Γ2δ/Γ.Π.10490/2024
Τύπος: Εγκύκλιοι
Είσπραξη αμοιβής για την επίσκεψη πολιτών κρατών - μελών Ε.Ε./Ε.Ο.Χ./Ελβετίας και υπηκόων τρίτων χωρών, μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας, στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία και στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των Nοσοκομείων. ΑΔΑ:6ΜΝΥ465ΦΥΟ-5ΕΥ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Γ1α/Γ.Π.οικ.36404/2024
Είσπραξη αμοιβής για την επίσκεψη πολιτών κρατών - μελών Ε.Ε./Ε.Ο.Χ./Ελβετίας και υπηκόων τρίτων χωρών, μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας, από τις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και υποχρέωση προμήθειας τερματικών ηλεκτρονικών συναλλαγών (POS) για τα Κέντρα Υγείας, συμπεριλαμβανομένων των αποκεντρωμένων δομών αυτών που λειτουργούν σε τουριστικές περιοχές. ΑΔΑ:9ΑΔ0465ΦΥΟ-ΗΜ5
Γ.Π.οικ.7760/2016
Εφημερίες Γενικών Ιατρών στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ). (ΑΔΑ:7ΝΤ1465ΦΥΟ-ΘΨΓ)
Υ4α/οικ.1329/2011
ΘΕΜΑ:Διευκρινήσεις σχετικά με αμοιβή (εξέταστρο) στα πρωινά εξωτερικά ιατρεία Νοσοκομείων του ΕΣΥ και κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών από τα Κέντρα Υγείας.
Υ4α/οικ 4456/2011
ΘΕΜΑ: Συμπληρωματικές διευκρινήσεις σχετικά με αμοιβή (εξέταστρο) στα πρωινά εξωτερικά ιατρεία των Νοσοκομείων του ΕΣΥ και των Κέντρων Υγείας. Σχετικά: 1) Η αριθμ. πρωτ. Υ4α/οικ.165114/2010 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2080/Β/2010). 2) Η αριθμ.πρωτ. Υ4α/οικ. 1329/4-1-2011 εγκύκλιος. 3)To αριθμ.πρωτ.Υ4α/οικ.2049/7-1-2011 έγγραφο μας.
Υ3α/ ΓΠ οικ. 83225/2012
ΘΕΜΑ : Συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με αμοιβή ( εξέταστρο ) στα πρωινά εξωτερικά ιατρεία των Νοσοκομείων του ΕΣΥ και των Κέντρων Υγείας ΣΧΕΤ. : 1) Η αριθμ. Υ4α/οικ. 165114/2010 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2080 Β΄) 2) Η αριθμ. Υ4α/οικ. 1329/4. 1. 2011 εγκύκλιος 3) Το αριθμ. Υ4α/οικ. 2049/ 7. 1. 2012 έγγραφό μας 4) Η αριθμ. Υ4α/οικ. 4456/ 14. 1. 2012 εγκύκλιος
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/61/2015
ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας, η 38/13.3.2014 απόφαση του Δημάρχου ....... δεν φέρει νόμιμη αιτιολογία και δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο έρεισμα για την καταβολή αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση στους φερόμενους ως δικαιούχους. Τούτο διότι με την απόφαση αυτή γίνεται γενική αναφορά, αφενός, σε συνήθεις εργασίες των δημοτικών υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε πάγιες ανάγκες των ο.τ.α. αˊ βαθμού (αποκατάσταση βλαβών στα δίκτυα ύδρευσης-αποχέτευσης και τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις, είσπραξη εσόδων του Δήμου και τακτοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών, εφαρμογή ηλεκτρονικού μητρώου δημοσίων συμβάσεων, εκκαθάριση και διαφύλαξη δημοτικών αρχείων), χωρίς να αναφέρεται για ποιό λόγο δεν ήταν δυνατός ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των εργασιών αυτών από τους υπηρετούντες διοικητικούς και τεχνικούς υπαλλήλους του Δήμου, αφετέρου, δε, σε κατηγορίες εποχικών γεγονότων (αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών όπως πυρκαγιές και καθαριότητα-συντήρηση δικτύων ύδρευσης κατά την τουριστική περίοδο), χωρίς να αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία για το αν και πότε συνέβησαν τα γεγονότα αυτά (συνεκτιμώμενης και της δυνατότητας έκδοσης της απόφασης καθιέρωσης υπερωριακής απασχόλησης όποτε ανακύψει συγκεκριμένη ανάγκη και μετά από διαπίστωση των κατάλληλων ενεργειών αντιμετώπισής της, στην υλοποίηση των οποίων και αποσκοπεί) ούτε τεκμηριώνονται οι αυξημένες ανάγκες συντήρησης των δικτύων ύδρευσης κατά την τουριστική περίοδο, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιολογούν την καθιέρωση υπερωριακής εργασίας καθ’όλο το χρονικό διάστημα από 