ΕΣ/ΤΜ.6/490/2017
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Κληροδοτήματα(..), ζητείται η ακύρωση απόφασης Γενικου Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης …, κατά το μέρος που καταλογίζει τους αρχικούς εκκαλούντες, μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής κατά το κρίσιμο διάστημα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τα λοιπά μέλη αυτής, με το ποσό των ... ευρώ, που φέρεται ότι συνιστά ισόποση περιουσιακή ζημία του Κληροδοτήματος, πλέον τόκων υπερημερίας ποσού..(..)Ενόψει των ανωτέρω, η παράλειψή τους να μεριμνήσουν για την ετήσια δήλωση των δικαιωμάτων ενίσχυσης, που οδήγησε στην απώλεια εσόδων συνολικού ύψους .. ευρώ, δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτών.(..)Ακυρώνει την 1550/260435/2012Π.Ε./20.1.2014 απόφαση της Γενικής Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ..., κατά το μέρος που καταλογίζει τη … και τον …, ως μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του ιδρύματος με την επωνυμία «Κληροδότημα …» για ζημία που υπέστη η περιουσία του Ιδρύματος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.6/291/2017
Κληροδοτήματα (ακύρωση απόφασης Καταλογισμού) (..)Με δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι τα ήδη καταλογιζόμενα μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών, δικαιολογημένα σχημάτισαν την πεποίθηση ότι το Ίδρυμα δεν δικαιούται να λάβει την ενιαία ενίσχυση για τα έτη 2007-2013. (..)Ενόψει των ανωτέρω, η παράλειψή του εκκαλούντος να μεριμνήσει για την ετήσια δήλωση των δικαιωμάτων ενίσχυσης, που οδήγησε στην απώλεια εσόδων συνολικού ύψους 25.042,36 ευρώ, δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτού.(..)Ακυρώνει την 1550/260435/2012Π.Ε./20.1.2014 απόφαση της Γενικής Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ....., κατά το μέρος που καταλογίζει τον … ως μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής του ιδρύματος με την επωνυμία «Κληροδότημα ....» για ζημία που υπέστη η περιουσία του Ιδρύματος αυτού.
ΕΣ/ΤΜ.6/492/2017
Καταλογισμός.(...) Με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών προβάλλει κατ’ αρχήν ότι η τυχόν επελθούσα ζημία στην περιουσία του Κληροδοτήματος δεν οφείλεται σε δόλο ούτε σε βαρεία αμέλεια αυτού. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε προηγούμενο έλεγχο της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλίας, για τα έτη 1996 έως 2001 (γίνεται αναφορά στην ΕΜΠ.134/98, 173/2001, 141/2002/22.4.2003 έκθεση διαχειριστικού ελέγχου του Οικονομικού Επιθεωρητή ….), είχε προταθεί ο καταλογισμός των τότε μελών της διαχειριστικής επιτροπής του Ιδρύματος με το ποσό των 7.671,40 ευρώ για την ίδια αιτία, ήτοι διότι, λόγω αμελούς άσκησης των διαχειριστικών καθηκόντων τους, δεν προέβησαν στις οφειλόμενες ενέργειες για την είσπραξη των οικονομικών ενισχύσεων (επιδοτήσεων) ελαιολάδου. Με την 35/5.1.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας, αφότου διαπιστώθηκε ότι κατά τα κρίσιμα έτη 1996 και 1997 το Ίδρυμα ως εκ της φύσης του δεν μπορούσε να λάβει επιδότηση ελαιολάδου, κατά δε τα επόμενα έτη (1998 έως 2002) η επιδότηση γινόταν (παράτυπα) στο όνομα μέλους της Διαχειριστικής Επιτροπής που ακολούθως απέδιδε στο Ίδρυμα τα αντίστοιχα ποσά, κρίθηκε ότι τα μέλη της ως άνω Επιτροπής δεν άσκησαν αμελώς τα καθήκοντά τους και δεν πρέπει να καταλογιστούν. Με βάση την απόφαση αυτή, τα ήδη καταλογιζόμενα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής, μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών, δικαιολογημένα σχημάτισαν την πεποίθηση ότι το Ίδρυμα δεν δικαιούται να λάβει την ενιαία ενίσχυση για τα έτη 2006-2013. Εξάλλου, ενόψει της φύσης και του σκοπού του Κληροδοτήματος και του πολύπλοκου καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης, οι προϋποθέσεις χορήγησης της οποίας είχαν προφανώς μεταβληθεί σε σχέση με παλαιότερα καθεστώτα ενισχύσεων, σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπειρίας του εκκαλούντα ως προς τα θέματα κοινής αγροτικής πολιτικής, αφού κατά το κρίσιμο διάστημα ασκούσε μη αγροτική επαγγελματική δραστηριότητα (ιατρός), ο εκκαλών δεν μπορούσε να διαγνώσει ότι το ίδρυμα μπορούσε να λάβει την ως άνω ενιαία ενίσχυση. Παρά δε το γεγονός ότι με την από 15.6.2006 αίτηση του Ιδρύματος ενεργοποιήθηκαν τα δικαιώματα ενίσχυσης αυτού, από τα στοιχεία του φακέλου δεν να προκύπτει ότι ο εκκαλών γνώριζε, έστω μέσω στοιχειώδους ενημέρωσης από τον υποβάλλοντα την αίτηση πρώην Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής, τη διαδικασία που κινήθηκε για τη διεκδίκηση της ενιαίας ενίσχυσης με δικαιούχο το Ίδρυμα ως νομικό πρόσωπο ασκούν γεωργική δραστηριότητα. Ενόψει των ανωτέρω, η παράλειψή του να μεριμνήσει για την ετήσια δήλωση των δικαιωμάτων ενίσχυσης, που οδήγησε στην απώλεια εσόδων συνολικού ύψους 25.042,36 ευρώ, δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτού. Στο μέτρο δε που η είσπραξη επιδοτήσεων δεν αποτελεί υποχρέωση που προβλέπεται ρητώς στη συστατική πράξη του ιδρύματος ούτε στις διατάξεις του α.ν. 2039/1939, αλλά ανάγεται στην γενική ευθύνη του διαχειριστή της καταλειφθείσας περιουσίας, η έλλειψη υπαιτιότητας και συγκεκριμένα δόλου ή βαριάς αμέλειας, αποτελεί λόγο άρσης της ευθύνης του εκκαλούντα. (...)Κατ’ ακολουθία αυτών που κατά πλειοψηφία έγιναν δεκτά ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να αποδοθεί στον εκκαλούντα το καταβληθέν παράβολο και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
ΝΣΚ/145/2021
Δυνατότητα άσκησης κατά απόφασης Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης -κατά το μέρος που αρνήθηκε την έγκριση πρακτικού Δ.Σ. κοινωφελούς Ιδρύματος για χορήγηση υποτροφιών από αποκλεισθέντες υποψηφίους- της προβλεπόμενης στο άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2690/1999 αίτησης θεραπείας, ενώπιον του ανωτέρω Συντονιστή, άλλως της προσφυγής του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών και το περιεχόμενο του ελέγχου νομιμότητας της διοικητικής πράξης.(...)α) Kατά της από 07.07.2020 απόφασης του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου -κατά το μέρος που αρνήθηκε την έγκριση πρακτικού Δ.Σ. κοινωφελούς Ιδρύματος για χορήγηση υποτροφιών- επιτρέπεται η άσκηση ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών της ειδικής διοικητικής προσφυγής του άρθρου 8 του ν. 3200/1955, αποκλειομένης, σε κάθε περίπτωση, της άσκησης της αίτησης θεραπείας που προβλέπεται στο άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2690/1999 -Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας- (κατά πλειοψηφία). β) Ο έλεγχος που ασκεί ο Υπουργός Οικονομικών στο πλαίσιο εξέτασης προσφυγής του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 αφορά μόνον στη νομιμότητα των πράξεων του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων της πλάνης περί τα πράγματα, της νομιμότητας της αιτιολογίας και της κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας ή της υπέρβασης των ορίων αυτής (ομόφωνα).
ΝΣΚ/40/2020
Συμμόρφωση της αρμόδιας Αρχής του άρθρου 1 παρ.4 ν.4182/2013 με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις ως προς τη σύνθεση Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος, με τροποποίηση του οργανισμού του.(...)1) Η αρμόδια Αρχή του άρθρου 1 παρ.4 ν.4182/2013 οφείλει να συμμορφωθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, κατά το σκέλος αυτών που επηρεάζουν τη διοίκηση του κοινωφελούς ιδρύματος, και να τροποποιήσει τον οργανισμό του ως προς τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) αυτού, με την έκδοση τροποποιητικού π.δ. και λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ακύρωση συμβολαιογραφικής πράξης, τροποποιητικής της συστατικής, όσο και την αναγνώριση της εγκυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης του ιδρυτή (ομόφωνα). 2) Σε εκτέλεση δε των διατάξεων της παραπάνω διαθήκης, πρέπει να οριστούν ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος τα πρόσωπα που με αυτή καθορίζονται από τον ιδρυτή-διαθέτη, χωρίς να συνιστά κώλυμα η τυχόν παραίτηση των μελών αυτών σε προγενέστερο χρόνο, ενώ ελλείποντος, λόγω θανάτου, μέλους του Δ.Σ. η πλήρωση της θέσης του θα γίνει από την αρμόδια Αρχή, κατά τα άρθρα 16, 17 και 19 του ν.4182/2013 (ομόφωνα). 3) Μη νόμιμη παρίσταται απόφαση της αρμόδιας Αρχής περί διορισμού νέου Διοικητικού Συμβουλίου, διότι έρχεται σε αντίθεση προς τον ισχύοντα οργανισμό του ιδρύματος και δεν έχει έρεισμα στο νόμο. Σε περίπτωση δε ανάκλησής της, η οποία ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής, καθίσταται άνευ αντικειμένου η έκδοση απόφασης παύσης των μελών του προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου, δεδομένου ότι αναβιώνουν οι πράξεις περί ορισμού του και, έως την έγκριση και δημοσίευση του τροποποιητικού π.δ., η διοίκηση του ιδρύματος ασκείται από αυτό (ομόφωνα).
ΝΣΚ/34/2023
Ερωτάται: Α) Εάν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης της περ. ε΄ της παρ.4 του άρθρου 2 του ν. 4182/2013 που προβλέπει την, κατόπιν έκδοσης υπουργικής απόφασης, υπαγωγή στην εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών των κοινωφελών περιουσιών των οποίων η αξία εκτιμάται, μετά την προηγηθείσα εκκαθάριση ως ανώτερη των 10.000.000 ευρώ, στην περίπτωση του ιδρύματος «Χ….», του οποίου η αρμοδιότητα εποπτείας, με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2873/2000, εκδοθείσα κ.υ.α. 1080662/1461/Α0006/8-10-2002 (Β΄ 1330) είχε μεταβιβαστεί στον (τότε) Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, εν συνεχεία δυνάμει των διατάξεων του ν. 3852/2010 στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν και μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης με την παρ.1 του άρθρου 28 του ν. 4325/2015 και την σύσταση σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση θέσης Προϊσταμένου που έφερε τον τίτλο «Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης» στον Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης και , ήδη, μετά την προσθήκη δυνάμει του άρθρου 63 του ν. 4954/2022 στο άρθρο 6 του ν. 3852/2010 νέου άρθρου 6Α, που προβλέπει ότι σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση προΐσταται Γραμματέας, στον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Β) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο προηγούμενο σκέλος του ερωτήματος, με βάση ποιό κριτήριο γίνεται η εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας (αντικειμενική αξία ή εμπορική) και Γ) εάν ο πρόσφατος ισολογισμός των κοινωφελών περιουσιών των Ιδρυμάτων αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την υπαγωγή τους στην αρμοδιότητα εποπτείας του Υπουργού Οικονομικών.(...)Α) Ο νομοθέτης, στα πλαίσια άσκησης της εξουσίας του και της συνταγματικά επιτρεπτής διακριτικής του ευχέρειας, επαναξιολογώντας τον τρόπο υλοποίησης της συνταγματικής υποχρέωσης για διασφάλιση της βούλησης των δωρητών και διαθετών κοινωφελών περιουσιών, προέκρινε, προκειμένου για τις μεγάλης αξίας κοινωφελείς περιουσίες, την άσκηση της κρατικής εποπτείας δια του Υπουργού Οικονομικών, ως προσφορότερου τρόπου για την εξυπηρέτηση του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος σκοπού. Το γεγονός ότι στο παρελθόν, υπό την ισχύ του παλαιότερου νομοθετικού πλαισίου του α.ν. 2039/1939 και του ν. 2873/2000, υπήρξε, με την από 8.10.2002 κ.υ.α., μερική μεταβίβαση της αρμοδιότητας εποπτείας της κεντρικής διοίκησης (Υπουργού Οικονομικών) προς τις περιφερειακές κρατικές υπηρεσίες (Γεν. Γραμματέα τότε Περιφέρειας) επί συγκεκριμένων και περιοριστικώς σε κατάλογο αναφερομένων κοινωφελών περιουσιών (ιδρυμάτων και κληροδοτημάτων), δεν κωλύει τον νομοθέτη να προβεί σε αναδιοργάνωση του εν γένει συστήματος εποπτείας, επαναφέροντας αρμοδιότητα στην κεντρική διοίκηση, εφόσον αυτό προκρίνει ως επωφελέστερο για τον σκοπό αυτό, ούτε επιβάλλει στον νομοθέτη την εσαεί διατήρηση μερικής εποπτείας των συγκεκριμένων κοινωφελών περιουσιών, μέσω των περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του ιδρύματος του ερωτήματος, είναι δυνατή η, μετά από έκδοση σχετικής ειδικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών , υπαγωγή του Ιδρύματος Γ. και Α.Χ. στην εποπτεία του. Ως προς τα ζητήματα που τίθενται με το Β΄ και Γ΄ σκέλος του ερωτήματος, με τις περί μητρώου διατάξεις των άρθρων 12 έως και 14 του νέου Κώδικα (ν. 4182/2013) , που ικανοποιούν την συνταγματική επιταγή της παρ. 3 του άρθρου 109 Σ, για τη σύνταξη κεντρικού και αποκεντρωμένων μητρώων κοινωφελών περιουσιών, ο νομοθέτης έθεσε τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις ως προς τον τρόπο τήρησης και λειτουργίας των μητρώων κοινωφελών περιουσιών. Ειδικότερα, ως προς τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων, η παρ. 4 του άρθρου 13 ρητά αναφέρει ότι, κατά τη σχετική καταχώριση στο μητρώο, λαμβάνεται υπόψη η αντικειμενική ή φορολογητέα αξία τους, προκειμένου δε για την επικαιροποίησή της, απαιτείται υποχρεωτικά η αναφορά της φορολογητέας αξίας κάθε ακινήτου στον ετήσιο ισολογισμό. Η Διοίκηση, συνεπώς, για τον υπολογισμό και την επικαιροποίηση της αξίας των ακινήτων των κοινωφελών περιουσιών, υποχρεούται να εφαρμόζει τις, κατά περίπτωση, ισχύουσες διατάξεις του ν.4182/2013 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων, σε συνδυασμό με τις εκάστοτε ισχύουσες εγκύκλιες οδηγίες. Η καταλληλότητα ή το πρόσφορον του ισολογισμού, ως μέσου αποδεικτικού της αξίας περιουσιακών στοιχείων κοινωφελών περιουσιών, αποτελεί ζήτημα τεχνικό και αναγόμενο στην ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης (ομόφωνα).
ΕλΣυν/Κλ.Τμ.7/64/2017
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ:Με δεδομένα τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Δοθέντος ότι έκαστη Δ.Ε.Υ.Α. είναι υποχρεωμένη να συμβληθεί με τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές που ορίζονται ετησίως από την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση για τη διενέργεια τακτικού ελέγχου έκαστης διαχειριστικής χρήσης αυτής, επομένως υποχρεούται να διαπραγματευθεί με τους συγκεκριμένους κάθε φορά (ή, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την ελεγκτική εταιρεία, της οποίας αυτοί αποτελούν μέλη) την αμοιβή τους, δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, στην οποία θα ορίζεται η προϋπολογιζόμενη δαπάνη για την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος διαφωνίας του Αναπληρωτή Επιτρόπου. Εξάλλου, ακόμη και αν αυτός ήθελε ερμηνευθεί ως αναφερόμενος στην προαναφερθείσα διαδικασία, η οποία προτάθηκε με το με αρ. πρωτ. οικ.4443/48157/17.3.2015 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας, ανεξαρτήτως του ότι το εν λόγω έγγραφο είναι μεταγενέστερο του διορισμού των ορκωτών ελεγκτών που διενήργησαν εν προκειμένω τους ελέγχους, επιπλέον δεν είναι δεσμευτικό ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία διορισμού. Περαιτέρω, αβάσιμος τυγχάνει και ο προβληθείς λόγος περί μη νομιμότητας της δαπάνης επειδή η συγκεκριμένη ελεγκτική εταιρεία δεν κοινοποίησε την αποδοχή διενέργειας ελέγχου από τα μέλη της τόσο στην ελεγχόμενη Δ.Ε.Υ.Α. ..., όσο και στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών. Τούτο, διότι, αφενός μεν η παράλειψη κοινοποίησης προς τη Δ.Ε.Υ.Α.Σ. θεραπεύθηκε από τη μετέπειτα σύναψη της μεταξύ αυτών σύμβασης, αφετέρου η παράλειψη κοινοποίησης προς το Σ.Ο.Ε.Λ., ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί δημοσιονομικώς ουσιώδης λόγω της υποχρέωσης έκαστου ορκωτού ελεγκτή να μην διενεργεί έλεγχο σε περισσότερες από τέσσερις συνεχόμενες χρήσεις του εκάστοτε ελεγχόμενου φορέα (άρα και των Δ.Ε.Υ.Α.), εν πάση περιπτώσει, θεραπεύθηκε από την κοινοποίηση προς το Σ.Ο.Ε.Λ. των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων, στην οποία έκαστος ορκωτός ελεγκτής υποχρεούται, όπως προεκτέθηκε, να προβεί εντός διμήνου από την έκδοση του Πιστοποιητικού Ελέγχου. Εξάλλου, από τα ευρισκόμενα εντός του φακέλου στοιχεία (οι με αρ. πρωτ. 156305/ 16.3.2015 και 2563/8.4.2016 ανακοινώσεις του Ε.Β.Ε.Α., και το από 13.1.2016 Πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας «...») προκύπτει ότι η εταιρεία «... ... ... s.a» δεν αποτελεί καθολική διάδοχο της εταιρείας «... ... ... ... S.A», όπως αβάσιμα προβάλλει ο Αναπληρωτής Επίτροπος, αλλά πρόκειται για την ίδια εταιρεία (φέρουσα τον ίδιο αριθμό ΓΕΜΗ), η οποία προέβη σε τροποποίηση του άρθρου 1 του Καταστατικού της λόγω μεταβολής του διακριτικού της τίτλου κατόπιν προσχώρησης αυτής στο διεθνές δίκτυο «... ...». Αντιθέτως, όμως, η ανάληψη της δαπάνης, για την πληρωμή της οποίας εκδόθηκε το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα προκύπτει ότι χώρησε μη κανονικώς. Ειδικότερα, δοθέντος ότι ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της Δ.