Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

1113162/2020

Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2859/2000

«Συμπληρωματικές οδηγίες για την διαδικασία εφαρμογής της απόφασης ΣτΕ 355/2019 στις περιπτώσεις υποκειμένων-εκδοτών τιμολογίων που καλύπτονται από την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως έχει διορθωθεί και ισχύει».


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Ο ΔΕΕΦ Α/1165616/2019

Καθορισμός διαδικασίας για την εφαρμογή της απόφασης ΣτΕ 355/2019 στις περιπτώσεις υποκειμένων-εκδοτών τιμολογίων που καλύπτονται από την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολ/λους Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως έχει διορθωθεί και ισχύει».


ΠΟΛ 1212/2011

Αντιμετώπιση θεμάτων ΦΠΑ κατά την μεταγραφή των υποκειμένων στη Δ.Ο.Υ. μεγάλων επιχειρήσεων καθώς και στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011


ΣΤΕ/1342/2020

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΚΑΤΑΜΕΤΡΗΣΗΣ:Όπως όμως εκτέθηκε στην έκτη σκέψη, με την .../2019 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου το ως άνω ένδικο βοήθημα κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 535/3.7.2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι είναι ένσταση, η οποία απορρίφθηκε, λόγω της αοριστίας της, ως απαράδεκτη. Κατά του μέρους δε αυτού της ως άνω απόφασης δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο (βλ. την .... βεβαίωση της αναπληρώτριας Προϊσταμένης του 18ου Τριμελούς Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών), και δη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία η ... θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει ότι κακώς το Διοικητικό Πρωτοδικείο εξέδωσε οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε ως αόριστη την ένστασή της, ενώ τούτο θα όφειλε να αναμείνει την έκδοση απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου επί του αιτήματος επανακαταμέτρησης των ψηφοδελτίων. Συνεπώς, η ως άνω πρωτόδικη απόφαση έχει καταστεί, κατά το μέρος τούτο, αμετάκλητη. Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται αλυσιτελής η εκδίκαση της ένστασης και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της αίτησης της ως άνω για επανακαταμέτρηση ψηφοδελτίων, διότι, και αν ακόμη κρινόταν ως μη νόμιμη η επίμαχη από 25.6.2019 απόρριψη της αίτησης επανακαταμέτρησης ψηφοδελτίων από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, η δίκη δεν θα είχε αντικείμενο, εφόσον η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία παραλείφθηκε η ανακήρυξη της ενισταμένης ως τακτικής δημοτικής συμβούλου, έχει καταστεί, κατά τα προεκτεθέντα, αμετάκλητη.(...)Απορρίπτει την αίτηση.


ΑΠ/3/2006

Η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 2 ΝΔ 496/1974, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν ποσοστό τόκου υπερημερίας (6%) μικρότερο από εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση και διάκριση υπέρ των προσώπων αυτών και κρίνεται συνταγματική. Αντίθετη η μειοψηφία. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ΄ αρ. 248/2005 απόφαση Β1 τμήματος και αναιρεί την υπ΄ αρ. 2515/2003 απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.


ΝΣΚ/136/2022

Ερωτάται: α) Πώς επηρεάζεται η καταχώρηση της επωνυμίας συγκεκριμένης κοινωνίας δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης στο φορολογικό μητρώο από το δεδικασμένο που προκύπτει από τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την έκδοση της με αριθμό 21/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και τη σύνταξη μεταγενέστερης της πρώτης απόφασης συμβολαιογραφικής πράξης και β) εάν είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού συμμετοχής σε κοινωνία δικαιώματος, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών.(...)α) Λαμβάνοντας υπόψη τη με αριθμό 320/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, την με αριθμό 21/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και το συμβόλαιο με αριθμό …../29.07.2016 του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Πετράκη η Φορολογική Διοίκηση καταχώρησε ορθά στο φορολογικό μητρώο τις μεταβολές που αφορούν συγκεκριμένη κοινωνία δικαιώματος εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής επιχείρησης (ομόφωνα). β) Είναι δυνατή η μεταβίβαση του ποσοστού της μερίδας κοινωνού χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κοινωνών (ομόφωνα).