15.3.2014 έως 31.12.2014. Εξάλλου, η στην ίδια απόφαση αναφορά σε μεγάλη μείωση του προσωπικού των οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών του Δήμου κρίνεται αόριστη, καθόσον δεν παρατίθενται σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία περί του αριθμού των αποχωρήσεων και των συνεπειών αυτών σε σχέση με το συνολικό δυναμικό του Δήμου ......., ενώ και από την προσκομισθείσα 18158/13.11.2014 βεβαίωση του Δημάρχου ......., δεν προκύπτει αν το αναφερόμενο σε αυτή προσωπικό αποχώρησε πριν ή μετά την επίμαχη καθιέρωση υπερωριακής εργασίας. Τέλος, η ελλείπουσα, κατά τα προεκτεθέντα, αιτιολογία της 38/13.3.2014 απόφασης δεν δύναται να αναπληρωθεί εκ των υστέρων με την ως άνω 18158/13.11.2014 βεβαίωση, αλλά ούτε και με τις 20121, 20110, 20120 και 20109/23.12.2014 βεβαιώσεις του πρώην Δημάρχου ......., που επισυνάφθηκαν στο 18157/13.11.2014 έγγραφο προς την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου περί επανυποβολής των χρηματικών ενταλμάτων για θεώρηση, καθόσον, κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι λόγοι που επιβάλλουν την υπερωριακή απασχόληση των υπαλλήλων πρέπει να μνημονεύονται στην απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου (εν προκειμένω του Δημάρχου) περί καθιέρωσης της υπερωριακής εργασίας.
ΕΣ/ΤΜ.6/2382/2011 (Ε΄ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΔΑΝΕΙΑ : Με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 3/2011 πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη III, το Τμήμα κρίνει ως ορθή την υπό στοιχείο α κρίση του Κλιμακίου περί αοριστίας, κι επομένως μη νομιμότητας, των όρων 5 και 6 του σχεδίου της σύμβασης. Και τούτο διότι με τη θέση των όρων 5 και 6 στο επίμαχο σχέδιο σύμβασης, σύμφωνα με τους οποίους εκχωρούνται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την εξασφάλιση του δανείου όλα γενικά τα έσοδα του Δήμου, τακτικά και έκτακτα, από οποιαδήποτε πηγή και αιτία, παρόντα και μελλοντικά, οι πρόσοδοί του, τα μισθώματα, οι προς αυτόν χρηματικές παροχές και επιχορηγήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο ή τρίτους, παρούσες και μελλοντικές, που μπορούν μάλιστα να παρακρατούνται από τις καταθέσεις του Δήμου, δημιουργείται αμφιβολία για το ποια ποσά έχουν τελικά εκχωρηθεί για την εξυπηρέτηση και εξασφάλιση του δανείου, ενόψει και των ποσών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση των λοιπών δανείων και υποχρεώσεων του Δήμου, καθώς σ’ αυτά (εκχωρηθέντα) δεν αποκλείεται να περιλαμβάνονται ποσά είτε τμημάτων των Κ.Α.Π., είτε άλλων εσόδων του Δήμου, που δεν δύνανται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ, να εκχωρηθούν για την εξυπηρέτηση ή εξασφάλιση του επίμαχου δανείου, με αποτέλεσμα, λόγω της ασάφειας αυτής, σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής από τη δανειακή σύμβαση, να παράγεται ενδοσυμβατική ευθύνη σε βάρος του Δήμου (πρβλ. και ΕΣ Τμ.Μ.Σ. 1284/2011, VI Τμ. 1643, 2155/2011). Ήδη ο αιτών Δήμος προβάλλει ότι νομίμως εκχωρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το απαιτούμενο για την εξυπηρέτηση του δανείου ποσό (64.231,87 ευρώ ετησίως), καθώς από τα εκτιθέμενα τόσο στην παρ. 4 της ελεγχόμενης δανειακής σύμβασης όσο και την 70/27.5.2011 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής προκύπτει ότι, από 1.1.2012, το σύνολο των ετήσιων τοκοχρεωλυτικών δόσεων του Δήμου θα ανέρχονται σε ποσό 928.610,38 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 13,86% των εσόδων από τους Κ.Α.