Υπόθεση C-610/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Δεκεμβρίου 2012.Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ισπανίας.Παράβαση κράτους μέλους — Κρατικές ενισχύσεις — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση — Ένσταση απαραδέκτου — Άρθρα 228, παράγραφος 2, ΕΚ και 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Μη εκτέλεση — Χρηματικές κυρώσεις.Υπόθεση C‑610/10
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Υπόθεση C-576/2010
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2013 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Ολλανδίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Κατά χρόνο πεδίο εφαρμογής — Σύμβαση παραχωρήσεως δημοσίου έργου — Πώληση εκτάσεως γης από δημόσιο οργανισμό — Πρόγραμμα ανεγέρσεως κτιρίων και αναπλάσεως κοινόχρηστων χώρων που έχει καθοριστεί από τον οργανισμό αυτό)
Υπόθεση C-482/1999
Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002. Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κρατικές ενισχύσεις - .ρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ - Ενισχύσεις που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην επιχείρηση Stardust Marine - Απόφαση 2000/513/ΕΚ - Κρατικοί πόροι - Δυνατότητα καταλογισμού στο Δημόσιο - Συνετός επενδυτής που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς.
Υπόθεση C-15/2016
Υπόθεση C-15/16: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Ιουνίου 2018 [αίτηση του Bundesverwaltungsgericht (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht κατά Ewald Baumeister (Προδικαστική παραπομπή — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Οδηγία 2004/39/ΕΚ — Άρθρο 54, παράγραφος 1 — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι εθνικές χρηματοπιστωτικές εποπτικές αρχές — Έννοια των «εμπιστευτικών πληροφοριών»)
Υπόθεση C-113/2013
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2014 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Azienda sanitaria locale n. 5 «Spezzino» , ANPAS Associazione Nazionale Pubblica Assistenza — Comitato Regionale Liguria, Regione Liguria κατά San Lorenzo Società Cooperativa Sociale, Croce Verde Cogema Cooperativa Sociale Onlus (Προδικαστική παραπομπή — Υπηρεσίες διακομιδής ασθενών — Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι οι δραστηριότητες διακομιδής ασθενών των δημόσιων νοσοκομειακών ιδρυμάτων ανατίθενται κατά προτεραιότητα στις εθελοντικές οργανώσεις που πληρούν τις νόμιμες απαιτήσεις και είναι καταχωρισμένες στο οικείο μητρώο — Συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης — Δημόσιες συμβάσεις — Άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Μικτές υπηρεσίες που περιλαμβάνονται συγχρόνως στο παράρτημα II A και στο παράρτημα II B της οδηγίας 2004/18 — Άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία α' και δ' — Έννοια της «δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών» — Επαχθής αιτία — Αντιπαροχή η οποία συνίσταται στην επιστροφή των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν) Διατακτικό Τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ δεν αντίκεινται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι η παροχή υπηρεσιών επείγουσας και έκτακτης διακομιδής ασθενών πρέπει να ανατίθεται κατά προτεραιότητα και με απευθείας ανάθεση, χωρίς καμία δημοσιότητα, στις συμβεβλημένες οργανώσεις εθελοντισμού, στο μέτρο που το νομικό και συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται η δραστηριότητα των οργανώσεων αυτών συμβάλλει πράγματι στον κοινωνικό σκοπό καθώς και στην επιδίωξη των σκοπών της αλληλεγγύης και της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως επί των οποίων στηρίζεται η ρύθμιση αυτή.
Yπόθεση C-689/2013
Υπόθεση C-689/13: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Απριλίου 2016 [αίτηση του Consiglio di Giustizia amministrativa per la Regione siciliana (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Puligienica Facility Esco SpA (PFE) κατά Airgest SpA (Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ — Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 — Διαδικασίες προσφυγής — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως την οποία ασκεί προσφέρων του οποίου η προσφορά δεν επελέγη — Αντίθετη προσφυγή του αναδόχου — Εθνικός νομολογιακός κανόνας κατά τον οποίο επιβάλλεται η προηγούμενη εξέταση της αντίθετης προσφυγής και, εφόσον αυτή κριθεί βάσιμη, η απόρριψη ως απαράδεκτης της κύριας προσφυγής χωρίς εξέταση της ουσίας — Συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης — Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης — Νομική αρχή που έχει διατυπωθεί με απόφαση της ολομέλειας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου κράτους μέλους — Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής για τα τμήματα του εν λόγω δικαστηρίου — Υποχρέωση του τμήματος που επιλαμβάνεται ζητήματος σχετικού με το δίκαιο της Ένωσης, σε περίπτωση διαφωνίας με την απόφαση της ολομέλειας, να παραπέμπει το ζήτημα σε αυτή — Ευχέρεια ή υποχρέωση του τμήματος να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο)
Υπόθεση C-152/2017
Υπόθεση C-152/17: Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 19ης Απριλίου 2018 [αίτηση του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Consorzio Italian Management, Catania Multiservizi SpA κατά Rete Ferroviaria Italiana SpA (Προδικαστική παραπομπή — Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών — Οδηγία 2004/17/ΕΚ — Υποχρέωση αναθεώρησης της τιμής μετά την ανάθεση της σύμβασης — Τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην οδηγία 2004/17/ΕΚ ούτε απορρέει από τις γενικές αρχές που διέπουν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και την οδηγία 2004/17/ΕΚ — Υπηρεσίες καθαρισμού και συντήρησης συνδεόμενες με τη δραστηριότητα σιδηροδρομικών μεταφορών — Άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ — Άρθρα 26, 57, 58 και 101 ΣΛΕΕ — Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικών με το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα — Απαράδεκτο — Άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες δεν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης — Αναρμοδιότητα)
Υπόθεση C-131/2016
Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 11ης Μαΐου 2017.
