Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ.6/2443/2012

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005

ΜΕΛΕΤΕΣ:Αίτηση ανάκλησης της 230/2012 Πράξεως του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι : Α) Η αλλαγή του κτιριολογικού προγράμματος, η οποία δεν οφείλεται σε εξωτερικούς απρόβλεπτους παράγοντες, οι οποίοι επιβάλλουν την τοιαύτη μεταβολή, αλλά στη βούληση των οργάνων Διοίκησης του Ιδρύματος αναφορικά με τη χρήση του κτιρίου, δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός, δυνάμενο να δικαιολογήσει την κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως, ενώ περαιτέρω, ως ήδη εξετέθη, συντρεχουσών των απρόβλεπτων περιστάσεων, είναι δυνατή η κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως εφόσον ο ανάδοχος δεν έχει εκπληρώσει την παροχή του και η σύμβαση εξακολουθεί να είναι ως προς τις απορρέουσες από αυτή υποχρεώσεις, ενεργός. (…)Β) Η δυνατότητα διαχωρισμού των σχετικών μελετών από τις αρχικές τοιαύτες σημαίνει ότι αυτές μπορούν να δημοπρατηθούν ανεξαρτήτως και αυτοτελώς ως προς τις αρχικές μελέτες χωρίς τούτο να επηρεάζει την λειτουργικότητά τους. Η πρόβλεψη, με την 212/30η/15.9.2011 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ότι οι μελέτες που απαιτούνται για την αλλαγή του κτιριολογικού προγράμματος και τη μετατροπή του κτιρίου σε «κτίριο Διοίκησης» μπορεί να εκπονηθούν από τη Διεύθυνση Τεχνικής και Στέγασης του Ιδρύματος, αποδεικνύει ότι αυτές θα μπορούσαν να εκτελεσθούν από κάποιον άλλο πλην της αρχικής αναδόχου συμπράξεως, ανεξαρτήτως αν αυτός θα ήταν η ως άνω Διεύθυνση ή άλλος τρίτος ιδιώτης. Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί περί υποστελέχωσης της υπηρεσίας λόγω συνταξιοδοτήσεων και περί αδυναμίας του εναπομείναντος προσωπικού να εκπονήσει το σύνολο των μελετών μέχρι τη λήξη της οικοδομικής αδείας, ενόψει, μεταξύ άλλων, και της απασχολήσεως αυτού με πληθώρα αντικειμένων, και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, καθόσον δεν παρέχουν ερείσματα για την αυτοτέλεια ή τη συμπληρωματικότητα των μελετών, αλλά μόνο για την εκτέλεσή τους ή μη από την αρμόδια υπηρεσία του Ιδρύματος. Γ) Περαιτέρω, σχετικά με την εκπόνηση μελέτης κατ’ εφαρμογή του ΚΕΝΑΚ, πέραν των όσων εξετέθησαν ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η μεταφορά των δεδομένων που προκύπτουν από άλλες μελέτες (θέρμανσης, κλιματισμού, θερμομόνωσης κ.λπ.) και η χρήση αυτών κατά την σύνταξη της μελέτης ΚΕΝΑΚ δεν αποδεικνύεται ότι γίνεται μόνον από το πρόγραμμα που έχει εκπονήσει ο αρχικός μελετητής, εν πάση δε περιπτώσει και εάν ακόμη αυτό ήταν αληθές, τούτο δεν αιτιολογεί το ότι δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτές της αρχικής, αλλά ενδεχομένως δικαιολογεί την απευθείας ανάθεση των οικείων μελετών βάσει των διατάξεων του άρθρου 10 παρ.2 περ.β) του Ν. 3316/2005, δηλαδή σε περίπτωση που υφίστανται αποκλειστικά δικαιώματα η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί σε συγκεκριμένο υποψήφιο και όχι μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως και Δ) Λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της συμπληρωματικής συμβάσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί εν προκειμένω καθόσον α) ο αρχικός σχεδιασμός του κτιρίου ως κτίριο Διοικήσεως και οι διαδοχικές αλλαγές της χρήσεως αυτού το έτος 2005 σε Περιφερειακό Υποκατάστημα – Υγειονομική Μονάδα Αθηνών του Ιδρύματος και το έτος 2011 σε κτίριο Διοικήσεως, οφείλονται σε υπαιτιότητα της αναθέτουσας αρχής («αλλαγή σχεδιασμού και πολιτικής από την νέα Διοίκηση ενός Ν.Π.Δ.Δ.», όπως αναφέρεται στη σελ.2 του υπομνήματος) και δεν δικαιολογούνται από οιαδήποτε απρόβλεπτη περίσταση, β) οι διαδοχικές αλλαγές της χρήσεως του κτιρίου έχουν αυξήσει το κόστος αυτού σχεδόν στο διπλάσιο, καθώς ο προϋπολογισμός της αρχικής συμβάσεως ανερχόταν στο ποσό των 925.000,00 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και ήδη, με την ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση εγγίζει το ποσό του 1.769.605,11 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., γ) η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται τη συνδρομή οιασδήποτε μορφής νομικής πλάνης στο πρόσωπο των αρμοδίων οργάνων της προκειμένου να καταστήσει ανεκτή την τοιαύτη υπέρβαση της προϋπολογισθείσας δαπάνης, αλλά και το γεγονός ότι η ολοκλήρωση του συνόλου των μελετών, η έκδοση της οικοδομικής αδείας και των σχετικών τευχών δημοπρατήσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα για τη χρήση του κτιρίου ως Περιφερειακού Υποκαταστήματος του Ιδρύματος, τελικά θα παραμείνουν αχρησιμοποίητες κατά παράβαση κάθε έννοιας χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως, η οποία επιβάλλει τον εξορθολογισμό της χρήσης του δημοσίου χρήματος και επομένως την εκταμίευση αυτού μόνον για την αντιμετώπιση των πράγματι επιβεβλημένων αναγκών που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, δ) το υψηλό κόστος των μισθωμάτων που καταβάλλει η Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τη μίσθωση των χώρων λειτουργίας της (περίπου 109.729,36 ευρώ μηνιαίως) και αληθές υποτιθέμενο, δεν άγει στην παραδοχή της αιτήσεως ανακλήσεως, πρωτίστως διότι, για τη μεταστέγαση των οικείων υπηρεσιών, απαιτείται κατ΄ αρχάς, η εκτέλεση των σχετικών εργασιών (δηλαδή του έργου), το οποίο απαιτεί επιπλέον χρήματα και χρόνο, ε) η ένταξη του έργου σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδοτήσεως προϋποθέτει τη νομιμότητα ως προς την επιλογή της χρήσεως του κτιρίου και στ) η αναβάθμιση της περιοχής λόγω της αναπλάσεως του κτιρίου, δεν ανάγεται στους σκοπούς του ασφαλιστικού οργανισμού ώστε να προτάσσεται παραδεκτώς ως λόγος ανακλήσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή να δύναται βασίμως να στοιχειοθετήσει την ανάκληση αυτής (..) Απορρίπτει την από 31.5.2012 αίτηση ανακλήσεως του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «΄Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών».​


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-315/2001

Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )


ΔΕΚ-C-318/1994

Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΔΕΚ/Τ-195/2005

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΔΕΚ/C-81/1998

1) Οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1, στοιχεία αα και ββ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, όσον αφορά την απόφαση της αναθέτουσας αρχής που προηγείται της συνάψεως της συμβάσεως, με την οποία η αρχή αυτή επιλέγει τον προσφέροντα που συμμετέσχε στη διαδικασία συνάψεως της συμβάσεως με τον οποίο θα συνάψει τη σύμβαση, να προβλέψουν σε όλες τις περιπτώσεις διαδικασία προσφυγής παρέχουσα στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προκαλέσει την ακύρωση της αποφάσεως, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ανεξαρτήτως της δυνατότητας να λάβει αποζημίωση μετά τη σύναψη της συμβάσεως. 2) Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αα και ββ, της οδηγίας 89/665 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, παρά την έλλειψη αποφάσεως περί αναθέσεως η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, οι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής αρχές των κρατών μελών στον τομέα των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων του Δημοσίου μπορούν να επιληφθούν προσφυγών υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη αυτή.


ΔΕΚ/C-244/2002

Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.


C-305/2008

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)της 23ης Δεκεμβρίου 2009 .«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Έννοιες των όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα – Κοινοπραξία (“consorzio”) που έχει συσταθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα και φορείς του Δημοσίου – Κύρια καταστατική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»Επιβάλλεται, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται σε φορείς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά ινστιτούτα, οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να συμμετέχουν σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, μολονότι το εθνικό δίκαιο παρέχει στους ως άνω φορείς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.


ΝΣΚ/86/2000(ΟΛΟΜ)

Διοικητικές συμβάσεις. Έννοια. Δημοπρασία. Συμμετοχή ενός υποψηφίου. Κακή σύνθεση Επιτροπής. Χρόνος καταρτίσεως συμβάσεως. Προσύμφωνο. Ανάκληση κατακυρώσεως μετά τη σύμβαση. α) Υπήρξε κακή σύνθεση της Επιτροπής του διενεργηθέντος στις 30-6-1997 διαγωνισμού για την τουριστική αξιοποίηση έκτασης του ΕΟΤ στο Παλιούρι Χαλκιδικής, εφόσον δεν αποδεικνύεται κατά νόμιμο τρόπο η έγκαιρη πρόσκληση ενός απουσιάσαντος μέλους της Επιτροπής αυτής. (ομόφωνα) β) Η έννοια του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο διαγωνισμό μετέσχε μόνο μία κοινοπραξία. (πλειοψ.) γ) Η συμβατική δέσμευση του ΕΟΤ με τον πλειοδότη του διαγωνισμού επήλθε, σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, με την ανακοίνωση στον πλειοδότη της κατακυρωτικής απόφασης, νομίμως δε στη συνέχεια υπογράφηκε μεταξύ των μερών προσύμφωνο, με το οποίο συμφωνήθηκε η αζήμια για τους συμβαλλομένους λύση της συμβάσεως σε περίπτωση εκδόσεως δυσμενών αποφάσεων του ΣτΕ σε εκκρεμούσες αιτήσεις ακυρώσεως. (ομόφωνα) δ) Ο ΕΟΤ έχει την ευχέρεια, παρά τη συμβατική του δέσμευση, να ανακαλέσει ως παράνομη εξαιτίας της κακής σύνθεσης της Επιτροπής Διαγωνισμού την κατακυρωτική απόφαση και να επαναλάβει τον διαγωνισμό από το στάδιο παραλαβής και ελέγχου των προσφορών χωρίς δυνατότητα καταθέσεως νέων προσφορών. (πλειοψ.)


ΔΕΚ/C-129/2004

Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής σε θέματα συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 — Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διαδικασία ασκήσεως προσφυγής — Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής — Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα στα μέλη υποβαλούσας προσφορά κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα να ασκήσoυν ατομικώς προσφυγή — Επιτρέπεται (Οδηγία του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1) Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία κατά την οποία μόνον το σύνολο των μελών κοινοπραξίας χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία μετέσχε ως τέτοια σε διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως και δεν της ανατέθηκε το αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως περί συνάψεως της συμβάσεως και όχι μόνον ένα από τα μέλη της ατομικώς. Το ίδιο ισχύει αν όλα τα μέλη τέτοιας κοινοπραξίας ασκήσουν μεν από κοινού προσφυγή αλλά η προσφυγή ενός από τα μέλη της είναι απαράδεκτη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πράγματι, η εθνική νομοθεσία απαιτεί απλώς από τους προσφεύγοντες να πληρούν τις σχετικές με την ενεργητική νομιμοποίηση προϋποθέσεις αναλόγως της νομικής μορφής που έχουν επιλέξει τα ίδια τα μέλη. Τέτοιου είδους προϋποθέσεις είναι γενικής ισχύος και δεν περιορίζουν κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία 89/665 την αποτελεσματικότητα των προσφυγών και τη δυνατότητα των υποβαλόντων προσφορά να ασκήσουν προσφυγές. (βλ. σκέψεις 28-29 και διατακτ.)