ΕλΣυν/Τμ.6/205/2007
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται ότι τόσο το πρακτικό αξιολόγησης και βαθμολόγησης των προσφορών των διαγωνιζομένων όσο και οι αποφάσεις των αρμόδιων επιτροπών επί σχετικών ενστάσεων – προσφυγών, πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία της περιέχουσας σ’ αυτά κρίσης με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία ελήφθησαν υπόψη αυτοτελώς και συγκριτικά, ώστε αφενός να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς την ορθή εφαρμογή των κριτηρίων που θέτει η διακήρυξη και ο νόμος και αφετέρου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος νομιμότητας από το Ελεγκτικό Συνέδριο (βλ. Πρξ. Τμ. VI 224/2006). Είναι δε η αιτιολογία πλήρης και επαρκής όταν περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων του νόμου και ειδικά όσον αφορά το πρακτικό τεχνικής αξιολόγησης, όταν παρατίθενται τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προκύπτει ότι πληρούνται τα κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης και οι λοιποί όροι σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις που τίθενται με τη διακήρυξη και το νόμο. Μόνο εφόσον υπάρχει αιτιολογία σύμφωνα με τα ανωτέρω ειδική και σαφής, είναι δυνατή η συμπλήρωσή της με στοιχεία του φακέλου.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ6/13/2008
Ελ.Συν./Τμ.VΙ/13/2008.Δημόσιες συμβάσεις εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών. Το πρακτικό αξιολόγησης της ελεγχθείσας διαδικασίας διαγωνισμού διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 και 8 του νόμου 3316/2005 και η αιτιολογία του είναι τυποποιημένη. Η αιτιολογία αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. «Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι μη νομίμως το Κλιμάκιο έκρινε ως ελλιπή την αιτιολογία του ανωτέρω Πρακτικού αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Και τούτο διότι η σύνταξη του πρακτικού αξιολόγησης της ελεγχθείσας διαδικασίας διαγωνισμού διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 και 8 του νόμου 3316/2005, καθώς και του άρθρου 4.4 της διακήρυξης, οι οποίες τυποποιούν την αιτιολογία του πρακτικού αυτού, με βάση τα κριτήρια που θέτουν και καθορίζουν τη βαρύτητα καθενός από αυτά. Επομένως τη λεκτική διατύπωση της αιτιολογίας την παρέχει ο ίδιος ο νόμος και η διακήρυξη, με συνέπεια η βαθμολόγηση κατά κριτήριο να είναι αυτή καθαυτή η ουσιαστική αιτιολόγηση του διαγωνισμού. Η ανωτέρω επιλογή του νομοθέτη επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του μελετητικού αντικειμένου, καθόσον ο υπό κρίση διαγωνισμός αφορά τεχνολογία αιχμής, με εξαιρετικά σύνθετη μεθοδολογία, που οδηγεί σε πολυσέλιδες προσφορές, με αποτέλεσμα ακόμα και μία συνοπτική επιγραμματική αιτιολόγηση της συγκριτικής (μεταξύ των διαγωνιζομένων ) αξιολόγησης της Επιτροπής θα ελάμβανε αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας εκτενούς επιστημονικής πραγματείας, η οποία μάλιστα εξ αυτού του άκρως τεχνικού περιεχομένου της θα ήταν απροσπέλαστη και κατ` αποτέλεσμα ανέλεγκτη κατά τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας του σχεδίου σύμβασης. Η απομάκρυνση από την οριοθέτηση της αιτιολογίας με τα τυποποιημένα κριτήρια που θέτει ο νόμος και η ίδια η διακήρυξη (άρ.4.4), θα είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο επί τεχνικών κρίσεων και επιστημονικών θεμάτων με συνέπεια ο έλεγχος νομιμότητας να μετατρέπεται σε ουσιαστικό επιστημονικό-τεχνικό έλεγχο, ο οποίος ευρίσκεται εκτός των ορίων του θεσμοθετημένου από το νομοθέτη ελέγχου και θα είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο οι κρίσιμες αξίες της διαφάνειας, της ισότητας και της αντικειμενικότητας. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο μη νομίμως έλεγξε την πληρότητα και το ορισμένο της αιτιολογίας με βάση μόνον τα διαλαμβανόμενα στο ίδιο το σώμα του πρακτικού ΙΙ/24.9.2007 και τούτο διότι στην περίπτωση κατά την οποία οι διέπουσες την έκδοση της πράξης διατάξεις δεν προβλέπουν ρητά ότι η αιτιολογία πρέπει να προκύπτει από το σώμα της πράξης, τότε αρκεί να προκύπτει αυτή από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 276/1983, 4165/1984 κ.α.). Τέλος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι ακόμη και αν υφίστατο η ανωτέρω πλημμέλεια της αιτιολογίας, αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί από το Κλιμάκιο μόνο στην περίπτωση που είχαν ασκηθεί σχετικές ενστάσεις εκ μέρους των διαγωνιζομένων, δοθέντος ότι η αιτιολογία της βαθμολόγησης των προσφορών ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το Κλιμάκιο, κατά τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας της σύμβασης, ως ζήτημα αναγόμενο στην νομιμότητα έκδοσης των εκτελεστών διοικητικών πράξεων την οποία όπως ήδη σημειώθηκε ελέγχει αυτεπάγγελτα ο Δικαστικός σχηματισμός του Κλιμακίου. VΙ. Κατ΄ακολουθίαν, δοθέντος ότι το Κλιμάκιο που έκρινε αντιθέτως, θεωρώντας πλημμελή την αιτιολόγηση της βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, το Τμήμα, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη (V) της παρούσας, άγεται στην κρίση ότι οι κρινόμενες αιτήσεις ανακλήσεως πρέπει να γίνουν δεκτές και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη με αυτές 401/2007 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.»
ΕΣ/Τμ.VII/278/2007
Εξόφληση 1ου λογαριασμού μελέτης με τίτλο «Μελέτη Ακαθάρτων Δήμου». Μη νόμιμη η ανάθεση της εν λόγω μελέτης, καθόσον τόσο το πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης όσο και η σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου στερούνται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας, δεδομένου ότι αφενός δεν περιέχουν συγκεκριμένα στοιχεία συγκριτικής αξιολόγησης και βαθμολογίας των επιμέρους στοιχείων που υποβλήθηκαν, ώστε να είναι σαφής και ελέγξιμη η κατάταξη όλων των συμμετεχόντων, αφετέρου η επιλογή της αναδειχθείσας σύμπραξης μελετητών έγινε κατ΄ επίκληση κριτηρίου που δεν προβλεπόταν στην οικεία πρόσκληση ενδιαφέροντος
ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/327/2019
Προμήθεια αγαθών...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 4, κρίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή των τριών σχεδίων συμβάσεων που υποβλήθηκαν ενώπιον του Κλιμακίου αυτού, δεδομένου ότι το Πρακτικό της Επιτροπής για την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών των εταιρειών, οι οποίες για το Τμήμα που εκάστη από αυτές προσέφερε, είναι μοναδικές, δεν έχει αιτιολογηθεί νομίμως, καθόσον στη βαθμολογία εκάστου κριτηρίου αξιολόγησης δεν παρατίθεται καμία αιτιολογία ούτε όταν η βαθμολογία είναι 100 ούτε όταν είναι ανώτερη αυτής, κατά παραβίαση των παρ. 11 και 13 του άρθρου 86 του ν. 4412/2016, χωρίς να ασκεί επιρροή ότι οι εταιρείες αυτές είναι μοναδικές ή αν η βαθμολόγηση είναι 100 ή μεγαλύτερη, διότι οι εκτεθείσες στη σκέψη 4 ως άνω διατάξεις δεν διακρίνουν, ενώ και σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να καθίσταται επαληθεύσιμο το ότι τα επιμέρους κριτήρια καλύπτουν τις απαιτήσεις που τίθενται από τη διακήρυξη, χωρίς να παρουσιάζουν αποκλίσεις από τα σχετικώς προβλεφθέντα σε αυτή. Κατά τη μειοψηφούσα άποψη της Παρέδρου Φωτεινής Πούλιου, η έλλειψη λεκτικής διατύπωσης στη βαθμολογία εκάστου κριτηρίου αξιολόγησης δε δύναται να πλήξει το κύρος της διαγωνιστικής διαδικασίας, αφού αυτή η ίδια η βαθμολόγηση παρίσταται αλυσιτελής. Και τούτο, διότι ελλείψει άλλων διαγωνιζομένων, καθόσον οι ως άνω εταιρείες είναι μοναδικές στο Τμήμα του διαγωνισμού για το οποίο εκάστη από αυτές υπέβαλε προσφορά, δεν απαιτείται κατάταξη την οποία και μόνο υπηρετεί η βαθμολόγηση, ενώ η Επιτροπή παρέθεσε επαρκή αιτιολογία περί της αποδοχής της τεχνικής προσφοράς εκάστης των ως άνω εταιρειών (βλ. σκέψη 5. Β.) με αναφορά ότι αυτές πληρούν τις απαιτήσεις της μελέτης 07ΤΥ/2018, οι οποίες είναι αυτές που ομαδοποιήθηκαν στα κριτήρια αξιολόγησης των πινάκων βαθμολόγησης, σημειώνοντας ταυτόχρονα τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων ειδών.
ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/1875/2019
ΕΑΔΗΣΥ/907/2022
Με τη δεύτερη προδικαστική προσφυγή, η δεύτερη προσφεύγουσα αιτείται να ακυρωθεί η προσβαλλομένη με την οποία εγκρίθηκαν το από 23/12/2021 πρακτικό ελέγχου και αξιολόγησης των δικαιολογητικών συμμετοχής και των τεχνικών προσφορών των οικονομικών φορέων, το από 23/02/2022 πρακτικό αξιολόγησης των οικονομικών προσφορών και τέλος το από 01/04/2022 πρακτικό αξιολόγησης των δικαιολογητικών προσωρινού αναδόχου, τόσο κατά το μέρος που απορρίφθηκε η οικονομική προσφορά της, όσο και κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι προσφορές των λοιπών συμμετεχόντων (…,… και …) παρότι πάσχουν από ουσιώδεις πλημμέλειες, και συνακόλουθα αποφασίστηκε η ανάδειξη της εταιρίας «…,…,…» ως οριστικής αναδόχου.
ΕΣ/ΤΜ.6/451/2018
ΜΕΛΕΤΗ.ζητείται η ανάκληση της 8/2018 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της Περιφέρειας ... και της σύμπραξης «...» για την ανάθεση εκπόνησης της μελέτης με τίτλο....(..)Με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου σύμβασης με την επάλληλη αιτιολογία ότι:α) Από την επισκόπηση του πίνακα που περιέχεται στο Πρακτικό ΙΙ/11.5.2017 της Επιτροπής Διαγωνισμού προκύπτει ότι, αναφορικά με το Κριτήριο 1ο U1, για κάθε υποψήφιο επαναλαμβάνεται η λεκτική διατύπωση του κριτηρίου αυτού,...Με τα δεδομένα αυτά, η βαθμολόγηση των διαγωνιζομένων σε όλα τα κριτήρια και υποκριτήρια παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, στερούμενη της προσήκουσας ειδικότητας, κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας (άρθρο 14 παρ. 1 του ν.3316/2005), του προεκτεθέντος άρθρου 4.4 της διακήρυξης που προβλέπει συνοπτική λεκτική αιτιολόγηση, καθώς και των λοιπών παρατεθεισών στη σκέψη 3 γενικών και ειδικών διατάξεων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τεχνικές προσφορές που έλαβαν πανομοιότυπους λεκτικούς χαρακτηρισμούς παρουσιάζουν διαφοροποίηση ως προς την αριθμητική βαθμολογία που έλαβαν, παρά το γεγονός ότι η διατυπωθείσα λεκτική αιτιολόγηση «διαπιστώσεις» της Επιτροπής Διαγωνισμού επί των επιμέρους στοιχείων των κριτηρίων και υποκριτηρίων ταυτίζεται πλήρως, χωρίς περαιτέρω να εξειδικεύονται τα συγκεκριμένα εκείνα ποιοτικά στοιχεία των προσφορών που αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή και δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολόγηση και β)Με τη 2262/19.12.2017 απόφαση της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Έργων Αντιπλημμυρικής Προστασίας της Περιφέρειας ... κρίθηκε ότι τα επικαιροποιημένα