Π. έτους 2010, περαιτέρω δε ότι το ζητούμενο ποσό θα αντληθεί από την τακτική μηνιαία επιχορήγηση του Δήμου, που ανέρχεται σε 578.000,00 ευρώ, ενώ, τέλος, το παρακρατούμενο ποσό για τις οφειλές προς το ΙΚΑ ανέρχεται σε μόλις 195,79 ευρώ μηνιαίως και ουδόλως επηρεάζει την πιστοληπτική ικανότητα του Δήμου. Επικουρικά προβάλλει ότι οι δόσεις των δύο (2) δανείων που έχουν προεγκριθεί αλλά δεν έχουν μέχρι σήμερα συνομολογηθεί, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος, προεχόντως διότι η άρση της αοριστίας προϋποθέτει την σύνταξη και υποβολή προς έλεγχο νέας δανειακής σύμβασης, μη δυνάμενη να θεραπευθεί με την ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος αίτηση ανάκλησης και τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν αριθμητικούς υπολογισμούς. Σε κάθε περίπτωση, από τα ανωτέρω έγγραφα ουδόλως προκύπτει η σχέση του συνολικού χρέους του Δήμου προς τα συνολικά του έσοδα, ήτοι ότι το εν λόγω χρέος υπολείπεται του 60% των συνολικών του εσόδων (βλ. άρθρο 264 ν.3852/2010 και την 43093/30.7.2010 υπουργική απόφαση), ενώ και ο ισχυρισμός ότι από την τακτική μηνιαία επιχορήγηση (578.000,00 ευρώ), αφαιρουμένων των ανελαστικών δαπανών μισθοδοσίας (496.263,00 ευρώ), απομένει ποσό περίπου 82.000,00 ευρώ, που αρκεί για την εξυπηρέτηση του συνόλου των δανείων (75.078,97 ευρώ μηνιαίως), δεν καθιστά νόμιμη τη γενόμενη εκχώρηση, καθώς βασίζεται στην παραδοχή ότι το ποσό αυτό (82.000,00 ευρώ) δύναται στο σύνολό του να χρησιμοποιηθεί για τον παραπάνω σκοπό, χωρίς να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη και συνυπολογιστεί τα ποσά που απαιτούνται για την κάλυψη των λοιπών γενικών και λειτουργικών αναγκών του Δήμου, ενόψει και του ρητού προορισμού ορισμένων κατηγοριών εσόδων. Περαιτέρω, με βάση τα εκτιθέμενα στη σκέψη IV, το Τμήμα κρίνει ως ορθή και την υπό στοιχείο β κρίση της Επιτρόπου, σύμφωνα με την οποία ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κατά την έννοια των διατάξεων του ν.2251/1994, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που προβλέπει ρήτρα έκπτωσης, ήτοι τη δυνατότητα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του (VI Τμ. 279/2011). Εξάλλου, το γεγονός ότι ο αιτών Δήμος βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, με σκοπό την τροποποίηση του παραπάνω όρου, δεν ασκεί επιρροή, προεχόντως διότι αναφέρεται σε περιστατικό μελλοντικό και αντικειμενικά αβέβαιο. Τέλος, τo Τμήμα κρίνει επίσης ως ορθή, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις IΙ και ΙΙΙ, την υπό στοιχείο γ κρίση της Επιτρόπου ότι ο όρος 7 του σχεδίου της σύμβασης είναι αόριστος, κι επομένως μη νόμιμος, και απορρίπτει τον προβαλλόμενο με την αίτηση ισχυρισμό ότι ο όρος αυτός - που προβλέπει την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα με τον όρο 5 της σύμβασης έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτησή του – αναφέρεται στα έκτακτα έσοδα του Δήμου (από δωρεές, κληροδοτήματα, εκποίηση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.). Και τούτο διότι, πέραν του ότι η άρση της αοριστίας δεν επιτρέπεται να αποτελεί αντικείμενο της αίτησης ανάκλησης, σε κάθε περίπτωση η παρατηρούμενη και συνομολογούμενη από το Δήμο ασάφεια του κρίσιμου όρου δεν τον διασφαλίζει από το ενδεχόμενο να θεμελιωθεί σε βάρος του μελλοντική ενδοσυμβατική ευθύνη για απαιτήσεις του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (VI Τμ. 2155/2011). Εξάλλου, δοθείσης της σαφήνειας των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δεν συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης των αρμόδιων οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής, που ενήργησαν κατά τον κριθέντα ως μη νόμιμο τρόπο (Ε.Σ. VI Τμ. 1643/2011).(...) Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019
Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος 3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι το δικάσαν Τμήμα, μη νομίμως δέχθηκε ότι η δικηγορική αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών. Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004 και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση, είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.). Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου