Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/184/2015

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3614/2007

Δημοπράτηση υποέργων ενιαίου δασοτεχνικού έργου – Νομιμότητα κατάτμησης. Μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή η κατάτμηση σε τέσσερα υποέργα μέσω της ανά συστάδας δημοπράτησης του έργου «Αποκατάσταση δασικής βλάστησης στην καείσα περιοχή προστατευτικού δάσους «Τρέπια» Σχηματαρίου Δ. Τανάγρας (συστάδες 2α, 2β, 3α, 3β) αρμοδιότητας Δασαρχείου Θηβών» που εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 2007-2013 στα πλαίσια της Δράσης 3 του Μέτρου 226, λόγω του ότι μ’ αυτήν δεν καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί της διενέργειας ανοικτών δημόσιων διαγωνισμών, ούτε οι διατάξεις περί του προσυμβατικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, κατά την ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, λαμβάνοντας υπόψη και τα προαναφερόμενα (με αριθ. 23) στοιχεία, αναπτύχθηκε επαρκής ανταγωνισμός και δεν συνέτρεξε διαχειριστικός κίνδυνος μη ολοκλήρωσης του συνολικού έργου. (ομοφ.)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/2212/2011

Ενιαίο έργο -Κατάτμηση.(...)Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα ενιαίο έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών του, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων του ισούται με ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ, που είναι το κατώτατο ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ. 59/2007, οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματά του (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη έργο και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιείται κάθε πρόσφορο κατά περίπτωση λειτουργικό κριτήριο όπως η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εκτέλεσής τους, το είδος των εργασιών τους, η χρονική εγγύτητα της έναρξης των διαδικασιών για την ανάθεσή τους, καθώς και της ανάθεσής τους και η τυχόν ομοιότητα των μελετών τους. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και ο προορισμός εκάστης εργολαβίας και ερευνάται εάν ο σκοπός αυτών κατατείνει στην πραγματοποίηση ενός ενιαίου έργου. Εξάλλου δεν επιτρέπεται, μέσω της κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα και του αντίστοιχου επιμερισμού του συνολικού προϋπολογισμού του, να καταστρατηγείται το ως άνω π.δ. με τη μη υπαγωγή των επιμέρους υποέργων, λόγω των επιμερισμένων προϋπολογισμών τους, στο πεδίο εφαρμογής του καθώς και τη μη αποστολή περίληψης των διακηρύξεων για την ανάθεση αυτών στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς δημοσίευση


ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.


ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).


ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011

«Επαναφορές οδοστρωμάτων και πεζοδρομίων σε εργασίες που έχουν εκτελεσθεί από συνεργεία της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., αντικαταστάσεις – επισκευές φρεατίων παροχών κ.ά., σε περιοχές ευθύνης τομέα Ηρακλείου, Εργολαβία Ε- 841», (...)Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).