δικαιολογητικά της υποψήφιας αναδόχου σύμπραξης πληρούν τους όρους των άρθρων 5.3, 21.2, 21.3 και 23 της διακήρυξης και αποφασίστηκε η «αποδοχή» αυτών για την ανάθεση της ως άνω μελέτης. Πλην όμως ο έλεγχος και η εισήγηση για την αποδοχή των δικαιολογητικών κατακύρωσης του αναδόχου έπρεπε να γίνει από την Επιτροπή Διαγωνισμού, η δε έγκριση αυτών να γίνει με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής και, συνεπώς, δοθέντος ότι ο έλεγχος και η έγκριση έγινε, εν προκειμένω, από το ανωτέρω αναρμόδιο όργανο, κωλύεται και εκ εξ αυτού του λόγου η υπογραφή του υπό έλεγχο σχεδίου.(..) Mε τα δεδομένα αυτά, κατά την κρατήσασα άποψη του Τμήματος, ορθώς εκρίθη με τη προσβαλλομένη ότι η βαθμολόγηση των διαγωνιζομένων σε όλα τα κριτήρια και υποκριτήρια παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη στερούμενη της προσήκουσας ειδικότητας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τεχνικές προσφορές που έλαβαν πανομοιότυπους λεκτικούς χαρακτηρισμούς παρουσιάζουν διαφοροποίηση ως προς την αριθμητική βαθμολογία που έλαβαν, παρά το γεγονός ότι η διατυπωθείσα λεκτική αιτιολόγηση επί των επιμέρους στοιχείων των κριτηρίων και υποκριτηρίων ταυτίζεται πλήρως, χωρίς περαιτέρω να εξειδικεύονται τα συγκεκριμένα εκείνα ποιοτικά στοιχεία των προσφορών που αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Διαγωνισμού και δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολόγηση.(..)Τέλος ο έλεγχος και η έγκριση των επικαιροποιημένων δικαιολογητικών συμμετοχής έγινε κατά τα προεκτεθέντα από αναρμόδιο όργανο, ενώ οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος προβάλλονται αβασίμως αφού το τελευταίο εξυπηρετείται με τη τήρηση του νόμου. ...Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.Δεν ανακαλεί την 8/2018 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,
ΕΣ/Τ7/41/2008
Για τη σύναψη από την αναθέτουσα αρχή δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών μετά τη διενέργεια τακτικού δημόσιου διαγωνισμού κατά τις διατάξεις του π.δ. 346/1998, συντάσσεται διακήρυξη σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω π.δ., η οποία, ως κανονιστική διοικητική πράξη που διέπει τον διαγωνισμό και δεσμεύει με τους κατά νόμο όρους της τόσο την αναθέτουσα αρχή όσο και τους διαγωνιζομένους (βλ. Πράξη IV Τμήματος 103/2006), πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σαφή κριτήρια κατακύρωσης του διαγωνισμού και να προσδιορίζει τη βαρύτητα καθενός από αυτά, προκειμένου να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι κατά την υποβολή των προσφορών τους την ύπαρξη και τη σημασία τους, στοχεύοντας στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, χωρίς να επιτρέπεται η μετά τη δημοσίευση της διακήρυξης θέσπιση νέων κριτηρίων, ο προσδιορισμός της σειράς σπουδαιότητάς τους και των συντελεστών βαρύτητάς τους (βλ. σχετ. ΔΕΚ C-225/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-513/1999, Concordia Bus κ.ά.). Ειδικότερα, η αξιολόγηση των προσφορών των συμμετεχόντων στη διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων υπηρεσιών πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, δηλαδή να παρατίθενται στο πρακτικό αξιολόγησης τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η αναθέτουσα αρχή και τα οποία δικαιολογούν, για κάθε συγκεκριμένο κριτήριο αξιολόγησης που τίθεται από τη διακήρυξη, την ποιοτική και ποσοτική υπεροχή της προσφοράς του αναδόχου συγκριτικά με τις προσφορές των λοιπών διαγωνιζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω στοιχεία θα πρέπει τουλάχιστον να προκύπτουν με σαφήνεια από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (πρακτικά εισηγήσεις, γνωμοδοτήσεις, κ.