ΕΣ/ΤΜ.Ι/3680/2009
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Καταλογισμός ποσού...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η επίδικη καταλογιστική πράξη παρίσταται νόμιμη και αιτιολογημένη, καθόσον η εκκαλούσα, με την ιδιότητα του τελικού δικαιούχου, παραβίασε τις προβλεπόμενες από την ανωτέρω απόφαση χρηματοδότησης και από την από 3.4.2003 Σύμβαση παροχής κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ίδιας, υποχρεώσεις της. Οι παρατυπίες δε που διαγνώστηκαν στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργήθηκαν, λόγω της σοβαρότητας αυτών, οδήγησαν αιτιολογημένα στην ανάκληση της απόφασης χρηματοδότησης του έργου και στην υποχρεωτική εκ του λόγου αυτού, δυνάμει και του άρθρου 6 της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 878 Β΄), αναζήτηση της δοθείσας στην εκκαλούσα συνολικής χρηματοδότησης, με την έκδοση σε βάρος αυτής της επίδικης καταλογιστικής πράξης. Κατ΄ ακολουθία, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 56 παρ.2 του π.δ.774/1980).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
701/0052/2013
Τροποποίηση της αριθ. 907/052/2.7.2003 κοινής υπουργικής απόφασης Εθνικό Σύστημα δημοσιονομικών διορθώσεων για την ανάκτηση αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ.), του Ταμείου Συνοχής και των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών για την προγραμματική περίοδο 2000-2006 (Β΄ 878).
ΕΣ/ΤΜ.1/2212/2008
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει ότι η επίδικη δημοσιονομική διόρθωση παρίσταται νόμιμη και αιτιολογημένη, καθόσον η εκκαλούσα με την ιδιότητα του τελικού δικαιούχου παραβίασε τις προβλεπόμενες από την κείμενη νομοθεσία και τους οικείους όρους της 3839/14.3.2003 απόφασης ένταξης της πράξης στο Ε.Π. υποχρεώσείς της περί έγκαιρης και πλήρους ενημέρωσης της Διαχειριστικής Αρχής επί της πορείας εκτέλεσης του έργου και των προβλημάτων που τυχόν θα ανέκυπταν, δεδομένου ότι μολονότι από τις 21.7.2003 ανέκυψε το πρόβλημα της αδυναμίας υλοποίησης του έργου σύμφωνα με την εκπονηθείσα μελέτη, με τον ανάδοχο να ζητεί εκ του λόγου αυτού τη διακοπή των σχετικών εργασιών και τη διάλυση της σύμβασης, τα ανωτέρω κατέστησαν γνωστά στη Διαχειριστική Αρχή μόλις στις 16.3.2004, ήτοι μετά την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος και ενώ η εργολαβική σύμβαση είχε ήδη διαλυθεί, με συνέπεια τον κίνδυνο ματαίωσης του ανατεθέντος έργου, ενόψει και του ανελαστικού λόγω τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων χρόνου ολοκλήρωσής του. Η ως άνω παρατυπία λόγω της σοβαρότητάς της οδήγησε αιτιολογημένα στην ανάκληση της απόφασης ένταξης του έργου στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (Ε.Π.) και στην υποχρεωτική εκ του λόγου αυτού, δυνάμει και του άρθρου 6 της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 878 Β΄), αναζήτηση της δοθείσας στην εκκαλούσα συνολικής χρηματοδότησης με την επιβολή εις βάρος αυτής της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης.
ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
ΝΣΚ/280/2004
Ο καταλογισμός και η ανάκτηση των ποσών που καταβάλλονται παρανόμως ή αχρεωστήτως για την εκτέλεση έργων εντασσομένων σε επιχειρησιακά προγράμματα, κοινοτικές πρωτοβουλίες ή στο Ταμείο Συνοχής του Γ’ Κ.Π.Σ. (περίοδος 2000-2006) πραγματοποιείται αδιακρίτως κατά το σύστημα δημοσιονομικών διορθώσεων που θεσπίσθηκε με την 907/052/2-7-2003 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανεξαρτήτως αν η χρηματοδότηση αυτών γίνεται από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους ή αποκλειστικά από εθνικούς πόρους.
