Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Υπόθεση C-442/2000

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

«Κοινωνική πολιτική — Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987/ΕΟΚ — Πεδίο εφαρμογής — Έννοια των "απαιτήσεων" — Έννοια της "αμοιβής" — "Salarios de tramitación" — Πληρωμή διασφαλιζόμενη από τον οργανισμό εγγυήσεως — Πληρωμή εξαρτώμενη από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως»Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση νομοθεσιών — Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987 — Περιεχόμενο της εγγυήσεως που παρέχει ο οργανισμός εγγυήσεως — Εθνική νομοθεσία προβλέπουσα την εγγύηση για τα ποσά που οφείλονται, σε περίπτωση παράνομης απολύσεως, ως μισθοί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αμφισβητήσεως της απολύσεως (salarios de tramitación) που έχουν καθοριστεί με δικαστική απόφαση, αλλά αποκλείουσα την εγγύηση αυτή για τα ποσά που έχουν αναγνωριστεί στο πλαίσιο διαδικασίας συμβιβασμού — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως — Υποχρεώσεις και εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου — Εξάλειψη της δυσμενούς διακρίσεως — Εφαρμογή, στα άτομα της κατηγορίας που τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως, του καθεστώτος που παρέχεται στην ευνοημένη κατηγορία (Οδηγία 80/987 τον Συμβουλίου, άρθρο 2 § 1


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΠΔ 151/1999

Ρύθμιση θεμάτων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του Εργοδότη σε συμμόρφωση προς την οδηγία 80/987/ΕΟΚ.


Υπόθεση C-498/2006

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, έχει την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαιρέσει αποζημιώσεις χορηγούμενες λόγω παράνομης απολύσεως από την εγγύηση καταβολής τους από τον οργανισμό εγγυήσεως δυνάμει της διατάξεως αυτής όταν οι αποζημιώσεις αυτές αναγνωρίζονται με πράξη εξώδικου συμβιβασμού και όταν η εξαίρεση αυτή, αντικειμενικώς δικαιολογημένη, συνιστά αναγκαίο μέτρο για την αποτροπή καταχρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 10, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας.


ΥΠΟΘΕΣΗ C-190/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Μαρτίου 2014
«Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Πανεπιστήμια — Συνεργαζόμενοι καθηγητές — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των “αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές” — Ρήτρα 3 — Έννοια της “συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου” — Κυρώσεις — Δικαίωμα αποζημιώσεως — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου»
Στην υπόθεση C-190/13, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 4ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης


Υπόθεση C-441/2014

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Απριλίου 2016. Dansk Industri (DI) κατά Sucession Karsten Eigil Rasmussen.Αίτηση του Højesteret για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση αντίθετη προς οδηγία – Δυνατότητα ιδιώτη να ζητήσει να αναγνωριστεί η ευθύνη του Δημοσίου για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Διαφορά μεταξύ ιδιωτών – Στάθμιση των διαφόρων δικαιωμάτων και αρχών – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Ρόλος του εθνικού δικαστή Υπόθεση C-441/14


Υπόθεση C-364/07

Υπόθεση C-364/07: Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2008 (Αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — (Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα — Έννοιες των διαδοχικών συμβάσεων και των αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών — Μέτρα για την αποτροπή καταχρήσεων — Κυρώσεις — Αντιμετώπιση, σε εθνικό επίπεδο, των διαφορών και καταγγελιών — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας)


Υπόθεση C-614/2015

Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2016. Rodica Popescu κατά Direcția Sanitar Veterinară și pentru Siguranța Alimentelor Gorj. Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Βοηθός κτηνίατρος στον τομέα των κτηνιατρικών υγειονομικών ελέγχων – Δημόσιος τομέας – Ρήτρα 5, σημείο 1 – Μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές – Αντικατάσταση κενών θέσεων εν αναμονή ολοκληρώσεως διαγωνισμών.


Υπόθεση C-586/2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2012 «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως — Μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αναπληρωματικό προσωπικό — Συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων που αφορούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου» Στην υπόθεση C‑586/10, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης


ΔΕΚ/C-337/2008

Περίληψη της αποφάσεως 1.Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Όχληση (Άρθρο 226 ΕΚ) 2.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγία 93/36 – Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες – Συσταλτική ερμηνεία (Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3) 3.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62 και 93/36 – Σύναψη συμβάσεων (Οδηγίες 93/36 και 77/62 του Συμβουλίου) 1.Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασίας, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. (βλ. σκέψη 23) 2.Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνον μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την οδηγία αυτή ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται. (βλ. σκέψεις 56-58) 3.Ένα κράτος μέλος, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων ορισμένης εθνικής μάρκας για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767 και 88/295, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές. Μια τέτοιου είδους πρακτική δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης στην περίπτωση της, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχής μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο της εταιρίας που κατασκευάζει τα εν λόγω ελικόπτερα, στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή κατά τρόπο που να μην έχει τη δυνατότητα να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες. Εξάλλου, όσον αφορά τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, κάθε κράτος μέλος δύναται, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. (βλ. σκέψεις 38-41, 46-49, 60 και διατακτ.)