λ.π). Η εν λόγω ειδική κρίση της αναθέτουσας αρχής δεν δύναται να αναπληρωθεί από την παρεχόμενη βαθμολογία στα κριτήρια αξιολόγησης της προσφοράς, καθόσον η αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, πέραν του ότι επιβάλλεται για λόγους διαφάνειας, είναι αναγκαία τόσο για την υποβολή αντιρρήσεων από τους λοιπούς διαγωνιζόμενους, όσο κυρίως για το δικαστικό έλεγχο της κρίσης (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Τ-4/2001, Renco κατά Συμβουλίου, Τ-169/2000, Esedra κατά Επιτροπής, Τ-166/1994, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου κ.ά.). Συνεπώς, η έλλειψή της αποτελεί ουσιώδη πλημμέλεια που καθιστά μη νόμιμη τη διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών και συναφώς τη διαδικασία ανάθεσης της μελέτης. Επιπλέον, για τη νόμιμη διενέργεια του διαγωνισμού είναι υποχρεωτική η τήρηση των προβλεπόμενων από το νόμο διατυπώσεων δημοσιότητας της διακήρυξης, οι οποίες επιτάσσουν, μεταξύ άλλων, την αποστολή των ουσιωδών στοιχείων της διακήρυξης προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον η σχετική υπηρεσία υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 346/98 (βλ. Πράξεις IV Τμήματος 26/2007, 125/2006). Η μη τήρηση της ως άνω υποχρεωτικής διατύπωσης δημοσιότητας συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια της διαγωνιστικής διαδικασίας και συνεπάγεται την ακυρότητά της, καθώς η τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δημοπράτησης των δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην ευρεία συμμετοχή στο διαγωνισμό και στη διασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό για την αναθέτουσα αρχή αποτέλεσμα (Πράξη VII Τμήματος 182/2007).
ΣτΕ/71/2009
Βαθμολόγηση τεχνικών προσφορών. Δεν δικαιολογείται διαφοροποίηση στη βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών , όταν αυτές αξιολογούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο .Η διαφορά στη βαθμολογία μεταξύ των υποψηφίων πρέπει να αντιστοιχεί σε, έστω κατ΄ελάχιστο, διαφορετική λεκτική διατύπωση του πορίσματος της αξιολόγησης των προσφορών, με άλλα λόγια δεν μπορεί να τίθεται διαφορετική βαθμολογία στα κριτήρια της τεχνικής προσφοράς όταν οι λεκτικοί χαρακτηρισμοί που συνιστούν το συμπέρασμα της αξιολόγησης ταυτίζονται απόλυτα
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/22/2019
Υλοποίηση Κεντρικού Συστήματος Διακίνησης Εγγράφων....Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον στο σχετικό Πρακτικό της αρμόδιας Επιτροπής Διαγωνισμού δεν περιλαμβάνεται βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς της μοναδικής υποψήφιας αναδόχου, συνοδευόμενη από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με συνέπεια να μην εξειδικεύεται προσηκόντως το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς και να μην προκύπτει σαφώς ότι καλύπτονται οι τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης χωρίς αποκλίσεις, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν αναδεικνύονται τα συγκεκριμένα εκείνα στοιχεία του φακέλου του διαγωνιζομένου που αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή και οδήγησαν στην αποδοχή της τεχνικής προσφοράς, το Κλιμάκιο κρίνει ότι εκ της διαπιστωθείσας ως άνω ουσιώδους πλημμέλειας, κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης.
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