ΕΣ/ΕΛΑΣ.ΟΛΟΜ./552/2023
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 3.871.820,37 ευρώ, ως διαδόχου φορέα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης …, με την αιτιολογία ότι στην τελευταία, η οποία ήταν η Τελική Δικαιούχος του υποέργου «Θέατρο …», φέρεται να καταβλήθηκε παρανόμως το ανωτέρω ποσό. Το εν λόγω υποέργο είχε ενταχθεί στο μέτρο 1.4 του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος … 2000-2006 και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους.(...)Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη ρύθμιση, που καθορίζει το ύψος του προς επιστροφή ποσού σε περίπτωση απένταξης ενός έργου, αφορά ένα ειδικότερο ζήτημα της ουσιαστικής ρύθμισης του άρθρου 104 του ν. 2362/1995, το οποίο αναφέρεται γενικά στη διαδικασία είσπραξης από το Δημόσιο αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και απαιτεί την ανάκτησή τους σε περίπτωση παρατυπίας αλλά και του άρθρου 6 του ν. 2860/2000, το οποίο προβλέπει ειδικότερα την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατά την εκτέλεση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρησιακών προγραμμάτων. Το πλαίσιο δε που θέτουν οι διατάξεις αυτές είναι ορισμένο ως προς την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών, προβλέπουν δε ρητά και την ολική διακοπή της χρηματοδότησης σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παρατυπίας, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, περί επιστροφής του συνόλου της χρηματοδότησης σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης ένταξης, τελώντας εντός του πλαισίου των καθοριζόμενων με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2860/2000 κυρώσεων, ρυθμίζει πράγματι ένα ειδικότερο τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα ζήτημα. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με την ένδικη αίτηση ισχυρισμός ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 6 της κ.υ.α. 907/052/2003, που προβλέπει την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ποσών σε περίπτωση απένταξης μίας πράξης χωρίς να εξετάζεται το γεγονός ότι το υπό ενίσχυση σχέδιο μπορεί να έχει μερικώς υλοποιηθεί, παραβιάζει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης προβάλλεται αβασίμως, καθώς το δικαίωμα αυτό τυγχάνει εφαρμογής κατά τη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης, εν προκειμένω δε της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, και ουδόλως η επίμαχη διάταξη αποκλείει την άσκησή του κατά την διάρκεια της προβλεπόμενης διαδικασίας ανάκτησης. Στην κρινόμενη υπόθεση η αναιρεσείουσα δεν θέτει ζήτημα επί της ουσίας παραβίασης του δικαιώματος αυτού κατά την έκδοση της προσβληθείσας με την έφεση πράξης.(...)Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/3096/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Αίτηση ακύρωσης της 10287/Γ/1682/6.9.2007 (...) Ενόψει του ισχυρισμού αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που αποδίδεται στην εκκαλούσα με την προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, και συγκεκριμένα η μη λειτουργία του εξοπλισμού που αποκτήθηκε με τη χρηματοδότηση, αποτελεί πραγματικό γεγονός που δεν μπορεί να κριθεί στιγμιαία, από τη μη λειτουργία του μηχανήματος κατά το χρόνο του ελέγχου, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την απόδειξη της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης. Πράγματι, κατά την έννοια των όρων της χρηματοδότησης, που καθορίζονται στα άρθρα 7 του Κανονισμού Υλοποίησης, 6.1 του Οδηγού του Προγράμματος και 13 της απόφαση για την έγκριση της χρηματοδότησης (απόφαση 1990/12747/30.10.2002 ΕΟΜΜΕΧ), η ενισχυόμενη επιχείρηση ανέλαβε τη δέσμευση ότι θα συνεχίσει την παραγωγική