Ν.Δ. 3878/1958
Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα
Περί επιβολής τέλους χρήσεως λιμένος προς εκτέλεσιν λιμενικών Έργων.(Καταργήθηκε από το άρθ. 6 παρ. 21 του Ν. 2399/1996 (ΦΕΚ 90 Α))
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΥΠΕΝ/∆ΑΠΕΕΚ/62450/2550/2020
Καθορισμός υπόχρεων και υπολογισμός του Τέλους Διατήρησης δικαιώματος κατοχής άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (Τέλος Διατήρησης) για τα έτη 2017, 2018 και 2019 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 27 ν. 4342/2015 (ΦΕΚ Α΄143) και 21 ν. 4685/2020 (ΦΕΚ Α΄92) - Οριστικός Πίνακας ΑΔΑ: ΨΗ7Ζ4653Π8-0ΧΣ
ΝΣΚ/263/2016
Αν μπορεί να προβεί η Υπηρεσία, όσον αφορά την Σύμβαση Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων (ΣΑΩ) 29/1998, στην ανάκληση της Υπουργικής Απόφασης, με την οποία επιβλήθηκαν ποινικές ρήτρες σε αντισυμβαλλόμενη εταιρεία, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 33 του Ν. 2690/1999 ή αν τούτο κωλύεται, κατά το άρθρο 43 του Π.Δ. 284/1989. (...) Α. Δεν είναι επιτρεπτή, κατά το άρθρο 43 παρ. 4 του Π.Δ. 284/1989, η εκ μέρους της Διοίκησης ανάκληση της απόφασης περί επιβολής ποινικών ρητρών, σε βάρος προμηθευτή, για παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 44 του ίδιου Π.Δ (πλειοψ.). Β. Δεν δύναται η Υπηρεσία, λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 17, 18, 19 και 21 της Σύμβασης Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων 29/1998 και το παράρτημα «Δ» της Σύμβασης αυτής, σε συνδυασμό με την παράγραφο 18 α (1) (ε) και (στ) των Κατευθυντηρίων Οδηγιών (Κ.Ο.) Μαΐου 1996, να προβεί στην ανάκληση της Υπουργικής Απόφασης, με την οποία επιβλήθηκαν ποινικές ρήτρες στον προμηθευτή, εφόσον θεωρεί τον οικείο φάκελο μη εγκαίρως υποβληθέντα ή/και συμπληρωθέντα, λόγω βραδύτητας ή αμέλειας του προμηθευτή, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Π.Δ. 284/1989 (ομοφ.).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/2050/2020
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση: 1) της 15364/18.8.2015 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και 2) της εγκριθείσας στις 14.7.2014 από τον Ειδικό Γραμματέα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου(..)Ακολούθως προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη πάσχει νομίμου ερείσματος, καθόσον κύρια νομική βάση της έκδοσής της αποτελεί η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993, η οποία κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, το μεν δεν παραβιάσθηκε, αφού κατ’ ουσίαν είχαν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ακινήτου ως τουριστικού καταλύματος και, το δε, κατά το χρόνο έκδοσής της ή τουλάχιστον επίδοσης αυτής (16.11.2015) είχε καταργηθεί. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του κρίνεται κατά πλειοψηφία ομοίως ως απορριπτέος εφόσον η έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 9 είναι σαφής, και συνεπώς κατά πλάσμα του νόμου απεκδύθη του χαρακτηρισμού του ως τουριστικού καταλύματος το ακίνητο της εκκαλούσας που εκμισθώθηκε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών, ενώ κατά την μειοψηφούσα άποψη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 10 το ακίνητο ουδέποτε απώλεσε τον χαρακτήρα του ως τουριστικό κατάλυμα. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον κρίσιμος εν προκειμένω είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο χρόνος έκδοσης της 287248/11452/24.8.2004 απόφασης ένταξης του επενδυτικού σχεδίου της εκκαλούσας στον άξονα 7 του Ε.Π. «Αγροτική Ανάπτυξη-Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006», κατά τον οποίο και ήταν σε ισχύ η ανωτέρω διάταξη, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με την παρ.1 του άρθρου 21 του ν. 2741/1999. Τούτο δε έως την 1.1.2015, οπότε και η επίμαχη διάταξη καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 51 του ν. 4276/2014 Α΄155 (στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλεπόταν ότι, ακίνητο που εκμισθώνεται για προσωρινή διαμονή του μισθωτή έως για χρονικό διάστημα μικρότερο των 30 ημερών, θεωρείται τουριστικό κατάλυμα, ενώ, ήδη από 7.4.2014, η επίμαχη ως άνω διάταξη της παρ.7 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 είχε αντικατασταθεί με την περ. 2 της υποπαρ. ΙΔ1της ΠΑΡ. ΙΔ του ν. 4254/2014, Α΄85/7.4.2014 ως εξής : «Ακίνητο που εκμισθώνεται για προσωρινή διαμονή του μισθωτή για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριάντα (30) ημερών θεωρείται τουριστικό κατάλυμα», καταργουμένων εν τέλει αμφοτέρων των ως άνω διατάξεων -και των αντίστοιχων προβλεπόμενων σε αυτές χρονικών περιορισμών- των άρθρων 2 παρ. 7 του ν. 2160/1993 και 2 παρ. 1 του ν. 4276/2014 ήδη από 1.11.2015, δυνάμει της παρ.4 της υποπαρ. Α3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, Α΄94/14.8.2015). Ωστόσο, ουδεμία των ως άνω τροποποιήσεων καταλαμβάνει ούτε αφορά στον κρίσιμο χρόνο ένταξης του επίμαχου επενδυτικού σχεδίου στο Ε.