Ε.Υ.Α. ... (υπ’ αριθμ. 1006/8767/29.1.2014 εγκριτική αυτού απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας - ΦΕΚ Β΄ 283) δεν διαλαμβάνει σχετικά με την οικονομική διαχείριση αυτής, τυγχάνουν και εν προκειμένω εφαρμογής τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του β.δ. 17.5/15.6.1959. Συμφώνως δε προς το τελευταίο συνάγεται ότι μη κανονικώς η διοικητική ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης, μέσω της σύναψης των από 15.5.2015 συμβάσεων με τη φερόμενη ως δικαιούχο του εντάλματος ελεγκτική εταιρεία, έλαβε χώρα χωρίς να έχει προηγουμένως δεσμευθεί η αντίστοιχη πίστωση στον προϋπολογισμό της Δ.Ε.Υ.Α.Σ., ήτοι η δημοσιονομική ανάληψη της συγκεκριμένης δαπάνης που διενεργείται μέσω της απόφασης ανάληψης υποχρέωσης από τον Γενικό Διευθυντή της Δ.Ε.Υ.Α., η οποία, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, πρέπει πάντα να προηγείται της απόφασης του οργάνου δυνάμει της οποίας η Δ.Ε.Υ.Α. αναλαμβάνει οποιαδήποτε υποχρέωση, εν προκειμένω, ωστόσο, έλαβε χώρα το πρώτον στις 25.7.2016, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο του Αναπληρωτή Επιτρόπου. Συνεκτιμώντας, ωστόσο, το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι τα όργανα της Δ.Ε.Υ.Α. ... εν προκειμένω ενήργησαν χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, κατά συνέπεια συγγνωστώς υπέπεσαν στην προαναφερθείσα πλημμέλεια.
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)/67/2017
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:Με δεδομένα τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Δοθέντος ότι έκαστη Δ.Ε.Υ.Α. είναι υποχρεωμένη να συμβληθεί με τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές που ορίζονται ετησίως από την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση για τη διενέργεια τακτικού ελέγχου έκαστης διαχειριστικής χρήσης αυτής, επομένως υποχρεούται να διαπραγματευθεί με τους συγκεκριμένους κάθε φορά (ή, κατά το συνήθως συμβαίνον, με την ελεγκτική εταιρεία, της οποίας αυτοί αποτελούν μέλη) την αμοιβή τους, δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, στην οποία θα ορίζεται η προϋπολογιζόμενη δαπάνη για την παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος διαφωνίας του Αναπληρωτή Επιτρόπου. Εξάλλου, ακόμη και αν αυτός ήθελε ερμηνευθεί ως αναφερόμενος στην προαναφερθείσα διαδικασία, η οποία προτάθηκε με το με αρ. πρωτ. οικ.4443/48157/17.3.2015 έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ......., ανεξαρτήτως του ότι το εν λόγω έγγραφο είναι μεταγενέστερο του διορισμού των ορκωτών ελεγκτών που διενήργησαν εν προκειμένω τον έλεγχο, επιπλέον δεν είναι δεσμευτικό ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία διορισμού.(…)Ειδικότερα, δοθέντος ότι ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της Δ.Ε.Υ.