λειτουργία της για πέντε έτη μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, αξιοποιώντας για την εκπλήρωση του κυρίου αντικειμένου της λειτουργίας της τον εξοπλισμό που απέκτησε μέσω της χρηματοδότησης. Επομένως, προϋπόθεση για τη συμμόρφωση της εκκαλούσας στους όρους της χρηματοδότησης, αποτελεί, αφενός, η εκτέλεση μεταποιητικών εργασιών με αναγκαία χρήση του κρίσιμου μηχανολογικού εξοπλισμού (ανεξάρτητα δηλαδή από την κυριότητα των πρώτων υλών ή την έκδοση συγκεκριμένου τύπου παραστατικού), αφετέρου, η εν λόγω μεταποιητική δραστηριότητα να έχει διάρκεια και συνέχεια, αποτελούσα την κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης. (..)Συνεπώς, από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται μόνο η εκτέλεση μεμονωμένων μεταποιητικών εργασιών, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τα έσοδα από τις οποίες αποτελούν μικρό μέρος των εσόδων της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, δεν αποδείχτηκε η συνεχής παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης με κύρια δραστηριότητα τη διαμόρφωση χαρτοκιβωτίων, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε για τη χρηματοδότησή της, συμπέρασμα που ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία απασχολουμένων μισθωτών της επιχείρησης και δεν αμφισβητεί η εκκαλούσα, ουδέποτε απασχολήθηκαν στην επιχείρηση τα προβλεπόμενα στο επιχειρηματικό της σχέδιο άτομα. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.Απορρίπτει την έφεση
ΕλΣυν/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/7413/2015
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Επιδιώκει την αναίρεση της 941/2010 οριστικής απόφασης του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού ΣυνεδρίουΕνόψει αυτών και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη ΙΙ.β, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του Καν. 1260/1999, 6 του ν. 2860/2000 και 102-105 του ν. 2362/1995 καθώς και τις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α. δεχόμενο ότι για τη θεμελίωση της ευθύνης της αναιρεσίβλητης και συνακόλουθα της υποχρέωσης αυτής προς επιστροφή των παρανόμως καταβληθέντων συγχρηματοδοτούμενων από την Κοινότητα πόρων απαιτείται ως προϋπόθεση η υπαιτιότητα αυτής και απήλλαξε αυτήν από την υποχρέωση επιστροφής ελλείψει υπαιτιότητάς της. Και τούτο διότι το νομοθετικό πλαίσιο των κοινοτικών διατάξεων για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων κοινοτικών πόρων και το με βάση τις επιταγές αυτού θεσπισθέν εθνικό δίκαιο, που πρέπει να ερμηνεύεται, κατά το ρυθμιστικό τούτο πεδίο, σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, συναρτούν την επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης με τη διαπίστωση της παρατυπίας, όπως η έννοια αυτής αποδίδεται με τις διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 1 του Καν. 1260/1999 και 2 και 3 του Καν. 448/2001 (σχετ. και άρθρο 1 παρ. 2 Καν. 2988/1995) και δεν την συνδέουν με την έρευνα υποκειμενικών στοιχείων συμπεριφοράς του υποχρέου, που στοιχειοθετούν την υπαιτιότητά του. Εφόσον όμως ο υπόχρεος επιστροφής έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που του παρείχαν το δικαίωμα λήψης των συγχρηματοδοτούμενων από την κοινότητα πόρων μπορεί να αντιτάξει στην πράξη δημοσιονομικής διόρθωσης τις κοινοτικές αρχές περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου. Εναπόκειται δε στην κρίση του εθνικού δικαστή να εκτιμήσει αν λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς τόσο εκείνου που έλαβε τους πόρους όσο και της διοικήσεως συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω αρχώνΑναιρεί την 941/2010 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Και
ΕΣ/ΤΜ.1/2212/2008