ΑΕΔ 18/2005

Αίτηση για άρση αποφατικής σύγκρουσης δικαιοδοσίας, ασκούμενη στο ΑΕΔ - φύση διαταγής πληρωμής  αναστολή προθεσμιών στις δικαστικές διακοπές.(...) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην πρώτη σκέψη, η διαφορά προκλήθηκε από την άσκηση ανακοπής και στη συνέχεια εφέσεως ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από πολιτικό δικαστή, κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα Πολιτ. Δικονομίας. Δεδομένου ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημοτικού έργου, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, ορθώς, αν και με διάφορη αιτιολογία, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών η ανακοπή του Δήμου  κατά της  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ, αντιθέτως, εσφαλμένως το πολιτικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε έφεση του Δήμου  κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που είχε απορρίψει για έλλειψη δικαιοδοσίας ανακοπή του Δήμου κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής υπό τα συντρέχοντα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υποθέσεως,..Δια ταύτα Αίρει υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων την αποφατική σύγκρουση, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.Εξαφανίζει την 8462/22-10-2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο προς κρίση.


ΝΣΚ/307/2014

ΙΚΑ-ΕΤΑΜ – Υπαγωγή ή μη εργαζομένου στο καθεστώς ασφάλισης των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, κατά τη διάρκεια επίσχεσης εργασίας – Γενική αποδοχή ή μη από την Διοίκηση αναιρετικών αποφάσεων του ΣτΕ.Δεν υφίσταται δέσμευση γενικώς σε αποδοχή από την Διοίκηση των αναιρετικών αποφάσεων του ΣτΕ για ομοειδείς περιπτώσεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο (αφορούν άλλους διαδίκους και άλλες διαφορές), που έκριναν ότι σε περίπτωση νόμιμης άσκησης από τον μισθωτό του δικαιώματος επισχέσεως, παραμένει ενεργός η ασφαλιστική του σχέση εάν υπαγόταν στο καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Η Διοίκηση, όμως, οφείλει να ικανοποιεί αιτήματα ασφαλισμένων σε ομοειδείς περιπτώσεις, που ευρίσκονται δηλαδή στην ίδια νομική κατάσταση της επίσχεσης εργασίας, για λόγους χρηστής διοίκησης και βάσει των αρχών του κράτους δικαίου και προς αποφυγή άσκοπων και δαπανηρών δικαστικών αγώνων. (ομοφ.)


ΣΤΕ/117/2019

Συντάξιμες αποδοχές...Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο πιο πάνω ισχυρισμός περί ευρυτέρων δημοσιονομικών και οικονομικών επιπτώσεων πρέπει να απορριφθή ως αόριστος (ΣτΕ 1648/2014, 4548/2013, πρβ. ΣτΕ 3239/2013, 1875/2011). Εξ άλλου, με την κρινομένη αίτηση -με την οποία προβάλλονται λόγοι σχετικά με τον υπολογισμό της χορηγουμένης από το Ταμείο εφ’ άπαξ παροχής και όχι σχετικά με τον υπολογισμό της επικουρικής συντάξεως, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσης δίκης- το αναιρεσείον επικαλείται σπουδαίο νομικό ζήτημα και αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (12020/2003, 8871/2003, 7379/2007 αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, 4137/2005, 693/2010, 4488/2002, 3044/2004, 4489/2002, 2633/2003, 4487/2002 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών) και προς την 1057/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι απορριπτέος, κατά μεν το μέρος που με αυτόν προβάλλεται αντίθεση προς αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων, προεχόντως για το λόγο ότι οι μνημονευόμενες αποφάσεις δεν προσεκομίσθησαν κατά την κατάθεση της αιτήσεως, ενώ κατά το μέρος που με αυτόν γίνεται επίκληση της 1057/2009 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω αοριστίας του, εφόσον, με τον ισχυρισμό αυτό, όπως διατυπώνεται, με αναφορά μόνο στον αριθμό της δικαστικής αποφάσεως, δεν εξειδικεύεται ούτε τεκμηριώνεται ποιες ειδικότερες κρίσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντίθετες προς κρίσεις επί των αυτών ζητημάτων της 1057/2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1648/2014, 3998/2013, 327, 970/2014), η οποία, άλλως τε επιλύει ζητήματα σχετικά με την χορηγούμενη από το αναιρεσείον εφ’ άπαξ χορηγία και όχι την βάσει διαφόρων διατάξεων χορηγουμένη από αυτό επικουρική σύνταξη.


ΣΤΕ/406/2019

ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.


ΣΤΕ 1077/2014

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).