Π., ούτε καν στο ελεγχόμενο διάστημα τήρησης μακροχρόνιων υποχρεώσεων (15.1.2009 έως 15.1.2014), μη δυνάμενης να προβληθεί βασίμως, κατ’ εκτίμηση του σχετικού λόγου, τυχόν πρόκληση στην εκκαλούσα σύγχυσης περί του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου.Περαιτέρω η εκκαλούσα προβάλλει αντιφατικότητα και έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης. Ωστόσο, από την προσβαλλομένη, με την ειδικότερη αναφορά αυτής στην οικεία έκθεση ελέγχου στην οποία ερείδεται και της οποίας η εκκαλούσα έλαβε έγκαιρα πλήρη γνώση, ασκώντας τα δικαιώματα άμυνάς της, προκύπτει κατά τρόπο σαφή η συλλογιστική του εκδόντος την προσβαλλομένη οργάνου, ως προς τους λόγους που δικαιολογούν την αναλογική επιστροφή μέρους της καταβληθείσας ενίσχυσης, και δη αντιστοίχως της διαπιστωθείσας απόκλισης από τις αναληφθείσες υποχρεώσεις περί διενέργειας τουριστικών μισθώσεων, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της περαιτέρω διευκρίνισης του αχρεώστητου ή παράνομου χαρακτήρα της καταβολής, δεδομένου ότι επισύρουν την αυτή συνέπεια της επιβολής της δημοσιονομικής διόρθωσης. Ειδικότερα, η επιστροφή μέρους της ενίσχυσης δικαιολογείται από το ότι και οι 6 κατοικίες είχαν εκμισθωθεί με συνεχόμενη μακροχρόνια μίσθωση, η οποία, όπως σαφώς προκύπτει από την έκθεση ελέγχου και δεν αμφισβητείται από την εκκαλούσα, υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση τους 30 μήνες. Ως εκ τούτου, με νόμιμη αιτιολογία η προσβαλλομένη, αφού προσδιόρισε με σαφήνεια την αποδιδόμενη στην εκκαλούσα παρατυπία, συνιστάμενη σε αλλαγή χρήσης της επένδυσης, έκρινε ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις του ν. 2160/1993, τα ανωτέρω ακίνητα δεν θεωρούνται τουριστικά καταλύματα, καθώς αποδεδειγμένα εκμισθώθηκαν για διαμονή του μισθωτή για διάστημα που υπερβαίνει κατά πολύ τις προβλεπόμενες στο νόμο 90 ημέρες (ενίοτε και τα 4 έτη) και άρα η εκκαλούσα μετέβαλε καταφανώς την προβλεπόμενη στο εγκριθέν και επιχορηγηθέν επενδυτικό της σχέδιο χρήση και εκμετάλλευση αυτών, προβαίνοντας σε αστικές μισθώσεις αντί τουριστικών, ως είχε δεσμευθεί. (Ι Τμ. 236/2019, 1253/2016, 636/2015, 3719/2014). Εξάλλου, απορριπτέος τυγχάνει ο λόγος περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, καθώς εν προκειμένω, μετά τη διαπίστωση της παραβίασης των όρων χορήγησης της ενίσχυσης, νομίμως επιβλήθηκε η συγκεκριμένη δημοσιονομική διόρθωση, για τον προσδιορισμό της οποίας τηρήθηκε προσηκόντως η αρχή της αναλογικότητας, αφού λήφθηκε υπόψη το είδος της παράβασης και η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παρατυπίας που συνίστατο στη μεταβολή της χρήσης των ακινήτων από τουριστικά σε αστικά με τη μακροχρόνια μίσθωση αυτών, η οποία μάλιστα υπερέβαινε κατά πολύ τις 90 ημέρες, δημιουργώντας συνθήκες εκμίσθωσης ίδιες με τις ισχύουσες γενικώς επί αστικών εκμισθώσεων ακινήτων, λαμβανομένης περαιτέρω υπόψη της υπερβαίνουσας το ως άνω νόμιμο όριο διάρκειας εκάστης, ήτοι της διαπιστωθείσας απόκλισης από το νόμιμο όριο χρόνου τουριστικής εκμίσθωσης για εκάστη κατοικία, προκειμένου ο αριθμητικός προσδιορισμός του προς ανάκτηση ποσού να γίνει αναλογικά, αντί της επιστροφής του συνόλου της επιχορήγησης. Ως εκ τούτου και λαμβανομένης περαιτέρω υπόψη της χρήσης σαφούς μαθηματικού τύπου προς υπολογισμό αναλογικά των προς ανάκτηση ποσών, η επιβολή της συγκεκριμένης δημοσιονομικής διόρθωσης δεν παρίσταται κατά την κρίση του Δικαστηρίου καταφανώς δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις σκοπό ανάκτησης των μη ορθώς διατεθέντων, για την επίτευξη των χρηματοδοτούμενων στόχων, κονδυλίων και αποτροπής της διασπάθισης αυτών (Ι Τμ. 1450/2018, 1007/2017, 1699/2016).Συνακόλουθα, η ένδικη έφεση πρέπει κατά την πλειοψηφούσα άποψη να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, ενώ κατά την μειοψηφούσα άποψη να γίνει δεκτή.