Archus sp. z o.o. και Gama Jacek Lipik κατά Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A.
Αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων – Άρθρο 10 – Αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων – Υποχρέωση των αναθετόντων φορέων να ζητούν από τους προσφέροντες να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν την προσφορά τους – Δικαίωμα του αναθέτοντος φορέα να κρατεί την τραπεζική εγγύηση σε περίπτωση άρνησης – Οδηγία 92/13/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Διαδικασίες προσφυγής – Απόφαση ανάθεσης δημόσιας σύμβασης – Αποκλεισμός προσφέροντος – Προσφυγή ακύρωσης – Έννομο συμφέρον.
ΔΕΚ/C-215/2017
Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων:Στην υπόθεση C‑215/17, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο, Σλοβενία) με απόφαση της 11ης Απριλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα, και το άρθρο 432, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει σε τράπεζα που τέλεσε υπό τη δεσπόζουσα επιρροή προσώπου δημοσίου δικαίου την υποχρέωση να δημοσιοποιεί δεδομένα που αφορούν συμβάσεις παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, δικηγορικών υπηρεσιών και υπηρεσιών διανοητικής φύσεως τις οποίες συνήψε το διάστημα κατά το οποίο τελούσε υπό τη δεσπόζουσα αυτή επιρροή, χωρίς να αναγνωρίζεται καμία εξαίρεση για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου της τράπεζας αυτής, και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντιτίθενται σε μια τέτοια εθνική κανονιστική ρύθμιση.
ΔΕΚ/C-503/2004
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση — Μη τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως — Χρηματοοικονομικές κυρώσεις (Άρθρο 228 § 2 EΚ) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 3) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, εδ. 2) 4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 (Άρθρο 226 EΚ• οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 5. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Παράβαση — Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από την εσωτερική έννομη τάξη — Δεν επιτρέπεται (Άρθρο 226 EΚ) 1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής. Πράγματι, εφόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει την επιβολή χρηματοοικονομικής κυρώσεως, μη προταθείσας από την Επιτροπή, η προσφυγή δεν καθίσταται απαράδεκτη για το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί, σε κάποιο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής χρηματικής ποινής. (βλ. σκέψεις 21-22) 2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να παρεμβαίνει σε κράτος μέλος εφόσον θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του δημοσίου, αποτελεί προληπτικό μέτρο το οποίο δεν μπορεί ούτε να παρεκκλίνει από τις εκ του άρθρου 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής ούτε να τις υποκαταστήσει. (βλ. σκέψη 23) 3. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση οδηγιών στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Ωστόσο, μολονότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, δεν επηρεάζει ούτε την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ, ειδάλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, σχέση η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 33-35) 4. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση λύσης της συναφθείσας κατά παράβαση της οδηγίας 92/50 σύμβασης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή pacta sunt servanda καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορούν να αντιταχθούν στην αναθέτουσα αρχή από τον αντισυμβαλλόμενό της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση βάσει του άρθρου 226 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απεκδύεται της ευθύνης που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 36) 5. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 38)
ΔΕΚ/C‑927/2019
Στην υπόθεση C‑927/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης «Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras» UAB(.....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 58 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των οικονομικών φορέων να αποδεικνύουν ότι πραγματοποιούν ορισμένο μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την οικεία δημόσια σύμβαση συνιστά κριτήριο επιλογής το οποίο αφορά την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των εν λόγω φορέων, κατά την έννοια της παραγράφου 3 της ως άνω διάταξης.(....) 8)Το άρθρο 63, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν οικονομικός φορέας, ο οποίος είναι μέλος κοινοπραξίας οικονομικών φορέων, έχει κριθεί ένοχος ψευδούς δηλώσεως κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για να εξακριβωθεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού της κοινοπραξίας ή ότι η τελευταία πληροί τα κριτήρια επιλογής, ενώ τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας δεν είχαν λάβει γνώση της ψευδούς δηλώσεως, μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας μέτρο αποκλεισμού από κάθε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.