ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Από τις ως άνω διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.6/2212/2011
Ενιαίο έργο -Κατάτμηση.(...)Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις (π.δ.59/2007) συνάγεται ότι όταν ένα ενιαίο έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών του, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων του ισούται με ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ, που είναι το κατώτατο ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ. 59/2007, οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματά του (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη έργο και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιείται κάθε πρόσφορο κατά περίπτωση λειτουργικό κριτήριο όπως η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εκτέλεσής τους, το είδος των εργασιών τους, η χρονική εγγύτητα της έναρξης των διαδικασιών για την ανάθεσή τους, καθώς και της ανάθεσής τους και η τυχόν ομοιότητα των μελετών τους. Στο πλαίσιο αυτό συνεκτιμώνται τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και ο προορισμός εκάστης εργολαβίας και ερευνάται εάν ο σκοπός αυτών κατατείνει στην πραγματοποίηση ενός ενιαίου έργου. Εξάλλου δεν επιτρέπεται, μέσω της κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα και του αντίστοιχου επιμερισμού του συνολικού προϋπολογισμού του, να καταστρατηγείται το ως άνω π.δ. με τη μη υπαγωγή των επιμέρους υποέργων, λόγω των επιμερισμένων προϋπολογισμών τους, στο πεδίο εφαρμογής του καθώς και τη μη αποστολή περίληψης των διακηρύξεων για την ανάθεση αυτών στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς δημοσίευση
ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011
Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.
ΕλΣυν/Κλ.Ε/439/2010
Κατά την έννοια των άνω διατάξεων(Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών (βλ Απόφαση ΔΕΚ C-16/98). Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα τμήματα αποτελούν ενιαίο έργο, δηλ. ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, ως κριτήρια χρησιμοποιούνται η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, στο οποίο αναφέρονται οι οικείες προκηρύξεις, η ύπαρξη συνολικής μελέτης, η έκδοση μιας απόφασης για τη συνολική χρηματοδότηση του έργου (πρβλ Αποφ. ΔΕΚ C-16/98, ΕΑ ΣτΕ 86/2000). Συνέπεια της διαπίστωσης της τεχνητής(μη επιτρεπτής) κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα είναι η υποχρεωτική τήρηση των κανόνων δημοσιότητας(άρθρο 32 Π.Δ. 59/2007 και παράρτημα XX σημ. 1 στοιχεία α και β) με δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης του ή των διαγωνισμών όλων των τμημάτων σε κοινοτικό επίπεδο, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο σκοπός της Οδηγίας 2004/17, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση του ότι επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών θα είναι σε θέση να υποβάλλουν προσφορά για διαγωνισμούς για κατάρτιση σύμβασης ή συνόλου συμβάσεων που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους(βλ σκέψη 44 της Απόφασης ΔΕΚ C-16/98). Κατ΄ ακολουθία η παράλειψη αποστολής για δημοσίευση της διακήρυξης τμήματος ενιαίου έργου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου του συγκεκριμένου τμήματος του έργου (βλ. Πρ VI Τμ. 33,49/2006, Ε΄ Κλιμ. 359, 363, 365/2003, 4, 41, 42/2004, 148/2006, 565/2009). Περαιτέρω, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του ν.3669/2008 σχετικά με τις καλούμενες τάξεις εργοληπτικών επιχειρήσεων με βάση τα όρια προϋπολογισμού ανά κατηγορία έργων, αφού η δημοπράτηση του ενιαίου έργου θα είχε ως συνέπεια τη κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικών τάξεων σε σχέση με αυτές της χωριστής δημοπράτησης των τμημάτων αυτού.
ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011
«Επαναφορές οδοστρωμάτων και πεζοδρομίων σε εργασίες που έχουν εκτελεσθεί από συνεργεία της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., αντικαταστάσεις – επισκευές φρεατίων παροχών κ.ά., σε περιοχές ευθύνης τομέα Ηρακλείου, Εργολαβία Ε- 841», (...)Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).