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση, α) της 41557/Α.Πλ.6379/8.11.2005 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της .… το ποσό των 2.150.000 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι καταβλήθηκε σε αυτήν αχρεώστητα από κοινοτικούς (Ε.Τ.Π.Α. 75 %) και εθνικούς πόρους (Π.Δ.Ε. 25%), β) των με αρ. πρωτ. 1617/25.2.2005 και 3131/31.5.2005 εκθέσεων αποτελεσμάτων ελέγχου της Υπηρεσίας Διαχείρισης ΕΠ Αττικής και γ) κάθε άλλης συναφούς σχετικής πράξης.(....)Εξάλλου, ο λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκκαθάρισης του ποσού του καταλογισμού, από το οποίο μη νομίμως δεν αφαιρέθηκε η αμοιβή και τα έξοδα του αναδόχου για τις εκτελεσθείσες από αυτόν εργασίες (άρθρο 50 παρ. 2 π.δ. 609/1985), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον οι εκκρεμείς απαιτήσεις που απορρέουν από την λυθείσα εργολαβική σύμβαση ανάγονται, μετά την απένταξη του επίμαχου έργου, στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι μεταξύ της εκκαλούσας και του αναδόχου και δεν καλύπτονται από την αναδρομικά καταργηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή. Περαιτέρω, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 909 Α.Κ. (μη σωζόμενος πλουτισμός), διότι η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί του ανωτέρω παρατιθέμενου ειδικότερου ρυθμιστικού πλαισίου, που διέπει την καταβολή και διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, προς το οποίο δεν προσιδιάζει η επικαλούμενη διάταξη, τυχόν εφαρμογή της οποίας θα αναιρούσε κατ’ ουσία το σκοπό και τη λογική των δημοσιονομικών διορθώσεων. Ομοίως αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί της μη τοκοφορίας του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, καθόσον οι τόκοι οφείλονται ευθέως εκ του νόμου (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 V της 907/052/2.7.2003 Κ.Υ.Α.), ενώ η επιβαλλόμενη από την ανωτέρω Κ.Υ.Α. υποχρέωση ειδικής ενημέρωσης του καταλογιζομένου ως προς τα ένδικα βοηθήματα που διαθέτει αποσκοπεί στην διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος εννόμου προστασίας, ενόψει δε του ότι η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε παραδεκτά, ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας αλυσιτελώς προβάλλεται. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας αναφορικά με την επιβολή της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού αυτή είναι, σύμφωνα με την απόφαση ένταξης, ο τελικός δικαιούχος της χρηματοδοτικής συνδρομής, ο οποίος φέρει και την ευθύνη για την εκτέλεση της πράξης.Απορρίπτει την έφεση.
ΕλΣυν.Τμ.1/1724/2016
Με δεδομένα τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη παρίσταται νόμιμη διότι η εκκαλούσα υπέπεσε στην ουσιώδη παρατυπία της μη υποβολής φακέλου για τη χορήγηση της 2ης δόσης της ενίσχυσης, συνακόλουθα της μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει. Αβασίμως δε η εκκαλούσα βάλλει κατά της πληρότητας της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον αναφέρεται συνοπτικά στο σώμα αυτής το νομικό πλαίσιο στο οποίο ερείδεται καθώς και η αιτία του καταλογισμού.(...)Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω κρίνεται ότι η ως άνω επελθούσα ένεκα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της συνέπεια της αναζήτησης του ποσού της ενίσχυσης το οποίο έλαβε, συνιστά πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο, το οποίο είναι σύμφωνο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό των κοινοτικών ενισχύσεων στον τομέα της γεωργίας και ως εκ τούτου τα όσα προβάλλει η εκκαλούσα περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέα..(..)Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί..
