Ν.3074/2002
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Ν.3613/2007
Ρυθμίσεις θεμάτων Ανεξάρτητων Αρχών, Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και λοιπών ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών.
ΝΣΚ/200/2017
Ενέργειες της Διοίκησης του ΕΚΑΒ, κατόπιν της υποβολής έκθεσης ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών / Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, να ανακαλέσει τις πράξεις μετάταξης υπαλλήλων. Κατάσταση : Αποδεκτή α) Ο Πρόεδρος του ΕΚΑΒ δεν υποχρεούται να ανακαλέσει τις μετατάξεις των αναφερόμενων στο ερώτημα υπαλλήλων Κ.Ο. και Θ.Λ., κατ’ εφαρμογή του πορίσματος της υπ’ αριθμ. 10/Α/2016 έκθεσης ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, β) οι μετατάξεις αυτές δεν μπορούν κατά νόμο να ανακληθούν, λόγω του τεκμηρίου νομιμότητας που έχει ήδη παραχθεί από τις ατομικές πράξεις διορισμού τους σε άλλο κλάδο της ίδιας κατηγορίας ΤΕ, οι οποίες ουδέποτε ανακλήθηκαν και γ) σε κάθε περίπτωση, οι αρχικές πράξεις διορισμού και οι επίμαχες διατάξεις δεν δύνανται να ανακληθούν λόγω παρόδου διετίας από τότε που εκδόθηκαν και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της κατ’ εξαίρεση και μετά την πάροδο διετίας ανάκλησής τους, ήτοι δόλος του διοικούμενου ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον ή παράβαση διάταξης δημόσιας τάξης (ομοφ).
ΣΕΕΔΔ/Φ.7/659/2016
«Ανοιχτή διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων του Σώματος Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.)» (ΑΔΑ:ΩΧΖΘΩ-ΒΕΡ)
ΝΣΚ/185/2017
Αρμοδιότητες Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ.Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης έχει δικαίωμα να ασκεί ένσταση ή προσφυγή κατά πειθαρχικών αποφάσεων, που αφορούν υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία συνεστήθη με το ν. 4389/2016 και η Αρχή οφείλει να κοινοποιεί σ’ αυτόν τις εκδιδόμενες σε βάρος υπαλλήλων της πειθαρχικές αποφάσεις. Η ΑΑΔΕ οφείλει επίσης να ενημερώνει τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης για την πορεία πειθαρχικών υποθέσεων και τη λήψη διοικητικών μέτρων και να χορηγεί τα πορίσματα ερευνών που αφορούν το υπαλληλικό προσωπικό της
ΣτΕ/2350/2017
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ-ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΘΗΤΕΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ: Επειδή, η καθ’ ης η προσφυγή, εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ03, παραπέμφθηκε στο Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Δ' Αθήνας με το ερώτημα της οριστικής παύσεως για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων της, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι δύο (22) εργασίμων ημερών συνεχώς ή μεγαλύτερο των τριάντα (30) εργασίμων ημερών σε διάστημα ενός (1) έτους (...) ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι μετακλητός υπάλληλος και, επομένως, τελεί σε σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης προς το πολιτικό πρόσωπο που τον διορίζει. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3074/2002), με τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα ανανεώσεως της θητείας του επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης (...) Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι, μετά τη λήξη της θητείας του και μέχρι τον διορισμό άλλου προσώπου στη θέση αυτή, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να ενεργεί νομίμως, έστω και επί «εύλογο», κατά περίπτωση, χρονικό διάστημα, ως de facto όργανο, προς τον σκοπό της εξασφάλισης της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας. Και τούτο διότι η αρχή της συνεχούς και αδιατάρακτης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας επιτρέπει την, κατά παρέκκλιση από την αρχή της νομιμότητας (ιδιαίτερη έκφανση της οποίας αποτελεί η ανάθεση χρονικώς περιορισμένων αρμοδιοτήτων στα επί θητεία όργανα της Διοίκησης), υπό προϋποθέσεις άσκηση αρμοδιοτήτων μετά τη λήξη της θητείας του οργάνου όταν η συνταγματική τάξη δεν ανέχεται την διακοπή μιας διοικητικής δραστηριότητας, περίπτωση που δεν συντρέχει, όμως, προκειμένου περί του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (μη συνταγματικά κατοχυρωμένης δημόσιας αρχής) εν όψει της φύσεως των καθηκόντων του. Κατά συνέπεια, μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπαλληλικής του σχέσης με τη λήξη της θητείας του, δεν δύναται το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο να εκφράσει εγκύρως τη βούληση του προαναφερόμενου διοικητικού οργάνου, αλλ’ ούτε να ασκήσει, κατά το νόμο, οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του ιδίου οργάνου και, επομένως, ούτε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων.(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο …, ο οποίος υπογράφει την κρινόμενη προσφυγή διορίσθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με το από 10-9-2004 Προεδρικό Διάταγμα (Γ΄ 239/14-9-2004) και η θητεία του έληξε στις 14-9-2009. Σύμφωνα όμως με τα γενόμενα κατά πλειοψηφία δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως και παρά τη λήξη της θητείας του άσκησε την κατατεθείσα στις 9.6.2010 προσφυγή κατά της ανωτέρω 179/28.1.2010 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία επιβλήθηκε στην καθ’ ης η προσφυγή η προαναφερθείσα πειθαρχική ποινή. Κατόπιν δε επιλύσεως του ζητήματος αυτού, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ΄ Τμήμα προς περαιτέρω κρίση επί της ανωτέρω προσφυγής.