ΔΕΦΑΘ 827/2016

Κατάρτιση ανέργων στον κατασκευαστικό κλάδο...Με βάση τον έλεγχο αυτό στα δηλούμενα στοιχεία από την ανάδοχο, την εξέταση των τηρούμενων φακέλων παρακολούθησης του προγράμματος και την εξέταση εμπρόθεσμης ή μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων (βλ. Σχετ. Έκθεση ελέγχου που προαναφέρεται), που νόμιμα έγινε με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει επιτόπιος ή άλλος έλεγχος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, προέκυψαν συγκεκριμένες παρατυπίες ως προς την υποβολή πινάκων καταβολής αμοιβών εκπαιδευτών και επόπτη πρακτικής, καταβολής αμοιβών επιχειρήσεων πρακτικής, καταβολής δαπανών κλπ, υποβολή πινάκων πρόσληψης εκπαιδευόμενων χωρίς πλήρη στοιχεία και υπογραφές, μη προσκόμιση νόμιμων παραστατικών για πληρωμές (τραπεζικά κλπ. στοιχεία), μη προσκόμιση ΑΠΔ για απασχόληση καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις πρακτικής του υποέργου και καθυστέρηση στην καταβολή των εκπαιδευτικών επιδομάτων κατά 8 μήνες ή 7 μήνες ή 13 και 14 μήνες ανάλογα με το πρόγραμμα, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην 6η σκέψη) . Η πλημμελής αυτή τήρηση των υποχρεωτικά τηρητέων και παραδοτέων στην αναθέτουσα αρχή στοιχείων οδηγεί, ενόψει του είδους των παρατυπιών και της συχνότητας εμφάνισης τους (σε πολλά και διαφορετικά επί μέρους πεδία των παραδοτέων εντύπων του ένδικου υποέργου) σε αδυναμία παρακολούθησης της ορθής υλοποίησης του ενδικου έργου και τελικά σε αδυναμία πιστοποίησης του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ειδικά η απασχόληση και ασφάλιση του 25 % των καταρτισθέντων ανέργων στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής και η καταβολή των αμοιβών των εκπαιδευτών που απασχολήθηκαν στο υποέργο, καθώς και η καταβολή των αμοιβών των επιχειρήσεων πρακτικής άσκησης και των σχετικών δαπανών πρώτων υλών κλπ. αποτελούν, στο πλαίσιο της ένδικης ανάθεσης, σημαντικές υποχρεώσεις της αναδόχου, η τήρηση των οποίων, καθώς και η απόδειξη της τήρησης αυτης με νόμιμα παραστατικά, αποτελεί βασική υποχρέωση της τελευταίας. Την μη έγκαιρη πληρωμή των εκπαιδευτικών επιδομάτων τη δέχεται η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. σελ.20 επ.), προσπαθεί δε απλά να τη δικαιολογήσει επικαλούμενη καθυστερήσεις στις πληρωμές της από το Δημόσιο (που πάντως προβάλλονται αόριστα αλλά δεν αποδεικνύονται) . Ομως ανεξάρτητα από τυχόν καθυστέρηση της καταβολής στην ανάδοχο των δόσεων της χρηματοδότησης, η καθυστέρηση στην καταβολή από την προσφεύγουσα των εκπαιδευτικών επιδομάτων διαπιστώθηκε μετά την καταβολή σε αυτήν της β δόσης χρηματοδότησης και υπολογίσθηκε με βάση την καταβολή αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5.3.2 της σύμβασης (δηλαδή σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση για καταβολή τους εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκπαιδευτικού μέρους κάθε προγράμματος κατάρτισης και πάντως μετά την καταβολή της β δόσης). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με την τήρηση νόμιμων παραστατικών στοιχείων η απασχόληση του 25% των ανέργων σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής, και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστική και φορολογική τακτοποίηση, σύμφωνα με τη συμβατική της υποχρέωση, γεγονότα που έπρεπε να προκύπτουν από συγκεκριμένα στοιχεία των φακέλων παρακολούθησης του έργου (προγράμματος κατάρτισης) και δεν υπήρχε υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τα ζητήσει εκ των υστέρων, ενώ προφανώς δεν υπήρχαν αφού δεν προσκομίσθηκαν ούτε και με την υποβολή των αντιρρήσεων.. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα δεν προκύπτει, με βάση αποσπασματικά στοιχεία που προσκομίζονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο δικαστήριο, η πλήρης και πιστή τήρηση των προβλέψεων της ένδικης σύμβασης. Αυτό γιατί ούτε η κατάσταση ονομάτων που ενσωματώνει στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αποτελεί απόδειξη πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης συγκεκριμένων ατόμων, ούτε όμως μεμονωμένα αντίγραφα ΑΠΔ, που αναφέρονται σε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύουν ότι πράγματι στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη απασχόληση τους, καταβλήθηκαν οι νόμιμες αμοιβές κλπ. ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όπως απαιτείται από τη σύμβαση. Αντίστοιχες διαπιστώσεις και παρατυπίες υπήρξαν στην καταβολή σχετικού προσαυξημένου επιδόματος για άτομα που παραπέμφθηκαν από τον ΟΑΕΔ ως ΕΚΟ, που τελικά, όπως περιγράφεται συγκεκριμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, πληρώθηκαν καθυστερημένα κατά τα έτη 2009 και 2010. Οσα προβάλλονται από την προσφεύγουσα για ασάφεια και σύγχυση σχετικά με τα άτομα που δικαιούνταν το εν λόγω προσαυξημένο επίδομα προβάλλονται αόριστα και, πάντως, αναπόδεικτα, ενώ προφανώς δεν είχε η προσφεύγουσα την ευχέρεια να κρίνει ποια άτομα υπάγονται σε κατηγορία ΕΚΟ και ποια όχι. Ενόψει της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή της πλημμελούς τήρησης των υποχρεώσεων της και των στοιχείων που απαιτούνταν για την πιστοποίηση της καταβολής των αμοιβών των πιο πάνω προσώπων (εκπαιδευτών και επιχειρήσεων πρακτικής), την απασχόληση των ανέργων (και την πληρωμή τους) και μάλιστα στο ύψος ημερομισθίων και χρονική διάρκεια που προβλέπει η σύμβαση, γεγονότα που συνιστούν παραβίαση των άρθρων 5, 6 και 8 της σύμβασης, και δημιουργούν, λόγω της σοβαρότητας τους, αντικειμενική αδυναμία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης του ένδικου έργου και αδυναμία παραλαβής του, ορθά και νόμιμα, με βάση τις προβλέψεις της ένδικης σύμβασης έγινε καταγγελία αυτής, κατ` εφαρμογή του άρθρου 10.3.4. α και γ, περαιτέρω δε αποφασίσθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης και αποφασίσθηκε η ανάκτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ποσού των καταβληθέντων στην ανάδοχο α και β δόσεων χρηματοδότησης, ύψους 587.520 ευρώ. Ολοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται ως προς τα ζητήματα αυτά από την προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, μαζί με τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία ή για τη δυνατότητα επιβολής ηπιότερων μέτρων. Αυτό γιατί, στην ένδικη σύμβαση, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων που είχαν ανατεθεί - και που ήταν σημαντικού οικονομικού αντικειμένου - και, επομένως, η ορθή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, προβλέφθηκε διενέργεια ελέγχων σε όλα τα στάδια των υποέργων, τήρηση αυστηρών διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου από την προετοιμασία εως την ολοκλήρωση τους, που συνεπάγεται και την εξόφληση τους, καθώς και η πλήρης αιτιολόγηση όλων των δαπανών που θεωρούνται ως επιλέξιμες.(...)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του δημοσίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα. (άρθρ. 275 του ΚΔΔ).