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/399/2021
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ:ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας μη κυβερνητικής οργάνωσης ανάκτηση ποσού 366.849,69 ευρώ, το οποίο κατά το ποσό των 170.000 ευρώ φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως α΄ δόση χρηματοδότησής της από πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εξωτερικών για την εκτέλεση του προγράμματος «Δημιουργία Αφγανο-Ελληνικού Κέντρου Σπουδών και Παροχών Υγείας στην Καμπούλ»(...) Με δεδομένα τα εκτιθέμενα ανωτέρω ..., το Δικαστήριο κρίνει ότι από το σύνολο των στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως νομίμως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία ρητώς παραπέμπει, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική όσο και η ιστορική αιτία στην οποία θεμελιώνεται. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κατά παράβαση των υποχρεώσεών της όπως προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία και εξειδικεύονται στην από 29.11.2004 σύμβασή της, όπως τροποποιήθηκε με την από 17.1.2005 πράξη, δεν υπέβαλε ενδιάμεση έκθεση προόδου (άρθρο 6.1 της σύμβασης) και τελική απολογιστική έκθεση του προγράμματός της (άρθρο 7.1 της σύμβασης), ούτε δικαιολογητικά και παραστατικά δαπανών του προγράμματος που εκτέλεσε, τα οποία έπρεπε να συνυποβάλλονται με τις εκθέσεις αυτές, ενώ από τα αιτήματά της για την εκ νέου τροποποίηση της σύμβασης συνάχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν υλοποίησε το φυσικό αντικείμενο που πρότεινε και εγκρίθηκε. Όπως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ρητώς ορίστηκε στο συμβατικό κείμενο, αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης ιδρύουν νόμιμο λόγο καταγγελίας της από την ΥΔΑΣ (άρθρο 9 της σύμβασης), και έχουν νόμιμο επακόλουθο την υποχρέωση της εκκαλούσας να επιστρέψει εντόκως το σύνολο της χρηματοδότησης που έλαβε (άρθρο 11 της σύμβασης). Για το σύνολο των προαναφερόμενων, η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εκκαλούσα απώλεσε τη νόμιμη αιτία της και η α΄ δόση αυτής έπρεπε να αναζητηθεί, και μάλιστα εντόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, σύμφωνα με το ισχύον ειδικό κανονιστικό πλαίσιο(...)Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ότι παρεμποδίστηκε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από λόγους ανωτέρας βίας, περίπτωση για την οποία προνοεί το άρθρο 17.1 της σύμβασης. Ειδικότερα, επικαλείται φυσική καταστροφή από σεισμό ... καθώς και τις εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες, λόγω εμπόλεμης κατάστασης, που επικρατούσαν στο Αφγανιστάν, όπου έπρεπε να εκτελέσει το κρίσιμο έργο της, από το Μάρτιο 2005 μέχρι τα μέσα του έτους 2006. Οι περιστάσεις αυτές καθυστέρησαν την υλοποίηση του προγράμματος της εκκαλούσας, ωστόσο, η ίδια στις 8.2.2006 κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να το ολοκληρώσει, υποβάλλοντας στην ΥΔΑΣ πρόταση επιτόπιας επίσκεψης και τροποποίησης του έργου, αίτημα το οποίο επανυπέβαλε στις 20.3.2006, ζητώντας εκ νέου παράταση και διεύρυνση του αντικειμένου του έργου. Επί των ανωτέρω, όμως, η ΥΔΑΣ ενεργώντας αντισυμβατικά ουδέποτε απάντησε και στο μεταξύ υλοποιήθηκε ένα τμήμα του επίδικου προγράμματος, συγκεκριμένα, η λειτουργία εξοπλισμένου ασθενοφόρου και η μελέτη και σύναψη συμφωνίας ολοκλήρωσης των κτιριακών υποδομών του Κέντρου Σπουδών Υγείας. Ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος στο σύνολό του. Τούτο διότι, οι φυσικές καταστροφές που επικαλείται η εκκαλούσα λήφθηκαν υπόψη από την ΥΔΑΣ και αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, με μετάθεση του χρόνου έναρξης υλοποίησης του προγράμματος, με την από 17.1.2005 πράξη.(...) Εξάλλου, προφανώς στερείται οποιασδήποτε νόμιμης βάσης ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ΥΔΑΣ είχε υποχρέωση να την καλέσει να εκτελέσει το συμβατικό αντικείμενο, για το οποίο με την υπογραφή της σύμβασης η ίδια η εκκαλούσα δεσμεύτηκε.(...)Απορρίπτει την έφεση.