχωριστά από τους εκπροσώπους των οικονομικών φορέων που μετέχουν σε αυτή, ομοίως δε και το Ε.Ε.Ε.Σ. υποβάλλεται και υπογράφεται, κατά νόμο, χωριστά από τους μετέχοντες στην ένωση φορείς. Ενόψει των ρυθμίσεων αυτών, ο ορισμός από τις ενώσεις «εκπροσώπου/συντονιστή», του οποίου η έννοια και τα καθήκοντα άλλωστε δεν προσδιορίζονται στον νόμο, δεν φαίνεται να έχει συγκεκριμένη λειτουργική χρησιμότητα και, επομένως, δεν δύναται να είναι υποχρεωτικός. Σε κάθε περίπτωση, η διαζευκτική παράθεση των δύο όρων (εκπροσώπου/συντονιστή) καταδεικνύει ότι δεν είναι αναγκαίος ο ταυτόχρονος ορισμός και «εκπροσώπου» και «συντονιστή», αλλά ότι οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται αδιακρίτως για να προσδιορίσουν το πρόσωπο που δύνανται να εξουσιοδοτήσουν οι φορείς για την κοινή εκπροσώπησή τους. Εξάλλου, η έννοια του «επικεφαλής εταίρου» που ορίζεται στο Ε.Ε.Ε.Σ. αναφέρεται στον «ρόλο του οικονομικού φορέα στον όμιλο» και, κατά τούτο, συνδέεται με την απαίτηση του άρθρου 96 παρ. 7 του ν. 4412/2016 να προσδιορίζεται από τη διαγωνιζόμενη ένωση οικονομικών φορέων η έκταση και το είδος της συμμετοχής του κάθε μέλους και όχι με την εκπροσώπηση αυτών. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη αφενός την ορολογική ασάφεια των κρίσιμων διατάξεων, αφετέρου την έλλειψη συγκεκριμένης διάταξης από την οποία να προκύπτει σαφώς υποχρέωση των υποψηφίων ενώσεων οικονομικών φορέων να ορίσουν, για την παραδεκτή συμμετοχή τους στον διαγωνισμό, «εκπρόσωπο/συντονιστή», η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 7 του ν. 4412/2016: «Στην προσφορά απαραιτήτως πρέπει να προσδιορίζεται (…) ο εκπρόσωπος/συντονιστής αυτής» έχει την έννοια της υποχρέωσης δήλωσης, διά του Ε.Ε.Ε.Σ., των προσώπων που εκπροσωπούν τους φορείς της ένωσης στον διαγωνισμό ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του κοινού εκπροσώπου που έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτούς. Πλην, η γνώμη αυτή δεν ίσχυσε. Αναπέμπει την υπόθεση στο VI Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.