Α. ....... (υπ’ αριθμ. 131860/17.8.1999 εγκριτική αυτού απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ....... - ΦΕΚ Β΄ .......) δεν διαλαμβάνει σχετικά με την οικονομική διαχείριση αυτής, τυγχάνουν και εν προκειμένω εφαρμογής τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του β.δ. 17.5/15.6.1959. Συμφώνως δε προς το τελευταίο συνάγεται ότι μη κανονικώς η διοικητική ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης, μέσω της σύναψης της από 2.11.2015 σύμβασης με τη φερόμενη ως δικαιούχο του εντάλματος ελεγκτική εταιρεία, έλαβε χώρα χωρίς να έχει προηγουμένως δεσμευθεί η αντίστοιχη πίστωση στον προϋπολογισμό της εν λόγω Δ.Ε.Υ.Α., ήτοι η δημοσιονομική ανάληψη της συγκεκριμένης δαπάνης που διενεργείται μέσω της απόφασης ανάληψης υποχρέωσης από τον Γενικό Διευθυντή της Δ.Ε.Υ.Α.. Αυτή, όπως εκτέθηκε παραπάνω, πρέπει πάντα να προηγείται της απόφασης του οργάνου δυνάμει της οποίας η Δ.Ε.Υ.Α. αναλαμβάνει οποιαδήποτε υποχρέωση, εν προκειμένω δε, έλαβε χώρα το πρώτον στις 13.11.2015, καθώς η προηγηθείσα από 19.10.2015 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Δ.Ε.Υ.Α. περί έγκρισης της σχετικής δαπάνης και διάθεσης της πίστωσης δεν συνιστά την προβλεπόμενη δημοσιονομική ανάληψη της υποχρέωσης. Μη κανονικώς, άλλωστε, αναλήφθηκε η σχετική υποχρέωση, μεταξύ λοιπών οφειλών προς προμηθευτές, κατά το οικονομικό έτος 2016 χωρίς να προκύπτει ότι προηγήθηκε η ανατροπή αυτής λόγω μη εκτέλεσής της. Τέλος, μη κανονικώς αναρτήθηκε η σύμβαση στο ΚΗΜΗΔΣ το πρώτο μετά την εκτέλεση της σύμβασης, ήτοι στις 23.11.2016, δοθέντος ότι, ως εκ του χρόνου σύναψης αυτής (2.11.2015), είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 139 του ν.4281/2014, η έναρξη ισχύος του οποίου, όπως εκτέθηκε παραπάνω, ορίστηκε στις 9.8.2015, συνεπώς οι Δ.Ε.Υ.Α. υπάγονταν από τότε στο πεδίο εφαρμογής του ανεξάρτητα από τη νομική φύση αυτών ως Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ή μη. Συνεπώς, βασίμως προβάλλει ο Αναπληρωτής Επίτροπος ότι η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη κανονική. Συνεκτιμώντας, όμως, το γεγονός ότι η δημοσιονομική ανάληψη της συγκεκριμένης υποχρέωσης έλαβε χώρα λίγες μόνο ημέρες μετά τη διοικητική ανάληψη αυτής, καθώς επίσης ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος σχεδόν τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του άρθρου 139 του ν.4281/2014 και την υπαγωγή των Δ.Ε.Υ.Α. άνευ άλλου τινός στους υπόχρεους προς ανάρτηση στο ΚΗΜΗΔΣ φορείς δικαιολογεί ενδεχόμενη παράλειψη τους να το πράξουν, δεδομένου, άλλωστε, ότι μέχρι τότε δεν συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ των υποχρέων, εντέλει δε, ανήρτησαν τη σύμβαση, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι συγγνωστώς τα όργανα της Δ.Ε.Υ.Α. ....... υπέπεσαν στις συγκεκριμένες πλημμέλειες, και συγγνωστώς, ομοίως, υπέλαβαν ότι δεν απαιτείτο προηγούμενη ανατροπή της δεσμευθείσας πίστωσης πριν από την εκ νέου ανάληψη αυτής κατά το επόμενο οικονομικό έτος.