ΝΣΚ/47/2017
Αρμόδιο όργανο για την άσκηση της πειθαρχικής δικαιοδοσίας επί υπαλλήλων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.Κατά των υπαλλήλων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης μπορούν να ασκήσουν πειθαρχική δίωξη, ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι, ο Συντονιστής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, από τον διορισμό του, ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης και ο προϊστάμενος Διεύθυνσης, για τους υπαλλήλους που ανήκουν στην αρμοδιότητά τους. Οι υπάλληλοι της Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, λόγω παράνομης τοποθέτησης προϊσταμένων οργανικών μονάδων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης κωλύονται να ασκήσουν πειθαρχική δικαιοδοσία, ως πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων που διώκονται ποινικά στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, για πειθαρχικά παραπτώματα, που στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Ανεξαρτήτως της συνδρομής του ανωτέρω κωλύματος, πειθαρχική δίωξη των ανωτέρω υπαλλήλων δύναται να ασκήσει ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.
ΝΣΚ/127/2021
Αν οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4778/2021 α) δεν καταλαμβάνουν την περίπτωση ανανέωσης απόσπασης του Π.Κ., υπαλλήλου του e-ΕΦΚΑ, ο οποίος ήταν ήδη αποσπασμένος στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας κατά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων αυτών, β) κατισχύουν των διατάξεων των άρθρων 96 και 118 του ν. 4622/2019 περί ανανέωσης απόσπασης του προσωπικού που αποσπάστηκε αυτοδίκαια από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας.(...)Η, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, απαγόρευση απόσπασης, μετάταξης ή οποιασδήποτε άλλης μετακίνησης, ανεξαρτήτως διαδικασίας και φορέα υποδοχής, υπαλλήλων του e-ΕΦΚΑ, που θεσπίστηκε με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4778/2021, καταλαμβάνει και την ανανέωση απόσπασης του υπαλλήλου του e-ΕΦΚΑ Π.Κ., ο οποίος ήταν ήδη αποσπασμένος στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Οι ως άνω διατάξεις κατισχύουν ως νεότερες και ειδικότερες των διατάξεων των άρθρων 96 και 118 του ν. 4622/2019 περί ανανέωσης απόσπασης του προσωπικού που αποσπάστηκε αυτοδίκαια από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
ΕΣ/ΤΜ.1/70/2009
ΚΑΤΑΒΟΛΉ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η καταβολή στη φερόμενη ως δικαιούχο υπάλληλο του οικονομικού κινήτρου δεν είναι νόμιμη, καθόσον αυτή κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν αποσπασμένη στο Σώμα Ελεγκτών-Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης και συνεπώς δεν συμμετείχε στην επίτευξη των τιθέμενων από τη Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ στόχων για το έτος 2008, προϋπόθεση απαραίτητη για την καταβολή της εν λόγω παροχής.