ΕΣ/ΤΜ.6/444/2018
ΕΡΓΑ.(συμπληρωματική σύμβαση).(..) ζητείται η ανάκληση της 532/2017 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου..(..)Με την προσβαλλόμενη Πράξη κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης κατά το μέρος που αφορά στις προαναφερόμενες εργασίες, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο νόμο προϋποθέσεις για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης..(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 2, το Τμήμα, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι όσον αφορά στις εργασίες για την ολοκλήρωση του υπογείου έργου της σήραγγας Μελισσίου σε τμήματα διανοιγμένα από προηγούμενη εργολαβία, αυτές κατέστησαν αναγκαίες όχι συνεπεία παραλείψεων ή σφαλμάτων της μελέτης του αρχικού εν προκειμένω έργου, όπως εσφαλμένως έκρινε το Κλιμάκιο, αλλά, όπως βασίμως προβάλλει η αιτούσα και η παρεμβαίνουσα, λόγω των μη δυνάμενων να προβλεφθούν τοπικών συγκλίσεων των εσωτερικών τοιχωμάτων τέτοιας κλίμακας που επηρέασαν την ασφάλεια του έργου και οι οποίες οφείλονται στην αιφνίδια τοπική μεταβολή των υδρογεωλογικών συνθηκών στη μη ορατή περιβάλλουσα συγκεκριμένου τμήματος της ήδη διανοιγμένης σήραγγας, πίσω και άνωθεν των προσωρινών μέτρων υποστήριξης. Τούτο άλλωστε καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι ως άνω απρόβλεπτου μεγέθους συγκλίσεις εκδηλώθηκαν αιφνιδίως σε συγκεκριμένη περιοχή (κατά τόπους) και όχι σε όλο το μήκος της σήραγγας (τοπική εμφάνιση του φαινομένου), αρκετά μετά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης και κατά την εξέλιξη των υπολειπόμενων εργασιών διάνοιξης από Χ.Θ. 26+208 έως 26+283, ενώ το μέτωπο εκσκαφής πλησίαζε από δυτικά, καίτοι είχαν ληφθεί μέτρα απάντλησης των υπογείων υδάτων με χρήση μόνιμου δικτύου άντλησης στα διανοιγμένα τμήματα της σήραγγας και από την παρούσα αλλά και την προηγούμενη διαλυθείσα εργολαβία. Επομένως, συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που επιτρέπουν την κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, οι οποίες είναι συναφείς με το αρχικό έργο και αναγκαίες για την ολοκλήρωσή του.(..)Περαιτέρω, το Τμήμα ομοφώνως κρίνει ότι, όσον αφορά στις εργασίες για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και τηλεπικοινωνιών και λοιπών συναφών υποδομών στο Σ.Σ. Κιάτου και στο Κ.Ε.Κ. Κορίνθου, αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον πρόκειται για ένα νέο έργο, το οποίο δεν προβλεπόταν στην αρχική μελέτη του επίμαχου έργου και συνεπώς δεν πρόκειται για συμπληρωματικές εργασίες, αλλά για ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων (μετά τη δημοπράτηση) επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου,...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές και να ανακληθεί η 532/2017 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου, κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης αναφορικά με τις εργασίες για την ολοκλήρωση του υπογείου έργου της σήραγγας Μελισσίου σε τμήματα διανοιγμένα από προηγούμενη εργολαβία, να μην ανακληθεί δε η πράξη αυτή κατά το μέρος αυτής που κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης αναφορικά με τις εργασίες για την εγκατάσταση συστημάτων σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και τηλεπικοινωνιών και λοιπών υποδομών
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/1352/2018:Αναθεωρεί εν μέρει την 444/2018 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Ανακαλεί την 532/2017 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕλΣυν/Τμ.6/784/2011
Οι ανωτέρω διατάξεις (Ν.3669/2008) έχουν την έννοια ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας ανάθεσης και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες, θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες αν και προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθώς είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010). (..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι για την πρώτη κατηγορία εργασιών (ενίσχυση του φέροντος οργανισμού), συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση. Τούτο, διότι, αφενός μεν οι εργασίες αυτές τελούν σε απόλυτη συνάφεια με το προς εκτέλεση έργο, δεν συνιστούν τροποποίηση του τεχνικού του αντικειμένου και δεν μπορούν τεχνικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, αφετέρου δε οφείλονται σε περιστάσεις που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση αυτής. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση εργαστηριακών ελέγχων μετά τον αυξημένο αριθμό δειγματοληψιών κατά το στάδιο εκπόνησης της στατικής μελέτης εφαρμογής, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα του ΚΑΝ.ΕΠΕ., αποκάλυψε μικρότερες ποσότητες σκυροδέματος από τις ληφθείσες υπόψη κατά την εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Εξάλλου, για ένα τμήμα του κτιρίου, μετά τις πραγματοποιηθείσες κατά την εκτέλεση του έργου καθαιρέσεις, αποκαλύφθηκε ότι είχαν κατά το παρελθόν πραγματοποιηθεί εργασίες ενίσχυσης με προβληματικό τρόπο, γεγονός που δεν θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί κατά τη σύνταξη της οριστικής μελέτης, λόγω της έλλειψης σχετικών στοιχείων, γεγονός που δικαιολογείται άλλωστε από την παλαιότητα του κτιρίου. Όσον αφορά, όμως, στη δεύτερη κατηγορία εργασιών, που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι η εκτέλεσή τους συνεπάγεται την επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου, καθόσον πρόκειται για ριζική αναδιαρρύθμιση του διώροφου τμήματος του Νοσοκομείου, η οποία διαφοροποιείται ουσιωδώς από την απλή εκτέλεση επισκευών, που προβλέπονται στην τεχνική περιγραφή του αρχικού έργου.
ΔΕΚ/C-386/2011
«Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Έννοια του όρου “δημόσια σύμβαση” – Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄ – Σύμβαση μεταξύ δύο οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης – Ανάθεση από τον ένα οργανισμό στον άλλο του έργου του καθαρισμού ορισμένων από τους χώρους του, για το οποίο καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση»(...)Μια σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία, χωρίς να καθιερώνεται συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων δημόσιων φορέων προς τον σκοπό της επιτέλεσης κοινού σε αμφότερους τους συμβαλλόμενους έργου δημόσιας υπηρεσίας, ένας δημόσιος φορέας αναθέτει σε άλλο δημόσιο φορέα το έργο του καθαρισμού ορισμένων κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως γραφεία ή για τη στέγαση διοικητικών υπηρεσιών ή σχολείων, διατηρώντας το δικαίωμα ελέγχου της ορθής εκτέλεσης του εν λόγω έργου, για την οποία καταβάλλεται χρηματική αποζημίωση που τεκμαίρεται ότι αντιστοιχεί στα έξοδα εκτέλεσης του έργου αυτού, ενώ ο δεύτερος αυτός φορέας μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί τρίτα πρόσωπα, τα οποία ενδέχεται να μπορούν να δρουν ανταγωνιστικά στην αγορά για την εκτέλεση του έργου αυτού, συνιστά δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.
ΔΕΚ/C-199/1985
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ της 10ης Μαρτίου 1987
Λόγω της απόφασης του δήμου του Μιλάνου να προβεί σε απευθείας ανάθεση του έργου της κατασκευής ενός εργοστασίου ανακυκλώσεως των αστικών στερεών απορριμμάτων και της παράλειψης του να δημοσιεύσει προκήρυξη διαγωνισμού για το έργο στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας του Συμβουλίου 71/305, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων.