ΕΣ/ΤΜ.6/1483/2019
Καταλογισμός...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη ΙΙΙ, κατά την πλειοψηφήσασα στο Τμήμα γνώμη, η άρνηση του Γενικού Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, που εκδηλώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη να εξετάσει κατ’ ουσίαν το αίτημα του εκκαλούντος για επανεξέταση του γενομένου σε βάρος του καταλογισμού, κατόπιν λήψης υπ’ όψιν της 4961/2009 αθωωτικής απόφασης του Β΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο δε, διότι το τεκμήριο αθωότητας που κατοχυρώνεται με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και το οποίο εκτείνεται και στις διαδικασίες ενώπιον των διοικητικών αρχών, που έπονται της αθώωσης του κατηγορουμένου, επέτασσε την επανεξέταση της υπόθεσης του εκκαλούντος, ο δε Γενικός Επιθεωρητής όφειλε, κατόπιν συνεκτίμησης της εν λόγω αθωωτικής απόφασης, να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση σχετικώς με το εάν συνέτρεχε ή όχι λόγος ανάκλησης της .../.../12.9.2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Εξάλλου, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην σκέψη ΙΙ της παρούσας, η κατ’ ουσίαν εξέταση από τη Διοίκηση του αιτήματος του εκκαλούντος για ανάκληση του σε βάρος του καταλογισμού δεν κωλυόταν από την ύπαρξη δεδικασμένου από σχετική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο διότι, με την 1862/2009 απόφαση του IV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η από 29.12.2002 έφεση του εκκαλούντος απερρίφθη ως απαράδεκτη για τυπικό λόγο και συγκεκριμένα ελλείψει του απαιτουμένου για την εξέτασή της παραβόλου, με συνέπεια το εκ της απόφασης αυτής απορρέον δεδικασμένο να καλύπτει μόνο το κριθέν δικονομικό ζήτημα και όχι την ουσία της υπόθεσης. Πρέπει, συνεπώς, για τον λόγο αυτόν που προβάλλεται βασίμως, να γίνει δεκτή η έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, υπό το φως των αναφερομένων στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, να συνεκτιμήσει την ανωτέρω αθωωτική απόφαση και να προβεί με νόμιμη αιτιολογία είτε στην ανάκληση της .../.../12.9.2002 καταλογιστικής απόφασης των Επιθεωρητών της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, είτε στην απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Περαιτέρω, γενομένης δεκτής της έφεσης του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί το επικουρικώς προβαλλόμενο αίτημά του να εκτιμηθεί το ασκηθέν από αυτόν ένδικο βοήθημα ως αίτηση για αναθεώρηση της 1862/2009 απόφασης του IV Τμήματος. Εξάλλου, και υπό την εκδοχή ότι το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ερμηνευόταν, ως εκ του περιεχομένου του οικείου δικογράφου, ως αίτηση για αναθεώρηση της ανωτέρω απόφασης του Τμήματος, η αίτηση αυτή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη ΙΙ, θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς με την 1862/2009 απόφαση του Τμήματος απερρίφθη η από 29.12.2002 έφεση του εκκαλούντος ως απαράδεκτη για τυπικό λόγο (λόγω μη καταβολής παραβόλου), με συνέπεια οι προβαλλόμενοι με το εξεταζόμενο δικόγραφο λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η νομιμότητα του γενόμενου καταλογισμού, να είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
ΕΣ/ΤΜ.6/1367/2013
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Ζητείται (....) η ανάκληση της 4/2013 Πράξεως της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Θεσσαλονίκης, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου συμβάσεως του έργου «Αποχιονισμός εθνικού δικτύου Π.Ε. Θεσσαλονίκης έτους 2012», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 333.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α., μεταξύ της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης) και των μειοδοτών που αναδείχθηκαν για κάθε έδρα επιφυλακής.(....)Ο λόγος περί συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων της αναθέτουσας αρχής ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης διαδικασίας δημοπρατήσεως, η οποία δύναται να επηρεάστηκε από την επικαλούμενη (και μη αποδεικνυόμενη) ανάλογη τακτική που ακολούθησαν άλλες Περιφέρειες, αλλά και από τις υποδείξεις του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (οι οποίες ομοίως δεν αποδεικνύονται) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος πρωτίστως διότι : α) η μίσθωση των μηχανημάτων διέπεται από τις διατάξεις περί προμηθειών και ως εκ του προϋπολογισμού, εφαρμόζεται εν προκειμένω η κοινοτική νομοθεσία (ιδία ως προς την απαιτούμενη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) και η συγγνωστή πλάνη, απορρέουσα από την αρχή της επιείκειας και αληθής υποτιθέμενη, δεν δύναται να υπερακοντίσει κανόνες δικαίου ανώτερης τυπικής ισχύος, β) η διαδικασία που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω δεν είναι αυτή που προβλέπεται από τον Κώδικα Κατασκευής Δημοσίων Έργων, αλλά ένα μεικτό σύστημα διατάξεων τόσο των έργων όσο και των προμηθειών, γεγονός που καθιστά την τηρηθείσα διαδικασία αφεαυτής μη νόμιμη, με μεγάλη βαρύτητα πλημμελειών, ιδία δε ως προς το σύστημα δημοπρατήσεως, τη διαδικασία αξιολογήσεως των προσφορών και την κατακύρωση ενός θεωρούμενου ως έργου σε περισσότερες μη εργοληπτικές επιχειρήσεις και γ) εφόσον η σύμβαση δεν έχει εισέτι υπογραφεί και εκτελεσθεί, προβλέπεται δε να καλύψει τη χειμερινή περίοδο 2012 – 2013, ο δε σχετικός κίνδυνος (έντονος χιονιάς ή παγετός) έχει αποσοβηθεί καθόσον διάγουμε τα τέλη Μαρτίου, οφείλει η αναθέτουσα αρχή, επί τη βάσει της αρχής της οικονομικότητας, να επικαιροποιήσει το κόστος των σχετικών εργασιών περιορίζοντάς τα στο έτος 2013 και να τις επαναδημοπρατήσει με την ορθή διαδικασία, διαθέτοντας προς τούτο επαρκές χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη της χειμερινής περιόδου. Απορρίπτει την από 18.2.2013 αίτηση ανακλήσεως της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.