ΕλΣυν/Τμ.6/102/2003
H ύπαρξη ενός (ενιαίου) έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει λειτουργικών μόνον κριτηρίων, και συγκεκριμένα βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των εργασιών που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ο ως άνω ορισμός της έννοιας του έργου, τον οποίο περιέχει η διάταξη του άρθρου 3 παρ.γ΄ του π.δ/τος 334/2000, δεν εξαρτά την ύπαρξη ενός ενιαίου έργου στην περίπτωση πολλαπλών συμβάσεων από άλλα στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός των αναθετουσών αρχών, η δυνατότητα πραγματοποιήσεως του συνόλου των εργασιών από μία και μόνη επιχείρηση, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες. Τα εν λόγω στοιχεία μπορούν, αναλόγως των συνθηκών, να αποτελέσουν ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός έργου υπό την έννοια της οδηγίας, δεν αποτελούν, όμως, αναγκαία προϋπόθεση ούτε στοιχεία καθοριστικά για την ύπαρξη ενός έργου. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της δυνατότητας στις επιχειρήσεις άλλων κρατών – μελών να υποβάλουν προσφορά για συμβάσεις ή σύνολα συμβάσεων, που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για αντικειμενικούς λόγους σχετικούς με την αξία τους. Συνεπώς, μια επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πρέπει να είναι σε θέση να πληροφορηθεί την αξία του συνόλου των τμημάτων που αποτελούν ένα έργο, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να εκτελέσει όλα τα τμήματα αυτού ή ακόμη και αν αυτά ανατίθενται από διαφορετικούς φορείς, διότι μόνον τότε μπορεί να εκτιμήσει την ακριβή έκταση της συμβάσεως και να προσαρμόσει τις τιμές της προσφοράς της αναλόγως του αριθμού των τμημάτων, για τα οποία σκοπεύει να υποβάλει προσφορά, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, των τμημάτων, η αξία των οποίων είναι χαμηλότερη του κατωτάτου ορίου των κοινοτικών οδηγιών. Γενικότερα, όμως, κάθε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει του πλαισίου, στο οποίο εντάσσεται, και βάσει των ιδιαιτεροτήτων της συμβάσεως, όπως έχει δεχθεί και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην Απόφαση της 5.10.2000 (Υπόθεση 16/98), ερμηνεύοντας τις αντίστοιχες διατάξεις των παρ.1, 10 και 13 του άρθρου 14 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Πάντως, η συνδρομή στοιχείων, όπως η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού για την ανάθεση του συνόλου συμβάσεων, η ομοιότητα των προκηρύξεων, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεσθούν οι ανατιθέμενες εργασίες, συνηγορεί υπέρ της ενοποιήσεως των συμβάσεων σε ένα ενιαίο έργο. Στην περίπτωση δε υπάρξεως ενός έργου -νομίμως ανατιθέμενου κατά τμήματα-, η αξία του οποίου στο σύνολο υπερβαίνει το όριο των κοινοτικών οδηγιών, οι διατάξεις του ως άνω διατάγματος εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα.
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤ.ΣΥΝΘ/1449/2019
Κατασκευή συλλεκτήριου αγωγού ομβρίων- συμπληρωματική σύμβαση..ζητείται η αναθεώρηση της 1059/2019 απόφασης του VI Τμήματος (Β΄ Διακοπών) του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα κρίνει ότι: Α) Η κρίση του Ε΄ Κλιμακίου, με την 434/2016 πράξη του, ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της αρχικής σύμβασης, αφενός δεν καλύπτει τεχνικές κρίσεις, ως η επάρκεια των μελετών, για την εκτέλεση του ελεγχόμενου έργου, παρά μόνον ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες του σχεδίου της σύμβασης και των πράξεων της προηγηθείσας διαδικασίας, αφετέρου η μεταβολή στον τρόπο εκτέλεσης του αρχικού έργου, εφόσον δεν οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα, αποδυναμώνει τη σύνδεση αρχικής μελέτης και εκτελούμενου έργου, διότι το έργο που τελικώς εκτελείται δεν καλύπτεται από τη μελέτη, ως προς την ύπαρξη της οποίας το Κλιμάκιο είχε εκφέρει θετική κρίση. Κατά συνέπεια η κρίση περί του ότι το συγκεκριμένο έργο δύναται να εκτελεσθεί με την υπάρχουσα μελέτη δεν αποτελεί οιονεί δεδικασμένο για το ότι ένα διαφορετικό (υπό την έννοια της αλλαγής του τρόπου εκτέλεσης) έργο μπορεί να εκτελεσθεί με την ίδια ως άνω μελέτη, η οποία κρίθηκε ότι καλύπτει το αρχικό και μόνον έργο...Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος από την εταιρεία ...... παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.